Σημαντικές αλλαγές έρχονται για όσους έχουν 30 έτη ασφάλισης και ακόμα περισσότερο έχουν φτάσει και τα 40 καθώς θα αυξηθούν οι συντελεστές ανταποδοτικής σύνταξης.
Με άλλα λόγια όσα περισσότερα χρόνια εργάζεται κάποιος τόσο πιο πολύ θα ανταμειφθεί.
Το υπουργείο Εργασίας, μελετά την βελτίωση της ανταποδοτικότητας των κύριων συντάξεων του ΕΦΚΑ μέσω διαρθρωτικών παρεμβάσεων στα ποσοστά αναπλήρωσης, και στο «τραπέζι» βρίσκονται σενάρια αναπροσαρμογής των κρίσιμων συντελεστών τα οποία καθορίζουν το ύψος της ανταποδοτικής παροχής, η οποία μαζί με την εθνική σύνταξη «χτίζουν» το συνολικό ποσό της σύνταξης.
Από τις αλλαγές αναμένεται να ευνοηθούν ασφαλισμένοι με περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης και κυρίως όσοι φεύγουν με 40ετή ασφαλιστικό βίο. Στόχος είναι το ύψος της ανταποδοτικής σύνταξης να συνδεθεί πιο αναλογικά με τις καταβληθείσες εισφορές. Η επιπλέον αναπλήρωση θα λειτουργεί και ως κίνητρο για την παραμονή στην ασφάλιση περισσότερα χρόνια με πλήρη απασχόληση.
«Η αύξηση των συντελεστών της ανταποδοτικής σύνταξης είναι μια απαραίτητη ενέργεια. Πρέπει να δημιουργηθούν κίνητρα ασφάλισης ειδικά σε όσους συμπληρώνουν μεγάλο αριθμό συντάξιμων ετών αλλά και κίνητρα εξαγοράς πλασματικών ετών. Επίσης θα πρέπει να δημιουργηθούν επιπλέον κίνητρα πλήρους απασχόλησης με τρόπο που να συμφέρει τον εργαζόμενο - ασφαλισμένο και μελλοντικό συνταξιούχο να παραμένει όσο το δυνατόν περισσότερο στην εργασία του.Ειδικά για τους δημοσίους υπαλλήλους, λόγω των χαμηλών συντάξιμων αποδοχών, ίσως θα πρέπει να βρεθεί τρόπος για επιπρόσθετη προσαύξηση της ανταποδοτικής σύνταξης», δηλώνει ο δικηγόρος Διονύσης Ρίζος, ειδικός σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης.
Σε κάθε περίπτωση, οι όποιες αλλαγές στο ασφαλιστικό θα πρέπει να αναμένονται µετά τη δηµοσίευση των κρίσιµων αποφάσεων του ΣτΕ για µια σειρά από µεταρρυθµίσεις του νόµου Κατρούγκαλου.
Υπενθυμίζεται πως στην «προκρούστεια κλίνη» του Ανώτατου Ακυρωτικού ∆ικαστηρίου έχουν βρεθεί ο επανυπολογισµός των παλαιών συντάξεων, κύριων και επικουρικών, η ενοποίηση όλων των Ταµείων σε έναν ασφαλιστικό Οργανισµό, οι εισφορές των ελεύθερων επαγγελµατιών, το ύψος και ο υπολογισµός των νέων συντάξεων κ.ά.
Η εξίσωση είναι πολυπαραγοντική και όχι εύκολη, καθώς συνδέεται με κρίσιμες παραμέτρους όπως είναι η συνταξιοδοτική δαπάνη, για το ύψος της οποίας έχουν αναληφθεί συγκεκριμένες υποχρεώσεις.
Οποιεσδήποτε αλλαγές απαιτούν αναλογιστικές μελέτες και προσεκτικούς χειρισμούς, για την διατήρηση ισορροπιών στο σύστημα.
Σήμερα, η αναπλήρωση για όσους αποχωρούν με 40 έτη ασφάλισης μόνο στην ανταποδοτική σύνταξη φτάνει σωρευτικά στο 42,80%, ενώ ο κλιμακωτός συντελεστής αυξάνεται κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες για κάθε έτος παραμονής στην εργασία από τα 40 και πάνω.
Αν ο συντελεστής αυτός αυξάνονταν για παράδειγμα στο 2,5% θα οδηγούσε αυτόματα σε βελτίωση των ανταποδοτικών ποσών για όσους αποχωρούν με 41, 42, 43 κ.ο.κ. έτη ασφάλισης. Αντίστοιχα η αναπροσαρμογή των εσωτερικών συντελεστών από τα 30 στα 40 χρόνια θα ευνοούσε προοδευτικά όσους επιλέγουν να αποχωρήσουν με πολυετή καριέρα.
Εν αντιθέσει, η αναπλήρωση στη 15ετία µόνο για το τµήµα της ανταποδοτικής είναι στο 11,55%, στην 20ετία στο 15,87%, στην 25ετία στο 20,68%, στην 30ετία στο 26,37%, στην 35ετία στο 33,81% και στην 40ετία στο 42,80%. Μαζί µε την εθνική σύνταξη -που είναι για όλους όσοι έχουν 20ετία ασφάλισης και πάνω στα 384 ευρώ- η συνολική αναπλήρωση διαµορφώνεται υψηλότερα.
Η αύξηση των κλιμακωτών ποσοστών για τους ασφαλισμένους με πολλά χρόνια εκτιμάται πως “ψαλιδίζει” την υποανταποδοτικότητα των µεσαίων και υψηλών συντάξεων και ενισχύει το κίνητρο ασφάλισης, καθώς µετά την 25ετία και ιδιαίτερα για όσους αποχωρούν µε υψηλές συντάξιµες αποδοχές, οι συντάξεις σήμερα είναι προοδευτικά υποανταποδοτικές.
Σημαντικός είναι φυσικά και ο ρόλος των συντάξιμων αποδοχών, των αποδοχών δηλαδή που υπόκεινται σε εισφορές. Σύμφωνα με ειδικούς, συμφέρον να περιμένουν τις αλλαγές πριν αποφασίσουν την έξοδό τους στην σύνταξη έχουν κυρίως όσοι μετρούν σήμερα μεσοσταθμικά πάνω από 1.000 ευρώ συντάξιμες αποδοχές το μήνα.
Αντίθετα όσοι έχουν σημαντική πτώση στις συντάξιμες αποδοχές τους και προσθέτουν χρόνια στον ασφαλιστικό τους βίο με χαμηλότερες από 1.000 ευρώ μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές – για παράδειγμα ελεύθεροι επαγγελματίες που εντάσσονται στην ελάχιστη ασφαλιστική κλίμακα του ΕΦΚΑ και πληρώνουν εισφορές επί του κατώτατου μισθού των 650 ευρώ – δεν φαίνεται να έχουν συμφέρον να παραμένουν για πολλά χρόνια.
Το “όριο” των 1.000 ευρώ και πάνω θεωρείται το όριο ισορροπίας, εντός του οποίου μπορεί κάποιος να προσθέτει χρόνια ασφάλισης χωρίς να μειώνεται σημαντικά ο μέσος όρος των συντάξιμων αποδοχών του, εφόσον βέβαια πριν την κρίση είχε μια καλή 10ετία-15ετία.
Ακολουθούν δύο παραδείγματα:
Παραδείγματα 1
Έμπορος ασφαλισμένος στον ΟΑΕΕ (πρώην ΤΕΒΕ) σε μεσαίες κατηγορίες συμπληρώνει το 62ο του έτος το 2020 και συνολικά40 έτη ασφάλισης. Με τον σημερινό τρόπο υπολογισμού και με συντάξιμες αποδοχές 1.870€ θα λάβει κύρια σύνταξη 1.184,3€ μεικτά. Με τους νέους αυξημένους συντελεστές το ποσό της σύνταξης του θα διαμορφωθεί στα 1.225,5€, μια αύξηση της τάξης του 3,5%.
Παράδειγμα 2
Ιδιωτικός υπάλληλος με ασφάλιση στην ανώτατη κλάση του ΙΚΑ και συνολικά 12.000 ένσημα μπορεί να συνταξιοδοτηθεί το 2020 με πλήρη σύνταξη. Με τον σημερινό τρόπο υπολογισμού και με συντάξιμες αποδοχές 3.187€ θα λάβει κύρια σύνταξη 1.748,03€ μεικτά. Με τους νέους αυξημένους συντελεστές το ποσό της σύνταξης του θα διαμορφωθεί στα 1.818,5€ μεικτά, μια αύξηση της τάξης του 4%.
pronews.gr