Αλλαγή σελίδας σε ένα εμβληματικό και ιδιαίτερα φορτισμένο ζήτημα για τα πανεπιστήμια, αφού η νέα κυβέρνηση προωθεί στη Βουλή την κατάργηση του ασύλου. |
Χθες, συγκλήθηκε το υπουργικό συμβούλιο για να δώσει το πράσινο φως –η ρύθμιση προβλέπεται να ψηφιστεί από τη Βουλή έως τις 8 Αυγούστου– σε μία πολιτική επιλογή του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Η κατάργηση του ασύλου ως ύψιστη κυβερνητική προτεραιότητα στέλνει δύο καίρια μηνύματα. Το πρώτο αφορά τη σημασία που αποδίδει η κυβέρνηση στην ανάπτυξη των ΑΕΙ σε ένα περιβάλλον ασφάλειας και εύρυθμης λειτουργίας. Το δεύτερο μήνυμα σχετίζεται με το αίσθημα δημόσιας ασφάλειας, το οποίο έχει δηλητηριαστεί πολλαπλώς τα προηγούμενα χρόνια.
Τα δύο θέματα –προστασία ασύλου και δημόσια ασφάλεια– δυστυχώς ουκ ολίγες φορές λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Ενδεικτικές είναι οι οξύτατες αντιδράσεις που προκαλούνται όταν εξωπανεπιστημιακοί εισέρχονται στα πανεπιστήμια και τα χρησιμοποιούν ως ορμητήρια για... πετροπόλεμο με την ΕΛ.ΑΣ. Οι πανεπιστημιακοί, οι φοιτητές και οι κάτοικοι των Εξαρχείων έχουν βιώσει τις επιπτώσεις αυτής της χαίνουσας πληγής με τους «μπαχαλάκηδες» που εισβάλλουν στα ιστορικά κτίρια του ΕΜΠ στην οδό Πατησίων.
Eτσι, εύλογη είναι η ανάγκη αντιμετώπισης του θέματος. Ο πρόεδρος της ομοσπονδίας των πανεπιστημιακών ΠΟΣΔΕΠ, Ιωάννης Νηματούδης, ανέφερε στην «Κ» ότι «η εκφρασμένη θέση της ΠΟΣΔΕΠ είναι πως το πανεπιστημιακό άσυλο είναι ένας ιστορικός και φορτισμένος θεσμός που έχει “φθαρεί”. Θα πρέπει να μιλάμε περισσότερο για άσυλο που εξασφαλίζει τη διδασκαλία και την έρευνα και όχι για άσυλο έκνομων ενεργειών, όπως συμβαίνει σήμερα». Από την πλευρά του, και ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Οδυσσέας Ζώρας έχει εκτιμήσει ότι «το άσυλο δεν προστατεύει πλέον την ελευθερία του λόγου, απεναντίας την παρεμποδίζει», φέρνοντας στη μνήμη τα συνεχή κρούσματα βίας από ομάδες εντός των ΑΕΙ αλλά και τις καταλήψεις χώρων από εξωπανεπιστημιακούς (π.χ. η αναρχική ομάδα «Ρουβίκωνας» κατέλαβε χώρους στο ΕΚΠΑ). Βεβαίως το πρόβλημα, που εστιάζεται στα κεντρικά ιδρύματα, δεν αφορά μόνο τα φαινόμενα βίας (λεκτικής ή σωματικής) αλλά και τη διακίνηση και χρήση ναρκωτικών.
Οι συνεχείς επικρίσεις ότι έως τώρα η αστυνομία δεν παρενέβαινε εντός των ΑΕΙ για την αντιμετώπιση των προβλημάτων παραβατικότητας, καταδεικνύουν την πολυπλοκότητα του προβλήματος και την ανάγκη της συνεργασίας πολλών φορέων προς επίλυσή του. Ωστόσο, και τα πανεπιστήμια έχουν μερίδιο ευθύνης. Ουκ ολίγες φορές οι ηγεσίες των Ιδρυμάτων δείχνουν να διστάζουν να προχωρήσουν στην κλήση της αστυνομίας εντός των ΑΕΙ, φοβούμενες τις αντιδράσεις μερίδας φοιτητών και πανεπιστημιακών. Η ευθύνη τους είναι μεγάλη και διότι δεν έχουν καταρτίσει οργανισμό και εσωτερικό κανονισμό του Ιδρύματος, που να ορίζει πειθαρχικές ποινές για τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας. Ενδεικτικά, είναι δυνατόν στο ΑΠΘ ομάδα 30 φοιτητών να απειλεί να εκσφενδονίσει καθηγητή από τον 7ο όροφο και οι υπεύθυνοι να μένουν ατιμώρητοι;
Βέβαια, οι ηγεσίες των Ιδρυμάτων εξαιτίας των διαφορετικών ακροατηρίων στα οποία «απευθύνονται» πολιτικά – κυβέρνηση, κοινή γνώμη, πανεπιστημιακοί και φοιτητές με αντικρουόμενες θέσεις–, εμφανίζουν συχνά μία διπλωματική γλώσσα, που υποκρύπτει την μετάθεση ευθυνών και αποτελεί τροχοπέδη για την επίλυση των χρόνιων προβλημάτων των ΑΕΙ.
kathimerini