3.8.19

Πού θα οδηγήσει ο στρατηγικός διάλογος Ελλάδας-ΗΠΑ;

Σάββα Καλεντερίδη

Η Ελλάδα έχει πολλά υπερόπλα στη φαρέτρα της, τα οποία δεν τα χρησιμοποίησε σωστά στην οικοδόμηση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων.
Το ένα είναι οι ελληνικές κοινότητες των ΗΠΑ, που πέραν της σημαντικής συμβολής τους στην εξέλιξη της αμερικανικής κοινωνίας και κράτους, αποτελούν βασικό παράγοντα της σύγχρονης αμερικανικής πραγματικότητας, με αξιόλογη παρουσία στις υπηρεσίες του κράτους, στα πανεπιστήμια, τις τέχνες, τα γράμματα και το επιχειρείν.


Ένα δεύτερο είναι η γεωπολιτική αξία της Κύπρου και της Ελλάδας, μια αξία που εκτοξεύεται λόγω των επιλογών του Ερντογάν και του τουρκικού βαθέος κράτους να στραφούν προς τη Ρωσία και τη λεγόμενη Ευρασία.



Ένα τρίτο είναι η Ορθοδοξία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Είναι γνωστό ότι οι υπηρεσίες και τα κέντρα στρατηγικών μελετών των σοβαρών κρατών μελετούν τις θρησκείες και την επιρροή που ασκούν στις κοινωνίες, με δεδομένο ότι οι ιδεολογίες αλλάζουν ή εξαφανίζονται, όμως οι θρησκείες μένουν για αιώνες και χιλιετίες. Άρα, όποιος θέλει να σχεδιάσει για τις επόμενες δεκαετίες και αιώνες, είναι υποχρεωμένος να μελετήσει τις θρησκείες και τα κέντρα τους. Σε ό,τι αφορά την Ορθοδοξία, υπάρχουν δύο ισχυρά κέντρα – το ένα θρησκευτικό, το άλλο πολιτικοοικονομικό. Το ένα είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το άλλο είναι η Μόσχα και το εκεί Πατριαρχείο.
Με αυτά τα τρία όπλα, ενώ η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι πανίσχυρη και αλώβητη, μετρά εδώ και δεκαετίες εθνικές ήττες, συρρίκνωση του ελληνισμού, υποχωρήσεις και προσβολές, ενώ θα έπρεπε να μετρά επιτυχίες, για να μην πω νίκες και παρεξηγηθώ από τα γνωστά κέντρα.
Οι ήττες και υποχωρήσεις είναι τα γεγονότα της 6/7 Σεπτεμβρίου 1955, που έγιναν σε γνώση των ΗΠΑ και κατέστρεψαν τον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης, η υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου που ενταφίασαν την ανεξαρτησία της Κύπρου, οι απελάσεις των Ελλήνων της Πόλης το 1964, η επιβολή της Χούντας το 1967 και το 1973, η εισβολή στην Κύπρο το 1974, η αμφισβήτηση κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο, η απόπειρα καταστροφής της Κυπριακής Δημοκρατίας με το Σχέδιο Ανάν, η αναγνώριση «μακεδονικού» κράτους, έθνους και γλώσσας με την κατάπτυστη και προδοτική Συμφωνία των Πρεσπών κ.ά.
Σε όλα τα παραπάνω, ο ρόλος των ΗΠΑ ήταν καθοριστικός. Αν δηλαδή οι ΗΠΑ «τραβούσαν» το αυτί της Τουρκίας και των Βουλγάρων των Σκοπίων, ίσως να μην συνέβαινε τίποτε απ’ όλα αυτά. Αντί αυτού, μάλλον τους ενθάρρυνε.
Ο κύριος λόγος που συνέβησαν όλα αυτά δεν είναι γιατί οι ΗΠΑ έχουν κακές διαθέσεις έναντι της Ελλάδος. Οι Αμερικανοί κάνουν τη δουλειά τους και υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους.
Οι Έλληνες και οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για όλα αυτά, γιατί δεν φρόντισαν να δουλέψουν πάνω σε ένα εθνικό δόγμα το οποίο θα υποχρέωνε τις κυβερνήσεις να εκμεταλλευτούν τα όπλα που είχαμε και έχουμε στη φαρέτρα μας, για να επηρεάσουμε τις ΗΠΑ έτσι ούτως ώστε αντί για ήττες και εθνικές υποχωρήσεις, να μετράμε εθνικές επιτυχίες και νίκες.
Για παράδειγμα, αν πέραν της συμμετοχής μας στο ΝΑΤΟ, Ελλάδα και ΗΠΑ, μετά από έναν στρατηγικό διάλογο, κατέληγαν σε μια δεσμευτική συμφωνία στρατηγικής σχέσης στην οποία θα ήταν σαφώς καθορισμένο το τι δίνουμε στις ΗΠΑ και τι παίρνουμε απ’ αυτές, τότε είναι πολύ πιθανό να ήταν διαφορετικός ο ρους της Ιστορίας.
Όμως ποτέ δεν είναι αργά.
Είναι σε εξέλιξη ο στρατηγικός διάλογος μεταξύ Ελλάδος και ΗΠΑ, και θα πρέπει να γίνει πολύ καλή προετοιμασία από ελληνικής πλευράς.
Στρατηγική σκέψη, γεωπολιτική αντίληψη, σοβαρότητα, διορατικότητα, εκμετάλλευση όλων των «όπλων» που διαθέτουμε στη φαρέτρα μας, διαβούλευση με όλα τα κόμματα για την εξασφάλιση εθνικής συναίνεσης και πρόοδος βήμα προς βήμα στο διάλογο με τις ΗΠΑ, χωρίς να χάνεται χρόνος.
Είναι γνωστό ότι ο πρώτος γύρος του «Στρατηγικού διαλόγου» ο οποίος διεξήχθη στις ΗΠΑ, τον Δεκέμβριο του 2018 στην Ουάσιγκτον, είχε ως κύρια θέματα τα εξής: Αμυντική συνεργασία, συνεργασία σε θέματα ασφάλειας, συνεργασία σε θέματα καταπολέμησης της τρομοκρατίας, θέματα ενέργειας, θέματα επενδύσεων.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η παρουσία της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν πολύ «ρηχή» και μάλλον ανέτοιμη – για να μην πούμε εκτός τόπου και χρόνου. Δεν διέθετε τίποτε από όλα αυτά που αναφέρουμε στην παραπάνω παράγραφο. Τραγικό!
Τον Οκτώβριο του 2019 θα διεξαχθεί στη Αθήνα ο δεύτερος γύρος του «Στρατηγικού διαλόγου» μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ, και σύμφωνα με πληροφορίες οι αρμόδιοι φορείς των ΗΠΑ υιοθετούν άμεσα την πλήρη «επικαιροποίηση» της θεματολογίας του «Στρατηγικού διαλόγου» και την ουσιαστική επικέντρωση των αρμόδιων Επιτρόπων του Διαλόγου στην αναβάθμιση και ανανέωση της «Αμοιβαίας Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας» (MDCA), του 1990, η οποία χρίζει πλήρους ανανέωσης και επικαιροποίησης.
Υπάρχει δεδηλωμένη πρόθεση του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο να είναι παρών τον Οκτώβριο του 2019 στις εργασίες του δεύτερου γύρου του «Στρατηγικού διαλόγου», για να δώσει περαιτέρω ώθηση σε συγκεκριμένους τομείς και ειδικότερα σε ότι αφορά την επικαιροποίηση της MDCA/1990.
Κατατέθηκε εισηγητικό σημείωμα, εκ μέρους του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, Τ. Μπόλτον, προς τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ, για συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, στο περιθώριο της Γ.Σ. των Ηνωμένων Εθνών, στη Νέα Υόρκη στα τέλη Σεπτεμβρίου 2019.
Με βάση τις συνεχώς μεταβαλλόμενες προκλήσεις ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, αλλά και με τις προθέσεις των ΗΠΑ για τη δημιουργία νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας στην ευρύτερη περιοχή, η Ελλάδα κατέχει πρωτεύουσα θέση και η MDCA/1990, θα πρέπει να αναθεωρηθεί άμεσα και πολυεπίπεδα.
Οι ΗΠΑ αναμένεται να ζητήσουν την επέκταση των «διευκολύνσεων» της αμερικανικής βάσης της Σούδας, καθώς και τη λειτουργία κι άλλων βάσεων τόσο στην Κρήτη όσο και στην κεντρική Ελλάδα και τη Θράκη.
Εφόσον καθοριστεί σε πολιτικό επίπεδο των πλαίσιο της αναθεώρησης και επικαιροποίησης της MDCA/1990, θα ακολουθήσει η «διαδοχική διαπραγμάτευση» για τα επιμέρους θέματα της συμφωνίας και της ανανέωσής της, μετά το πέρας των διεργασιών του «στρατηγικού διαλόγου» και όχι κατά τη διάρκεια αυτού.
Υπάρχουν και άλλα ζητήματα πάνω στο θέμα αυτό, τα οποία δεν μπορούμε να αναλύσουμε στο παρόν άρθρο. Όμως πρέπει να υπογραμμίσουμε και να υπενθυμίσουμε ότι ο χρόνος είναι κρίσιμη παράμετρος και η συγκυρία σ’ αυτό το τεράστιας σημασίας ζήτημα, που θα καθορίσει το πλαίσιο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων τις επόμενες δεκαετίες, δεν θα είναι για πάντα ευνοϊκή για μας.
Η Τουρκία του Ερντογάν προσβάλλει συνεχώς και διεθνώς τις ΗΠΑ και δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στα σχέδια που έχει η Ουάσινγκτον για την περιοχή.
Η στροφή της Τουρκίας προς τη Ρωσία και την Ευρασία είναι ένα ζήτημα παγκόσμιας σημασίας, που οδηγεί εκ των πραγμάτων σε επαναδιάταξη των στόχων και των σχέσεων των ΗΠΑ με τις χώρες της περιοχής.
Η Ελλάδα πρέπει να σπεύσει και να πετύχει τις καλύτερες εξασφαλίσεις για όλα τα ζητήματα που μας απασχολούν στην περιοχή –και όχι μόνο με την Τουρκία– το ταχύτερο δυνατόν. Αν μη τι άλλο, γιατί μπορεί κάτι να συμβεί στον Ερντογάν.
Το ζήτημα της Κύπρου πρέπει να είναι μέσα στους στόχους της Ελλάδας στο διάλογο με τις ΗΠΑ. Η Τουρκία συγκεντρώνει στρατεύματα στην Κύπρο, απειλεί με στρατιωτική επέλαση στην ελεύθερη Κύπρο και παίρνει τη Ρωσία στο πλευρό της για τις έρευνες στην Αν. Μεσόγειο, γιατί δεν τα καταφέρνει μόνη της. Γι’ αυτό πρέπει να επιδιωχθεί η αναβάθμιση της Εθνικής Φρουράς με τη συνδρομή των ΗΠΑ, κάτι που ήδη χειρίζεται σωστά ο υπουργός Άμυνας της Κύπρου και διοικητής της Εθνικής Φρουράς.
Οι καιροί ου μενετοί, κύριοι των Αθηνών και της Λευκωσίας. Σπεύσατε.
Δημοσιεύεται στην εφημερίδα δημοκρατία και στο Pontos-news
http://infognomonpolitics.blogspot.com