H ελληνοτουρκική κρίση των τελευταίων ημερών δεν είναι η πρώτη και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία. Δεν συγκρίνεται όμως με τη νύχτα που κυριολεκτικά φτάσαμε μια ανάσα πριν τον πόλεμο.
Το χρονικό της μεγάλης κρίσης
Οι τουρκικές διεκδικήσεις δεν ξεκίνησαν όταν ο «αέρας πήρε την ελληνική σημαία από τα Ίμια», σύμφωνα με την ατάκα που έμεινε στην ιστορία. Ούτε τον Μάρτη του ’87 όταν έστειλαν το Σισμίκ για «έρευνες».
Ούτε -φυσικά- όταν σχεδόν μία δεκαετία νωρίτερα είχε συμβεί κάτι αντίστοιχο με το Χόρα. Ξεκίνησαν με το κίνημα των Νεότουρκων και την προσπάθεια ανάσχεσης της αναπόφευκτης κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ιστορικά, βρίσκονται ακόμη μια ανάσα από την εποχή που κυριαρχούσαν στην ανατολική μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Από την περίοδο που η Βαλκανική χερσόνησος ήταν η δική τους παιδική χαρά και η Κωνσταντινούπολη το κέντρο (όχι εδαφικά, αλλά ουσιαστικά) του κόσμου τους.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, οι γείτονες σταδιακά επικέντρωσαν τα θέλω τους στο Αιγαίο. Έχοντας χάσει κάθε διάθεση αξίωσης (λόγω του ελέγχου από τις μεγάλες δυνάμεις) για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές (βλέπε πετρέλαιο) εκεί όπου κάποτε έκαναν κουμάντο, αντιλήφθηκαν γρήγορα πως αυτή η θάλασσα που μας χωρίζει ήταν ο πιο εύκολος στόχος.
Και σταδιακά, μελετημένα και με ζηλευτή στοχοπροσήλωση δεν σταμάτησαν ποτέ να διεκδικούν πολλά για να κερδίσουν οτιδήποτε που θα τους βοηθούσε να αλλάξουν την ατζέντα.
Αφού, λοιπόν, πήραν όσα ήθελαν στην περίπτωση της Κύπρου, άλλαξαν την τακτική τους δοκιμάζοντας τις αντοχές και τα αντανακλαστικά των «απέναντι» (αυτοί είμαστε εμείς). Δημιουργώντας διαρκώς συνθήκες εικονικού πολέμου, στην πιο περίεργη και φαιδρή περίπτωση ΝΑΤΟϊκών συμμάχων που μπορεί να συναντήσει κανείς.
Ο Ανδρέας και οι Τούρκοι
Στις παρακάτω γραμμές ας προσπαθήσουμε με ανοιχτό μυαλό να διακρίνουμε αναλογίες και όχι συγκρίσεις. Μετά από αυτή την απαραίτητη προς αποφυγή παρεξηγήσεων διευκρίνηση, μπορούμε να πούμε ότι για την Ελλάδα αποτέλεσε ευτυχή συγκυρία που ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν πρωθυπουργός όταν ξέσπασε η κρίση με το Σισμίκ το 1987.
Περίπου όπως η ιστορία αποφάνθηκε ότι για τη Μεγάλη Βρετανία ο Τσώρτσιλ ήταν ο σωστός άνθρωπος στη σωστή θέση στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Χωρίς να κρίνει συνολικά την πολιτική διαδρομή του και τα όσα προηγήθηκαν ή ακολούθησαν της σύρραξης. Μιλάμε αποκλειστικά για το σημάδι που αφήνει κανείς σε ένα συγκεκριμένο γεγονός ή τη στάση του σε μια ξεχωριστή κατάσταση.
Και ο Παπανδρέου ως πρωθυπουργός τότε άφησε την προσωπική σφραγίδα του, όπως είχε κάνει και την προηγούμενη φορά που είχε συμβεί κάτι αντίστοιχο. Τη δεκαετία του ’70, λίγο μετά τα γεγονότα στην Κύπρο, βγαίνει σεργιάνι στα ελληνικά χωρικά ύδατα τουρκικό σκάφος, με την αιτιολογία πως θα διενεργήσει σεισμογραφικές έρευνες. Η περίφημη φράση «Βυθίσατε το Χόρα» σκιαγραφεί την αποφασιστικότητά του.
Όπως επιβεβαιώνει ο τότε υπουργός Εξωτερικών (και στενότατος συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή) είχε επαφή μαζί του με την οποία των ρώτησε αν θεωρούσε πως θα έπρεπε να διακόψει περιοδεία την οποία έκανε, για να επιστρέψει στην Αθήνα.
Μια σαφής ένδειξη -δίχως άλλο- πως ο Ανδρέας Παπανδρέου (τουλάχιστον εκείνης της περιόδου) είχε αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης και ότι εκτός από βαρύγδουπα συνθήματα, μπορούσε να καταλάβει την ανάγκη εθνικής συνεννόησης και ομοψυχίας για μείζονος σημασίας εθνικά ζητήματα.
Πολλοί μάλιστα υποστηρίζουν ότι αυτή η φράση διατυπώθηκε μετά από επαφή των δύο πολιτικών ανδρών, ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο. Για να είναι ξεκάθαρη η κοινή στάση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης απέναντι σ’ εκείνους που δεν πίστευαν πως το Αιγαίο δεν ανήκει ούτε στους Έλληνες ούτε στα… ψάρια του. Κάτι που ουσιαστικά επιβεβαίωσε ο ίδιος ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή, λέγοντας ξεκάθαρα:
«Έχω πολλές φορές δεχθεί τα πυρά και της Κυβέρνησης και του Τύπου πάνω σ’ αυτό το σύνθημα. Είμαι δυστυχώς δεσμευμένος και δεν είμαι σε θέση να μιλήσω, οποιαδήποτε φθορά και αν αυτό επιφέρει, γιατί σέβομαι κοινές αποφάσεις σε κρίσιμα θέματα. Πάρα πέρα δεν είμαι σε θέση να πω, αλλά είμαι υποχρεωμένος, αν δε σταματήσει αυτή η ιστορία, κάποτε να παραβιάσω το λόγο μου και να μιλήσω»…
Η «βόμβα» στα χέρια του
Στους πρώτους μήνες του 1987 η ιστορία επαναλαμβάνεται. Η Τουρκία στέλνει διαδοχικά Πίρι Ρέις και Σισμίκ στο Αιγαίο, κάνοντας ξεκάθαρο πως δεν θα σεβαστεί την υφαλοκρηπίδα των ελληνικών νησιών (την οποία ακόμη δεν αναγνωρίζει) και θα το στείλει σε χωρικά ύδατα που δεν θεωρεί ελληνική επικράτεια. Καθώς η ένταση κλιμακώνεται, οι Έλληνες αντιδρούν ως συνήθως. Αδειάζουν τα ράφια των σούπερ μάρκετ. Στα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια, όμως, είναι μία από τις λίγες φορές που το κράτος λειτουργεί τουλάχιστον συντεταγμένα και στη βάση ενός σχεδίου όπου η υποχωρητικότητα δεν αποτελεί επιλογή.
Η πρόκληση αυτή τη φορά δεν πρόκειται να μείνει αναπάντητη. Σύμφωνα με απόρρητα έγγραφα που αποχαρακτηρίστηκαν αργότερα και ήρθαν στο φως, οι Αμερικανοί κρατούν τη συνηθισμένη φιλοτουρκική στάση τους.
Προβλέπουν πως το θερμό επεισόδιο μπορεί να κλιμακωθεί σε πόλεμο ολίγων ημερών, με πιθανότερη κατάληξη προέλαση των Τούρκων στο νότιο μέρος της Κύπρου και κατάληψη κάποιου μικρού νησιού, με το Καστελόριζο να μοιάζει ο πιο εύκολος στόχος.
Αυτές οι εκτιμήσεις δεν είναι άγνωστες στον Ανδρέα Παπανδρέου που γνωρίζει καλά πως στα χέρια του κρατά μια όχι και τόσο βραδυφλεγή βόμβα και πρέπει μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να αποφασίσει αν θα είναι διαλλακτικός ή όχι. Σε ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά και στρατιωτικά πόκερ που είχαν συμβεί μέχρι τότε επιλέγει τον δεύτερο δρόμο και δικαιώνεται.
Η σημασία της διπλωματίας σε συνδυασμό με τη στρατιωτική δράση
Με την Ελλάδα εδώ και χρόνια να βρίσκεται στη γνωστή περιθωριακή θέση είναι δύσκολο να φανταστούμε πως υπήρξε μια εποχή που μπορούσε να αναζητήσει συμμαχίες και συνέργειες, ακόμη και στην περίπτωση ενδεχόμενου πολέμου. Αντιλαμβανόμενος πως η Δύση είναι έτοιμη για άλλη μια φορά να βγάλει την ουρά της απ’ έξω, ο Παπανδρέου απευθύνεται στη γειτονική Βουλγαρία.
Τη μόνη άλλη ευρωπαϊκή χώρα που έχει σύνορα με την Τουρκία. Ο «σύντροφος» Ζίβκοφ τον διαβεβαιώνει ότι είναι με το μέρος του, στο όνομα της παλιάς φιλίας και του κοινού «σοσιαλιστικού» παρελθόντος τους.
Έτσι, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αποσύρει στρατεύματα από εκείνη τη μεθόριο και να τα στείλει στον Έβρο. Εκεί όπου όπως εκτιμούν όλοι οι στρατιωτικοί αναλυτές διαθέτει στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας. Παράλληλα, οι Βούλγαροι ενισχύουν τις δικές τους δυνάμεις με δύο τεθωρακισμένες μεραρχίες…
Αυτό που συμβαίνει είναι αδιανόητο για την εποχή. Μια χώρα του Συμφώνου της Βαρσοβίας δίνει βοήθεια σε κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ, στη διαμάχη της με έναν υποτιθέμενο «σύμμαχο». Το σοκ γίνεται ακόμη μεγαλύτερο όταν, έχοντας εξασφαλίσει τη συμφωνία με τη Βουλγαρία, ο πρωθυπουργός αναστέλλει τη λειτουργία της αμερικανικής βάσης της Νέας Μάκρης. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο.
Ο στρατός μπαίνει σε επιφυλακή, ενώ διατάσσεται μερική επιστράτευση. Η εκκλησία, που βρίσκεται σε διαμάχη με την κυβέρνηση για το θέμα της περιουσίας, σταματά τις κινητοποιήσεις της και συντάσσεται επίσης. Από τον ναύσταθμο Σαλαμίνας τα ελληνικά πλοία βγαίνουν με πλήρη οπλισμό και φτάνουν στα σημεία ενδιαφέροντος με τη ρητή εντολή να σταματήσουν τα τουρκικά σκάφη «με ή χωρίς τη χρήση βίας».
Παράλληλα η αεροπορία βρίσκεται σε διάταξη μάχης, έτοιμη να παράσχει κάλυψη. Στο πολιτικό πεδίο η κατάσταση είναι ανάλογη. Στο Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων πραγματοποιείται σύσκεψη υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και με τη συμμετοχή όλων των πολιτικών αρχηγών. Σε μια πιθανή σύρραξη δεν περισσεύει κανείς.
Καθόλου τυχαίο και απολύτως ενδεικτικό αυτής της αίσθησης ήταν το γεγονός ότι επικεφαλής του στόλου στο βόρειο Αιγαίο, στο πιο καυτό σημείο της κρίσης, τοποθετήθηκε ο Γρηγόρης Δεμέστιχας ο οποίος άνηκε σε εντελώς διαφορετικό ιδεολογικό χώρο από εκείνο του ΠΑΣΟΚ. Ο στόλος στέκεται εκεί και περιμένει τον αντίπαλο να βγει από τα Δαρδανέλια… Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ο τότε διοικητής των αντιτορπιλικών έχει το ελεύθερο να «βαρέσει πρώτος», όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε.
Η τουρκική υποχώρηση
Τελικά αυτό δεν θα συμβεί ποτέ. Ο Τουργκούτ Οζάλ φεύγει από την Ουάσινγκτον με προορισμό το Λονδίνο. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα ο πρέσβης των ΗΠΑ τηλεφωνεί στον υφ. Εξωτερικών, Καντεμίρ (που είναι υπεύθυνος για τις ενέργειες του Σισμίκ) και μερικές ώρες αργότερα του μεταφέρει την επιθυμία των Αμερικανών να επιστρέψει το πλοίο στη βάση του χωρίς να μπει σε ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Έτσι κι έγινε. Περίπου στις 8 το πρωί ο Τούρκος πρόεδρος ενημερώνει ότι το ερευνητικό σκάφος θα παραμείνει σε χωρικά ύδατα της χώρας του και τελικά αγκυροβολεί στην Ίμβρο.
Μετά την κρίση
Λίγους μήνες μετά θα πραγματοποιηθεί η περίφημη διάσκεψη του Νταβός, με τη συνάντηση των δύο ηγετών. Η ελληνική πλευρά παρουσιάζει τη συμφωνία για «μη πόλεμο» ως επιτυχία. Αργότερα ο ίδιος ο Παπανδρέου από το βήμα της βουλής, με το ιστορικό «mea culpa» θα παραδεχθεί πως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Ελλάδα και Τουρκία πλέον συμφωνούν σε διεθνοποίηση του θέματος των κοιτασμάτων πετρελαίου στο Αιγαίο, ενώ οι πολιτικοί αντίπαλοι του Ανδρέα τον κατηγορούν πως βάζει στο ράφι το Κυπριακό, αποσυνδέοντας την επίλυσή του ως προαπαιτούμενο για βελτίωση των σχέσεων με τη γειτονική χώρα. Η οποία, αφού πέρασε ένα διάστημα σύνεσης και μειωμένης επιθετικότητας, επέστρεψε στο γνώριμο ρόλο της.
Αυτόν της περιφερειακής δύναμης που αναπολεί τα περασμένα μεγαλεία και ονειρεύεται την αναστήλωση μιας αυτοκρατορίας. Και όλα αυτά έχοντας πια στο τιμόνι της τον νεοσουλτάνο Ταγίπ Ερντογάν και κανέναν απέναντί της που να μπορεί να της δημιουργήσει το αίσθημα του φόβου που ένιωσε τότε που αναγκάστηκε να «μαζέψει» το Σισμίκ.
pronews