Μέρος Α’. 1948-2018: «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» Σύναψις μιας Οικουμενιστικής Διαθήκης
Το παρελθόν έτος, 2018, συνεπληρώθησαν 70 έτη από της ιδρύσεως του λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών» στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας. Με τον πλέον επίσημο τρόπο θεσμοποιήθηκε η αντορθόδοξος Οικουμενική Κίνησις με την ενεργό δυστυχώς σύμπραξη των επισήμων Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως, Ελλάδος και Κύπρου. Αργότερα προσεχώρησαν και οι λοιπές επίσημες Ορθόδοξες Εκκλησίες, οι οποίες έκτοτε αποτελούν οργανικά μέλη του παν-προτεσταντικού αυτού Συμβουλίου.
Η 1η και ιδρυτική αυτή γενική συνέλευσις, διεκήρυξε ότι:
«Εν ταύτα εν Αμστελοδάμω παρεδώκαμεν αυτούς εκ νέου εις αυτόν και συνήψαμεν διαθήκην προς αλλήλους, ιδρύοντες το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών. Προτιθέμεθα να μείνομεν ηνωμένοι, καλούμεν τας απανταχού Εκκλησίας να υπογράψωσι και εκτελέσωσι την διαθήκην αυτήν εν ταις προς αλλήλαις σχέσεσιν αυτών.»
Η λεγομένη 4η Πανορθόδοξος Διάσκεψις στο Σαμπεζύ της Γενεύης το 1968, εξέφρασε την γενικήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας συνείδησιν ότι δήθεν αύτη αποτελεί οργανικόν μέλος του συμβουλίου αυτού και επομένως παραμένει πιστή στην οικουμενιστική διαθήκη.
Η μεγάλη και ανεπανάληπτος συνολική αυτή πτώσις των εξ Ορθοδόξων οικουμενιστών έχει ανανεωθεί επανειλημμένως και με μεγάλη μάλιστα επισημότητα:
Λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» – ψευδοσύνοδος, Κολυμπάρι Κρήτης
«Εμείς καλούμεθα να αποδείξομεν ότι έχομεν και την αυτήν αγάπη και ότι από στιγμής ταύτης μέχρι και του τέλους των εργασιών μας θα είναι ο Χριστός εν τω μέσω ημών» [πατριάρχης Βαρθολομαίος]
«Εμείς καλούμεθα να αποδείξομεν ότι έχομεν και την αυτήν αγάπη και ότι από στιγμής ταύτης μέχρι και του τέλους των εργασιών μας θα είναι ο Χριστός εν τω μέσω ημών» [πατριάρχης Βαρθολομαίος]
Το έσχατον της συλλογικής αυτής πτώσεως εσημειώθη το 2016 στην λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» των εξ Ορθοδόξων οικουμενιστών στην Κρήτη, όπου συνυπεγράφη πανορθοδόξως η οικουμενιστική διαθήκη του Άμστερνταμ. Στο πολύκροτο κείμενό της «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον», γίνεται εκτενής αναφορά στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Σε έξι συνολικώς παραγράφους εκφράζει τον έκδηλο ενθουσιασμό της για την Οικουμενική Κίνηση και αποτιμά θετικά την εν γένει θεολογική προσφορά του Συμβουλίου και ειδικά την αντορθόδοξη δήλωση του Τορόντο 1950.
Το 1974 ο κορυφαίος Σέρβος δογματολόγος μακαριστός πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς θεωρούσε την απόφασιν αυτή των εξ Ορθοδόξων οικουμενιστών «αποκαλυπτικώς φρικαλέαν» και έθετε το εξής πολυώδινο ερώτημα:
«Ήτο άραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντον Θεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού, να ταπεινωθεί τόσον τερατωδώς ώστε οι αντιπρόσωποί Της θεολόγοι, ακόμη και ιεράρχαι, να επιζητούν την οργανικήν μετοχήν και συμπερίληψιν εις το Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών; Αλοίμονον, ανήκουστος προδοσία.»
Στην ανήκουστον προδοσίαν αυτήν είχε συμβάλει καθοριστικά ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ο οποίος, όπως μαρτυρούν οι πηγές, ήταν συνειδητός οικουμενιστής και θεωρείται αναντιρρήτως εκ των θεμελιωτών του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών.
Το 1920 τον Αύγουστο, συμμετείχε ενεργώς στην οικουμενιστική συνέλευση της Γενεύης, η οποία κατήρτησε επί τη βάσει της Πατριαρχικής Εγκυκλίου του 1920 πρόγραμμα προς δημιουργίαν κοινωνίας των Εκκλησιών κατά τον τρόπον της κοινωνίας των εθνών.
Μέρος Β’. Συγκρητισμός, Διαθρησκευτικός Οικουμενισμός – Προς ένα «Παγκόσμιο Συμβούλιο Θρησκειών»;
Όπως ήταν αναμενόμενον, οι διαχριστιανικοί διάλογοι με τις απαράδεκτες συμπροσευχές και τον συγκρητισμό τους, οδήγησαν γρήγορα στον διαθρησκειακό συγκρητισμό. Κατά την ομολογία βετεράνων εξ Ορθοδόξων οικουμενιστών, μέσα στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών καλπάζει κυριολεκτικά ο ομολογιακός συγκρητισμός και σχετικισμός.
Το αρχικό πανχριστιανικό όραμα της Οικουμενικής Κινήσεως γίνεται πλέον πανθρησκειακό. Ο εξωχριστιανικός οικουμενισμός καλλιεργεί σταθερά τον θρησκευτικό συγκρητισμό.
Επρόκειτο για μίαν όντως επανάσταση στην ιστορία του Χριστιανισμού η Διαθρησκειακή Κίνησις, η οποία εξελίχθηκε συν τω χρόνω σε δυναμικό ρεύμα. Το πράγματι τραγικόν είναι ότι το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ανοίγεται θεαματικά προς τις άλλες θρησκείες με την καθοριστική συμβολή των εξ Ορθοδόξων οικουμενιστών.
Το 1991 στην διορθόδοξη σύσκεψη στο Σαμπεζύ τον Σεπτέμβριο, συλλογικώς και επισήμως δηλώνεται ότι ο ενωτικός διάλογος μεταξύ των διηρημένων Χριστιανών δύναται και πρέπει να επεκταθεί και εις τον διάλογον μετ’ άλλων θρησκευτικών παραδόσεων. Και θεωρείται ευπρόσδεκτος η παρουσία αντιπροσώπων άλλων θρησκευτικών παραδόσεων εις συνελεύσεις του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και άλλας εκφράσεις της οικουμενικής προσπαθείας.
Έκτοτε οι εξ Ορθοδόξων οικουμενισταί έχουν ως σημαία και σύμβολό τους την πρωτάκουστη διακήρυξη του συγκρητιστού πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου:
«Ρωμαιοκαθολικοί και Ορθόδοξοι, Προτεστάνται και Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Ινδοί, Βουδισταί και Κομφουκιανοί, ήλθε ο καιρός όχι απλώς για προσέγγιση αλλά για μια συμμαχία και συλλογική προσπάθεια.»
Είναι προφανές ότι η νοοτροπία αυτή οδηγεί σταδιακά όχι μόνον εκτός των ορίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας αλλά και εκτός των ορίων ακόμη και του Χριστιανισμού.
Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξιν ότι αυξάνουν συνεχώς οι εκκλήσεις για την ίδρυση ενός «Παγκοσμίου Συμβουλίου Θρησκειών» ώστε να θεσμοποιηθεί και ο εξωχριστιανικός ή διαθρησκειακός οικουμενισμός.
Μέρος Γ’. Υψώθηκε οριστικά πλέον το «τείχος» μεταξύ Γνησίας και νόθου Ορθοδοξίας.
Οι εξ Ορθοδόξων οικουμενισταί είναι σαφές ότι με την συμμετοχή τους στην διαχριστιανική και διαθρησκειακή κίνηση έχουν παραθεωρήσει το ασάλευτο και διαιώνιο σημείο αναφοράς της γνησίας Ορθοδοξίας, δηλαδή, την διαρκή αναφορά επί τον ευκλεή και σεμνόν της Παραδόσεως Κανόνα. Η παραθεώρησις αυτή έχει προκαλέσει τόσο απερίγραπτη σύγχυση εις τους οικουμενιστάς, ώστε κυριολεκτικά δεν έχουν επίγνωση του τι λέγουν και τί πράττουν, συγχρωτιζόμενοι με τους ετεροδόξους και μάλιστα με τους παπικούς.
Οι εξ Ορθοδόξων οικουμενισταί έχουν αθετήσει πλήρως τον ευκλεή και σεμνόν της Παραδόσεως Κανόνα, δηλαδή, ότι στο διάστημα των 10 αιώνων από του Μεγάλου Φωτίου μέχρι του 19ου αιώνος, αναφέρονται 200 περίπου συγγράψαντες κατά των Λατίνων και 5 αντιπαπικές Σύνοδοι.
Και δεν παρέμειναν οι καινοτόμοι οικουμενισταί της καθ’ ημάς Ανατολής μόνον στην αθέτηση, αλλά το έτος 1993 στο Βελεμένδιο [σ.σ. Μπαλαμάντ] του Λιβάνου, ανεγνώρισαν τον παπισμόν ως «αδελφήν εκκλησίαν» με την πλήρη εκκλησιολογική έννοια του όρου.
Το κείμενον της Βελεμενδίου Ενώσεως δεν είναι ούτε αμφίσημο ούτε νεφελώδες αλλά σαφέστατο:
«Εκατέρωθεν αναγνωρίζεται» λέγει ενδεικτικά η Βελεμένδιος συμφωνία, «ότι όσα ενεπιστεύθη ο Χριστός εις την Εκκλησίαν Του, ομολογία της Αποστολικής Πίστεως, μετοχή εις τα αυτά Μυστήρια, κυρίως εις την μίαν ιεροσύνην την τελούσαν την μίαν θυσίαν του Χριστού, Αποστολικήν διαδοχήν των επισκόπων, ΔΕΝ ΔΥΝΑΝΤΑΙ ΝΑ ΘΕΩΡΗΘΟΥΝ ΩΣ ΑΠΟΛΕΙΣΤΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΜΙΑΣ ΤΩΝ ΗΜΕΤΕΡΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ. ΕΙΝΑΙ ΣΑΦΕΣ ΟΤΙ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΟΥΤΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ ΠΑΣ ΑΝΑΒΑΠΤΙΣΜΟΣ.»
Δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να λησμονηθεί ότι το έτος 1995 ο συγκρητιστής πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος συνυπέγραψε με τον τότε πάπα Ιωάννη Παύλο τον Β’ κοινόν ανακοινωθέν, σαφώς κείμενον πίστεως, στο οποίο μεταξύ άλλων διακηρρύσσοντο τα ακόλουθα, εν προφανή συμφωνία προς τα της Βελεμενδίου Ενώσεως:
«Εξορκίζομεν τους πιστούς μας, Καθολικούς και Ορθοδόξους, να ενισχύσουν το πνεύμα της αδελφοσύνης, το οποίον προέρχεται εκ του μοναδικού βαπτίσματος και της συμμετοχής εις την μυστηριακήν ζωήν. Περιέλαβον (πάπας και πατριάρχης) εις τας προσευχάς των όλους εκείνους οι οποίοι ως εκ του βαπτίσματός των είναι ενσωματωμένοι εις τον Χριστόν. Αι Εκκλησίαι μας αναγνωρίζονται αμοιβαίως ως «αδελφαί εκκλησίαι», υπεύθυνοι από κοινού δια την διατήρησιν της μοναδικής Εκκλησίας του Θεού.»
«Βαδίζουμε και ανακοινώνουμε την συμφιλίωση και την ενότητα. Ευχές σε όλους. Με τον πάπα αγαπιώμαστε πολύ» ! [πατριάρχης Βαρθολομαίος, 1995]
Το 2004 στο Διορθόδοξο Θεολογικό Συνέδριο στην Θεσσαλονίκη, διεκηρύχθη με πρωτοφανή παρρησία και πλήρη διαύγεια η μοναδική αλήθεια για την συγκρητιστική Οικουμενική Κίνηση και το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών.
Η ίδια η πράξη της συμμετοχής στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και στους θεολογικούς διαλόγους με τους αιρετικούς παπικούς, προτεστάντες και μονοφυσίτες, συνιστά άρνηση της μοναδικότητος της Εκκλησίας, εξίσωση και εξομοίωση της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας με τις αιρέσεις και τα σχίσματα. Είναι, όπως ελέχθη, η μεγαλύτερη εκκλησιολογική αίρεση στην ιστορία της Εκκλησίας.
«Η αυτού αγιότης ο πάπας, εχθές κατά την καθιερωμένην μεσημβρινήν προσευχήν εκάστης Κυριακής ηυχήθη υπέρ της επιτυχίας των εργασιών μας» [πατριάρχης Βαρθολομαίος, 2016 Κολυμπάρι]
Το 2016 στην Κρήτη η αυτοαποκαλουμένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» των καινοτόμων οικουμενιστών, επεκύρωσε την αντορθόδοξη πορεία 100 ετών και ύψωσε, οριστικά πλέον, ένα τείχος το οποίο χωρίζει την γνησία Ορθοδοξία μας από την συγκρητιστική ψευδοορθοδοξία των πεπτωκότων οικουμενιστών.
«Είμεθα μία Εκκλησία, μία και αδιαίρετος και έχομεν ενότητα εν τη διαφορετικότητι και ποικιλίαν εν τη ενότητι ημών». [πατριάρχης Βαρθολομαίος, 2016 Κολυμπάρι]
Απομαγνητοφώνηση Φαίη.