Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
[Μέρος τρίτο: υπομνηματισμός των εδαφίων 11, 30-40]
«Καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρα, εἰποῦσα· Ὁ Διδάσκαλος πάρεστι, καὶ φωνεῖ σε(:Αφού είπε αυτά τα λόγια, έφυγε και ειδοποίησε κρυφά την αδελφή της Μαρία να έλθει, λέγοντας: ‘’Ο Διδάσκαλος είναι εδώ και σε φωνάζει’’).Ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ, καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν(:Εκείνη, αμέσως μόλις το άκουσε αυτό, σηκώθηκε και ξεκίνησε να Τον συναντήσει).Οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ᾿ ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα(:Στο μεταξύ όμως ο Ιησούς δεν είχε έλθει ακόμη μέσα στο χωριό, αλλά ήταν στο μέρος που τον είχε υποδεχθεί η Μάρθα˙ διότι ήθελε να επισκεφθεί τον τάφο του Λαζάρου μόνος Του, μαζί με τους μαθητές Του και τις δύο αδελφές του Λαζάρου)».
Είναι μεγάλο αγαθό η φιλοσοφία· και λέγοντας «φιλοσοφία» εννοώ τη δική μας φιλοσοφία· διότι τα διδάγματα των ειδωλολατρών, τα φιλοσοφήματά τους είναι μόνο λόγια και μύθοι· και ούτε και αυτοί οι μύθοι περιέχουν κάποιο δείγμα φιλοσοφίας, διότι όλα εκ μέρους εκείνων γίνονται για δόξα. Μέγα λοιπόν αγαθό είναι η φιλοσοφία και μας αμείβει και στην εδώ ζωή· διότι και αυτός που περιφρονεί τα χρήματα, ήδη καρπούται την ωφέλεια στην εδώ ζωή, απαλλασσόμενος από τις περιττές και ανόητες φροντίδες, και εκείνος που καταπατεί την κοσμική δόξα λαμβάνει ήδη τον μισθό στην εδώ ζωή, διότι δεν είναι δούλος κανενός, αλλά είναι πραγματικά ελεύθερος· και αυτός που επιθυμεί τα ουράνια αγαθά λαμβάνει την ανταπόδοση στην εδώ ζωή, διότι θεωρεί τα παρόντα πράγματα χωρίς καμία αξία και εύκολα νικά την όλη λύπη.
Να λοιπόν και αυτή η γυναίκα, η Μαρία, με τη φιλοσοφικότητα που επέδειξε, έλαβε τον μισθό στην εδώ ζωή· καθόσον ενώ όλοι κάθονταν πλησίον της και αυτή πενθούσε και θρηνούσε, δεν περίμενε να έλθει πρώτος ο Διδάσκαλος προς αυτήν, ούτε τα προσχήματα τήρησε, ούτε κατανικήθηκε από το πένθος· καθόσον μαζί με την άλλη ταλαιπωρία, αυτές που πενθούν έχουν και αυτήν την ασθένεια, θέλουν να τιμώνται από όσους βρίσκονται εκεί.Όμως αυτή τίποτε παρόμοιο δεν έπαθε, αλλά μόλις άκουσε ότι έρχεται ο Διδάσκαλος, σηκώθηκε και ξεκίνησε η ίδια αμέσως να Τον συναντήσει.
«Οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν κώμην(:Στο μεταξύ όμως ο Ιησούς δεν είχε έλθει ακόμη μέσα στο χωριό)»· βάδιζε δηλαδή αργά, για να μη φανεί ότι έρχεται με σκοπό να κάνει το θαύμα, αλλά έρχεται επειδή κλήθηκε από εκείνους. Ή λοιπόν είπε ο ευαγγελιστής για τη Μαρία ότι «ἐγείρεται ταχὺ(:σηκώνεται αμέσως)», θέλοντας να υποδηλώσει αυτό, ή θέλει να δείξει ότι έτσι έτρεξε, ώστε να προφτάσει Αυτόν καθώς ερχόταν. Έρχεται μάλιστα όχι μόνη της, αλλά έχοντας μαζί της και τους Ιουδαίους που βρίσκονταν στην οικία της. Με πάρα πολλή σύνεση για τον λόγο αυτόν και κρυφά κάλεσε αυτήν η αδελφή της, ώστε να μην ανησυχήσει αυτούς που είχαν συγκεντρωθεί εκεί· και ούτε την αιτία είπε, διότι οπωσδήποτε πολλοί θα αναχωρούσαν. Ενώ τώρα την ακολουθούσαν όλοι, με την σκέψη ότι απέρχεται για να κλάψει· και με αυτό μάλιστα πάλι επιβεβαιώνεται ότι ο Λάζαρος πέθανε[ βλ. Ιω. 18,31: «Οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι, οἱ ὄντες μετ᾿ αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν, ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες· ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ(:Οι Ιουδαίοι λοιπόν που ήταν μαζί με τη Μαρία στο σπίτι και την παρηγορούσαν, όταν την είδαν να σηκώνεται βιαστική, να φεύγει από το σπίτι και να κατευθύνεται έξω από το χωριό, την ακολούθησαν λέγοντας ότι πηγαίνει στο μνημείο για να κλάψει εκεί)»].
. «Ἡ οὖν Μαρία, ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ(:Όταν λοιπόν η Μαρία ήλθε εκεί που ήταν ο Ιησούς, καθώς Τον αντίκρισε, έπεσε στα πόδια Του)». Ήταν θερμότερη αυτή από την αδελφή της· ούτε το πλήθος ντράπηκε, ούτε την υπόνοια που είχε γι΄Αυτόν (διότι ήσαν πολλοί και από τους εχθρούς, που έλεγαν βέβαια «οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ;(:Δεν είχε τη δύναμη αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού να κάνει εγκαίρως ό,τι χρειαζόταν για να μην πεθάνει κι αυτός;)»), αλλά απομάκρυνε όλα τα ανθρώπινα προ του διδασκάλου, και για ένα μόνο ενδιαφερόταν, για να αποδώσει τιμή στον Διδασκάλο.
Και τι λέγει; «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός(:’Κύριε, εάν ήσουν εδώ, δεν θα μου πέθαινε ο αγαπημένος μου αδελφός, αλλά θα τον θεράπευες’’)». Τι κάνει λοιπόν ο Χριστός; Καταρχήν δε λέγει τίποτε σε αυτήν, ούτε λέγει αυτά που είπε προς την αδελφή της(διότι παρευρισκόταν πολύ πλήθος και δεν ήταν καιρός για εκείνα τα λόγια), αλλά μόνο δείχνει μετριοφροσύνη και συγκατάβαση και επιβεβαιώνοντας την ανθρώπινη φύση Του, δακρύζει ήρεμα και αναβάλλει προς το παρόν το θαύμα. Επειδή δηλαδή το θαύμα ήταν μέγα και τέτοιο, που λίγες φορές έκανε, και επρόκειτο πολλοί να πιστέψουν σε Αυτόν μέσω αυτού, για να μην προβάλλει το πλήθος την πρόφαση ότι έκανε το θαύμα αυτό χωρίς την παρουσία εκείνων και δεν αποκομίσουν καμία ωφέλεια από το μέγεθος του θαύματος, αποσπά πολλούς μάρτυρες με τη συγκατάβασή Του αυτή, για να μη χάσει το θήραμα, και φανερώνει αυτό που ήταν γνώρισμα της ανθρώπινης φύσεως· δακρύζει δηλαδή και νιώθει ταραχή· διότι γνωρίζει ότι το πάθος προκαλεί συνήθως πένθος.
Έπειτα, αφού επέδειξε τη συγκίνησή Του για το πάθος(διότι το «ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν (:συγκράτησε με δριμύτητα το συναίσθημα της βαθιάς λύπης μέσα στην ψυχή Του και αντέδρασε έντονα για να επιβληθεί σε αυτό)»αυτό σημαίνει), συγκράτησε την ταραχή Του και ρωτά με τον τρόπο αυτόν: «Ποῦ τεθείκατε αὐτόν;(:Πού τον έχετε ενταφιάσει;)», ώστε να μην ρωτήσει με θρήνους. Και γιατί τέλος πάντων ρωτά; Επειδή δε θέλει να φανεί ότι το κάνει από μόνος Του, αλλά να φανεί ότι όλα τα πληροφορείται από εκείνους και τα κάνει παρακαλούμενος από εκείνους, ώστε να απαλλάξει το θαύμα από κάθε υποψία.
«Λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. Ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς(:Όσοι ήταν εκεί Του είπαν: ‘’Κύριε, έλα να δεις’’. Και καθώς πήγαινε στον τάφο, δάκρυσε ο Ιησούς από συμπάθεια για τη θλίψη των δύο αδελφών)». Βλέπεις ότι δεν είχε ακόμη δείξει κανένα σημείο για την ανάσταση, και ούτε ότι πηγαίνει με τέτοιο σκοπό, να αναστήσει δηλαδή, αλλά ωσάν για να κλάψει; Το ότι βέβαια φαινόταν ότι πήγαινε με τέτοιο σκοπό, σαν για να θρηνήσει και όχι ωσάν για να αναστήσει, το φανερώνουν οι Ιουδαίοι, που και έλεγαν ως γνωστό: «Ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· Ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν(:Όταν λοιπόν οι Ιουδαίοι Τον είδαν να δακρύζει, έλεγαν: ‘’Δες πόσο τον αγαπούσε!’’).Τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ;(:Μερικοί όμως απ’ αυτούς πήραν αφορμή να εκδηλώσουν την αρνητική τους διάθεση και είπαν: ‘’Δεν είχε τη δύναμη αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού να κάνει εγκαίρως ό,τι χρειαζόταν για να μην πεθάνει κι αυτός;’’)».
Ούτε και κατά τις συμφορές εγκαταλείπουν την πονηρία τους, μολονότι βέβαια ήταν πολύ πιο θαυμαστό αυτό που πρόκειται να κάνει· διότι από το να σταματήσει τον θάνατο καθώς επέρχεται, πολύ μεγαλύτερο είναι το να νικήσει αφού έλθει και να τον απομακρύνει. Από αυτά δηλαδή για τα οποία έπρεπε να θαυμάζουν τη δύναμή Του, από αυτά Τον διαβάλλουν. Κατ’ αρχήν ομολογούν ότι άνοιξε τους οφθαλμούς του τυφλού και ενώ πρέπει να Τον θαυμάζουν για εκείνο, με αυτό και εκείνο διαβάλλουν, σαν να μη συνέβη. Και δεν αποδεικνύονται μόνο από αυτό ότι όλοι ήσαν διεφθαρμένοι, αλλά και από το ότι, πριν ακόμη έλθει και πριν δείξει τη δύναμή Του, Τον κατηγορούν εκ των προτέρων,και δεν περιμένουν την έκβαση της υποθέσεως. Είδες πώς είναι διεφθαρμένη και κακόβουλη η σκέψη τους;
Έρχεται λοιπόν στο μνήμα και πάλι αντιδρά και επιτιμά το δυσάρεστο αυτό συναίσθημα που Τον κατέβαλε. Και γιατί τέλος πάντων ο ευαγγελιστής τονίζει συνέχεια με τόση επιμονή κα λέγει ότι δάκρυσε και ότι ένιωσε συγκίνηση; Για να μάθεις ότι πραγματικά έφερε τη δική μας φύση. Επειδή δηλαδή είναι φανερό ότι ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο οποίος διηγείται περί του Κυρίου και κατά πολύ περισσότερο από τους άλλους ευαγγελιστές τα πολύ σπουδαία έργα και λόγια Αυτού, ομιλεί και εδώ για τα σωματικά γνωρίσματά Του με πολύ ανθρώπινες εκφράσεις.
Τίποτε δηλαδή παρόμοιο δεν είπε για τον θάνατό Του,από αυτά που είπαν οι άλλοι ευαγγελιστές, όπως ότι έγινε περίλυπος[Ματθ.26,38: «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε μετ᾿ ἐμοῦ(:Η ψυχή μου είναι τόσο πολύ λυπημένη, ώστε να κινδυνεύω να πεθάνω απ’ τη λύπη. Μείνετε εδώ άγρυπνοι μαζί μου)» και Μάρκ.14,34: «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε(:Είναι καταλυπημένη η ψυχή μου τόσο πολύ, που να κινδυνεύω να πεθάνω. Μείνετε εδώ και μείνετε άγρυπνοι)»], ότι καταλήφθηκε από αγωνία, αλλά εντελώς το αντίθετο, ότι δηλαδή τους έριξε υπτίους[Ιω. 18,6: «ὡς οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὅτι ἐγώ εἰμι, ἀπῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἔπεσον χαμαί(:Όταν λοιπόν είπε στους στρατιώτες που είχαν έρθει για να Τον συλλάβουν: «εγώ είμαι», αυτοί, επειδή κυριεύθηκαν από φόβο μπροστά στη θεϊκή Του δύναμη, οπισθοχώρησαν κι έπεσαν κάτω στη γη)»].
Αυτό λοιπόν που παρέλειψε ο ευαγγελιστής Ιωάννης να τονίσει στις περιπτώσεις εκείνες, το συμπλήρωσε εδώ με το πένθος· διότι ομιλώντας για τον θάνατό Του, λέγει: «οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἀλλ᾿ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν· ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔλαβον παρὰ τοῦ πατρός μου(:Κανείς δεν έχει τη δύναμη να πάρει τη ζωή μου και να με θανατώσει εάν δεν το θελήσω εγώ. Αλλά εγώ από μόνος μου την παραδίδω. Έχω εξουσία να προσφέρω τη ζωή μου κι έχω εξουσία πάλι να την πάρω πίσω. Αυτή την εντολή πήρα από τον Πατέρα μου, να θυσιάσω τη ζωή μου πάνω στον σταυρό και να την πάρω πάλι με την Ανάσταση. Έτσι θα αναδειχθώ ο αιώνιος αρχιερέας και μεσίτης για τη σωτηρία των προβάτων μου)» [Ιω. 10,18] και δεν αναφέρει εκεί τίποτε το ταπεινό. Για τον λόγο αυτόν και κατά το σταυρικό πάθος Του αναφέρουν πολύ το ανθρώπινο στοιχείο Του, για να φανερώσουν με αυτό ότι είναι αληθής η κατ΄οικονομία ενσάρκωσή Του. Και ο μεν Λουκάς το επιβεβαιώνει αυτό από την αγωνία και την ταραχή και τον ιδρώτα Του[Λουκά 22, 43-44: «ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτόν. καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο. ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν(:Εμφανίστηκε τότε σε Αυτόν ένας άγγελος από τον ουρανό, και ενίσχυε τις σωματικές Του δυνάμεις, που είχαν εξαντληθεί μέχρι λιποθυμίας. Στο μεταξύ Τον κατέλαβε αγωνία και γι’ αυτό προσευχόταν τώρα θερμότερα και με περισσότερη επιμονή. Και ο ιδρώτας Του έγινε άφθονος και πηχτός σαν κομμάτια πηγμένου αίματος που πέφτουν στη γη)»], ενώ ο Ιωάννης επιβεβαιώνει και την ανθρώπινη φύση του Κυρίου από το πένθος Του αυτό μπροστά από τον τάφο του Λαζάρου: «.᾿Ιησοῦς οὖν πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ᾿ αὐτῷ(:Ο Ιησούς λοιπόν, ενώ πάλι προσπαθούσε να συγκρατήσει μέσα Του τη συγκίνηση, ήλθε στο μνημείο. Το μνημείο αυτό ήταν μια σπηλιά ανοιγμένη σε βράχο, που την είσοδό της την έφραζε μια μεγάλη πέτρα)»[Ιω.18,38].Δε θα κυριευόταν δηλαδή από το πένθος μία και δυο φορές, εάν δεν έφερε τη δική μας φύση.
Τι κάνει λοιπόν ο Ιησούς; Για μεν τις κατηγορίες τους δεν δίνει καμία απάντηση(διότι τι χρειαζόταν να αποστομώνει αυτούς με λόγια, αφού επρόκειτο αμέσως να το πάθουν αυτό με έργα, πράγμα που ήταν λιγότερο ενοχλητικό και ικανό να καταντροπιάσει αυτούς περισσότερο;), λέγει όμως: «ἄρατε τὸν λίθον(:Σηκώστε τον λίθο)». Γιατί τέλος πάντων δεν κάλεσε τον Λάζαρο να αναστηθεί όσο Εκείνος δεν ήταν ακόμη παρών και δεν τον παρουσίασε; Και πόσο μάλλον γιατί δεν τον ανάστησε ενώ ο λίθος βρισκόταν επάνω στον τάφο; (καθόσον Αυτός που μπορούσε να θέσει σε κίνηση σώμα νεκρό δια της φωνής Του και να το παρουσιάσει πάλι με ζωή, πολύ περισσότερο θα μπορούσε να κινήσει λίθο με τη φωνή Του· αυτός που έδωσε με τη φωνή Του την ικανότητα να βαδίσει εκείνος που ήταν δεμένος με σπάργανα και που εμποδιζόταν από αυτά, πολύ περισσότερο θα μπορούσε λίθο να κινήσει. Τι λέω; Θα μπορούσε να το κάνει αυτό και απών).
Γιατί λοιπόν τέλος πάντων δεν το έκανε; Για να κάνει αυτούς μάρτυρες του θαύματος, για να μη λέγουν αυτό που έλεγαν και για τον τυφλό[Ιω.9,8-9: «Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι(:Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: ‘’Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητούσε από τους διαβάτες ελεημοσύνη;’’. Μερικοί έλεγαν: ‘’Αυτός είναι’’. Άλλοι όμως έλεγαν ότι δεν είναι αυτός, αλλά κάποιος άλλος που του μοιάζει. Ο ίδιος όμως έλεγε ότι ‘’εγώ είμαι ο τυφλός που παλαιότερα ζητούσα ελεημοσύνη’’)»]· διότι τα χέρια και το γεγονός ότι ήλθε στο μνημείο επιβεβαίωναν ότι Αυτός ήταν.
Ώστε εάν δεν μετέβαιναν στο μνημείο, θα τον θεωρούσαν και φάντασμα ή θα νόμιζαν ότι βλέπουν άλλον αντί άλλου. Τώρα όμως με το να έλθουν στον τόπο του μνημείου και να σηκώσουν τον λίθο και το να δώσει εντολή να λύσουν από τα δεσμά τον σπαργανωμένο νεκρό[Ιω.11,43-44: «καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν(:Και αφού τα είπε αυτά, δείχνοντας την κυριαρχική εξουσία Του και πάνω στον ίδιο τον θάνατο, κραύγασε: ‘’Λάζαρε, βγες έξω’’. Και ο νεκρός βγήκε από το μνημείο με τα πόδια και τα χέρια του δεμένα με επιδέσμους, και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο και σκεπασμένο με ένα πλατύ ύφασμα. Τότε είπε ο Ιησούς σε εκείνους που παρευρίσκονταν εκεί: ‘’Λύστε τον και αφήστε τον μόνο και χωρίς βοηθό να πάει στο σπίτι του’’)] και το να αναγνωρίσουν αυτόν οι φίλοι του από τα σπάργανα και να πουν, ότι αυτός είναι και το να μην τον εγκαταλείψουν οι αδελφοί του και το να πει η μία αδελφή: «Ήδη μυρίζει· διότι τέσσερις ημέρες είναι νεκρός», όλα αυτά πλέον ήσαν ικανά να αποστομώσουν τους αγνώμονες, με το να γίνουν οι ίδιοι μάρτυρες του θαύματος.
Για τον λόγο αυτόν τους λέγει να σηκώσουν τον λίθο από τον τάφο, για να δείξει ότι ανασταίνει αυτόν· για τον λόγο αυτό και ρωτάει: «Πού τον έχετε θέσει;», ώστε αυτοί που είπαν: «Έλα και δες», και Τον οδήγησαν εκεί, να μην μπορούν να πουν ότι άλλον ανέστησε, ώστε και η ίδια η φωνή τους και τα χέρια τους να γίνουν μάρτυρες( η μεν φωνή τους που έλεγε «Έλα και δες», ενώ τα ίδια τα χέρια τους με το να αρπάξουν τον λίθο και να λύσουν τα σπάργανα), και οι οφθαλμοί τους και η ακοή τους(η μεν ακοή τους που άκουσε τη φωνή του Κυρίου προς τον νεκρό Λάζαρο:’’ Λάζαρε, δεῦρο ἔξω’’, οι δε οφθαλμοί τους που τον είδαν να εξέρχεται αναστημένος από τον τάφο) και η όσφρησή τους, με το ότι αντιλήφθηκε τη δυσωδία· διότι λέγει: «Ήδη μυρίζει· διότι είναι τέσσερις ημέρες νεκρός». Ώστε είχαν δίκιο που έλεγαν ότι η γυναίκα δεν αντιλήφθηκε τίποτε από εκείνα που είπε ο Χριστός, ότι «και αν ακόμη πεθάνει, θα ζήσει».
Πρόσεχε λοιπόν τι λέγει εδώ, επειδή φαινόταν πλέον αδύνατο το πράγμα εξαιτίας του χρόνου που πέρασε· καθόσον ήταν παράξενο το να αναστήσει νεκρό τεσσάρων ημερών και αποσυνθεμένο. Και στους μεν μαθητές είπε: «αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς(:Όταν όμως το άκουσε αυτό ο Ιησούς είπε: ‘’Αυτή η ασθένεια δεν θα καταλήξει σε ανεπανόρθωτο θάνατο, αλλά εμφανίστηκε για να λάμψει η δόξα και η δύναμη του Θεού. Εμφανίστηκε δηλαδή για να δοξασθεί με την ασθένεια αυτή ο Υιός του Θεού, διότι θα Του δοθεί η ευκαιρία να δείξει την υπερφυσική Του δύναμη και να επιβεβαιώσει περίτρανα τη θεϊκή Του φύση και αποστολή’’)»[Ιω.11,4], δηλώνοντας με αυτό τον εαυτό Του, ενώ στη γυναίκα είπε: «Οὐκ εἶπόν σοι, ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψεις τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ;(: ‘’Δεν σου είπα ότι εάν πιστέψεις, θα δεις τον ένδοξο θρίαμβο της παντοδυναμίας του Θεού εναντίον του θανάτου με την ανάσταση του αδελφού σου; Αυτή θα είναι το σύμβολο και το προμήνυμα της κοινής αναστάσεως όλων των ανθρώπων’’)», ομιλώντας για τον Πατέρα. Βλέπεις ότι η πνευματική αδυναμία των ακροατών γίνεται αιτία να διαφέρουν τα λόγια που τους απευθύνει κάθε φορά; Υπενθυμίζει εκείνα που είπε προς αυτήν, σχεδόν επιτιμώντας την, σαν να τα λησμόνησε. Ή επειδή δεν ήθελε από την αρχή να εκπλήξει τους παρευρισκόμενους, της λέει με ηρεμία: «Δεν σου είπα, ότι εάν πιστέψεις, θα δεις τη δόξα του Θεού;».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
[συνεχίζεται]
ΦΜ
ΦΜ