20.4.19

ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ[:Ιω.11,1-45] (2)


  επιμέλεια κειμένου:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος







   Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
[Μέρος δεύτερο: υπομνηματισμός των εδαφίων 11,18-29]
      «Ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν ῾Ιεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε(:Η Βηθανία μάλιστα ήταν κοντά στα Ιεροσόλυμα, σε απόσταση περίπου δεκαπέντε παλαιών σταδίων, δηλαδή τεσσάρων χιλιομέτρων)»[Ιω.11,18]. Από αυτό γίνεται φανερό ότι φυσικό ήταν να βρίσκονταν εκεί πολλοί από τα Ιεροσόλυμα. Αμέσως λοιπόν πρόσθεσε ο ευαγγελιστής ότι βρίσκονταν πλησίον τους πολλοί Ιουδαίοι, παρηγορώντας τις δύο αδελφές για τον θάνατο του Λαζάρου. Και πώς παρηγορούσαν αυτές που αγαπώνταν από τον Χριστό, τη στιγμή που είχαν αποφασίσει ότι εάν κάποιος πιστέψει στον Χριστό, θα τον απομάκρυναν από τη συναγωγή; Ή εξαιτίας της συμφοράς, ή επειδή εκτιμούσαν την ευγένειά τους, ή ήσαν παρόντες άνθρωποι χωρίς κακία· διότι πολλοί από αυτούς πίστεψαν. Αυτά επίσης τα λέγει ο Ευαγγελιστής, για να βεβαιώσει ότι ο Λάζαρος είχε πεθάνει.

    Και γιατί τέλος πάντων η Μάρθα δεν παίρνει την αδελφή της μαζί της ερχόμενη να συναντήσει τον Χριστό; Θέλει κατ’ ιδίαν να συναντήσει τον Χριστό και να Του αναγγείλει το γεγονός. Όταν όμως της έδωσε καλές ελπίδες, τότε πηγαίνει και καλεί και τη Μαρία και συνάντησε Αυτόν, ενώ ακόμη το πένθος βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Βλέπεις πόσο θερμή ήταν η αγάπη της; Αυτή είναι εκείνη για την οποία έλεγε: «νς δέ στι χρεία· Μαρία δ τν γαθν μερίδα ξελέξατο, τις οκ φαιρεθήσεται π᾿ ατς(:Ένα είναι χρήσιμο και αναγκαίο, η ακρόαση της διδασκαλίας μου. Αυτή είναι η αναγκαία πνευματική τροφή για την ψυχή. Αυτήν την τροφή διάλεξε η Μαρία, την καλή και ωφέλιμη μερίδα, που δεν θα της αφαιρεθεί ποτέ. Διότι οι ωφέλειες της πνευματικής αυτής τροφής δεν είναι προσωρινές και φθαρτές, αλλά πνευματικές και αιώνιες)» [Λουκά 10,42].
   Πώς λοιπόν τώρα φαίνεται θερμότερη η Μάρθα; Όχι θερμότερη, αλλά επειδή η Μαρία δεν είχε μάθει ακόμη τον ερχομό του Κυρίου· και επειδή ήταν η Μάρθα πνευματικά ασθενέστερη· καθόσον, αν και άκουσε τόσα πολλά περί του Χριστού, ομιλεί ακόμη με ταπεινά φρονήματα: «Λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος, Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι(:Του λέει η Μάρθα, η αδελφή του νεκρού: ‘’Κύριε, τώρα πια μυρίζει άσχημα˙ διότι είναι τέσσερις μέρες νεκρός’’)». Ενώ η Μαρία, αν και δεν άκουσε τίποτε, δεν είπε τίποτε το παρόμοιο, αλλά αμέσως πίστεψε και λέγει: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός(:Κύριε, εάν ήσουν εδώ, δεν θα μου πέθαινε ο αγαπημένος μου αδελφός, αλλά θα τον θεράπευες)».
  Βλέπετε πόση είναι η φιλοσοφία των γυναικών, αν και η γνώμη τους είναι πνευματικά ατελής; Διότι μόλις είδαν τον Χριστό δεν ξεσπούν αμέσως σε θρήνους ούτε σε κραυγές, ούτε σε ολολυγμούς(πράγμα που πάσχουμε εμείς όταν δούμε κάποιους γνωστούς να μας επισκέπτονται κατά την ώρα του πένθους), αλλά αμέσως θαυμάζουν τον Διδάσκαλο. Πίστεψαν βέβαια και οι δύο στον Χριστό, αλλά όχι όπως έπρεπε· διότι ακόμη δεν γνώριζαν ακριβώς, ούτε ότι ήταν Θεός, ούτε ότι με δική Του δύναμη και εξουσία κάνει αυτά, πράγματα που και τα δύο της τα δίδαξε.
   Επίσης το ότι δεν το γνώριζαν γίνεται φανερό από τα λόγια που και οι δύο είπαν μόλις αντίκρισαν τον Κύριο: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει(: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα είχε πεθάνει ο αδελφός μου)», και από αυτό που πρόσθεσαν, «ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα, ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός(:Ξέρω όμως ότι και τώρα που ο αδελφός μου είναι πεθαμένος, ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα Σου το δώσει ο Θεός’’)», σαν δηλαδή να ομιλούσαν για κάποιον ενάρετο και διακεκριμένο άνθρωπο.
  Πρόσεχε όμως και τι λέγει ο Χριστός: «Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου(:Θα αναστηθεί ο αδελφός σου)». Καταρχήν ανατρέπει εκείνο, το «ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν(:ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό όσα αν ζητήσεις)»· διότι δεν είπε «Ζητώ», αλλά τι; «Θα αναστηθεί ο αδελφός σου». Το να πει δηλαδή «Γυναίκα, ακόμη κάτω βλέπεις; Δεν έχω ανάγκη από άλλη βοήθεια, αλλά μόνος μου τα κάνω όλα» ήταν πάρα πολύ βαρύ και θα στενοχωρούσε τη γυναίκα, τώρα όμως με το να πει: «Θα αναστηθεί», μετρίασε κατ’ ανάγκην τον  λόγο, και με τα όσα λέγει στη συνέχεια υπαινίχτηκε αυτά που προανέφερα· διότι όταν η Μάρθα είπε «Οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ(:Γνωρίζω ότι ο αδελφός μου θα αναστηθεί όταν γίνει η ανάσταση, την τελευταία ημέρα του πρόσκαιρου αυτού αιώνα. Ύστερα απ’ αυτήν θα ακολουθήσει ο μελλοντικός ένδοξος και ατελείωτος αιώνας)», για να δείξει σαφέστερα την εξουσία Του, λέγει: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή(:Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Εγώ έχω τη δύναμη να ανασταίνω, διότι είμαι η πηγή της ζωής)», φανερώνουν με αυτό, ότι δεν έχει ανάγκη από άλλο βοηθό, εφόσον Αυτός είναι η ζωή. Εάν όμως έχει ανάγκη άλλου, πώς θα ήταν ο Ίδιος η ανάσταση και η ζωή; Όμως δεν το είπε τόσο φανερά, αλλά το υπαινίχτηκε απλώς. Όταν πάλι εκείνη είπε «Όσα θα ζητήσεις», Αυτός πάλι λέγει: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται(: Εκείνος που πιστεύει σε μένα, ακόμη κι αν πεθάνει σωματικώς, όπως πέθανε ο αδελφός σου, θα ζήσει. Διότι εκτός από την ουράνια και πνευματική ζωή, την οποία από τώρα θα μεταδώσω στην ψυχή του, αργότερα θα τον αναστήσω και σωματικώς)», δείχνοντας με αυτό, ότι Αυτός είναι ο χορηγός των αγαθών και από Αυτόν πρέπει να τα ζητεί.
   «Καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ, οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Πιστεύεις τοῦτο;(: Και κάθε άνθρωπος που δεν έχει ακόμη πεθάνει, αλλά ζει εδώ στη γη, εφόσον πιστεύει σε μένα, θα αντιμετωπίσει γεμάτος αφοβία τον πρόσκαιρο θάνατο, τον οποίο τρέμουν και φοβούνται οι άνθρωποι που βρίσκονται μακριά από μένα. Κι επειδή θα μένει πάντοτε ενωμένος με μένα, δεν θα υποστεί ποτέ τον πνευματικό θάνατο, που είναι και ο πραγματικός και ανεπανόρθωτος θάνατος.Το πιστεύεις αυτό;)».Πρόσεχε πώς την εξυψώνει πνευματικά· διότι δε ήταν αυτός μόνο ο σκοπός του, να αναστήσει τον Λάζαρο, αλλά έπρεπε και αυτήν και αυτούς που παρευρίσκονταν με αυτήν να μάθουν την ανάσταση. Για τον λόγο αυτόν τους διδάσκει πριν από την ανάσταση με λόγια. Εάν λοιπόν Αυτός είναι η ανάσταση και η ζωή, δεν περιορίζεται σε ένα τόπο, αλλά ευρισκόμενος παντού, γνωρίζει να θεραπεύει.
   Εάν βέβαια Του έλεγαν όπως ο εκατόνταρχος «μόνον επ λόγ, κα αθήσεται πας μου(:πες αυτό που θέλεις μόνο με έναν απλό λόγο, και θα γιατρευθεί ο δούλος μου)»[Ματθ.8,8], θα μπορούσε να το κάνει αυτό, επειδή όμως Τον κάλεσαν στην οικία τους και ζήτησαν να έλθει, εξαιτίας αυτού έρχεται, ώστε να απαλλάξει αυτές από την ταπεινή σκέψη  γι΄Αυτόν και έρχεται στο μέρος εκείνο. Όμως αν και έρχεται, δείχνει και με αυτό ότι μπορεί και απών ακόμη, να θεραπεύσει· για τον λόγο λοιπόν αυτόν και αργοπορεί· διότι δε θα φαινόταν η χάρη να έχει δοθεί αμέσως, εάν δεν προχωρούσε και η δυσωδία του νεκρού.
   Και από πού γνώριζε η γυναίκα την ανάσταση που επρόκειτο να γίνει; Άκουσε πολλά από τον Χριστό να λέγει περί αναστάσεως, αλλά όμως εκείνη επιθυμούσε τώρα να τη δει. Και πρόσεχε πως ακόμη σκέπτεται γήινα· διότι όταν άκουσε ότι «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή», δεν είπε «Ανάστησέ τον», αλλά τι λέγει; «Ναί, Κύριε· ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ ὁ Χριστὸς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος(:Ναι, Κύριε. Εγώ πριν από πολύ καιρό έχω πιστέψει ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, που περιμέναμε να έλθει στον κόσμο σύμφωνα με τις θεϊκές υποσχέσεις και προφητείες. Κι εφόσον έχω τη βεβαιότητα ότι Εσύ είσαι ο Χριστός, πιστεύω και σε όσα τη στιγμή αυτή λες και διακηρύττεις για τον εαυτό Σου’’)».
    Τι λέει λοιπόν ο Χριστός προς αυτήν; «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται (:Εκείνος που πιστεύει σε μένα, ακόμη κι αν πεθάνει σωματικώς, όπως πέθανε ο αδελφός σου, θα ζήσει. Διότι εκτός από την ουράνια και πνευματική ζωή, την οποία από τώρα θα μεταδώσω στην ψυχή του, αργότερα θα τον αναστήσω και σωματικώς)», εννοώντας τον προσωρινό σωματικό θάνατο, «καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ, οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα(:Και κάθε άνθρωπος που δεν έχει ακόμη πεθάνει, αλλά ζει εδώ στη γη, εφόσον πιστεύει σε μένα, θα αντιμετωπίσει γεμάτος αφοβία τον πρόσκαιρο θάνατο, τον οποίο τρέμουν και φοβούνται οι άνθρωποι που βρίσκονται μακριά από μένα. Κι επειδή θα μένει πάντοτε ενωμένος με μένα, δεν θα υποστεί ποτέ τον πνευματικό θάνατο, που είναι και ο πραγματικός και ανεπανόρθωτος θάνατος)», φανερώνοντας τον πνευματικό και αληθινό θάνατο τον οποίο δε θα γνωρίσουν ποτέ όσοι πιστεύουν σε Αυτόν.
   «Αφού λοιπόν εγώ είμαι η ανάσταση, μη θορυβηθείς, αν και πέθανε ήδη, αλλά πίστευε· διότι αυτό δεν είναι θάνατος». Πρώτα παρηγόρησε αυτή για το συμβάν και της έδωσε ελπίδες και με το να πει ότι «Θα αναστηθεί» και με το να πει «Εγώ είμαι η ανάσταση», και ότι θα αναστηθεί, και αν ακόμη πεθάνει, δε θα πάθει τίποτε. Ώστε δεν πρέπει να νιώθει φρίκη για αυτόν τον θάνατο. Αυτό επίσης που λέγει, σημαίνει το εξής, ότι «ούτε αυτός έχει πεθάνει, ούτε εσείς θα πεθάνετε)». «Το πιστεύεις αυτό;». Λέγει εκείνη: «Πιστεύω ότι Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, που επρόκειτο να έλθει στον κόσμο». Έχω τη γνώμη ότι η γυναίκα δεν αντιλήφτηκε το νόημα των λόγων του Χριστού. Αλλά ότι μεν σήμαινε κάτι το σπουδαίο το αντιλήφτηκε, δεν αντιλήφτηκε όμως το όλο νόημα αυτού· για τον λόγο αυτόν, άλλο ρωτήθηκε και άλλη απάντηση δίνει. Καταρχήν λοιπόν εκείνο ήταν το κέρδος της, η κατάπαυση του πένθους της· διότι τέτοια είναι η δύναμη των λόγων του Χριστού. Για τον λόγο αυτόν και εκείνη πρόλαβε και αυτή ακολούθησε· διότι η ευνοϊκή τους διάθεση απέναντι στον Διδάσκαλο, δεν επέτρεπε να σκέπτονται το συμβάν και να βιώνουν δυσάρεστα συναισθήματα γι’αυτό σε μεγάλο βαθμό. Ώστε μαζί με τη χάρη του Θεού και η σκέψη των γυναικών ήταν φιλοσοφημένη και η διάνοιά τους καρτερική.
                                                                                                    [συνεχίζεται]

ΦΜ