Ιωάννη Ε. Μανωλεδάκη
καθηγητή του ποινικού δικαίου στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Ι. «Εκ πρώτης όψεως» και καταρχήν το «δικαίωμα αντίστασης»[1] στην κρατική εξουσία εμφανίζεται ως έννοια εσωτερικά αντιφατική[2] : Διότι το μεν «δικαίωμα» αποτελεί δυνατότητα παρεχόμενη απο την έννομη τάξη, η δε «αντίσταση» συνιστά αντίδραση - και μάλιστα συχνά δυναμική - στην υλοποίηση των επιταγών της. Σε μια ολοκληρωτική έννομη τάξη, όπου η θέληση των κυβερνώντων ταυτίζεται με τη νομιμότητα, και η κρατική βία αυτονομιμοποιείται απο μόνη την ικανότητα επιβολής της, «δικαίωμα αντίστασης» του πολίτη[3] δέν νοείται.
Το δικαίωμα αυτό κατεξείρεση μπορεί να ανακύψει εκεί όπου η νομιμότητα θεμελιώνεται σ' ένα αντικειμενικό σύστημα κανόνων δικαίου, προς το οποίο εκάστοτε παραβάλλεται και συγκρίνεται η καθημερινή δραστηριότητα της κρατικής εξουσίας προκειμένου να καταφαθεί η νομιμοποίησή της. Σε μια δημοκρατική και φιλελεύθερη έννομη τάξη, όπου η κρατική εξουσία νομιμοποιείται απο τη νομιμότητα της υλοποίησης των επιταγών της[4], η υποχρέωση του πολίτη να συμμορφωθεί προς αυτές δέν είναι αυτονόητη, αλλά αξιώνεται - ως κανόνας - εφόσον καταφάσκεται η νομιμοποίηση της εξουσίας κατα την άσκησή της. Ως εξαίρεση, συνεπώς, μπορεί να εμφανιστεί - αναγνωρισμένη απο την ίδια τη δημοκρατική και φιλελεύθερη έννομη τάξη - η δυνατότητα του πολίτη να αντισταθεί, ακόμα και δυναμικά, στην άσκηση της κρατικής εξουσίας επι του πεδίου επιβολής της, όταν σε συγκεκριμένη περίπτωση εμφανίζεται τούτη ανομιμοποίητη[5] : Πρόκειται ακριβώς για το δικαίωμα αντίστασης.
ΙΙ. Η βασική διάταξη του θετικού μας δικαίου, που κατοχυρώνει το δικαίωμα αντίστασης, με την έννοια που δόθηκε αμέσως πιο πρίν, βρίσκεται στο άρθρο 120 § 4 του Σ. Στο άρθρο αυτό, η αυτονόητη υποχρέωση του πολίτη να σέβεται τους νόμους που συμφωνούν με το Σύνταγμα αναγράφεται στην § 2, ενώ η ρητή αναγνώριση του δικαιώματος αντίστασης περιορίζεται στην § 4 μόνο στην περίπτωση κατάλυσης του Συντάγματος, και μάλιστα μόνο αν αυτή επιχειρείται με βία[6]. Ωστόσο, όταν φτάνουμε στη βίαιη κατάλυση του Συντάγματος, η παροχή του δικαιώματος για αντίσταση έρχεται μάλλον αργά. Αν δέν υπάρχει η λεγόμενη «μικρή αντίσταση» στις επιμέρους παραβιάσεις της νομιμότητας κατα την άσκηση της κρατικής εξουσίας και την καθημερινή υλοποίησή της[7] η «μεγάλη αντίσταση», όταν επιχείται το μεγάλο βήμα για την οριστική κατάλυση της νομιμότητας, δύσκολα μπορεί να είναι αποτελεσματική. Το δικαίωμα για την καθημερινή «μικρή αντίσταση» δέν κατοχυρώνεται λοιπόν ρητά στο άρθρο 120 § 4 του Σ, το οποίο περιορίζεται στην πρόβλεψη της «μεγάλης αντίστασης», έμμεσα προκύπτει όμως απο διατάξεις της ποινικής νομοθεσίας[8].
ΙΙΙ. Το ποινικό δίκαιο, που τυποποιεί το ποινικό φαινόμενο και ρυθμίζει τους όρους της ποινικής καταστολής, δέν είναι δυνατόν σε μια δημοκρατική και φιλελεύθερη έννομη τάξη να αγνοεί το δικαίωμα αντίστασης του πολίτη.
Ωστόσο, απο τη φύση του δικαίου τούτου, που έχει ως αντικείμενο την τιμωρία των προσβολών των έννομων αγαθών του ατόμου και του συνόλου[9], η αναγνώριση δικαιώματος αντίστασης δέν μπορεί να προκύπτει ευθέως και κατ' άμεσο τρόπο απο συγκεκριμένη διάταξη, αλλά συνάγεται έμμεσα και με συνδυασμό διατάξεων[10]. Αν, δηλαδή, η προσβολή της κρατικής εξουσίας κατα την υλοποίησή της σε συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί έγκλημα, και αυτό ρυθμίζεται άμεσα στο ποινικό δίκαιο (βλ. πχ άρθρα 167, 169, 171 ΠΚ) η οριοθέτηση του εγκλήματος τούτου - και συνεπώς η οριοθέτηση της ποινικής καταστολής στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση - προδιαγράφει έμμεσα και την έκταση της μή - αξιόποινης προσβολής της κρατικής εξουσίας, κατα την υλοποίησή της στη συγκεκριμένη στιγμή, που συνιστά ακριβώς (και) το δικαίωμα αντίστασης του πολίτη.
Απο την αντιπαράθεση λοιπόν - σε επίπεδο αδίκου - της πολιτειακής εξουσίας αφενός (ως προστατευόμενου στο ποινικό δίκαιο έννομου αγαθού) και της δυνατότητας του πολίτη να την προσβάλλει, όταν η υλοποίησή της δέν είναι νομιμοποιημένη σε συγκεκριμένη περίπτωση, αφετέρου (ως αναγνωριζόμενος λόγος άρσης του αδίκου της προσβολής σ' ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό ποινικό δίκαιο), και τη ρύθμιση της αντιπαράθεσης αυτής με συγκεκριμένες διατάξεις του ποινικού δικαίου συνάγεται έμμεσα η ύπαρξη και η έκταση του δικαιώματος αντίστασης του πολίτη σύμφωνα με το δίκαιο αυτό.
IV. Κατα τη γενική διάταξη του άρθρου 20 του ΠΚ «ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αποκλείεται και όταν η πράξη αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος».
Επομένως, όταν υπάρχει δικαίωμα αντίστασης του πολίτη κατά της εξουσίας του κράτους, η προσβολή της με την ενάστηση αυτού του δικαιώματος δέν είναι άδικη και δέν τιμωρείται ως έγκλημα. Το πότε υπάρχει αυτό το δικαίωμα δέν ορίζεται βέβαια ρητά, όπως ήδη είπαμε, στο ποινικό δίκαιο. Συνάγεται ωστόσο έμμεσα, αλλά με σαφήνεια, απο ειδικές διατάξεις του. Και αυτές είναι οι διατάξεις που τυποποιούν ακριβώς την αξιόποινη αντίσταση κατά της εξουσίας, οριοθετώντας το άδικο και υποδεικνύοντας έμμεσα τι δέν είναι άδικο, συνεπώς τι συνιστά δικαίωμα αντίστασης.
Στο ποινικό δίκαιο η αντίσταση διακρίνεται σε ενεργητική, όταν εκδηλώνεται με συγκεκριμένη βίαιη ενέργεια, και σε παθητική, που εκφράζεται ως ανυπακοή του πολίτη σε συγκεκριμένη κρατική επιταγή χωρίς άσκηση βίας κατά του οργάνου που την επιβάλλει.
Στην πρώτη περίπτωση (της ενεργητικής αντίστασης) το δικαίωμα οριοθετείται «εξ αντιδιαστολής» (έμμεσα) στο άρθρο 167 ΠΚ, όπου τιμωρείται η αδικαιολόγητη αντίσταση[11]. Κατα το άρθρο τούτο, η αντίσταση αποτελεί έγκλημα - και αυτό ορίζεται άμεσα στο ποινικό δίκαιο - όταν προβάλλεται κατά υπαλλήλου που αρμοδίως προβαίνει σε νόμιμη ενέργεια (επιβολής κρατικής εξουσίας). Ο ποινικός κώδικας ξεκινά, συνεπώς, απο την προστασία της κρατικής εξουσίας που υλοποιείται σε συγκεκριμένη περίπτωση και όχι (αντίστροφα) απο την προστασία του δικαιώματος αντίστασης του πολίτη. Οριοθετώντας όμως την προστασία της εξουσίας, - ορίζοντας, δηλαδή, πότε προστατεύεται η άσκηση της εξουσίας, ή, με άλλα λόγια, πότε προσβάλλεται αυτή ώστε η ενέργεια του πολίτη να συνιστά το έγκλημα της αντίστασης - προσδιορίζει και τα όρια της θεμιτής αντίστασης, όπου ακριβώς τούτη δέν αποτελεί πια έγκλημα αλλά συνιστά δικαίωμα, που οδηγεί - και σύμφωνα με το άρθρο 20 ΠΚ - σε άρση του άδικου χαρακτήρα της βλάβης της κρατικής εξουσίας απο την ενάσκησή του. Έτσι, απο το ίδιο το άρθρο 167 ΠΚ συνάγεται οτι υπάρχει δικαίωμα αντίστασης όταν το κρατικό όργανο δέν ενεργεί μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του ή όταν αυτό δέν ενεργεί νομίμως, έστω και όταν κινείται μέσα στα πλαίσια αυτά.
Ως προς την αρμοδιότητα[12] - η έλλειψη της οποίας αυτονόητα στερεί την ποινική προστασία απο το κρατικό όργανο που ενεργεί, αφού η κρατική θέληση εκφράζεται μόνο μέσα απο την αρμοδιότητα - ζήτημα υπάρχει αν περιορίζεται στην υλική («καθ' ύλην») ή μήπως περιλαμβάνει και την τοπική σφαίρα ενέργειας («κατα τόπον»). Ορθότερο, σ' αυτή την περίπτωση, είναι να δεχτούμε οτι επεκτείνεται και στην τοπική εφόσον είναι συνυφασμένη με την άσκηση τοπικής εξουσίας (όπως στην περίπτωση του νομάρχη, ή των δημοτικών και κοινοτικών αρχών). Αντίθετα, όταν η τοπική αρμοδιότητα θεσπίζεται μόνο για την καλύτερη κατανομή της υπαλληλικής εργασίας και για την ευχερέστερη διεξαγωγή της, τότε, και αν λείπει, δέν παύει το όργανο να εκφράζει κρατική θέληση εφόσον κατα τα λοιπά κινείται μέσα στα όρια της υλικής του αρμοδιότητας.
Δυσχερέστερο είναι το ζήτημα της νομιμότητας[13] της ενέργειας του κρατικού οργάνου, που όταν λείπει δημιουργεί δικαίωμα αντίστασης για τον πολίτη κατά του οποίου στρέφεται η παράνομη ενέργεια. Αν πρόκειται για καθαρώς «εκτελεστικές» πράξεις (επιβολής της κρατικής θέλησης) - όπου υπάγονται οι πράξεις δικαστικής εκτέλεσης, διοικητικού καταναγκασμού και οι υλικές διοικητικές ενέργειες - η νομιμότητά τους αναφέρεται στην ύπαρξη νόμιμου τίτλου (τον οποίο εκτελούν) και στην καθόλα νόμιμη εκτέλεση τούτου. Αν οι πράξεις αυτές στηρίζονται σε ανυπόστατο ή απολύτως άκυρο τίτλο, και αν ακόμα καθεατές ακολουθούν τους νόμιμους τύπους, δέν είναι νόμιμες και δέν υπάρχει υποχρέωση του πολίτη να τις υποστεί. Αν ο τίτλος είναι απλώς ελαττωματικός και ακυρώσιμος, η «εκτελεστική» πράξη θα κριθεί απο τη δική της συμφωνία με τη νομιμότητα, αφού ο τίτλος έχει σ' αυτές τις περιπτώσεις υπέρ αυτού το τεκμήριο νομιμότητας. Αν πρόκειται όχι για «εκτελεστικές» πράξεις, αλλά για «αποφάνσεις» του κρατικού οργάνου, ισχύει σχετικά ό,τι και για τους τίτλους: Εφόσον δέν είναι ανυπόστατες ή απολύτως άκυρες, καλύπτονται απο το τεκμήριο της νομιμότητας και θεωρούνται νόμιμες ώσπου να ανακληθούν ή ακυρωθούν. Κατά των πράξεων αυτών δέν υπάρχει συνεπώς δικαίωμα αντίστασης του πολίτη. Η διαφορετική μεταχείριση των καθαρά «εκτελεστικών» πράξεων σε σχέση με τις «αποφάνσεις» επιβάλλεται γιατι με τις πρώτες επέρχεται άμεση υλική μεταβολή στην κατάσταση πραγμάτων που υπάρχει, ενώ οι δεύτερες στερούνται το στοιχείο της αμεσότητας και υπάρχει κατά κανόνα ο χρόνος να διορθωθούν ή να ανατραπούν με τις νόμιμες διαδικασίες πριν φθάσουν στον πολίτη και μεταβάλουν υλικά την υπάρχουσα πραγματικότητα.
Αλλά και στην περίπτωση της παθητικής αντίστασης, όταν αυτή τυποποιείται ως αξιόποινη πράξη (- παράλειψη) όπως στα άρθρα 169 (απείθεια) και 171 § 2 ΠΚ (θρασύτητα κατά της αρχής), η έλλειψη νομιμότητας στην ενέργεια του κρατικού οργάνου που καλεί τον πολίτη σε υπακοή - τόσο αναφορικά με την ενέργεια καθεαυτήν όσο και αναφορικά με την ίδια την πρόσκληση σε υπακοή - δημιουργεί αντίστοιχο δικαίωμα του τελευταίου να αντισταθεί παθητικά[14].
V. Το παραπάνω δικαίωμα αντίστασης (ενεργητικής και παθητικής) απορρέει στο ποινικό δίκαιο απο τις ίδιες τις διατάξεις (άρθρα 167, 169, 171 ΠΚ) που τυποποιούν (και τυποποιώντας οριοθετούν) την ενεργητική και παθητική αντίσταση ως έγκλημα κατά της πολιτειακής εξουσίας. Ό,τι δέν συνιστά ή δικαιολογείται ως προσβολή αυτής της εξουσίας αποτελεί παράλληλα (εφόσον βέβαια φέρει καταρχήν τα στοιχεία της αντίθεσης στην κρατική επιβολή) δικαίωμα αντίστασης του πολίτη. Ωστόσο υπάρχουν στον ποινικό κώδικα διατάξεις που τυποποιούν εγκλήματα κατά της πολιτειακής εξουσίας (πχ αρ. 172, 173, 179 ΠΚ) χωρίς να περιλαμβάνουν στη διατύπωση του αξιοποίνου την προϋπόθεση της νομιμότητας της κρατικής ενέργειας, δίνοντας έτσι την εντύπωση οτι στις περιπτώσεις που ρυθμίζουν (λχ ελευθέρωση φυλακισμένου, απόδραση κρατουμένου, παραβίαση φύλαξης της αρχής) δέν υπάρχει δικαίωμα αντίστασης του πολίτη ούτε όταν η επιβολή της κρατικής εξουσίας είναι παράνομη.
Κατα την ορθότερη ερμηνευτική εκδοχή - που υποστήριξα στη διδακτορική μου διατριβή ήδη απο το 1967[15] - και όταν ακόμα δέν αναφέρεται ρητά στον ποινικό νόμο, η προϋπόθεση της νομιμότηας των ενεργειών της αρχής για την ποινική προστασία της συνάγεται ερμηνευτικά - συστηματικά, αφού το ποινικό δίκαιο δέν μπορεί, σ' ενα κράτος δικαίου, να αγνοεί την υπεροχή της αρχής της νομιμότητας απέναντι σε οποιαδήποτε προστατευτική σκοπιμότητα. Ο κανόνας συνεπώς είναι πως σε κάθε περίπτωση παράνομης επιβολής της κρατικής βούλησης (κατα τις παραπάνω στο στοιχείο IV διακρίσεις) η προσβολή της απο τον πολίτη δέν είναι άδικη και συνεπώς θεμελιώνεται γι' αυτόν δικαίωμα αντίστασης. Το δικαίωμα αυτό είναι ευρύτερο απο την άμυνα (ως λόγο άρσης του αδίκου κατ' άρθρ. 22 ΠΚ) αφού δέν προϋποθέτει η παράνομη ενέργεια του κρατικού οργάνου να έχει τη μορφή της άδικης επίθεσης κατά του πολίτη.
Συμπερασματικά : Το ποινικό δίκαιο, ως το κατεξοχήν δίκαιο της κρατικής καταστολής, οριοθετώντας σε μια δημοκρατική και φιλελεύθερη έννομη τάξη την ποινική αξίωση της πολιτείας, δείχνει και τα όρια του δικαίωματος αντίστασης του πολίτη κατά της επιβολής της εξουσίας του κράτους. Η οριοθέτηση αυτή απορρέει απο την αυτονόητη σε μια τέτοια έννομη τάξη υποταγή της εξουσίας στην «πρωταρχία του δικαίου» (rule of law), που της παρέχει και την αναγκαία νομιμοποίηση. Ό,τι αφαιρείται ως παράνομο απο την εξουσία της πολιτείας προστίθεται στο δικαίωμα αντίστασης κατ' αυτής του πολίτη[16]. Η κρίση γι' αυτή την οριοθέτηση σε συγκεκριμένη περίπτωση ανατίθεται, βέβαια, στην ποινική δικαιοσύνη. Γι' αυτό και η ανεξαρτησία των φορέων της ανακύπτει ως πρωταρχικό αίτημα σε μια φιλελεύθερη και δημοκρατική πολιτεία.
[1] Πρβλ. C. Heyland, Das Widerstandsrecht des Volkes, εκδ. J.C.B. Mohr, Tübingen, 1950, passim.
[2] Πρβλ. G. Rühe, Widerstand gegen die Staatsgewalt? (Der moderne Staat und das Widerstandsrecht), Berlin, 1958, σελ. 63· πρβλ. και τη φράση του J.B. Bossuet (1627 - 1704): «Il n' y a pas de droit contre la droit».
[3] Δικαίωμα με τη θετική - νομική έννοια του όρου. Διότι με τη φιλοσοφική έννοια του όρου στο «φυσικό δίκαιο», κατεξοχήν στα ολοκληρωτικά κράτη ανακύπτει το «δικαίωμα αντίστασης»· βλ. σχετικά Heyland, ό.π. σελ. 51. Δέν πρέπει να συγχέουμε τη νομική έννοια του δικαιώματος - ως αναγνωρισμένης απο το ίδιο το δίκαιο εξουσίας στο άτομο για την ικανοποίηση βιοτικού του συμφέροντος - με τη φιλοσοφική (ηθική - πολιτική - μεταφυσική) έννοια ενός «δικαιώματος» (του «φυσικού δικαίου») που μπορεί να αντιστρατεύεται στο θετικό δίκαιο και δέν απορρέει πάντως απο αυτό· πρβλ. Rühe, ό.π. σελ. 106. Ο Λ. Κοτσίρης, Ο νόμος σε κρίση, τιμ.τομ. ΣτΕ 1979, σελ. 511 - 538, εξετάζει το δικαίωμα αντίστασης απο την άποψη του «φυσικού δικαίου».
[4] Βλ. Heyland, ό.π. σελ. 116· πρβλ. πάντως G. Stratenwerth, Verantwortung und Gehorsam, έκδ. J.C.B. Mohr, Tübingen, 1958, σελ. 99.
[5] Πρβλ. Heyland, ό.π. σελ. 123. Rühe, ό.π. σελ. 17/18.
[6] Και ιδίως «εκ των άνω» (πραξικόπημα - σφετερισμός εξουσίας). Άλλη διάταξη, που να προβλέπει άμεσα δικαίωμα αντίστασης στην άσκηση αντισυνταγματικής εξουσίας ή στην προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων δέν υπάρχει. Για τη σχετική συζήτηση στη Γερμανία βλ. μεταξύ πολλών, Heyland, ό.π. σελ. 84 επ. Rühe, ό.π. σελ. 67 επ.· βλ. τη διατριβή Φ. Σπυρόπουλου, Το δικαίωμα αντίστασης κατα το άρθρο 120 § 4 του Σ, 1987, passim, ιδίως σελ. 110 επ., και την πλούσια βιβλιογραφία στο τέλος του έργου.
[7] Βλ. Artur Kaufmann, «Μικρή» και «μεγάλη» αντίσταση, (απόδοση στα ελληνικά απο τον Ι. Γιαννίδη), ΠοινΧρον 1982, σελ. 705 επ., όπου η φράση: «Η ουσία του δικαίου είναι αντίσταση κατά του αδίκου».
[8] Δέν είναι ακριβές το λεγόμενο απο τον A. Kaufmann, ό.π. σελ. 707 οτι «η θετικοποίηση του δικαιώματος αντιστάσεως αντιφάσκει στον εαυτό της... δέν είναι δυνατή η κρατική ρύθμιση της αντίστασης ενάντια στο κρατικά άδικο», όπως θα φανεί απο το κείμενο αμέσως πιο κάτω. Η έννοια της «μικρής αντίστασης» όπως χρησιμοποιείται στο κείμενο διαφέρει, βέβαια, απο τη σύλληψη του Kaufmann (ό.π.): Είναι θετικοποιημένη, έμμεσα έστω, με συγκεκριμένες διατάξεις του ΠΚ και δέν αποκλείει ακόμα και τη χρήση βίας ή την ανοιχτή ανυπακοή. Η «μικρή αντίσταση» κατα τον Kaufmann είναι «υπόθεση του πνεύματος», «υπεύθυνη πολιτική στάση ώριμων πολιτών» και εκδηλώνεται με «έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στον ισχυρό, θάρρος για ανοιχτή κριτική, ξεσκέπασμα απαράδεκτων καταστάσεων, άρνηση του αδίκου, ιδιαίτερα τότε όταν πηγάζει εκ των άνω ή όταν εμφανίζεται ως κρατούσα γνώμη, άρνηση σύμπραξης σε ενέργειες που θα προκαλέσουν κακό και αδικία, ακόμα κι αν η στάση αυτή επιφέρει την απώλεια συμπαθειών».
[9] Και, φυσικά, την αυτοπροστασία του κράτους· βλ. E.
Kern, Der Strafschutz des Strafschutz des Staats und seine Problematik, έκδ. J.C.B. Mohr, Tübingen, 1963, σελ. 40: «Es ist daher selbstverständlich, dass der Staat das Strafrecht auch in den Dienst seiner Selbsterhaltung stellt».
[10] Πρβλ. και Rühe, ό.π., σελ. 86 και σημ. 302.
[11] Και, κατ' επέκταση, στο άρθρο 170 ΠΚ (στάση).
[12] Βλ. σχετικά Ι. Μανωλεδάκη, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, εκδ. β' 1994, σελ. 43.
[13] Βλ. σχετικά Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 62 - 75 και τις εκεί παραπομπές σε ελληνική και γερμανική βιβλιογραφία.
[14] Δικαίωμα αντίστασης υπάρχει και με τη μορφή της διέγερσης σε απείθεια κατά των παράνομων διαταγών της αρχής (άρθρο 183 ΠΚ)· βλ. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, εκδ. β' 1994, σελ. 42 επ.
[15] »Η παρουσία της πολιτειακής εξουσίας κατα τον ελληνικό ποινικόν κώδικα», 1967, σελ. 77 επ., σελ. 87 επ.
[16] Η αντίσταση του πολίτη καθίσταται έτσι όχι στοιχείο ανατροπής της έννομης τάξης, αλλά παράγοντας επιβολής της νομιμότητας. Απορρέει απο το θετικό και όχι απο το «φυσικό» δίκαιο και συνιστά θετικοποιημένο δικαίωμα του πολίτη, η άσκηση ή κατάχρηση του οποίου θα κριθεί απο το δικαστήριο σε συγκεκριμένη περίπτωση. Απο την Ιστορία αξίζει να αναφέρουμε το θετικοποιημένο δικαίωμα αντίστασης που παρείχε το φερμάνι του Αμπντούλ Χαμίτ Α' (1781) στους υποτελείς της περιοχής του Πηλίου κατά των αυθαίρετων ενεργειών των αξιωματούχων του κράτους· βλ. Ν. Πανταζόπουλου, Τα «προνόμια» ως πολιτιστικός παράγων εις τας σχέσεις χριστιανών - μουσουλμάνων, επιστ. επετ. σχολής ΝΟΕ πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τόμος ΙΘ', τεύχος Γ' (αντιχάρισμα στον Νικόλαο Ι. Πανταζόπουλο), 1986, σελ. 70, σημ. 14.