Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Ξεκινώ με μια εξομολόγηση, αγαπητοί αναγνώστες: αρνούμαι να «ξοδεύω» λέξεις, προκειμένου να περιγράφω γελοίους καβγάδες γελοίων προσώπων στην πιο γελοία Βουλή της Μεταπολίτευσης! Νιώθω την ανάγκη να μοιραστώ αυτή τη σκέψη μου μαζί σας σήμερα. Δεσμεύομαι: τα μονόστηλα που προορίζονται για το περιθώριο της Ιστορίας δεν πρόκειται να γίνουν τα δικά μας οκτάστηλα. Δεν θα επιτρέψουμε στον ιστορικό του μέλλοντος να γελά μαζί μας, όταν ψάχνει να βρει στις πηγές τι συνέβη σε αυτή την παντέρμη χώρα στις αρχές του αιώνα, ύστερα από δέκα χρόνια επώδυνης οικονομικής κρίσης.
Σκοπεύω να σεβαστώ εκατομμύρια Ελληνες που ξενιτεύτηκαν, έμειναν χωρίς δουλειά, έχασαν τις περιουσίες τους, είδαν το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια τους, αλλά εξακολουθούν να πονούν την πατρίδα τους και να ελπίζουν σε λίγη σοβαρότητα. Ανήκω στην κατηγορία των «σιωπηλών», που παρακολουθούν την πορεία των εθνικών υποθέσεών μας όχι με όρους ελαφρότητας, παραπολιτικής και ατάκας, αλλά με γνήσια αγωνία για το τι θα ξημερώσει αύριο για αυτή την όμορφη και παράξενη πατρίδα. Ανήκω σε μια κατηγορία Ελλήνων που αυξάνονται συνεχώς.
Σε εκείνους που βλέπουν ξεκάθαρα τον κίνδυνο να διαλυθούμε ασύντακτα σε καιρούς «ανάκαμψης» και όχι σε εποχές χρεοκοπίας. Σε εκείνους που έχουν μονίμως αϋπνίες και βλέπουν διαρκώς εφιάλτες, διότι, πέρα από την εκτίμηση που τρέφουν σε πρόσωπα και ηγεσίες, αισθάνονται ότι (όπως διαμορφώνεται το τοπίο αυτή τη στιγμή) ακόμη και αυτοί δεν θα καταφέρουν να σηκώσουν το έθνος στην πλάτη τους, όταν έρθει η ώρα τους. Λείπουν οι ώμοι.
Είναι φοβερό: τη στιγμή που συγκλονιστικές προκλήσεις, παγκόσμιες, περιφερειακές, τοπικές, ζητούν επιτακτικά απάντηση από το πολιτικό μας σύστημα, εκείνο πίνει αμέριμνο… γκαζόζα και σπάει πλάκα! Κοινώς, η πολιτική τάξη μας κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να διαλύσει και το τελευταίο ίχνος εμπιστοσύνης που τρέφουμε προς αυτήν. Λυπούμαι που θα το πω, αλλά τα μικρά παιδιά είναι πιο σοβαρά από τους μπούληδες, τους βουτυράτους, τους μαγκάκους, τους αγροίκους και τους καραγκιοζάκους του Κοινοβουλίου μας. Ερωτώ: είναι δυνατόν ο δημόσιος διάλογος να διεξάγεται με όρους αναψυκτικών;
Είναι δυνατόν ο δημόσιος διάλογος να διεξάγεται με όρους παράνομων ηχογραφήσεων, που γίνονται σε γραφεία κοινοβουλευτικών κομμάτων; Είναι δυνατόν ο δημόσιος διάλογος να δομείται γύρω από πρωθυπουργικές ανοησίες, του τύπου «όποιος Ελλην συμφωνεί μαζί μας είναι μυαλωμένος και όποιος όχι, ανεγκέφαλος»;
Τόσος ρατσισμός; Τόσος ελιτισμός; Είναι δυνατόν ο δημόσιος διάλογος να κυριαρχείται από τους βρυχηθμούς υπουργικών κουτσαβακίων; Είναι δυνατόν να γίνονται παράγοντες και νοματαίοι των πρωτοσέλιδων οι γυρολόγοι, που πηδούν από κομματική «κανάρα σε κανάρα», και οι βουλευτές που καθυβρίζουν το σπίτι τους, τη Βουλή, σε οπαδικές συγκεντρώσεις; Είναι δυνατόν πρώην ανώτατα πολιτικά πρόσωπα να οργανώνουν στημένες πολιτικές διαμαρτυρίες εναντίον του Προέδρου της Δημοκρατίας για το γινάτι τους; Πού πάμε, αλήθεια; Ετσι θα πάμε; Με αυτά τα μυαλά; Με άγνωστη φράση την «εθνική ενότητα»;
Μετά λόγου γνώσεως, φοβάμαι ότι δεν πάμε πουθενά. Στις εκλογές θα κληθούμε να αποφασίσουμε για το μέλλον του τόπου, χαμένοι σε ένα άθροισμα σημαντικών και ασήμαντων γεγονότων. Μέσα σε κλίμα οχλοβοής, την ώρα που πρέπει κάποια στιγμή να επικρατήσει ολίγος σκασμός στη χώρα.
Στις εκλογές, ο Ελλην πολίτης δεν θα μπορεί να ξεχωρίσει το σημαντικό από το ασήμαντο, το γελοίο από το σοβαρό, το πρωτεύον από το δευτερεύον. Οσο είναι καιρός, πρέπει να προλάβουμε να στρίψουμε το καράβι. Μα, για να συμβεί αυτό, πρέπει να μιλήσουμε καθαρά, ευθύτατα, με γωνίες και, αν χρειαστεί, με διευθύνσεις και ονόματα. Οχι στρογγυλά, όχι με ευγένειες, όχι με καλούς τρόπους. Οχι με οικειότητα. Η οικειότητα αποθρασύνει, θρέφει την περιφρόνηση. Πλησιάζει η ώρα, θαρρώ. Πράγματι! Χθες ήταν νωρίς, αύριο θα είναι πολύ αργά…