+Ιωάννου Γ. Νιώτη
Ο Άγιος Βασίλειος της Ελληνικής παραδόσεως δεν έχει τίποτα σχεδόν το κοινόν με εκείνον που κουβάλησαν στη χώρα μας αι Δυτικαί και βόρειαι χώραι της Ευρώπης.
Ο τελευταίος τούτος Άγιος Βασίλειος με τα ροδοκόκκινα μάγουλα την κάτασπρη γενειάδα την κόκκινη μπέρτα τις ψηλές μπότες και το κατάγιομο με δώρα σακί η κοφίνι είναι σίγουρο πως δεν έρχεται από την Καισαρεία, πως δεν έχει τίποτα επάνω του που να θυμίζει τη Βιβλική μορφή που βγήκε από το ασκηταριό της βυζαντινής εικονογραφίας και τις κιτρινισμένες σελίδες της Ελληνικής μνήμης και παραδόσεως
Ο δικός μας ο Ρωμιός Άγιος Βασίλειος ο καθιερωμένος από την γνήσια ελληνική παράδοση που έχει την αφετηρία της στο βυζαντινό παρελθόν, είναι ένας ξερακιανός και μελαμψός μεσογειακός γέροντας, χωρίς κάπες και χιονάτα γένια να ποταμίζουν πάνω από φαρδιά στήθια, με όψη λιτή, με χαρακτηριστικά αυστηρά και με το χαρτί και το καλαμάρι στο χέρι όπως ταιριάζει στη ρωμαίικη παράδοση που τον θέλει σαν λόγιο και όχι σαν κουβαλητή δώρων.
Βαστάει εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι. Η σύνθεσις αυτή του Αγίου Βασιλείου με τα γράμματα έχει σαν αφετηρία της, τη σχολική παράδοση του άσματος των μαθητών, των οποίων είναι προστάτης .
Και δεν έρχεται ο Άγιος Βασίλειος της Ελληνικής παραδόσεως να μοιράσει, όπως θέλουν να πιστεύουν οι άλλοι ευρωπαίοι και όπως μας συμφέρει τώρα να πιστεύουμε και εμείς, τα λογής- λογής καλούδια του αλλά, όπως ο ίδιος έμμετρα τονίζει, είναι περαστικός, σταλμένος από τη μάνα του στο σχολειό.
-Βασίλη μ’ πούθε έρχεσαι και δεν μας καταδέχεσαι και πούθε κατεβαίνεις, δεν μιλάς ή συντυχαίνεις;
-Από τη μάνα μ’ έρχομαι, εγώ σας καταδέχομαι και στο σχολείο μου πάω, δεν μου λέτε τι να κάνω...
Ακόμα ο Ρωμιός Άγιος Βασίλειος βαστά στο χέρι του το μαγικό του ραβδί που, αν και ξερό, πετά βλαστάρια και βρύσες που κυματίζουν μόλις το στηρίζει στο έδαφος, να πει την αλφα-βήτα και πως στα κλωνιά του κατεβαίνουν πέρδικες και δροσολογούνται και λούζουν και τον “αφέντη μας τον Μπέη τον Λεβέντη μας τον Πολυχρονεμένο και στον κόσμο ξακουσμένο” (ας μην ξεχνούμε πως κάποιες παραλλαγές του τραγουδιού οφείλουμε στην ραγιάδικη μούσα των δισέκτων χρόνων της τουρκοκρατίας.)
“ Και στο ραβδί ακούμπησε να πει την αλφα-βήτα, ξερό ήταν το ραβδάκι του χλωρά βλαστάρια επέτα κι απάνω στα βλαστάρια του βρυσες εκυματούσαν και κατεβαίναν πέρδικες και έβρεχαν τα φτερά τους και λούζαν τον αφέντη μας τον Μπέη το Λεβέντη μας τον πολυχρονεμένο και στον κόσμο ξακουσμένο “
Ο τελευταίος στίχος συνδέεται με την εισαγωγή του ευχετικού στοιχείου στα κάλαντα που μετατρέπονται πια σ αγύρτικα άσματα και τελειώνουν με τις γνωστές αιτήσεις για φιλοδώρημα, όπως λ.χ στην παρακάτω:
Άψε βαγίτσα το κερί και ανέβα και κατέβα και κάτσε και λογάριασε Ίντα θα μας εδώσεις για απάκι για λουκάνικο κλπ.
Ωστόσο όμως και ανεξάρτητα από την παράδοση που θέλει στις περισσότερες περιοχές της χώρας μας τον Άγιο Βασίλειο γραμματικό, πρέπει να σημειώσουμε πως σε κάποιους άλλους Ελλαδικούς χώρους (Κρήτη νησιά Αιγαίου καθώς και στην Μικρά Ασία Καππαδοκία Κυδωνιές κλπ) ο Άγιος της Πρωτοχρονιάς αναφέρεται στα κάλαντα περισσότερο σαν γεωργός και μάλιστα σαν ζευγολάτης.
Με την ιδιότητά του αυτή ο άγιος συναντιέται με το Χριστό στην πρώτη μετά τη γέννηση του θεανθρώπου επαφή του Κυρίου με την κοινωνία και συζητά μαζί του, δίχως να τον γνωρίζει για το ευλογημένο ζευγάρι (για τα καματερά- δηλαδή ζώα) για τη σπορά για την πλουσίαν εσοδείαν των δημητριακών (τόσο πλουσίαν μάλιστα ώστε από αυτήν να τρώνε κι οι λαγοί) για το βλάστεμα του δέντρου στο σημείο όπου στεκόταν ο Χριστός στην κορυφή του οποίου κελαηδούσαν πέρδικες και τέλος για πηγές: “ ταχιά- ταχιά ν ‘αρχιμηνιά, ταχιά να αρχή του χρόνου, ταχιά όπου περπάτηξε ο Κύριος στον κόσμο και βγήκε και χαιρέτιξε όλους τους ζευγολατες.
Ο πρώτος που Χαιρέτιξε ήταν Άγιο Βασίλης!
Καλώς τα κάνεις Βασιλειό, καλό ζευγάρι έχεις…”
Ο τύπος του τραγουδιού τούτου που θέλει τον αϊ-βασίλη γεωργό είναι πολύ πιο παλιός από τον άλλο με τον Άγιο σαν γραμματικό, δεδομένου άλλωστε ότι η Βυζαντινή κοινωνία είχε κατεξοχήν γεωργικό χαρακτήρα και ότι κατά την Πρωτοχρονιά ο λαός όπως αποθησαύρισε ο Γεώργιος Μέγας, προέβαινε σε πλήθος από λατρευτικές μαντικές και μαγικές ακόμα πράξεις για υγεία και πλουσία παραγωγή κατά τον καινούργιο χρόνο .
‘Οπως και να χει το πράγμα ο Ρωμιός Άγιος Βασίλης είναι περισσότερο ανθρώπινος παρά εκκλησιαστικός.
Ταξιδεύει, μας επισκέπτεται, ζει ανάμεσά μας, κουβεντιάζει μαζί μας, είναι καλοπόδαρος μουσαφίρης φέρνει την καλή τύχη και την Ευτυχισμένη Χρονιά.
Επίσης σαν γραμματιζούμενος δεν σηκώνει στην πλάτη του τον τουρβά ή το κοφίνι με τα δώρα αλλά μαθαίνει αλφαβητάρι στους ανθρώπους και παίρνει καλούδια από αυτούς.
Οι αγρότες τον καρτερούν πως και πως και τον υποδέχονται με τιμές και δόξες για να τον ευχαριστήσουν και να πάρουν την πολυπόθητη ευλογία του. Του στρώνουν ακόμα και το τραπέζι για να δειπνήσει, ένα τραπέζι γεμάτο χίλια δυο καλούδια και λιχουδιές, όπως λ.χ τηγανίτες, λουκουμάδες, γλυκά, καρύδια, αμύγδαλα, σύκα, σταφίδες, κρασί κλπ και όλα τούτα τα τραταμέντα προσφέρονται στον Άγιο για να χαρίζει την ευλογία του στη φαμελιά και στο σπίτι,στα ζωντανά και στα γεννήματα.
Στην Άντισσα μάλιστα της Λέσβου, οι νοικοκυρές αφήνουν από το απόβραδο ανοιχτές τις εξώπορτες των σπιτιών τους για να μπει, σαν έρθει τα χαράματα, ο Αη-βασίλη.
Τούτος λοιπόν ο αη-βασίλης της Άντισσας, που τον παρασταίνει ένα “νόρφανο” παιδί (ένα παιδί δηλαδή που έχει στη ζωή και τους δύο γονείς του) κρατά στα χέρια του το εικόνισμα του Αγίου της Πρωτοχρονιάς, ένα φαναράκι με φως από την εκκλησιά, σταμνί μ’αμίλητο νερό, ρόδι, πορτοκάλι, πρόσφορο,λιόκλάδο και μία πέτρα χορταριασμένη.
Μπαίνει στο σπίτι χαράματα Και απαντυχαίνει όλη την οικογένεια που τον περιμένει και τον καλωσορίζει.
Τότε αρχίζει τις ευχές: “Καλημέρα του Αγίου Βασιλείου, γεια, χαρά, καλοσύνη αδελφοσύνη όλο μάλαμα και ασήμι. Όπως τρέχει το νερό έτσι να τρέχουν τα καλά και τα αγαθά μέσα στο σπίτι.
Όπως τρέχει το νερό, έτσι να τρέξει και ο γαμπρός να πάρει τη θυγατέρα σας. Όπως είναι η ελιά ευλογημένη έτσι να είναι ευλογημένος ο χρόνος.Όπως είναι το ρόδι γεμάτο έτσι να είναι το σπιτικό και η παραδοσακούλα του νοικοκύρη κ.λπ.
Αυτός είναι ο Αη-Βασίλης του λαού μας.
Ταξιδευτής, στρατοκοπος, σεμνός γραμματιζούμενος ή καλόβουλος γεωργός, μία γλυκιά και ανθρώπινη φιγούρα βγαλμένη από τα ιερά άδυτα της εθνικής και θρησκευτικής μας παραδόσεως.
Με τα μαύρα του γένια,τα σανδάλια στα πόδια, με το ραβδί του γεμάτο βλαστάρια, με το χαρτί, την πένα και το καλαμάρι στα χέρια και με την ευλογιά στα χείλια καλοπόδαρος, φιλάνθρωπος και καλότυχος φέρνει κάθε χρόνο από τη μακρινή Καισαρεία το μήνυμα της χαράς, της ειρήνης, της αγάπης και της καλοτυχίας στους ανθρώπους όλου του κόσμου Και δι ημάς προσωπικώς
Χαλκίς 30 Δεκεμβρίου 1970
+ Ιωάννης Γεωργίου Νιώτης
Συνταγματάρχης ΕΒΧ