ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Προέδρου Αρείου Πάγου, Διδάκτορος Νομικής
Α- Η αναγγελθείσα από την κυβέρνηση απόφαση για αναθεώρηση του Συντάγματος, όπως προκύπτει από την περιεχομένη σ’ αυτήν αιτιολογική έκθεση, έχει ως κύριον στόχο την θρησκευτική ουδετεροποίηση του Κράτους με την απάλειψη ή ριζική τροποποίηση των καλουμένων «θρησκευτικών » διατάξεων του Συντάγματος.
Η εισηγούμενη αναθεώρηση των διατάξεων αυτών έχει τεράστια σημασία, διότι αλλοιώνει την συνταγματική ιστορία της Χώρας εισάγοντας θεσμούς ξένους και αντίθετους προς την ιδιοσυστασία των Ελλήνων και την εμπεδωθείσα συνταγματική μας παράδοση.
Ειδικότερα επιχειρείται η αποθρησκειοποίηση του Κράτους με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην περαιτέρω πορεία μας, στην εθνική μας ταυτότητα, στην παιδεία μας και τον πολιτισμό μας. Το Κράτος καθίσταται πλέον θρησκευτικώς ουδέτερον, αδιάφορον έναντι της πίστεώς μας και παντελώς αμέτοχο στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων.
Οι κατά την κυβερνητική πρόταση υπό αναθεώρηση «θρησκευτικές» θα λέγαμε διατάξεις του Συντάγματος είναι κυρίως αυτές που περιέχονται στο άρθρο 3 του Συντάγματος, το άρθρο 13 περί του ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, και οι περί θρησκευτικού όρκου των βουλευτών και του Προέδρου της Δημοκρατίας διατάξεις των άρθρων 33§2 και 59§1.
Όσον αφορά το άρθρο 13 σημειώνωμεν ότι δεν επιτρέπεται η αναθεώρησή του διότι είναι από τις μη αναθεωρήσιμες διατάξεις του άρθρου 110§1του Συντάγματος, οι οποίες αποτελούν θα λέγαμε τον σκληρό πυρήνα αυτού. Προτείνεται όμως η προσθήκη σ’ αυτό νέας παραγράφου με την οποία ορίζεται ότι « η ορκωμοσία κρατικών αξιωματούχων και δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων γίνεται με πολιτικό όρκο. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο υπόχρεος επιλέγει ελεύθερα αν θα δώσει πολιτικό ή θρησκευτικό όρκο».
Εκτός όμως από τις προαναφερθείσες ρητές «θρησκευτικές διατάξεις του Συντάγματος υπάρχει και η θεμελιώδης προοιμιακή θρησκευτική αρχή στην οποία είναι ψηφισμένο το Σύνταγμα. Πρόκειται για το λεγόμενο προοίμιο του Συντάγματος το οποίον έχει ως εξής: « Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», με την οποία ο συνταγματικός νομοθέτης διαδηλώνει την βούλησή του ότι η Ελληνική Πολιτεία είναι Κράτος «ορθόδοξο χριστιανικό».
Πριν εισέλθουμε στην εν τάχει παρουσίαση των προτεινομένων νέων διατάξεων στη θέση των αναθεωρητέων είναι σκόπιμο να ερευνήσωμεν δι’ ολίγων αν υφίσταται επί του παρόντος σπουδαίος και αναγκαίος λόγος για συνταγματική αναθεώρηση.
Κατά την παγιωθείσα στην επιστήμη του Συνταγματικού Δικαίου άποψη, η αναθεώρηση είναι θεσμός του Συντάγματος στον οποίον πρέπει να προσφεύγωμεν σε έσχατη ανάγκη η οποία καθιστά πλέον απολύτως αναγκαίαν την τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του Συντάγματος οι οποίες καθιστούν αυτό δυσλειτούργητο, λόγω της μεταβολής των συνθηκών. Πρέπει λοιπόν να υφίσταται απόλυτος ανάγκη επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων που να δικαιολογεί την αναθεώρηση.
Αυτό είχε υπόψη του και ο συνταγματικός νομοθέτης που όρισε στο άρθρο 110§6 ότι « δεν επιτρέπεται αναθεώρηση του Συντάγματος πριν περάσει πενταετία από την περάτωση της προηγούμενης». Μόνη η πάροδος όμως της πενταετίας ως του ελαχίστου χρόνου δοκιμασίας των ήδη αναθεωρηθεισών διατάξεων του Συντάγματος δεν αρκεί για νέα αναθεώρηση, ούτε είναι αρκετός οιοσδήποτε χρόνος, μόνον αυτός να δικαιολογήση νέα αναθεώρηση αν δεν συντρέχουν και οι εκ των πραγμάτων δημιουργούμενοι λόγοι ουσιαστικής αναγκαιότητας προς τούτο.
Το Σύνταγμα ταυτίζεται με την πολιτεία την οποία οργανώνει και δεν είναι επιτρεπτόν να αναθεωρείται δίχως αποχρώντα λόγον με μόνη την πάροδον του οιουδήποτε χρόνου. Η παλαιότης των συνταγματικών διατάξεων δεν είναι λόγος απαξίωσης αυτών, αντιθέτως τις καταξιώνει στη συνείδηση όλων.
Ερωτάται λοιπόν στην προκειμένη περίπτωση αν συντρέχει κάποιος ουσιαστικός λόγος προς αναθεώρηση ειδικώς των προαναφερθεισών θρησκευτικών διατάξεων. Θα υπήρχε ίσως παρόμοιος λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αναθεώρηση του άρθρου 3 αν α) είχε παύσει η ορθόδοξη χριστιανική πίστη να είναι πλέον επικρατούσα θρησκεία της Ελλάδοας, β) αν το Κράτος το ίδιο δεν εθρήσκευε, γ) αν η παιδεία των Ελλήνων δεν ήταν ακόμη προσανατολισμένη στην ελληνορθόδοξη παράδοση και πολιτισμό, και τέλος δ) αν η ταυτότητα της ελληνικής Πολιτείας έπαυσε να είναι ορθόδοξη ελληνική.
Κανένας όμως από τους λόγους αυτούς δεν συντρέχει επί του προκειμένου. Αυτό το ομολογεί και η εισηγούμενη την αναθεώρηση του άρθρου 3 κυβέρνηση, η οποία στην προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 3 εξακολουθεί να θεωρεί ως επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα την ορόδοξη χριστιανική!
Ο λόγος που προβάλλεται από την προτεινόμενη κυβέρνηση γενικώς για την προτεινόμενη αναθεώρηση είναι ό « στόχος να απαντήσωμεν στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα ή και προκλήσεις που επιφυλάσσει η ανεξέλεγκτη κυριαρχία των αγορών δημοκρατία και το κοινοβουλευτικό σύστημα, αλλά και στους κινδύνους κ.λ.π.».
Άλλο όμως οι στόχοι ενός κόμματος έστω και μη κυβερνώντος και άλλο η ανάγκη των πραγμάτων που κατέστησε ξεπερασμένες κάποιες διατάξεις του Συντάγματος. Όσον αφορά δε ειδικώς την διάταξη του άρθρου 3 ως λόγος αναθεώρησης αυτής προβάλλεται το, ότι «έχει έρθει λοιπόν ο καιρός ώστε να κατοχυρωθεί ρητά στο Σύνταγμα η θρησκευτική ουδετερότητα του θρησκευτικού κράτους…
Αυτό είναι σύμφωνα με το κυβερνών κόμμα ένα σημαντικό βήμα για εκσυγχρονισμό και την φιλελευθεροποίηση του Συντάγματός μας». Αυτά είναι ευσεβείς πολιτικοί πόθοι ενός κόμματος και δεν συνιστούν ανάγκη συνταγματικής αναθεώρησης προερχόμενη από τα πράγματα.
Επομένως όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση της ίδιας της κυβέρνησης δεν υφίσταται κανένας απολύτως αποχρών λόγος προς αναθεώρηση του άρθρου 3 ειδικώς αλλά και των άλλων θρησκευτικών διατάξεων του Συντάγματος, αλλά αυτή αποτελεί κομματικό στόχο και επιδίωξη η οποία εξυπηρετεί άλλους σκοπούς ξένους προς την συνταγματική αναθεώρηση και ειδικώτερα την ικανοποίηση παροχημένων και καταδικασμένων στη συνείδηση του λαού πολιτικών ιδεολογημάτων τα οποία έχουν ξεπερασθεί ήδη από την ιστορία και τέθηκαν προ πολλού στο «χρονοντούλαπό της ».
Ερχόμαστε τώρα στην προτεινόμενη αναθεώρηση των προαναφερθεισών διατάξεων, και πρώτον του άρθρου 3, το οποίον περιλαμβάνεται στο Πρώτο Μέρος αυτού υπό τον τίτλο «Βασικές Διατάξεις», στο τμήμα Β΄ υπό τον υπότιτλο «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας». Το άρθρο λοιπόν 3 του Συντάγματος ως έχει ορίζει τα εξής:
«1-Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, που γνωρίζει με κεφαλή της τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με την Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού, τηρεί απαρασάλευτα όπως εκείνες τους ιερούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις.
Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία αρχιερέων και από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτήν και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ΄(29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928.
2-Το εκκλησιστικό καθεστώς που υπάρχει σε ορισμένες περιοχές του Κράτους δεν αντίκειται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
3- Το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. Η επίσημη μετάφρασή του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη».
Η προτεινόμενη νέα διάταξη έχει ως εξής:
«Η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία η οποία βρίσκεται αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και με κάθε άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία και τηρεί απαρασάλευτα τους Κανόνες των Αποστόλων και Οικουμενικών Συνόδων και την εκκλησιαστική παράδοση. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος είναι αυτοκέφαλη και διοικείται σύμφωνα με όσα ορίζουν ο Καταστατικός Χάρτης της, ο Πατριαρχικός Τόμος του 1850 και η Συνοδική Πράξη του 1928. Το εκκλησιαστικό καθεστώς της Κρήτης και των Δωδεκανήσων δεν αντίκειται στις παραπάνω διατάξεις».
Με τη νέα αυτή διάταξη συμπτύσσεται σε μία παράγραφο η παλαιά, καταργείται η παράγραφος τρία και προστίθεται στην αρχή της νέας διάταξης η διακήρυξη ότι η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη! Οι διαφορές αυτές είναι καταλυτικές θα λέγαμε και κυρίως αυτή που αναφέρεται στην θρησκευτική ουδετερότητα του Ελληνικού Κράτους, και επιτρέπουν την κρίση ότι το συνταγματικό αυτό εγχείρημα δεν συνιστά «αναθεώρηση», αλλά «ανατροπή » του Συντάγματος.
Διότι όταν επιχειρείται δια της απλής αναθεωρήσεως του Συντάγματος η κατάργηση της παγίως συνταγματικώς κατοχυρουμένης θρησκευτικής ταυτότητας (η οποία παραπέμπει αμέσως και αφεαυτής στην εθνική τοιαύτη), του Κράτους, δεν επιτρέπεται να μιλάμε για απλή θεσμική αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά για ολοσχερή «κατάργηση» αυτού, η οποία όμως προϋποθέτει άλλους τρόπους και άλλα μέσα και βεβαίως « συντακτική» και όχι απλή «αναθεωρητική» Βουλή!
Η δια της θεσμικής αναθεώρησης διακήρυξη της θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους και μάλιστα δίχως να την επιβάλλει κάποιος ουσιαστικός λόγος, συνιστά οιονεί συνταγματικό πραξικόπημα, διότι ανατρέπει τον πυρήνα της ιδιοσυστασίας της Ελληνικής Πολιτείας, το οποίο για να νομιμοποιηθεί χρειάζεται «συντακτική» και όχι απλώς έστω και θεσμική «αναθεωρητική» Βουλή! Και για να μη θεωρηθούν υπερβολές όλα αυτά, επικαλούμαστε εδώ την συνταγματική ιστορία της Ελλάδος η οποία διδάσκει αυθεντικώς ότι ο Έλληνας συνταγματικός νομοθέτης όχι μόνο ο «αναθεωρητικός», αλλά και αυτός ακόμη ο « συντακτικός », ποτέ δεν διανοήθηκε να καταργήσει την θρησκευτική ταυτότητα της Ελληνικής Πολιτείας.
Ακόμη και «επαναστατικά» Συντάγματα, όπως εκείνα του 1911 και του 1927, δεν ετόλμησαν να διακηρύξουν την θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους, σεβόμενα τις ακατάβλητες εθνικοθρησκευτικές του καταβολές! Ανακηρυσσόμενη η Ελληνική Πολιτεία θρησκευτικώς ουδέτερη, αρνείται στην ουσία το ένα από τα δύο βασικά της πολιτειακά συστατικά, το θρησκευτικό, ενώ ανεπιγνώτως υποφθαλμιά φευ και το άλλο, το εθνικό!
Διότι είναι ιστορικώς επιβεβαιωμένο ότι η Ελληνική Πολιτεία από της συστάσεώς της με το πρωτόλειο εκείνο σύνταγμά της το γνωστό ως « Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου» μέχρι και το ήδη ισχύον Σύνταγμα, του οποίου ήδη επιχειρείται η «αναθεωρητική» ανατροπή, σθεντορίως διακηρύσσει την θρησκευτική της πίστη ταυτιζόμενη με τον Λαό της ό οποίος ποτέ δεν έπαυσε να θρησκεύει και μάλιστα Ορθοδόξως χριστιανικά, ως την βάση της πολιτειακής της υπόστασης!
Με την επιχειρούμενη όμως «αναθεώρηση- ανατροπή » του Συντάγματος συμβαίνει τούτο το συνταγματικό παράδοξο , κοντά σε τόσα άλλα, ότι δηλαδή από τη μια εξακολουθεί να βεβαιώνεται και μάλιστα για λόγους σεβασμού προς την ιστορική παράδοση, ότι «επικρατούσα » θρησκεία στην Ελλάδα είναι η Ορθόδοξη χριστιανική, από την άλλη η Ελληνική Πολιτεία ανακηρύσσεται θρησκευτικώς ουδέτερη, ερχόμενη έτσι και «συνταγματικώς» αντίθετη προς τον ίδιο το Λαό της, ο οποίος στην συντριπτική του πλειοψηφία την θέλει θρησκεύουσα και μάλιστα Ορθοδόξως χριστιανικά!
Με την προτεινόμενη αναθεώρηση καταργείται η §3 του άρθρου 3 του Συντάγματος η οποία εξασφαλίζει το αναλλοίωτο του γράμματος της Αγίας Γραφής αφού απαγορεύει την σε οποιονδήποτε άλλον γλωσσικό τύπο μεταφορά της δίχως την άδεια της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή η διάταξη έχει ιστορική προέλευση καθ’ όσον θεσπίσθηκε το πρώτον με το Σύνταγμα του 1911 για να θέσει τέρμα στα λεγόμενα «ευαγγελικά», τα οποία ταλαιπώρησαν όχι μόνο την Εκκλησία, αλλά και την ελληνική κοινωνία ολόκληρη των αρχών του 20ου αιώνα.
Από την άποψη αυτή ως παρωχημένη πλέον καλώς καταργείται. Από την άλλη όμως και εάν δεν θεσπισθεί τελικά η θρησκευτική ουδετερότητα της Ελληνικής Πολιτείας, σκόπιμο είναι, ανεξάρτητα από τους ιστορικούς λόγους που αρχικά την επέβαλαν, να διατηρηθεί η διάταξη αυτή, διότι είναι φυσικό επακόλουθο η θρησκεύουσα Πολιτεία να προστατεύει το αναλλοίωτο του γράμματος της Αγίας Γραφής, η οποία αποτελεί την πηγή της πίστεως του Λαού, αλλά και της ιδίας ως θρησκεύουσας.
Όσον αφορά τις διατάξεις για τον θρησκευτικό όρκο, η κατάργησή του θα ήταν συνεπής προς την διδασκαλία της Ορθόδοξης χριστιανικής πίστης αν κατηργείτο ολοσχερώς ο όρκος και δεν αντικαθίστατο από οποιονδήποτε άλλο κατά τον Κυριακόν λόγον « μη ομόσαι όλως». Η προτεινόμενη όμως αναθεώρηση έχει στόχο την κατάργηση μόνο του θρησκευτικού όρκου ως οπισθοδρομικού και αναχρονιστικού και επιβάλλει ως υποχρεωτικό σε όλους τους κρατικούς λειτουργούς και υπαλλήλους τον πολιτικό όρκο ακόμη και στους χριστιανούς οι οποίοι οφείλουν κατά την πίστη τους να αρνούνται τον οιονδήποτε όρκον ακόμη και τον πολιτικόν, κι έτσι παραβιάζεται η από το άρθρο 13 αναγνωριζόμενη θρησκευτική τους ελευθερία.
Ορθότερη ως απολύτως εναρμονισμένο τόσο προς την ορθόδοξη πίστη, όσο και προς το άρθρο 13 περί της θρησκευτικής ελευθερίας είναι η γενίκευση της προτεινόμενης από την κυβέρνηση νέας διάταξης ισχύουσας μόνο σε κάθε άλλη περίπτωση πλην της ορκωμοσίας των δημοσίων λειτουργών κατά την οποίαν επιτρέπεται στον υπόχρεο να επιλέγει μεταξύ του πολιτικού και θρησκευτικού όρκου. Έτσι η νέα §5 του άρθρου 13 πρέπει να διατυπωθεί ως εξής : « Η υποχρέωση για θρησκευτικό όρκο καταργείται γενικώς. Ο υπόχρεος έχει το δικαίωμα να επιλέγει ελεύθερα τον πολιτικό ή θρησκευτικό όρκο ».
Και ερχόμαστε τέλος στην θεμελιώδη αρχή στο όνομα της οποίας είναι ψηφισμένο το ισχύον Σύνταγμα, όπως την παραθέσαμε ανωτέρω. Πρόκειται για την πίστη των Ελλήνων στον Τριαδικό Θεό, η οποία αποτελεί την σταθερή όλων των ελληνικών Συνταγμάτων πλην δύο του «ηγεμονικού» του 1831, το οποίον όμως ποτέ δεν εφαρμόσθηκε, και του «δημοκρατικού» του 1927, το οποίον αν και δεν ανέφερε ρητώς την αρχή αυτή στην προμετωπίδα του, εν τούτοις την εξυπονοούσε με όλες τις γνωστές θρησκευτικές συνταγματικές διατάξεις που προαναφέραμε, και τις οποίες διατηρούσε ακέραιες.
Η αρχή αυτή καθιερώθηκε από το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδος, το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου» », και αποτέλεσε την βάση της πολιτειακής οργάνωσης των Ελλήνων σε Κράτος. Δεν πρόκειται δηλαδή μόνο για ουσιώδες έστω μέρος της συνταγματικής μας ιστορίας, αλλά για αναγκαίον στοιχείον της κρατικής μας οντότητας. Γι’ αυτό δεν επιτρέπεται η απάλειψή του από το Σύνταγμα, με απλή αναθεώρηση, διότι αυτό θα είχε ως επακόλουθο την κατάλυση της πολιτειακής μας υπόστασης.
Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο με την ανασύνταξη του Κράτους με θέσπιση νέου Συντάγματος από Συντακτική πλέον Συνέλευση, η οποία θα αναλάμβανε την ευθύνη της αποκοπής του Ελληνικού Κράτους από τις εθνικοθρησκευτικές του ρίζες, κάτι το οποίον όμως δεν επιτρέπει ο ελληνικός λαός. Το προοίμιο λοιπόν ίσταται υπεράνω όλων των συνταγματικών διατάξεων και δεν επιτρέπεται η αναθεώρησή του.
Γι’ αυτό και η σημερινή κυβέρνηση άφησε άθικτο το θρησκευτικό προοίμιο του Συντάγματος, μη τολμώντας να το συμπεριλάβει μεταξύ των υπό αναθεώρηση διατάξεων αυτού με την αιτιολογία ότι «αυτό ήταν παρόν σε όλα τα επαναστατικά συντάγματα και είναι μέρος της ιστορίας μας», όπως τόνισε στη Βουλή ο εισηγητής της κυβέρνησης κατά την συζήτηση επί της προτάσεως αναθεώρησης του Συντάγματος την 28ην Νοεμβρίου 2018.
Αυτή όμως η αιτιολογία ισχύει κατά μείζονα λόγο και για την διατήρηση της θρησκευτικότητας του Ελληνικού Κράτους, την οποία όμως καταργεί η Κυβέρνηση με την προτεινόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος, ανακηρύσσοντας το Ελληνικό Κράτος θρησκευτικά ουδέτερο αντιφάσκουσα έτσι προς εαυτήν.
Αυτή η αντίφαση είναι ίσως και το μεγαλύτερο εμπόδιο στην αναθεώρηση των θρησκευτικών διατάξεων του Συντάγματος, οι οποίες δεν μπορούν να αναθεωρηθούν ενόσω το Σύνταγμα θα εξακολουθεί να ψηφίζεται στο « Όνομα της Αγίας, και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» και ο νοών νοείτω και ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω!
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Προέδρου Αρείου Πάγου , Διδάκτορος Νομικής