Άρθρο
γνώμης του Γεωργίου Βασιλάκη Οικονομολόγου ΕΚΠΑ
Αθήνα
28/12/2018
Πολλά
μπορεί να πει κάποιος εξωτερικός παρατηρητής της χώρας για τις κοινωνικές
μεταβολές στη περίοδο στη κρίσιμη περίοδο. Η μορφή του παραγωγικού ιστού και οι
δείκτες της οικονομίας έχουν νέα χαρακτηριστικά.
Ας τα δούμε λοιπόν αναλυτικά από τη πλευρά του καθ΄ ύλην αρμόδιου υπουργείου.
«Τις
αλλαγές που έχουν προωθηθεί τα τελευταία χρόνια στο παραγωγικό μοντέλο της
χώρας και αυτές που επιδιώκονται, με στόχο να ανεβάσει ταχύτητα η ανάκαμψη και
να διασφαλιστεί η βιώσιμη ανάπτυξη σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα», βάζει στο
μικροσκόπιο το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης.
Στο
δελτίο οικονομικών εξελίξεων για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο, το
υπουργείο προσδιορίζει τις σημαντικότερες αλλαγές, που έχουν επέλθει. Η πιο
καθοριστική είναι ίσως ότι γεωργία και η βιομηχανία αύξησαν τα μερίδιά τους στη
συνολική προστιθέμενη αξία της οικονομίας.
Οδηγοί
η γεωργία και η βιομηχανία
Η
μεν γεωργία σταθερά από το 2008 όταν είχε το 2,7% έφθασε στο 4,5% το 2018
(9μηνο). Η δε βιομηχανία πιο πρόσφατα από 11,1% το 2015 σε 11,8% φέτος, με το
μερίδιο της μεταποίησης να σκαρφαλώνει
από 8,1% το 2015 σε 8,7% το 2017.
Σημειώνεται
ότι τόσο ο δείκτης παραγωγής της βιομηχανίας (ΙΟΒΕ) όσο και αυτός της
μεταποίησης έχουν επιστρέψει στα επίπεδα του 2010 και 2009 αντίστοιχα, δηλαδή
σχεδόν στα προ κρίσης επίπεδα. Μεταξύ 2015 και 2017, το επίπεδο επένδυσης της
βιομηχανίας σε μηχανήματα αυξήθηκε 27%, ενώ η παραγωγική δυναμικότητα αυξήθηκε
από 64% σε 68% αντίστοιχα.
Με το 35% του συνόλου των ακαθάριστων
επενδύσεων σε πάγια η βιομηχανία πλησιάζει πλέον σε μερίδιο τον μέσο όριο της
ΕΕ (39%). Αντίθετα, μεγάλη υστέρηση έναντι της ΕΕ εμφανίζουν οι ελληνικές
επενδύσεις σε επιστημονικές δραστηριότητες το μερίδιο των οποίων περιορίζεται
σε 9% έναντι 17% στην κοινότητα..
Το
ποσοστό των επενδύσεων σε κατοικίες επί του συνόλου των επενδύσεων μειώθηκε από
41,8% το 2007 σε 4,4% το 2017. Το ποσοστό των επενδύσεων σε μηχανολογικό και
μεταφορικό εξοπλισμό επί του συνόλου των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου
κεφαλαίου το γ’ τρίμηνο 2018 ανήλθε σε 55,3% που είναι η υψηλότερη επίδοση γ’
τριμήνου τουλάχιστον από το 1995. Το απόθεμα Ξένων Άμεσων Επενδύσεων ως ποσοστό
του ΑΕΠ από 12% το 2008 αυξήθηκε σε 17,6% το 2017 και το 2018 θα είναι ακόμη
υψηλότερο. Το μερίδιο αγοράς των ελληνικών εξαγωγών αυξήθηκε πάνω από 3% την
ίδια περίοδο.
Όσον
αφορά στο λόγο εξαγωγών (αγαθών κι υπηρεσιών) προς ΑΕΠ αυξήθηκε από 19% το 2009
σε 33% το 2017 όταν ο αντίστοιχος των εισαγωγών αυξήθηκε μόλις κατά 5
ποσοστιαίες μονάδες από 28,8% σε 34%.
Η
αναδιάρθρωση της μεταποίησης και των ΜμΕ
Σύμφωνα
με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομίας την περίοδο 2008-2016 ο αριθμός των
επιχειρήσεων στη μεταποίηση μειώθηκε ταχύτερα απ’ ότι ο αριθμός των
απασχολουμένων (-22% έναντι -27%). Από τις επιχειρήσεις μεταποίησης όλων των
τάξεων μεγέθους απασχόλησης (1-9, 10-19, 20-49, 50-249, πάνω από 250 χιλιάδες)
η μόνη που αύξησε παρά την κρίση τον αριθμό των απασχολουμένων και των
επιχειρήσεών της ήταν η κατηγορία 10-19, ενώ τη μεγαλύτερη κάμψη γνώρισε η
κατηγορία των πολύ μικρών επιχειρήσεων (1-9). Επίσης, η μόνη κατηγορία που
αύξησε το μέσο μέγεθος απασχόλησης ανά επιχείρηση στη διάρκεια της κρίσης ήταν
η τάξη μεγέθους 50-249 απασχολουμένων. Με άλλα λόγια έχουμε εσωτερική
αναδιάρθρωση και αύξηση επιχειρηματικών μεγεθών στον κλάδο .
Αλλαγές
στις επιχειρηματικές δομές καταγράφονται και στο σύνολο των ελληνικών ΜμΕ οι
οποίες την μεν περίοδο 2008-2014 σημείωσαν μία μέση ετήσια κάμψη του αριθμού
τους κατά 0,5%, της προστιθέμενης αξίας κατά 10% και της απασχόλησής τους κατά
2,9% αντίστοιχα, με συνέπεια το μέγεθος απασχόλησης ανά ΜμΕ να μειώνεται 2,4%
ετησίως και η παραγωγικότητά τους κατά 7,3% αντίστοιχα.
Στην
ελληνική οικονομία παρατηρείται επίσης η ενδυνάμωση του κεντρικού πυρήνα των
μεταποιητικών επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας και των υπηρεσιών έντασης γνώσης
οι οποίες από 20% του συνόλου των επιχειρήσεων που ήταν το 2008 ανήλθαν σε 26%
το 2018 και από 17% της απασχόλησης ανήλθαν σε 19% το ίδιο διάστημα. Επίσης, οι
επιχειρήσεις αυτές από 23% της προστιθέμενης αξίας όλων των επιχειρήσεων που
είχαν το 2008, έφθασαν το 27% το 2018. Οι επιδόσεις αυτές σε αριθμό και
προστιθέμενη αξία το 2018 είναι υψηλότερες αυτών της Ισπανίας και Πορτογαλίας
αντίστοιχα.
Από
τα παραπάνω δεδομένα προκύπτει ότι η οικονομία έχει αρχίσει και
μετασχηματίζεται παραγωγικά θέτοντας τις βάσεις για ταχύτερη και πιο «ποιοτική»
άνοδο το 2019. Μεγάλη πρόκληση βεβαίως παραμένει ότι η Ελλάδα πρέπει να άρει
μια διαχρονική συνθήκη και να πάψει να είναι η μόνη αναπτυγμένη οικονομία που
αποτελεί εξαγωγέα εμπορευμάτων κι όχι υψηλής προστιθέμενης αξίας βιομηχανικών
προϊόντων που αποτελούν βασική αναπτυξιακή προϋπόθεση.
Εξαιρετική σημασία έχει το ότι το 91% των
ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων αναμένεται να αναπτυχθεί τα επόμενα δύο
χρόνια, ποσοστό υψηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο (84%). Επίσης, οι διεθνείς
πωλήσεις αντιπροσωπεύουν σήμερα το 34% του ελληνικού κύκλου εργασιών στην
οικογενειακή επιχείρηση και προβλέπεται ότι θα αντιπροσωπεύουν το 41% σε πέντε
χρόνια.
Φτωχές
επιδόσεις σε καινοτομία, ψηφιακό μετασχηματισμό
Η
Ελλάδα θεωρείται μέσου επιπέδου σε καινοτομία με 11,3% βελτίωση στο σχετικό
δείκτη την περίοδο 2014-2017. Βελτίωση από 5% έως 52% καταγράφεται και στους 6
υποδείκτες που παρακολουθεί η ΕΕ τη περίοδο 2014-2016 (Community Innovation Survey, European Innovation Scoreboard 2018,
Greece). Ωστόσο καταλαμβάνει μόλις την προτελευταία θέση στην ΕΕ με βάση τον
γενικό δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας το 2018 παρά την βελτίωση της
τελευταίας τετραετίας.
Αλήθειες
που πρέπει να λέγονται.
Η
ελληνική οικονομία παραμένει αδύναμη, η αγορά της ρηχή και το παραγωγικό
μοντέλο γεμάτο στρεβλώσεις που μάλλον έχουν αυξηθεί παρά υποχωρήσει μετά τα
μνημόνια. Παρά τη μείωση του κόστους παραγωγής, η ζητούμενη αύξηση της
παραγωγικότητας σκοντάφτει στην επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος, ενώ το
δύσκαμπτο ρυθμιστικό περιβάλλον και το προβληματικό νομικό πλαίσιο αποθαρρύνουν
επενδύσεις στην τεχνολογία.
Όμως
η προσέλκυση ξένων επενδύσεων είναι ο μόνος τρόπος να αναπτυχθεί η ελληνική
οικονομία, με δεδομένη την αδυναμία των ελληνικών τραπεζών. Παρά τα
αντικειμενικά εμπόδια, χάρη στο ανθρώπινο δυναμικό της και τις πρωτοβουλίες
νέων κυρίως ανθρώπων της διασποράς, η χώρα προσελκύει από καιρό σε καιρό κάποιο
εντυπωσιακό όνομα, όπως πρόσφατα της Tesla. Αλλά η καθαρή εισροή ξένων
επενδύσεων ανήλθε μόλις στο 2% του ΑΕΠ τα τελευταία δύο χρόνια, ενώ όπως
δείχνουν τα spreads των ελληνικών ομολόγων οι αγορές αποδεικνύονται ακόμη πιο
δύσπιστες – και το διεθνές κλίμα δεν είναι ευνοϊκό.
Βεβαίως,
τα περισσότερα από τα μέτρα που καλείται να εφαρμόσει η χώρα έχουν ως στόχο να
ολοκληρώσουν τις μεταρρυθμίσεις που θα ανοίξουν την οικονομία στον ανταγωνισμό.
Όπως ωστόσο τόνισε πρόσφατα από την Αθήνα ο συνεργάτης του Iνστιτούτου Bruegel's
Zsolt Darvas «η στενή παρακολούθηση και η μακρά και λεπτομερής λίστα των
μεταρρυθμιστικών δεσμεύσεων μοιάζουν πολύ με τις συνθήκες των τελευταίων οκτώ
ετών, ακόμη και αν τα προγράμματα οικονομικής βοήθειας έχουν επισήμως
τελειώσει».Ο μόνος τρόπος να γίνει αυτό
είναι να τηρήσει τις δεσμεύσεις της, ώστε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των
αγορών και να έρθουν επενδύσεις. Όπως προειδοποιεί ο κ. Darvas, αν δεν
επιτευχθεί αυτό ο ρυθμός ανάπτυξης θα βαλτώσει, καθιστώντας δύσκολη την
επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Το
φάρμακο λοιπόν είναι να γίνουν μεγάλες επενδύσεις στους τομείς που η χώρα έχει
δυνατότητες χωρίς αναβολές και στρεβλώσεις αλλιώς θα ζούμε σε μια ανακυκλούμενη αδύναμη οικονομία που θα
εντείνει τα προβλήματα με την ανεπάρκεια της με άμεση αρνητική επίδραση στη κοινωνία
και στο τομέα επιχειρήσεων .
Η
κρίση είναι πρόβλημα και ταυτόχρονα ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε και να
υπερβούμε όσα μας έφεραν σε αυτή τη κατάσταση και αυτό δεν είναι ευχή να συμβεί αλλά αναγκαιότητα.
Γεώργιος
Βασιλάκης