Του συνεργάτη μας Δημήτρη Κωνσταντάρα
Κι εγώ, όπως κι εσείς της γενιάς μου άλλωστε- μεγάλωσα με μια έντονη συναίσθηση/παραίσθηση ότι οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ήταν κάτι σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ, της δεξαμενής στην Ιερουσαλήμ, όπου ο Ιησούς Χριστός έστειλε έναν τυφλό να πλυθεί για να ξαναβρεί το φώς του. Σιγά-σιγά, με τα χρόνια, η κολυμβήθρα του Σιλωάμ άρχισε να παίρνει και την έννοια μιας μαγικής πηγής εξαγνισμού, κάτι που σήμαινε ότι όποιος λουζόταν εκεί, ξέπλενε τα σφάλματα και –κυρίως- τις αμαρτίες του.
Κι επειδή «αμαρτωλοί» υπήρχαν πολλοί και κολυμβήθρες δεν βρίσκονταν παντού όπου τις χρειαζόμασταν, αναζητήθηκαν και βρέθηκαν υποκατάστατα όπου το «λούσιμο» θα επενεργούσε δραστικά για τον εξαγνισμό έστω κι αν δεν βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ.
Οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς αν και δεν είχαν ούτε το ίδιο νόημα, ούτε την ίδια σημασία, τουλάχιστον για τους πιστούς, πήραν λοιπόν παραδοσιακά αυτό το νόημα. Και μια καλή πράξη τα Χριστούγεννα, μια καλή ενέργεια την Πρωτοχρονιά, μια μετάνοια, μια αλλαγή στάσης, μια επανόρθωση ίσως, μεταβλήθηκαν σε άφεση αμαρτιών. Με μια καλή πράξη, ένα κεράκι στην εκκλησία, μια προσευχή, ένα τηλεφώνημα ίσως σε κάποιον ξεχασμένο αναξιοπαθούντα, αρχίσαμε να θεωρούμε ότι όλα τα στραβά διορθώνονταν. Γι αυτό και την επομένη, τα επαναλαμβάναμε. Διότι σε ένα χρόνο, οι γιορτές θα ξαναρχόντουσαν και το «λούσιμο» επίσης. Άσε που θα είχαν μεσολαβήσει το Πάσχα, ο Δεκαπενταύγουστος κι άλλες γιορτές της Ορθοδοξίας που θα μας έκαναν να ξανανάψουμε το κεράκι, να ξαναπάμε δέκα λεπτά στην εκκλησία, να ξαναδώσουμε δυο δραχμές ( τότε) σ΄ ένα ζητιάνο, να ξαναγοράσουμε μια τυρόπιτα ( σήμερα) σ΄ένα ναρκομανή ( που μόνο τυρόπιτα δεν ήθελε)και να ηρεμήσουμε την ταραγμένη μας συνείδηση.
Κάπως έτσι δεν λειτουργούν παραδοσιακά και διαχρονικά οι κυβερνήσεις; Οι άρχοντες; Τα «αφεντικά» απανταχού; Κάπως έτσι δεν συνηθίσαμε – γιατί μας βόλευε- να λειτουργούμε κι εμείς; Και ….ξεπλένοντας τις αμαρτίες μας με μιαν αγαθοεργία, μιαν ελεημοσύνη, μια χειραψία, ένα χαμόγελο έστω δεν θεωρούσαμε ότι κάναμε το καθήκον μας, άσχετα από το πόσο είχαμε αμαρτήσει, άσχετα από το πόσους είχαμε αδικήσει, άσχετα από το ότι τέτοιες «αγαθοεργίες» θα μπορούσαμε και θα έπρεπε να τις κάνουμε κάθε μέρα;
Κι όμως! Έτσι όπως συνηθίσαμε κι εμείς από μικροί, τα χρόνια του ’50 και του ’60, να ενεργούμε, έτσι ενεργούν και οι επόμενες και οι μεθεπόμενες γενιές. Και οι κυβερνήσεις. Και τα αφεντικά. Αλλά ξέρετε κάτι; Ύστερα από πενήντα-εξήντα χρόνια στρεβλής συμπεριφοράς, μπορούμε κάλλιστα να συμπεράνουμε ότι δεν χρειάζεται καμία κολυμβήθρα του Σιλωάμ για να ξεπλύνουμε τα κακά, τα στραβά, τις αδικίες, τα σφάλματα που κάνουμε. Ένα πράγμα χρειάζεται: Να μην τα κάνουμε. Μια τυρόπιτα σ΄ένα ναρκομανή, δυο ευρώ σε έναν επαίτη, μια καλημέρα σ΄ ένα λαχειοπώλη και μια καθαρίστρια του Δήμου που αγωνίζονται στους δρόμους απ΄τα ξημερώματα για το μεροκάματο, κάποια χρεωστούμενα αναδρομικά της μαύρης συμφοράς, κάποια πετσοκομένα χρεωστούμενα επιδόματα σ΄ένα λαό που υποφέρει όταν έρχονται Χριστούγεννα ή εκλογές δεν είναι Θείο Δώρο εκπορευόμενο από το εσωτερικό μας «Μεγαλείο». Μια κοροιδία είναι. Που αναμφίβολα όχι μόνο δεν ξεπλένει το κακό που έχουμε κάνει αλλά προστίθεται στις αμαρτίες που αναζητούν μια κολυμβήθρα. Του Σιλωάμ ή του οποιουδήποτε.