Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις επικαθορίζονται από το γεγονός ότι σε πολύ μεγάλο ποσοστό οι Τούρκοι πιστεύουν πως η Ουάσιγκτον μεθοδεύει τον ακρωτηριασμό της χώρας τους. Θεωρούν την αμερικανική υποστήριξη προς τους Κούρδους της Συρίας ως απόδειξη ότι δρομολογείται η δημιουργία κουρδικού κράτους.
Προς αυτή την κατεύθυνση, άλλωστε, ωθεί εδώ και καιρό το Ισραήλ. Οι Τούρκοι πιστεύουν ότι η ίδρυση αυτόνομης κουρδικής οντότητας στη βόρεια Συρία εκ των πραγμάτων θα θέσει σε αμφισβήτηση την εδαφική ακεραιότητα και της χώρας τους.
Προς αυτή την κατεύθυνση, άλλωστε, ωθεί εδώ και καιρό το Ισραήλ. Οι Τούρκοι πιστεύουν ότι η ίδρυση αυτόνομης κουρδικής οντότητας στη βόρεια Συρία εκ των πραγμάτων θα θέσει σε αμφισβήτηση την εδαφική ακεραιότητα και της χώρας τους.
Δεν έχουν αμφιβολία ότι το PYD/YPG συνεχίζει να αποτελεί παρακλάδι του PKK, έστω κι αν οι Δυτικοί, για προφανείς λόγους, ισχυρίζονται το αντίθετο. Θεωρούν, λοιπόν, πως η Δύση, παίζοντας το κουρδικό χαρτί, μεθοδεύει τον ακρωτηριασμό της Τουρκίας. Το πραξικόπημα του 2016, μάλιστα, έπεισε οριστικά τον Ερντογάν ότι οι Αμερικανοί τον θεωρούν εμπόδιο, ότι τον έχουν προγράψει και ως εκ τούτου ότι επιδιώκουν την ανατροπή του.
Η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Ουάσιγκτον καθιστά μονόδρομο για τον Τούρκο πρόεδρο τον γεωπολιτικό εναγκαλισμό με τον Πούτιν. Αυτός είναι ο λόγος που όσο θα βρίσκεται στο τιμόνι, η Τουρκία δεν πρόκειται να επιστρέψει στο δυτικό “μαντρί”, ακόμα και αν οι ΗΠΑ αποδεχθούν τις απαιτήσεις της στη Συρία. Οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων, μετά από ένα διάλειμμα σχετικής ηλιοφάνειας, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις επιστρέφουν στη ζώνη της καχυποψίας και στα όρια της ρήξης.
Όπως είναι γνωστό, αμέσως μετά το πραξικόπημα του 2016, ο Ερντογάν δρομολόγησε μαζικές εκκαθαρίσεις σε όλο το εύρος των κρατικών μηχανισμών, ειδικά των κρίσιμων για την εθνικά ασφάλεια. Αποτέλεσμα αυτών των εκκαθαρίσεων δεν ήταν μόνο το ξήλωμα όλων των δικτύων επιρροής που διέθεταν οι Αμερικανοί και δευτερευόντως οι Ευρωπαίοι στην Τουρκία. Αποτέλεσμα ήταν, επίσης, ότι στη γειτονική χώρα εγκαθιδρύθηκε ένα σχεδόν προσωποπαγές καθεστώς, ποιοτικά διαφορετικό από το μετακεμαλικό, στο οποίο κυριαρχούσε μία ελίτ.
Από το νεοοθωμανικό ρεύμα στο καθεστώς Ερντογάν
Σήμερα το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι ήταν πριν 10 χρόνια. Στην πραγματικότητα, το νεοοθωμανικό ρεύμα έχει εξελιχθεί-εκφυλισθεί στο σημερινό καθεστώς Ερντογάν. Ηγετικά στελέχη, όπως π.χ. ο Γκιούλ, ο Αρίντς και ο Νταβούτογλου έχουν περιθωριοποιηθεί. Ο Ερντογάν από ηγέτης ενός ρεύματος έχει μετατραπεί σε άτυπο μονάρχη, σε νεοσουλτάνο. Είναι ενδεικτικό ότι κατά κανόνα περιβάλλεται όχι από την παλιά φρουρά των στελεχών του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, αλλά από συγγενείς, υποτακτικούς και κεμαλικούς με αντιδυτικό πρόσημο.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα δεν ορίζονται και κατανοούνται συλλογικά από μία άρχουσα ελίτ, αλλά από το νεοσουλτάνο και την αυλή του. Με άλλα λόγια, το προσωπικό συμφέρον του Ερντογάν αναγορεύεται σε εθνικό συμφέρον της Τουρκίας. Όντας πεπεισμένος πως οι Αμερικανοί επιχείρησαν να τον ανατρέψουν (όχι αδικαιολόγητα) δεν τους εμπιστεύεται. Και επειδή δεν τους εμπιστεύεται, δεν πρόκειται να επιστρέψει στο “μαντρί” ό,τι κι αν του προσφέρουν.
Προφανώς, ο Τούρκος πρόεδρος ποτέ δεν πρόκειται να το πει ευθέως. Αυτό, ωστόσο, είναι και θα είναι το κριτήριό του. Μπορεί σε τακτικό επίπεδο να συμπλεύσει με τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους, αλλά μέχρις εκεί. Γι’ αυτό στο πολιτικό επίπεδο με τη ρητορική του καλλιεργεί συστηματικά άλλοτε εμφανώς κι άλλοτε αφανώς τον αντιαμερικανισμό. Το γεγονός, μάλιστα, πως προϋπήρχε διαδεδομένη η υποψία πως οι ΗΠΑ επιδιώκουν να διαμελίσουν την Τουρκία, διευκολύνει την προπαγάνδα του καθεστώτος Ερντογάν. Στο ιδεολογικό επίπεδο, μάλιστα, χρησιμοποιεί ισλαμικά στερεότυπα για να αναβιώσει και παροξύνει τα υπαρκτά αντιδυτικά αισθήματα στην τουρκική κοινωνία, ειδικά στη «βαθιά Τουρκία».
Με τον τρόπο αυτό προσδίδει ευρύτερες ιδεολογικοπολιτικές διαστάσεις στο τωρινό ρήγμα. Η αντίθεση δεν είναι πλέον ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στον Ερντογάν. Είναι ανάμεσα στη Δύση και στη “βαθιά Τουρκία”. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία, όσο τουλάχιστον στο τιμόνι της θα βρίσκεται ο Ερντογάν, έχει ήδη χαθεί για τη Δύση. Απλώς, τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Ευρωπαίοι αρνούνται να το συνειδητοποιήσουν.
slpress