Οι τραπεζικές μετοχές έχουν καταστεί διαρθρωτικό πρόβλημα του ελληνικού χρηματιστηρίου, καθώς ο δείκτης τους από 914,40 μονάδες στις 31 Δεκεμβρίου 2017 έχει καταρρεύσει κατά 37%, στις 577,53 μονάδες την 1η Οκτωβρίου 2018.Η κάμψη αυτή -παρά τα «επιτυχή» stress test που ενέκριναν ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) και δανειστές- μάλλον σχετίζεται με δύο ζητήματα: τα υψηλά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) και την βεβαιότητα πως θα χρειαστεί νέα ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, καθώς η προηγούμενη δεν ήταν πειστική.
Το κακό είναι πως δεν πρόκειται για ένα απλό χρηματιστηριακό πρόβλημα, αλλά για ένα διαρθρωτικό ολόκληρης της ελληνικής οικονομίας, αφού οι τράπεζες είναι ένα από τα βασικά εργαλεία της ανάπτυξης. Χωρίς τράπεζες δεν υπάρχει χρηματιστήριο και χωρίς χρηματιστήριο δεν υπάρχουν φθηνά κεφάλαια για επενδύσεις.
Το ερώτημα είναι εάν ο πρωθυπουργός γνωρίζει την πραγματική κατάσταση των τραπεζών. Το ερώτημα είναι εύλογο μετά την τραγική τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, με την οποία εκχωρήθηκαν οι τράπεζες και ενεργητικό 350 δισ. ευρώ έναντι 5 δισ. ευρώ σε ξένα funds. Ήξερε τότε; Είχε καταλάβει; Τον ενημερώνει σωστά ο τότε και νυν υπεύθυνος Γιάννης Δραγασάκης; Τι καταλαβαίνει και τι σκέπτεται για όλα αυτά ο Τσακαλώτος; Τι καταλαβαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Κι εδώ υπάρχουν δύο κρίσιμα ζητήματα: Ποιος θα βάλει λεφτά στις τράπεζες που η αξία τους είναι 40-65% κάτω από την προηγούμενη αύξηση κεφαλαίου και η κερδοφορία τους οριακή; Και θα επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης των NPEs στα 33 δισ. ευρώ έως το 2022, από τα 88 περίπου που είναι τώρα; Κι αν ναι, τί επιπτώσεις θα έχει αυτό στις ίδιες τις τράπεζες που θα χρειαστεί να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία και δάνεια;
Στο μεταξύ αρχίζουν να αναδύονται προβληματισμοί για τις διαδικασίες και τις συνθήκες διαφάνειας στην εκκαθάριση μεγάλων δανείων από ιδιωτικές εταιρείες που λειτουργούν για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος, χωρίς κανένα θεσμικό έλεγχο.
Η έξοδος από το μνημόνιο, η σταθεροποίηση του 10ετούς ομολόγου στο 4% και η επικείμενη άρση των capital control εσωτερικού δεν στάθηκαν αρκετά για την ανάκαμψη του τραπεζικού δείκτη. Η πολιτική σταθερότητα παραμένει σε εκκρεμότητα μέχρι τις εκλογές, το Brexit σκάει σε έξι μήνες, η Ιταλία οδεύει σε μετωπική σύγκρουση με την Κομισιόν και οι αγορές τελούν σε πλήρη στρατηγική σύγχυση.
Δεν υπάρχει ξύγκι
Η λύση για κεφαλαιακή ενίσχυση μέσω της έκδοσης τραπεζικών ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης (Tier II) δεν φαίνεται να έχει ανταπόκριση. Ή μάλλον είναι απαγορευτική, αφού γράφεται ότι προσφέρθηκαν απαγορευτικά επιτόκια (9-11% ή και 14%). Αν ισχύουν οι σχετικές πληροφορίες, δεν θα προσφερθούν κεφάλαια ούτε για αυξήσεις κεφαλαίων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, εύλογα, έχουν αρχίσει τα σενάρια. «Κούρεμα» καταθέσεων δεν μπορεί να γίνει, δεν αντέχεται γιατί δεν υπάρχει ξύγκι και γιατί ισοδυναμεί με εκτέλεση των επιχειρήσεων και της όποιας ρευστότητας διαθέτουν.
Υπό αυτές τις συνθήκες, εύλογα, έχουν αρχίσει τα σενάρια. «Κούρεμα» καταθέσεων δεν μπορεί να γίνει, δεν αντέχεται γιατί δεν υπάρχει ξύγκι και γιατί ισοδυναμεί με εκτέλεση των επιχειρήσεων και της όποιας ρευστότητας διαθέτουν.
Έτσι, δεν απομένει παρά το κράτος. Η ιδέα να βάλει το κράτος 5-8 δισ. ευρώ από τα 30 του «μαξιλαριού» υπό μορφή προνομιούχων μετοχών ή με Cocos (ομόλογα μετατρέψιμα σε μετοχές) ώστε να μην δοθεί η εντύπωση ότι κρατικοποιούνται, είναι υποκριτική και χειρότερη και από την 3η ανακεφαλαιοποίηση.
Υπό αυτές τις συνθήκες η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ετοιμάσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο παρέμβασης με βάση το άρθρο 107 παράγραφος 3 β της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ που αναφέρεται στις κρατικές ενισχύσεις για τις αποτυχημένες αγορές (failure market). Το εν λόγω άρθρο αναφέρει ρητά ότι «δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά οι ενισχύσεις για την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, ή για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους-μέλους».
Η παρέμβαση
Η παρέμβαση του κράτους θα μπορούσε να προβλέπει:
- Την συγχώνευση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών είτε σε μία είτε σε δύο.
- Τη μεταφορά των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων των νοικοκυριών-ιδιωτών σε μια bad bank για να κριθούν με πραγματικούς κοινωνικούς όρους, ενώ τα επιχειρηματικά διατηρούνται στα χαρτοφυλάκια της νέας τράπεζας.
- Την εφαρμογή σχεδίου πώλησης τραπεζικών καταστημάτων και άλλων assets στις νέες τράπεζες που πρόκειται να δημιουργηθούν στη χώρα μας.
- Την δραστική εξυγίανση της δομής της νέας τράπεζας ή των δύο συγχωνευμένων.
- Την αύξηση του κεφαλαίου της ενοποιημένης τράπεζας από το κράτος.
- Την δέσμευση για την επανεισαγωγή της νέας τράπεζας (ή και των δύο) στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης μετά την ολοκλήρωση του σχεδίου εξυγίανσης με την σταδιακή εκχώρηση στους επενδυτές του 66% παράλληλα με νέα αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, έτσι ώστε να καταστεί από τις υγιέστερες και επιθετικές τράπεζες του ευρωσυστήματος. Μέχρι να ολοκληρωθεί η συγχώνευση και η εξυγίανση, ώστε να προκύψει με ακρίβεια το πραγματικό ύψος της αναγκαίας ανακεφαλαιοποίησης, μπορεί το κράτος να ενισχύσει το εγχείρημα με 3-4 δισ. ευρώ με τρόπο που κι αυτά δεν θα γίνουν καπνός.
Η υποχρέωση της ΕΕ
Η ΕΕ και η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένες να αποδεχθούν και να στηρίξουν ένα τέτοιο ολοκληρωμένο σχέδιο, δεδομένου ότι έχουν λειτουργήσει μέχρι τώρα με υποκριτικά και εξωπραγματικά κριτήρια και γιατί η Ευρωζώνη δεν αντέχει την κατάρρευση της Ελλάδας, ούτε τώρα, για χρηματοοικονομικούς και πολιτικούς λόγους.
Προς το παρόν, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομίας Γιάννης Δραγασάκης και ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος ετοιμάζουν αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο, προκειμένου να διευκολυνθούν αλλαγές στην σύνθεση των Διοικητικών Συμβουλίων και στην εταιρική διακυβέρνηση των τραπεζών, αλλά και για τον ρόλο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Στην ουσία πρόκειται για μια προσπάθεια «απεξάρτησης» από τα ξένα στελέχη και την ανάκτηση από το Δημόσιο, που είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος της Εθνικής και της Πειραιώς, του ρόλου του στην διακυβέρνησή τους και στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος.
Μάκης Ανδρονόπουλος
slpress