08.02΄49΄΄28/10/2018
Του Ιωάννη Μαλτέζου
Ποιός τἄχα θά τό πίστευε, πώς εἴχανε ζωντάνια
κι εἶχαν ψυχή καί κραύγαζαν κι ἀκούγονταν «ἀέρα»,
βουνά καί λόγγοι πού ‘μεναν, αἰῶνες στήν ἀφάνεια
κι αὐτήν τήν μέρα ξύπνησαν… πάντοτε τέτοια μέρα,
Ὀκτώβρη πού γιορτάζεται, τό Ἔπος τοῦ Σαράντα,
ξυπνοῦν ἀπό τόν λήθαργο, τῆς Πίνδου οἱ κορφές της,
ὅπου ξεμείναν Ἥρωες, γιά νά θυμίζουν πάντα,
ἐκείνης τῆς Ἑλλάδας μας, τί πράξαν οἱ γενιές της
καί σ’ ὅλους τούς νεώτερους, τό τί μποροῦν νά πράξουν,
ὅταν πρός τήν Πατρίδα τους, Ἀγάπη ‘χουν καί πίστη…
δέν νοιάζονται τό αἷμα τους, ἄν θά κληθοῦν νά στάξουν
κι ἄς εἶναι ἡ θυσία τους, ὑπέρτατα μεγίστη.
Καί τότες βλέπεις δίπλα τους, Τήν Μάνα Παναγιά μας,
τοῦ Γένους τήν ὑπέρμαχο κι αἰώνια Στρατηγό μας
καί φλέγεται δακρύζοντας, τοῦ σήμερα ἡ καρδιά μας,
Ἐκείνην ἱκετεύοντας καί πάλιν ὁδηγό μας,
νά δώσει γιά τό Γένος μας, τήν πίστη στήν Πατρίδα
κι Ἀγάπη δίχως ὅρια, στήν Ἅγια Ἐκκλησία,
γιά νά ῤθει πάλι μέσα μας, σάν φλόγα ἡ ἑλπίδα
κι ἀντίς ζήση μ’ ἀτίμωση, νά ζοῦμε τήν θυσία.