Γράφει η Αντωνία Δήμου
Σε μια εποχή ραγδαίων γεωστρατηγικών αλλαγών, η ανάγκη να συγκροτηθεί Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, που θα διαμορφώνει μακροπόθεσμη εθνική στρατηγική, καθίσταται ζωτικής σημασίας. Η Ελλάδα βρίσκεται στο σταυροδρόμι που γεωγραφικά συνδέει την Ευρώπη με την Ασία και την Αφρική αποκτώντας τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως πυλώνας περιφερειακής σταθερότητας και ασφάλειας.
Η ανάλυση του συνόλου των δεδομένων σε ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον, η ανάπτυξη φιλικών σχέσεων με γειτονικές χώρες και η δραστηριοποίηση σε διεθνείς οργανισμούς και fora για την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων είναι εφικτό να υλοποιηθούν μέσα από την λειτουργία ενός ελληνικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας.
Την αναγκαιότητα για σύσταση Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας είχε θέσει από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 ο πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας Σπήλιος Σπηλιωτόπουλος. Ο ίδιος, μάλιστα, είχε ζητήσει από το Ινστιτούτο Αμυντικών Αναλύσεων (ΙΑΑ) που υπάγονταν απευθείας στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας τη σύνταξη ολοκληρωμένης πρότασης για την αναγκαιότητα και τα οφέλη που δύναται προκύψουν από τη σύσταση του Συμβουλίου Ασφάλειας τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο.
Έκτοτε υπήρξαν στο δημόσιο πολιτικό διάλογο υποστηρικτές και πολέμιοι της πρότασης του πρώην υπουργού. Φθάνοντας στο σήμερα, εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στο σημείο μηδέν υπό την έννοια ότι ουδέποτε προχώρησε εν τοις πράγμασι η δημιουργία Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας. Δυστυχώς στην Ελλάδα υπάρχει έλλειψη πολιτικής κουλτούρας για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και ταυτοποίηση στόχων σε ζητήματα που άπτονται της εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας.
Έλλειψη εθνικού σχεδιασμού
Συνέπεια της εν λόγω κατάστασης αποτελεί η πολυγλωσσία σε κρίσιμα εθνικά ζητήματα ακόμη και στους κόλπους έκαστης ελληνικής κυβέρνησης, όπως συνέβη πρόσφατα με το Σκοπιανό. Επίσης ιδιαίτερα απογοητευτική είναι η εικόνα της ελληνικής κυβέρνησης να εμφανίζεται απροετοίμαστη, αφνιδιασμένη και με θέσεις πολλαπλών ταχυτήτων έναντι κρίσιμων θεμάτων, όπως αυτό της τουρκικής επιθετικότητας στο Αιγαίο όπου εγείρονται σαφείς αξιώσεις σε βάρος της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας και ασφάλειας.
Το εύλογο ερώτημα το οποίο ανακύπτει αφορά τον θεσμικό τρόπο, με τον οποίο μέχρι σήμερα διαμορφώνεται η ελληνική πολιτική ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής. Είναι ευρέως γνωστό ότι η διαμόρφωση στρατηγικής εθνικής ασφάλειας δυστυχώς συντελείται αποσπασματικά. Από την μία πλευρά, το υπουργείο Άμυνας εκδίδει περίπου ανά τετραετία την Λευκή Βίβλο, στην οποία περιλαμβάνονται οι στόχοι της ελληνικής εθνικής στρατηγικής, οι απειλές και οι δυνητικές προκλήσεις ασφάλειας.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΣΕΠ) που συστάθηκε με τον νόμο υπ΄ αριθμ. 3132 σε εφαρμογή του αναθεωρημένου άρθρου 82 του Συντάγματος. Του ΕΣΕΠ προΐσταται ο υπουργός Εξωτερικών και μετέχουν σε αυτό ως μέλη ο πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής, ο υπηρεσιακός γενικός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών, δύο εκπρόσωποι από κάθε κόμμα, ο προϊστάμενος του Κέντρου Ανάλυσης και Σχεδιασμού του υπουργείου Εξωτερικών και πρόσωπα με ειδικές γνώσεις ή εμπειρία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής κατόπιν προσκλήσεως.
Ένα σημαντικό «όχημα»
Με δεδομένο ότι το ΕΣΕΠ αποτελεί συμβουλευτικό όργανο της κυβέρνησης αποκλειστικά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και συνεδριάζει κατόπιν πρόσκλησης του προέδρου μόλις τρεις φορές τον χρόνο(!) καθίσταται προφανές ότι υφίσταται κενό ως προς τη συστηματική ανάλυση του διεθνούς και περιφερειακού περιβάλλοντος, την καταγραφή υφιστάμενων και μελλοντικών προκλήσεων και ευκαιριών για την ελληνική εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια, καθώς και την αξιοποίηση των συντελεστών εθνικής ισχύος οικοδομώντας προτάσεις πολιτικής για την επίτευξη προκαθορισμένων στόχων.
Αναμφισβήτητα, το εν λόγω κενό δύναται να καλύψει η σύσταση Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας το οποίο υπαγόμενο απευθείας στον Πρωθυπουργό θα υποστηρίζει τόσο τον ίδιο στο σχεδιασμό προτάσεων πολιτικής όσο και το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥΣΕΑ) στη διαχείριση κρίσεων. Την ίδια στιγμή, το Συμβούλιο Ασφάλειας θα συντονίζει πολιτικές με Συμβούλια Ασφάλειας τρίτων χωρών για την επίτευξη εθνοκεντρικών στόχων σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.
Εν έτη 2018, η πρόταση του πρώην υπουργού Άμυνας για τη σύσταση Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας είναι περισσότερο επίκαιρη από ποτέ άλλοτε. Είναι προφανές ότι δεν πρέπει να υπάρξει και άλλος χαμένος χρόνος στην άσκηση αξιόπιστης υπερκομματικής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Οι γεωπολιτικές ευκαιρίες είναι πολλές, ο χρόνος πυκνός, και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας δύναται να αποτελέσει σημαντικό όχημα για μία Ελλάδα πρωταγωνίστρια και όχι ουραγό στη συνδιαμόρφωση ενός κόσμου που αλλάζει.
slpress.gr