Ο Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι πρωτάρης πολιτικός. Έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου από όλες τις βαθμίδες της τουρκικής πολιτικής ζωής. Στο πηδάλιο της Τουρκίας βρίσκεται εδώ και 16 χρόνια. Η μακροχρόνια πολιτική του πείρα του επιτρέπει να αναγνωρίσει ότι η σημερινή κρίση της τουρκικής οικονομίας, και όχι μόνο, αποτελεί την μεγαλύτερη πρόκληση της πολυετούς κυβερνητικής εξουσίας του. Αυτό δεν σημαίνει αυτομάτως πως είναι ικανός να την αντιμετωπίσει επιτυχώς.
Εξάλλου, ούτε η μονοκρατορία που έχει ήδη, ως ένα βαθμό, εγκαθιδρύσει στο εσωτερικό της Τουρκίας με όπλο την αλλαγή του Συντάγματος και την επικράτησή του στις εκλογές της 24ης Ιουνίου, είναι σε θέση να τον θωρακίσει από μία αντιπαράθεση διαρκείας με το «διεθνές σύστημα». Αυτό είναι που τώρα σφίγγει σιγά-σιγά τη θηλιά γύρω από τον λαιμό της τουρκικής οικονομίας.
Η οικονομική κρίση που τώρα απειλεί την κυριαρχία του στην πολιτική σκηνή, ήταν αυτή που το 2002 είχε παίξει αποφασιστικό ρόλο για την άνοδό του στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Ήταν η μεγάλη υποτίμηση της τουρκικής λίρας και η κατάρρευση των λαϊκών εισοδημάτων εκείνη την εποχή που είχε πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων κόμματα εξουσίας και είχε φέρει στην πρώτη θέση το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, το οποίο είχε προέλθει από διάσπαση του Κόμματος Ευημερίας του Νετζμεντίν Ερμπακάν, του πατέρα του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ.
Η παρατεταμένη και με υψηλούς ρυθμούς οικονομική μεγέθυνση τα τελευταία 16 χρόνια ήταν καθοριστικός σύμμαχος του στη μάχη για να κερδίσει την ψήφο της «βαθιάς Τουρκίας» και κατά συνέπεια στο να κερδίσει τον εσωτερικό πόλεμο εναντίον του κεμαλικού βαθέος κράτους. Από το 2002 η τουρκική οικονομία μεγεθύνθηκε κατά 74%. Αυτό το κλίμα ευφορίας ήταν που συνεπήρε και τις μεγάλες μάζες της Ανατολίας, οι οποίες συντάχθηκαν με τον Ταγίπ Ερντογάν, θεωρώντας δικαιολογημένα ότι βελτίωσε δραστικά τις ζωές τους.
Η ώρα του κατήφορου
Έπειτα, όμως, από μία μακρά περίοδο ταχείας οικονομικής ανάπτυξης, που κατά βάση στηρίχτηκε στις ξένες επενδύσεις και στον ξένο δανεισμό, η Τουρκία το τελευταίο διάστημα υποφέρει από υψηλά επιτόκια, ταχύ πληθωρισμό και ανερχομένη ανεργία. Ο πόλεμος στη Συρία μπορεί να έδωσε εκλογικούς πόντους στον Ταγίπ Ερντογάν, αλλά στο επίπεδο της οικονομίας κόστισε πόρους.
Οι κρίσιμοι παράγοντες, όμως, ήταν αφ’ ενός η αντιπαράθεση με τη Δύση, αφ’ ετέρου η επιλογή του Τούρκου προέδρου –για προφανείς πολιτικούς-εκλογικούς λόγους– να συνεχίσει την επεκτατική οικονομική πολιτική. Η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τη Δύση προκάλεσε μία αντιστοίχως κλιμακούμενη κρίση εμπιστοσύνης προς την Τουρκία, γεγονός που με τη σειρά της προκάλεσε αυξανόμενη φυγή δυτικών κεφαλαίων και δυσκολίες στον αναγκαίο για την αναχρηματοδότηση του –όχι μεγάλου δημόσιους χρέους– δανεισμό. Η κρίση εμφανίζεται κυρίως στο νομισματικό επίπεδο με την κατρακύλα της τουρκικής λίρας αλλά και στον πληθωρισμό που έχει ξεφύγει.
Για να κατανοήσει κανείς τη θέση της Τουρκίας, η οποία βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, οφείλει να αποκωδικοποιήσει τον μετασχηματισμό που της επέβαλε ο ηγέτης της. Στην πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του, ο Ταγίπ Ερντογάν ήταν το αγαπημένο παιδί της Δύσης. Είχε ταχθεί υπέρ του ευρωπαϊκού προσανατολισμού και προχώρησε σε έναν ελεγχόμενο συντηρητικό εκδημοκρατισμό. Ήταν η εποχή που απέναντί του είχε το βαθύ κεμαλικό κράτος, το οποίο συνωμοτούσε και έκανε τα πάντα για να βάλει τρικλοποδιά στην κυβέρνηση.
Όταν με την υποστήριξη του δικτύου του ιμάμη Γκιουλέν και βέβαια με αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες κατάφερε να ξεδοντιάσει το παρηκμασμένο κεμαλικό καθεστώς, ο Ταγίπ Ερντογάν ξεδίπλωσε την πολιτική ατζέντα που μέχρι τότε έκρυβε επιμελώς. Διεκδίκησε έναν αυτόνομο γεωπολιτικό ρόλο, μη διστάζοντας να έρθει σε τριβές με την Ουάσιγκτον. Όταν μάλιστα το δίκτυο του Γκιουλέν, που ατύπως καθοδηγείται από αμερικανικές υπηρεσίες, προσπάθησε να τον πιέσει, διεξάγοντας μυστική έρευνα για διαφθορά, ο Ταγίπ Ερντογάν δεν δίστασε να κηρύξει τον πόλεμο στον άλλοτε στενό σύμμαχό του.
Πραξικόπημα και εκκαθαρίσεις
Έτσι φτάσαμε στην απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016 και στις μαζικές εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν στις ένοπλες δυνάμεις, στις μυστικές υπηρεσίες, στην αστυνομία, στη Δικαιοσύνη, αλλά και σε όλο τον δημόσιο τομέα και στα πανεπιστήμια. Ουσιαστικά, ο Τούρκος πρόεδρος ξήλωσε τα κάθε είδους δίκτυα δυτικής διείσδυσης και επιρροής στο κράτος και στην κοινωνία της Τουρκίας.
Με το δημοψήφισμα του 2017 και με τη νίκη του στις τελευταίες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές, ο Ταγίπ Ερντογάν αναδείχθηκε νεοσουλτάνος. Κατέχει θεσμικά πρωτοφανείς υπερεξουσίες, τις οποίες κανένας ηγέτης της Τουρκίας δεν διέθετε. Ούτε καν ο ιδρυτής της χώρας, Μουσταφά Κεμάλ. Στο σύστημα αυτό δεν υπάρχει πρωθυπουργός και ο ρόλος του υπουργικού συμβουλίου στη διακυβέρνηση της χώρας αλλάζει και υποβιβάζεται.
Ο τουρκοσουνιτικός νεοαυτοκρατορικός μεγαλοϊδεατισμός ήταν που προκάλεσε αστάθεια στις σχέσεις του με τη Δύση, η οποία σταδιακά αλλά σταθερά τον είδε να μετατρέπεται από δυτικόφιλο «ισλαμοδημοκράτη», πρότυπο για τον μουσουλμανικό κόσμο (έτσι τον θεωρούσαν τότε στη Δύση) σε γεωπολιτικό παράγοντα, που αμφισβητούσε τα δυτικά συμφέροντα. Έβλεπε τον εαυτό του σαν ένα αυτόνομο διεθνή παράγοντα, που έπαιζε για λογαριασμό του κι όχι για λογαριασμό των Αμερικανών και των Ευρωπαίων.
Ο Ταγίπ Ερντογάν είχε ήδη βεβαρημένο μητρώο, αφού το καθεστώς του έχουν εμπλακεί με την ισλαμική τρομοκρατία στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική. Έχει παραβιάσει το αμερικανικό εμπάργκο έναντι του Ιράν, έχει εμπλακεί στα πολεμικά μέτωπα Συρίας και Ιράκ, διατάραξε τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, υπέγραψε συμφωνίες προμήθειας αμυντικών συστημάτων από τους Ρώσους και άλλα.
Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Δύση, όμως, κλονίστηκαν αποφασιστικά όταν ο Ταγίπ Ερντογάν προσέγγισε τη Μόσχα και ουσιαστικά πήραν τις διαστάσεις άτυπης ρήξης μετά το πραξικόπημα του 2016 και τις μαζικές εκκαθαρίσεις. Τα μέτρα καταστολής εναντίον των δυτικόφιλων, ο εναγκαλισμός του Ταγίπ Ερντογάν με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και οι διαφορετικές επιδιώξεις στην Συρία τραυμάτισαν καίρια τις μέχρι πριν λίγα χρόνια προνομιακές σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας.
slpress