Της Μαρίκας Λυσιάνθη
Στα σοβαρά και λεγόμενα προηγμένα έθνη, οι Θεσμοί υπάρχουν για να υπηρετούν την κοινωνία και να διαμορφώνουν πλαίσιο ασφαλούς διέλευσης μιας χώρας προς το μέλλον.
Όσο ισχυρότεροι οι Θεσμοί, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο μεγαλύτερη η ασφάλεια για το παρόν και το μέλλον της κοινωνίας. Και τόσο μεγαλύτερη η συνειδησιακή δέσμευση του προσώπου που εικονοποιεί κάθε φορά έναν Θεσμό, να περνάει τη σκυτάλη στον επόμενο, χωρίς στο μεσοδιάστημα να έχουν καταγραφεί στραβοτιμονιές.
Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα, και ειδικά μετά την Αναθεώρηση του Συντάγματος το 1985, από τον Ανδρέα Παπανδρέου, η διακυβέρνηση είναι αμιγώς, αν όχι αποκλειστικά, πρωθυπουργοκεντρική. Ο εκάστοτε ένοικος του Μεγάρου Μαξίμου, και το επιτελείο των συνεργατών που συστεγάζονται μαζί του, έχουν τη σχεδόν αποκλειστική ευθύνη και το δικαίωμα υπογραφής για το μέλλον της χώρας. Για να έχει η χώρα μέλλον.
Στα χρόνια των Μνημονίων, που ξεκίνησαν το 2010 με τον τελευταίο των Παπανδρέου, οι πρωθυπουργοί που γνώρισε η χώρα δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν πλήρως σε μια πολύ συγκεκριμένη υποχρέωση του ρόλου τους: Να ενώνουν τους Έλληνες. Να υπερβαίνουν διαχωριστικές γραμμές, προσωπικές προτιμήσεις και φυσικά τον πειρασμό της συγκυρίας. Να μην διχάζουν.
Η πραγματικότητα αυτή έχει αποτυπωθεί μέχρι σήμερα σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μετά το μοιραίο 2009, και τις εκλογές του “λεφτά υπάρχουν”. Όλο και λιγότεροι μετριοπαθείς και ψύχραιμοι Έλληνες φτάνουν στην κάλπη. Αντιθέτως, όλο και περισσότεροι επιλέγουν συνειδητά την αποχή ως διέξοδο στο αδιέξοδο ενός πολιτικού συστήματος κατώτερου των περιστάσεων. Με νηπιακή προδιάθεση στον εθνικό διχασμό.
Έτσι, βρήκαν όλα αυτά τα τελευταία χρόνια τα άκρα και οι ακρότητες την ευκαιρία να… στρογγυλοκαθίσουν στο σαλόνι της Δημοκρατίας. Με λόγο υστερικό και διχαστικό, στα όρια της παραφροσύνης, να διαμορφώνουν μια εικόνα που απωθεί και απομακρύνει τους σοβαρούς πολίτες από την πολιτική. Και παραδίδει τη Δημοκρατία μας στα άκρα, τις τσιρίδες υστερίας, τους… διασκεδαστές οικονομικών και λοιπών συμφερόντων.
Η μνήμη μελαγχολεί όταν, στο ταξίδι προς το παρελθόν, συνειδητοποιεί ότι ο Κώστας Καραμανλής ήταν ο τελευταίος πρωθυπουργός που δεν δίχασε τους Έλληνες. Που εξέφρασε μια πλατιά κοινωνική πλειοψηφία, αθροίζοντας κοινωνικές ανάγκες και όχι… ορφανά, τοξικούς και διεφθαρμένους παράγοντες και παραγοντίσκους του πολιτικού γίγνεσθαι, με σκελετούς στις ντουλάπες τους.
Θλίψη, για τη δεκαετία που χάσαμε. Και για όσες ακολουθήσουν…
ysterografa