Οι φήμες για μυστική συνάντηση του Αμπντουλάχ Γκιουλ με τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου προκάλεσαν πολιτικό σεισμό στην Τουρκία.Ο στρατηγός Χουλουσί Ακάρ φέρεται να πίεσε τον συνιδρυτή του κυβερνώντος κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) να μην είναι υποψήφιος της αντιπολίτευσης στις προσεχείς εκλογές.
Μια ενδεχόμενη υποψηφιότητα του μετριοπαθούς Γκιουλ θα δημιουργούσε πολλά προβλήματα στον Ταγίπ Ερντογάν.
Είναι αυτός που θα μπορούσε να κερδίσει τις πολύτιμες ψήφους των μουσουλμάνων Κούρδων, σε αντίθεση με την εθνικίστρια Ακσενέρ. Σύμφωνα με τον εύστοχο χαρακτηρισμό της αξιωματικής αντιπολίτευσης «το πολιτικό πραξικόπημα του Ιουνίου φόρεσε στολή«. Παρόλο που ο ρόλος του στρατηγού Ακάρ παραμένει «σκοτεινός» στην απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, έχει πλέον εξελιχθεί σε στυλοβάτη της εξουσίας του Ερντογάν.
Μαζί με τον αρχηγό των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών είχε επισκεφτεί την Ρωσία τον περασμένο Ιανουάριο, προκειμένου να εξασφαλίσει την έγκριση της Μόσχας για την εισβολή στο Αφρίν. ‘Ηταν ο Ακάρ που είχε προαναγγείλει επεισόδιο στο Αιγαίο, δηλώνοντας απειλητικά «έχουμε την δύναμη να διεξάγουμε στρατιωτική επιχείρηση στο Αφρίν και ταυτόχρονα στο Αιγαίο«. Λίγο μετά την δήλωση του ακολούθησε ο εμβολισμός του «Γαύδος» στα Ίμια από σκάφος της τουρκικής ακτοφυλακής.
Ο Ερντογάν, ως εκλεγμένος πρωθυπουργός, δεν είχε την τύχη του πολιτικού του μέντορα Νετσμετίν Ερμπακάν. Η τότε κυβέρνηση του ισλαμιστή πρωθυπουργού ανατράπηκε με το «μεταμοντέρνο πραξικόπημα» του 1997. Παλαιότερα ο Μεντερές, ο πρώτος Τούρκος πρωθυπουργός που εισήγαγε στοιχεία του Ισλάμ στην Τουρκία, ανατράπηκε από τον στρατό το 1960. Όμως βλέπουμε πως σήμερα οι ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας συμπράττουν απόλυτα με την ισλαμική κυβέρνηση του Ερντογάν, με εξαίρεση φυσικά τους επίδοξους πραξικοπηματίες του 2016.
Το «εξημερωμένο» Ισλάμ του Ερντογάν
Μην ξεχνάμε πως ήταν ο τουρκικός στρατός που πριν λίγες δεκαετίες χρησιμοποίησε το Ισλάμ ως αντίβαρο στην επιρροή της Αριστεράς. Τα πιο πολλά τζαμιά χτίστηκαν στην Τουρκία την δεκαετία του ’80, την περίοδο της στρατιωτικής χούντας του Κενάν Εβρέν. Το στρατιωτικό καθεστώς μιλούσε για μία «τουρκοϊσλαμική σύνθεση» και συνεργάστηκε στενά με τον Οργανισμό Ισλαμικής διάσκεψης. Ο ίδιος ο Εβρέν παρέθετε συχνά στις ομιλίες του αποσπάσματα από το Κοράνι. Ήταν αυτή η πολιτική που άνοιξε τον δρόμο στην άνοδο του Ερμπακάν στην πρωθυπουργία και μετέπειτα του Ερντογάν.
Ο Ερμπακάν αμέσως μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης του, εμφανίστηκε ως υπονομευτής του κοσμικού κράτους. Επεδίωξε στενή συνεργασία με την Λιβύη και το Ιράν, χαρακτηρίζοντας τις ευρωπαϊκές χώρες «άπιστες«. Στελέχη της τότε κυβέρνησης Ερμπακάν υιοθετούσαν συχνά ακραία ρητορική έναντι του Ισραήλ. Για τις ένοπλες δυνάμεις ο Ερμπακάν είχε στόχο να μετατρέψει την Τουρκία σε ένα «σουνιτικό Ιράν». Η κυβέρνηση του άντεξε μόλις έναν χρόνο. Ο στρατός με την «βελούδινη» επέμβαση του υποχρέωσε σε παραίτηση τον ισλαμιστή πρωθυπουργό.
Αντιθέτως ο Ερντογάν, ο οποίος προέρχεται από το κόμμα του Ερμπακάν, στα πρώτα χρόνια της πρωθυπουργίας του εμφανίστηκε ως φιλοευρωπαίος, αν και ποτέ δεν έκρυψε ότι ανήκει στον χώρο του πολιτικού Ισλάμ. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) έμοιαζε μετριοπαθές. Επεδίωκε την χειραφέτηση της Τουρκίας από τον ασφυκτικό έλεγχο του στρατού και την ένταξη στην ΕΕ. Πολλές κυβερνήσεις της Δύσης έφτασαν να ομιλούν για ισλαμοδημοκράτες κατά αντιστοιχία με τους Ευρωπαίους χριστιανοδημοκράτες.
Σύμφωνα με τον πρώην σταθμάρχη της CIA Γκράχαμ Φούλερ η ανάπτυξη του Ισλάμ στην Τουρκία ήταν στρατηγική επιδίωξη των ΗΠΑ. Ο Φούλερ σε συνέντευξη του στην «Βατάν» το 2004 δήλωνε πως «ο ισλαμικός κόσμος είναι οργισμένος έναντι των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Θα πρέπει να τους εξημερώσουμε. Η Τουρκία μέσω της επιρροής της θα μπορούσε να ξεθυμάνει τους Άραβες«.
Ο Φούλερ ουσιαστικά περιέγραψε ό,τι ακολούθησε χρόνια μετά με την «Αραβική Άνοιξη». Η Τουρκία και οι ΗΠΑ υποστήριξαν την κυβέρνηση των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο, οι οποίοι ήταν όντως πιο «εξημερωμένοι» σε σχέση με το παρελθόν. Το μοντέλο Ερντογάν έμοιαζε ως η ιδανική λύση για τις χώρες της Μέσης Ανατολής μετά την πτώση των διεφθαρμένων προσωποπαγών δικτατοριών.
Από την τουρκική Χεζμπολάχ στους τζιχαντιστές στη Συρία
Όμως το πραξικόπημα του αιγυπτιακού στρατού τον Ιούλιο του 2013, έδωσε οριστικό τέλος στις φιλοδοξίες της Τουρκίας να ηγεμονεύσει στον αραβικό κόσμο μέσω του «εξημερωμένου» πολιτικού Ισλάμ. Προηγουμένως, η στυγνή καταστολή των διαδηλώσεων στο πάρκο Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη έδειξε το αυταρχικό πρόσωπο του Ερντογάν. Ήταν τότε που η Ουάσιγκτον, με αφορμή και τις εξελίξεις στην Συρία, άρχισε να αμφιβάλει για την ορθότητα της στρατηγικής της.
Ήταν πλέον ξεκάθαρο πως ο Ερντογάν στήριζε το αιμοσταγές Ισλαμικό Κράτος στην Συρία. Επίσης, η κυβέρνηση Ομπάμα, παρά τη ρητορική της, δεν ήταν σίγουρη ότι ήταν υπεύθυνο το καθεστώς Άσαντ για μία περίεργη επίθεση με χημικά όπλα που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2013. Αντιθέτως είχε βάσιμες υποψίες πως ήταν προβοκάτσια των μυστικών υπηρεσιών της Άγκυρας, με σκοπό να ακολουθήσει αμερικανική στρατιωτική εισβολή στη Συρία.
Ο Ερντογάν μονίμως εξίσωνε το ISIS με τους Κούρδους του PKK και του YPG, ένας προπαγανδιστικός ισχυρισμός που στην πράξη λειτουργούσε υπέρ των τζιχαντιστών. Αν και το ISIS πραγματοποίησε πολλές επιθέσεις στην Τουρκία, στόχευε μονίμως Κούρδους, ξένους τουρίστες, ή μέρη όπου σύχναζαν «άπιστοι». Ο Ερντογάν υποστήριζε τους τζιχαντιστές στην Συρία, για τον ίδιο λόγο που το βαθύ κράτος της Τουρκίας υποστήριζε παλαιότερα την τουρκική οργάνωση Χεζμπολάχ. Η τουρκική Χεζμπολάχ δεν έχει καμία σχέση με την γνωστή οργάνωση των σιιτών του Λιβάνου.
Ήταν μία σκοτεινή οργάνωση φανατικών ισλαμιστών που έδρασε εναντίον του PKK στην νοτιοανατολική Τουρκία, πραγματοποιώντας δολοφονίες και απαγωγές. Στις τάξεις της η Χεζμπολάχ είχε Κούρδους φανατικούς μουσουλμάνους. Είχε ανοίξει μία αιματηρή «βεντέτα» με το PKK την δεκαετία του 1990, με περίπου 3000 θύματα. Στις αρχές του 2000 ο στρατός με μία δυναμική επιχείρηση εξάρθρωσε το δίκτυο της οργάνωσης, η οποία είχε βγει εκτός ελέγχου. Στις γιάφκες της στην Κωνσταντινούπολη βρέθηκε βαρύς οπλισμός και δεκάδες θαμμένα πτώματα ανθρώπων που είχε απαγάγει στο παρελθόν.
Είναι κοινό μυστικό στην Τουρκία πως το βαθύ κράτος έδειχνε τα προηγούμενα χρόνια ανοχή στην δράση της Χεζμπολάχ, διότι έκανε την «βρώμικη δουλειά» έναντι των Κούρδων του PKK. Τούρκοι αξιωματικοί υποτιμούσαν τη δράση της οργάνωσης στο παρελθόν, μιλώντας για «Τούρκους πολίτες με θρησκευτικά αισθήματα που προστατεύονται από την τρομοκρατία του PKK«! Η ομοιότητα με την στάση του Ερντογάν έναντι των τζιχαντιστών στην Συρία είναι προφανής.
Ο στρατός συμπλέει με τον Ερντογάν
Από το 2014 ξεκινάει επίσημα η προσέγγιση του τουρκικού στρατού με τον Ερντογάν. Η προσέγγιση των άλλοτε θανάσιμων εχθρών οφείλεται στο ότι είχε προηγηθεί η σύγκρουση της κυβέρνησης Ερντογάν με τον άλλοτε στενό σύμμαχό της το ισχυρό δίκτυο του ιμάμη Γκιουλέν, έναν παλιό εχθρό των κεμαλιστών. Σχεδόν ταυτόχρονα η «ανεξάρτητη» Δικαιοσύνη της χώρας άρχισε να αποφυλακίζει τους αξιωματικούς που είχαν συλληφθεί παλαιότερα για τις υποθέσεις «Βαριοπούλα» και Εργκένεγκον, δηλαδή για συνωμοσίες με σκοπό την ανατροπή της κυβέρνησης.
Ο Ερντογάν μίλησε για «δικαστική σκευωρία» που είχε ενορχηστρώσει το δίκτυο του ιμάμη. Τα ερείσματα του Τούρκου προέδρου στις ένοπλες δυνάμεις έπαιξαν ρόλο στο να αποτύχει το πραξικοπήμα του 2016. Η πλειονότητα των ανώτατων αξιωματικών απέφυγε να συνταχθεί εξαρχής και ενεργητικά στο πλευρό των πραξικοπηματιών, αναμένοντας την έκβαση. Ο Ερντογάν κυνήγησε ως «γκιουλενιστές» αρκετούς αξιωματικούς σε όλη την κλίμακα, αλλά άφησε στη θέση του τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου.
Οι μαζικές εκκαθαρίσεις που επέβαλε ο Ερντογάν μετά το πραξικόπημα σε όλους τους κρατικούς μηχανισμούς είχαν ως αποτέλεσμα να ξηλωθούν τα αμερικανικά και ευρωπαϊκά δίκτυα επιρροής. Ο Τούρκος πρόεδρος, άλλωστε, θεωρεί πως το πραξικόπημα το ενορχήστρωσε η CIA. Η έλλειψη εμπιστοσύνης έχει τροφοδοτήσει τις συχνές-πυκνές αντιπαραθέσεις των τελευταίων ετών.
Η ένταξη που δεν θέλει κανείς
Επισήμως, το καθεστώς Ερντογάν δεν έχει εγκαταλείψει τον στόχο της ένταξης στην ΕΕ. Στην πραγματικότητα, όμως, ούτε οι Ευρωπαίοι θέλουν την Τουρκία εντός, αλλά ούτε και η σημερινή τουρκική ηγεσία θέλει την ένταξη. Ήδη από το 2008 υπήρχαν έντονες αντιδράσεις της Μέρκελ και του τότε Γάλλου προέδρου Σαρκοζί που φρέναραν την ενταξιακή πορεία της Άγκυρας.
Πριν το πραξικόπημα του 2016, η Άγκυρα είχε θεωρήσει «πισώπλατη μαχαιριά» το γεγονός ότι η Δύση συνέπραξε με τους Κούρδους του YPG στην Συρία στον πόλεμο εναντίον των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους. Αν και οι μαχητές του YPG δεν βαρύνονται με επιθέσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας, ουσιαστικά είναι παρακλάδι του PKK.
Ο εφιάλτης του εδαφικού διαμελισμού της Τουρκίας εξηγεί τη σύμπραξη του τουρκικού στρατού με μία ισλαμική κυβέρνηση. Αλλά και να ήθελε, ο στρατός δεν έχει τη δυνατότητα να συγκρουσθεί με το καθεστώς Ερντογάν. Τον πόλεμο αυτό το βαθύ κεμαλικό κράτος τον έχασε την περίοδο 2002-12. Η συμμαχία Ερντογάν-στρατού, λοιπόν, μόνο επιφανειακά είναι ετερόκλητη.
Οι αυξανόμενες προκλήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο μοιάζει να μην γίνονται μόνο για προεκλογικούς λόγους, αλλά να εντάσσονται σε ένα στρατηγικό σχεδιασμό. Η Τουρκία χαρακτηρίζει τα Ίμια ως έδαφος της, όχι ως «γκρίζα ζώνη». Και με τον όρο Τουρκία εννοούμε πλέον και την ισλαμική κυβέρνηση Ερντογάν και τον τουρκικό στρατό. Η Ελλάδα δεν μπορεί να ελπίζει πλέον ότι η προοπτική ένταξης στην ΕΕ θα κατευνάσει την Τουρκία. Μία Τουρκία όπου γίνεται πραγματικότητα η «τουρκοϊσλαμική» σύνθεση, όπως ακριβώς οραματίζονταν πολλοί στο παρελθόν.
slpress.gr