Η μετατροπή της σύλληψης και κράτησης των δύο στρατιωτικών στην Αδριανούπολη από μια υπόθεση με φαινομενικά χαμηλό βαθμό δυσκολίας σε σημείο τριβής διαρκείας αποτελεί τη βασική ανησυχία της Αθήνας. Μια διαδικασία που θα μπορούσε να διαρκέσει λίγες ώρες, να οδηγήσει σε ατέρμονες γραφειοκρατικές συζητήσεις εβδομάδων. Ενόψει της αυριανής δίκης του ανθυπολοχαγού Αγγελου Μητρετώδη και του λοχία επαγγελματία οπλίτη (ΕΠΟΠ) Δημήτρη Κούκλατζη, οι ελληνικές αρχές είναι προετοιμασμένες για όλα τα ενδεχόμενα.
Παρά το γεγονός ότι το ένταλμα βάσει του οποίου παραπέμφθηκαν οι δύο στρατιωτικοί δεν επαρκεί ώστε να κατηγορηθούν για απόπειρα κατασκοπείας ή παρεμφερή αδικήματα, στην Αθήνα υπάρχει ο φόβος χρησιμοποίησης όλων των πιθανών δικονομικών εργαλείων που υπάρχουν ώστε, με γραφειοκρατικό τρόπο, να καθυστερήσει όσο περισσότερο γίνεται η τελεσίδικη απόφαση και, ως εκ τούτου, η επιστροφή των δύο στρατιωτικών στην Ελλάδα. Υπενθυμίζεται ότι στην οριογραμμή στην περιοχή του προγεφυρώματος Κάραγατς (πρόκειται για ένα σημείο στο οποίο η Τουρκία εκτείνεται δυτικά του Εβρου) ελληνικά και τουρκικά φυλάκια απέχουν λιγότερο από 150 μέτρα, ενώ η πιο αποτελεσματική παρακολούθησή τους έχει οδηγήσει στην εγκατάσταση τεχνολογικών μέσων και από τις δύο πλευρές. Κάτι που σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα υπάρχουν μαγνητοσκοπημένες οι κινήσεις των δύο στρατιωτικών ένθεν και ένθεν των συνόρων.
Η μέχρι τώρα εξέλιξη υποδηλώνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει απολύτως καμία δυνατότητα νομικού συσχετισμού της υπόθεσης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών με τους οκτώ φυγάδες αξιωματικούς που βρίσκονται την Ελλάδα από τον Ιούλιο του 2016, μετά το πραξικόπημα κατά Ερντογάν. Στην Αθήνα υπάρχει αισιοδοξία πως η υπόθεση των δύο στρατιωτικών του Στρατού Ξηράς μπορεί να λήξει γρήγορα και αίσια, ωστόσο αυτή είναι συγκρατημένη. Παράλληλα, οι πολιτικοί και διπλωματικοί προβληματισμοί είναι αρκετοί, κυρίως διότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις φαίνεται ότι έχουν αλλάξει οριστικά και αμετάκλητα επίπεδο.
Παρά τη γενική συγκράτηση δημοσίων τοποθετήσεων και διαρροών και την προσπάθεια της Αθήνας να διαχειριστεί τις τουρκικές προκλήσεις με όσο πιο διακριτικό και θεσμικά ορθό τρόπο γίνεται, είναι απολύτως σαφές ότι απαιτείται αναπροσαρμογή της γενικότερης στάσης έναντι μιας ολοένα και πιο απρόβλεπτης Αγκυρας.
Παρά τη γενική συγκράτηση δημοσίων τοποθετήσεων και διαρροών και την προσπάθεια της Αθήνας να διαχειριστεί τις τουρκικές προκλήσεις με όσο πιο διακριτικό και θεσμικά ορθό τρόπο γίνεται, είναι απολύτως σαφές ότι απαιτείται αναπροσαρμογή της γενικότερης στάσης έναντι μιας ολοένα και πιο απρόβλεπτης Αγκυρας.
Αυξημένη «κινητικότητα»
Η πυκνότητα των περιστατικών που έχουν καταγραφεί είναι αδιάψευστος μάρτυρας της νέας τακτικής της Αγκυρας. Την Πέμπτη 1η Μαρτίου, οι δύο στρατιωτικοί συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στην Αδριανούπολη. Καλά πληροφορημένες στρατιωτικές πηγές ανέφεραν ότι τα καταγεγραμμένα παρόμοια περιστατικά –και από τις δύο πλευρές των συνόρων– επιλύονταν κατά κανόνα στο παρελθόν σε επίπεδο διοικητών περιοχής. Σε αυτή την περίπτωση, η Aγκυρα επιλέγει να παρακάμψει αυτή την εθιμική διαδικασία και να κρίνει την παράβαση με βάση την αυστηρή ερμηνεία των κανόνων. Στις 12 Φεβρουαρίου 2018 καταγράφηκε ο εμβολισμός του περιπολικού ανοιχτής θαλάσσης «Γαύδος 090» από την τουρκική ακταιωρό «Ουμούτ» στην περιοχή των Ιμίων. Η ανάλυση των στοιχείων που προέκυψαν από αυτό το περιστατικό είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, διότι μαρτυρούν πως η τουρκική Ακτοφυλακή έχει σαφείς εντολές για αυξημένα επίπεδα επιθετικότητας.
Στις 17 Ιανουαρίου 2018, καταγράφηκε επακούμβηση τουρκικού πλοίου στην κανονιοφόρο «Νικηφόρος», πάλι στην περιοχή των Ιμίων. Παρότι δεν συνδέεται άμεσα με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, σε αυτά τα περιστατικά θα πρέπει να προστεθεί και ο ναυτικός αποκλεισμός του οικοπέδου 3 της κυπριακής ΑΟΖ από το τουρκικό Ναυτικό, που οδήγησε στην πρακτική διακοπή γεωτρήσεων και ερευνών στη συγκεκριμένη περιοχή.
Το συμπέρασμα όλων των παραπάνω έχει τρεις βασικούς άξονες. Κατ’ αρχάς, η Αγκυρα έχει επιλέξει να κλιμακώσει σε ποσότητα και ποιότητα την παραβατική συμπεριφορά της έναντι της Ελλάδας. Δεύτερον, εμφανίζεται να αδιαφορεί και να αγνοεί συνειδητά τις παραινέσεις του διεθνούς παράγοντα για αυτοσυγκράτηση, είτε πρόκειται για την Ανατολική Μεσόγειο είτε για τη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα όταν αυτές προέρχονται από τη Δύση. Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία προχωρεί στον σχεδιασμό της ανεξάρτητα από τις όποιες πιέσεις ή οχλήσεις. Το περιστατικό της σύλληψης των δύο στρατιωτικών στον Εβρο αναφέρθηκε σχεδόν σε πραγματικό χρόνο στην αναπληρώτρια γενική γραμματέα του ΝΑΤΟ Ρόουζ Γκότμελερ, η οποία λίγο μετά την άφιξη των αρνητικών νέων στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας γευμάτιζε με τον Πάνο Καμμένο και τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ Ευάγγελο Αποστολάκη.
Τρίτον, η Αγκυρα έχει επιλέξει να συνδέσει σε επίπεδο πολιτικής αφήγησης την Ελλάδα με την «επιτιθέμενη Δύση» κατά της Τουρκίας. Στην μερίδα του –έντυπου και ηλεκτρονικού– Τύπου που ελέγχεται στενά από το προεδρικό μέγαρο, η Ελλάδα περιγράφεται τακτικά ως το «μακρύ χέρι» της Δύσης, που έχει στόχο να περιορίσει όσα δικαιωματικά ανήκουν στην επιρροή της Τουρκίας ως ανερχόμενης περιφερειακής δύναμης.
Επικοινωνία των Α/ΓΕΕΘΑ
Η κρίση του Εβρου την περασμένη Πέμπτη ενεργοποίησε άμεσα τους διαύλους επικοινωνίας ανάμεσα σε Αθήνα και Αγκυρα. Παρά το γεγονός ότι οι στρατιωτικοί δίαυλοι σε τοπικό επίπεδο διακόπηκαν γρήγορα, οι δύο αρχηγοί ΓΕΕΘΑ Ευάγγελος Αποστολάκης και Χουλουσί Ακάρ συνομίλησαν τουλάχιστον δύο φορές. Ανάλογη ήταν η επικοινωνία ανάμεσα στις πρεσβείες Τουρκίας στην Αθήνα και Ελλάδας στην Αγκυρα με τις κατά τόπους αρμόδιες αρχές και δη τα υπουργεία Εξωτερικών. Από την πρώτη στιγμή κινητοποιήθηκε και η πρόξενος της Ελλάδας στην Αδριανούπολη Σωτηρία Θεοχαρίδη, η οποία ανέλαβε να βοηθήσει στην εξυπηρέτηση ορισμένων άμεσων αναγκών των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, όπως η νομική εκπροσώπησή τους ενόψει της αυριανής δίκης, αλλά και στις διαδικασίες που αντιμετώπισαν μετά τη σύλληψή τους.
kathimerini