13.2.18

Η θάλασσα μας «κλέβει» τη στεριά


Μέσα σε λίγα χρόνια, η θάλασσα «καταπίνει» παραλίες, δρόμους, σπίτια, υποδομές. Δεκάδες παράκτιες περιοχές, τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και στα νησιά βρίσκονται αντιμέτωπες με τη φύση. Σε κάποιες περιπτώσεις η μάχη έχει κριθεί οριστικά, καθώς ακόμα και τα «βαριά» αντιδιαβρωτικά έργα δεν μπορούν να αναστρέψουν τη ζημιά που έχει συντελεστεί. Δύο μελέτες πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, που παρουσιάζει σήμερα η «Κ», αναδεικνύουν την ένταση του προβλήματος σε διαφορετικά σημεία της χώρας: σε ένα τμήμα του Κορινθιακού κόλπου, όπου η παράκτια ζώνη χάνεται με πρωτόγνωρους ρυθμούς. Και σε έξι νησιά του Αιγαίου, σε γνωστές τουριστικές ακτές, όπου η απώλεια της παραλίας ισοδυναμεί με σημαντική απώλεια εισοδήματος.

Η πρώτη μελέτη εστιάζει στην παραλία του Ξυλοκάστρου, καλύπτοντας μια περιοχή 14 χιλιομέτρων που περιλαμβάνει το Ξυλόκαστρο, το Μελίσσι, τη Συκιά και το Καμάρι. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από το Εργαστήριο Τηλεανίχνευσης του τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών (επίκουρος καθηγητής Μανώλης Βασιλάκης) σε συνεργασία με το Εργαστήριο Λιμενικών Εργων του ΕΜΠ (αναπλ. καθηγήτρια Βίκυ Τσουκαλά), με τη χρήση καινοτόμων τεχνικών αποτύπωσης των ακτογραμμών σε διάφορες χρονικές περιόδους.
«Μελετάμε τη συγκεκριμένη περιοχή πολλά χρόνια. Είναι μια ακραία, αν μου επιτρέπεται ο όρος, περίπτωση σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα και γι’ αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον», αναφέρει ο κ. Βασιλάκης, που ήταν και ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας. «Για να το εξηγήσουμε με απλά λόγια, ο Κορινθιακός είναι μια υποθαλάσσια χαράδρα, που παρουσιάζει τη δεύτερη μεγαλύτερη ταχύτητα διάνοιξης στον κόσμο (της τάξεως των 10-14 χιλιοστών ανά έτος) και αυτό έχει άμεση επίπτωση στην ακτή. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2012 μια υποθαλάσσια κατολίσθηση οδήγησε στην απώλεια μεγάλου μέρους της παράκτιας περιοχής του Δερβενίου, με την κατάσταση να μην είναι πλέον αναστρέψιμη. Η μεγάλη σεισμικότητα που παρατηρείται στην περιοχή ευνοεί τέτοιου είδους συνοδά γεωδυναμικά φαινόμενα που με τη σειρά τους επιταχύνουν τις καταστροφικές συνέπειες που προκαλούνται από ανθρώπινες παρεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον». 

Οι ερευνητές κατέγραψαν τη μετατόπιση της ακτογραμμής στην περιοχή μελέτης σε διαφορετικές χρονικές περιόδους την τελευταία 70ετία, με στόχο να τη συγκεκριμενοποιήσουν και να ποσοτικοποιήσουν τον ρυθμό διάβρωσης σε διαφορετικά τμήματα της παράκτιας περιοχής. Σε τι συμπεράσματα κατέληξαν; «Ο μέσος ρυθμός απώλειας του πλάτους της παραλιακής ζώνης είναι της τάξεως των 18 εκατοστών τον χρόνο. Εντοπίστηκαν, όμως, σημεία που η υποχώρηση έφθανε έως και τα 70 εκατοστά ετησίως μέχρι πριν από λίγα χρόνια, οπότε και υπό την απειλή της απώλειας ακίνητων περιουσιών μεγάλης αξίας, ανακόπηκε με κατασκευές είτε ιδιωτών που προσπαθούσαν να προφυλάξουν τις ιδιοκτησίες τους, είτε με πρόχειρες κατασκευές του δήμου, της (τότε) νομαρχίας ή της περιφέρειας. Δυστυχώς, οι παρεμβάσεις έγιναν χωρίς τεκμηριωμένο σχεδιασμό έπειτα από μετρήσεις, όπως συνηθίζεται να γίνεται διεθνώς σε αντίστοιχες περιπτώσεις», λέει ο κ. Βασιλάκης.
«Χαρακτηριστικό είναι ότι σύμφωνα με μαρτυρίες ηλικιωμένων στην περιοχή Πευκιάς του Ξυλόκαστρου υπήρχε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην παραλία ένα γήπεδο ποδοσφαίρου που το χρησιμοποιούσαν οι Ιταλοί για να προσγειώνουν τα αεροπλάνα τους. Από τις αεροφωτογραφίες του 1945 φαίνεται ότι υπήρχε παραλία πλάτους 70 μέτρων, το μεγαλύτερο ποσοστό της οποίας σήμερα έχει εξαφανιστεί».
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το φαινόμενο είναι αρκετά έντονο στις περιοχές των παραθαλάσσιων οικισμών Συκιάς και Μελισσίου. «Η ακτή υποχωρεί αρκετά και ιδιαίτερα από το 1987 έως και σήμερα το φαινόμενο της διάβρωσης γίνεται ολοένα και πιο οφθαλμοφανές. Οι καταστροφές που προκαλούνται στα έργα υποδομής και στις κατασκευές οφείλονται εκτός άλλων φυσικών φαινομένων και στο γεγονός ότι μέσα σ’ αυτές τις δεκαετίες αναπτύχθηκε ο οικισμός πάνω στην ακτή χωρίς ενδεχομένως να γίνει κάποιο έργο προστασίας της. Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και στο χωριό Καμάρι», λέει ο κ. Βασιλάκης.
Ανάγκη σχεδιασμού
Πάντως, οι ειδικοί παρατηρούν ότι στη συγκεκριμένη περιοχή το φαινόμενο μπορεί να ανασχεθεί. «Είναι λάθος απλά να τοποθετούμε ογκόλιθους μπροστά από τα σπίτια μας. Χρειάζεται ένας λεπτομερής σχεδιασμός, που να λάβει υπόψη όλες τις παραμέτρους: τον κυματισμό, τους ανέμους, τα θαλάσσια ρεύματα κ.λπ. Αν γίνουν σωστά έργα, εκτιμούμε ότι η ακτή μπορεί να διατηρηθεί για αρκετά χρόνια, χωρίς να σπαταλούνται τεράστια ποσά σε έργα που είναι καταδικασμένα να αποτύχουν», καταλήγει ο κ. Βασιλάκης.
Η μελέτη βασίστηκε στη χρήση διαφορετικών τύπων δεδομένων τηλεπισκόπησης συμπεριλαμβανομένων παλαιότερων ιστορικών αεροφωτογραφιών αρχείου υψηλής ευκρίνειας, σύγχρονων ψηφιακών δορυφορικών εικόνων και σημερινών αεροφωτογραφιών οι οποίες έχουν ληφθεί με drone και έχουν υποστεί κατάλληλη επεξεργασία. Η λήψη των αεροφωτογραφιών αρχείου έγινε κατά τη διάρκεια του 1945, του 1987 και του 1996, ενώ οι δορυφορικές εικόνες τελευταίας γενιάς (τύπου Ikonos-2 και WorldView-2) απεικονίζουν την περιοχή μελέτης κατά τα έτη 2000, 2008 και 2012. Η τελευταία αποτύπωση της περιοχής μελέτης πραγματοποιήθηκε με πρόσφατη αεροφωτογράφιση, χρησιμοποιώντας drone στις αρχές του καλοκαιριού του 2017.
Δεκάδες παραλίες βυθίζονται σε έξι νησιά του Αιγαίου
Σοβαρή διάβρωση παρατηρείται και σε ακτές των νησιών του Αιγαίου, εκεί όπου η απώλεια μιας παραλίας συνεπάγεται την υποβάθμιση του τουριστικού προϊόντος και ενίοτε τον οικονομικό «θάνατο» μιας περιοχής. Μελέτη του Πανεπιστημίου Αιγαίου σε έξι νησιά αποκαλύπτει τις τάσεις διάβρωσης και τις εποχιακές αυξομειώσεις των αιγιαλών. Και παράλληλα καταλήγει στην εκτίμηση ότι έως το 2050 το ένα πέμπτο των παραλιών των έξι νησιών θα έχει «χάσει» έως και το 50% της έκτασής του.
Το ερευνητικό πρόγραμμα «ERA BEACH» πραγματοποιήθηκε από το Εργαστήριο Παράκτιας Μορφοδυναμικής-Διαχείρισης και Θαλάσσιας Γεωλογίας στο τμήμα Επιστημών Θάλασσας (επιστημονικός υπεύθυνος Α. Βελεγράκης) σε συνεργασία με το Ινστιτούτο CICERO και τον Δήμο Χίου, ως εκπρόσωπο των έξι νησιών (η χρηματοδότηση προήλθε από τα προγράμματα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου). Τα έξι νησιά και οι ακτές που επιλέχθηκαν με βάση διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά κριτήρια ήταν η Σαντορίνη (Καμάρι), η Λέσβος (Ερεσός, Τσαμάκια), η Χίος (Καταρράκτης, Αγία Ερμιόνη), η Κάλυμνος (Μασούρι), η Χάλκη και το Αγαθονήσι.
«Στόχος μας ήταν να εκτιμήσουμε ποιες είναι οι τάσεις διάβρωσης σε κάθε νησί και να καταλήξουμε σε μια εκτίμηση του τι μέλλει γενέσθαι υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής», αναφέρει ο Θωμάς Χασιώτης, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. «Τέλος, αναπτύξαμε ένα “πρωτόκολλο” διαχείρισης της παράκτιας διάβρωσης, καταλήξαμε δηλαδή στα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει κάθε περιοχή και στα τεχνικά μέτρα που θα πρέπει να λάβει ώστε να ανακόψει το φαινόμενο».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα του προγράμματος από τη Σαντορίνη και τη Λέσβο. «Στο Καμάρι της Σαντορίνης, από τη σύγκριση ιστορικών θερινών δορυφορικών εικόνων του 2013-2016 παρατηρείται σημαντική διάβρωση, που στο κεντρικό τμήμα της παραλίας φτάνει τα 26 μέτρα, ενώ περιφερειακά παρατηρείται τοπικά πρόσχωση έως και 12 μέτρα. Μεταβλητότητα της ακτογραμμής παρατηρείται ακόμη και σε τμήματα που προστατεύονται από παράκτια έργα (βόρειο τμήμα παραλίας), όπου παρατηρήθηκε διάβρωση η οποία τοπικά φτάνει τα 20 μέτρα», αναφέρει ο κ. Χασιώτης. «Στην Ερεσό της Λέσβου, η σύγκριση αεροφωτογραφιών και δορυφορικών εικόνων σε βάθος 67 χρόνων (1945-2012) δείχνει διάβρωση του μεγαλύτερου τμήματος της παραλίας έως και 35 μέτρα, ειδικά μπροστά από την περιοχή του οικισμού». 
Εκτός από τη διάβρωση μιας ακτής, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες οι αυξομειώσεις στο πλάτος της παραλίας, κατά τη διάρκεια του έτους (λόγω ρευμάτων, καιρικών συνθηκών κ.λπ.). «Το οπτικό σύστημα συνεχούς παρακολούθησης που εγκαταστήσαμε στο Καμάρι έδειξε μεταβολές που κυμαίνονται από 13 μέτρα έως και 28 μέτρα σε διάστημα έξι μηνών, με τις εντονότερες τους χειμερινούς μήνες», λέει ο κ. Χασιώτης.
Οι επιστήμονες εκτίμησαν την επίπτωση της κλιματικής αλλαγής στις ακτές των έξι νησιών. «Εως το 2050 μια “επεισοδιακή” άνοδος της στάθμης (λόγω καταιγιδικών φαινομένων) κατά 40 εκατοστά μπορεί κατ’ ελάχιστον να προκαλέσει τη διάβρωση του 20% των 461 παραλιών των έξι νησιών στο μισό του μέγιστου πλάτους τους. Το 2100 προβλέπεται ότι τουλάχιστον το 36% όλων των παραλιών θα διαβρωθεί πλήρως από τον συνδυασμό της αύξησης της μέσης θαλάσσιας στάθμης κατά μισό μέτρο και ακραίων καιρικών φαινομένων. Οπως είναι επόμενο, τα αποτελέσματα θα είναι επίσης καταστροφικά για τις ανθρώπινες υποδομές».  
Ο τουρισμός
Επηρεάζει η τουριστική εκμετάλλευση των ακτών τον ρυθμό διάβρωσής της; «Εχει παρατηρηθεί ότι η εντατική χρήση μπορεί να προκαλεί ακόμα και την καθίζηση μιας παραλίας», λέει ο κ. Χασιώτης. «Συνήθως, όμως, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η οικιστική ανάπτυξη στον παράκτιο χώρο. Η φύση επουλώνει τις βλάβες που η ίδια προκαλεί, όταν όμως οι άνθρωποι παρεμβαίνουν με “σκληρό” τρόπο, τότε περιορίζουν τη δυνατότητα της παραλίας να “ιαθεί”. Δεν είναι μόνο τα κακά τεχνικά έργα, αλλά και τα φράγματα στα ποτάμια, η υπεράντληση των παράκτιων υδροφορέων που προκαλεί καθιζήσεις, οι παράνομες αμμοληψίες. Αυτά όσον αφορά τον άνθρωπο. Υπάρχουν όμως και φυσικά αίτια: οι τοπικές κυματικές/υδροδυναμικές συνθήκες, η απουσία βροχοπτώσεων, οι κατολισθήσεις, το είδος των ιζημάτων μιας περιοχής και φυσικά η κλιματική αλλαγή που εκδηλώνεται με άνοδο της στάθμης της θάλασσας αλλά και με την αύξηση της συχνότητας και της έντασης των θαλάσσιων καταιγίδων. Οι προβλέψεις είναι απαισιόδοξες, μέχρι το τέλος του αιώνα οι περισσότερες παραλίες στη χώρα μας δεν θα υπάρχουν, τουλάχιστον όπως τις γνωρίζουμε σήμερα».
kathimerini
Έντυπη