Γράφει η Σοφία Βούλτεψη |
Υπό κανονικές συνθήκες – δηλαδή υπό τις συνθήκες που διεξάγονταν οι συνομιλίες για το Σκοπιανό τα προηγούμενα χρόνια – η συζήτηση θα είχε διακοπεί από τις 17 Ιανουαρίου.
Εκείνη την ημέρα, συνέβησαν δύο γεγονότα:
Ο διαμεσολαβητής του ΟΗΕ κ. Νίμιτς, κατά τη συνάντησή του στη Νέα Υόρκη με τους διαπραγματευτές Ελλάδας και Σκοπίων, κατέθεσε μια «δέσμη ιδεών», προσθέτοντας ωστόσο ότι για κάτι που συζητείται επί 25 χρόνια δεν είναι δυνατόν να υπάρξει κάτι το «εντελώς νέο».
Αμέσως μετά, ο Σκοπιανός διαπραγματευτής Βάσκο Ναουμόφσκι, δήλωσε, μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό των Σκοπίων, «Sitel»:
«Κανένα κράτος δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλει νέο όνομα σε άλλη χώρα, ούτε ο ΟΗΕ έχει το δικαίωμα να επιβάλει νέο όνομα σε κράτος μέλος του. Η χώρα μας έχει όνομα, το οποίο είναι "Δημοκρατία της Μακεδονίας", ένα όνομα που αποτελεί τη βάση της ταυτότητάς μας. Επίσης, σήμερα το 2018 κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την ύπαρξη του "μακεδονικού" λαού και της "μακεδονικής" γλώσσας. Από την πλευρά του διαμεσολαβητή (σ.σ. Μάθιου Νίμιτς) παρουσιάστηκαν σήμερα κάποιες ιδέες που πιστεύω ότι αποκλίνουν από αυτό το πλαίσιο και απέχουν πολύ από μια αξιοπρεπή λύση. Ωστόσο θα μεταφέρω τις προτάσεις αυτές στην πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της χώρας και αυτή θα είναι που θα λάβει θέση στο θέμα αυτό».
Σημειώστε ότι οΒάσκο Ναουμόφσκι, είναι και πρέσβης της ΠΓΔΜ στην Ουάσιγκτον, ενώ εκπρόσωπος στις διαπραγματεύσεις είχε διοριστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση του Νίκολα Γκρούεφσκι, στην οποία ένα διάστημα είχε διατελέσει και αντιπρόεδρος, αρμόδιος για ευρωπαϊκές υποθέσεις.
Σημειώστε ότι ο σημερινός πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ Ζόραν Ζάεφ τον διατήρησε στη θέση του – κι’ ας μας ζαλίζουν το κεφάλι ότι τάχα τώρα τα πράγματα άλλαξαν και ο Ζάεφ θέλει λύση.
Την ίδια μέρα, ο πρόεδρος Γκιόργκι Ιβάνοφ, που επίσης ανήκει στο κόμμα του Γκρουέφσκι, το VMRO-DPMNE, ανακοίνωσε με τηλεοπτικό διάγγελμα πως αρνήθηκε να υπογράψει το προεδρικό διάταγμα για το νόμο που ψήφισε την περασμένη εβδομάδα η Βουλή, με τον οποίο προβλέπεται η διεύρυνση της αλβανικής γλώσσας στη χώρα.
Ο Ιβάνοφ ανέπεμψε τον νόμο στη Βουλή, δηλώνοντας ότι «είναι αντισυνταγματικός και επικίνδυνος για την ακεραιότητα της χώρας» - και αυτό είναι κάτι που κάνει για πρώτη φορά από το 2009 που εξελέγη πρόεδρος.
Πρόκειται για τον νόμο που ψήφισαν από κοινού η Σοσιαλδημοκρατική Ένωση του Ζάεφ και τα αλβανικά κόμματα, ενώ το κόμμα της αντιπολίτευσης, δηλαδή το κόμμα του Γκρουέφσκι, διαφώνησε, υποστηρίζοντας πως με τον τρόπο αυτό η χώρα θα καταστεί και επισήμως «δίγλωσση».
Επομένως, ο Ζάεφ όχι μόνο έχει απέναντί του την αντιπολίτευση και τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά και εξακολουθεί να χρησιμοποιεί στις διαπραγματεύσεις άνθρωπο του Γκρουέφσκι.
Και αυτόματα γεννάται το ερώτημα: Με ποια εχέγγυα αποφάσισε η Αθήνα να επιταχύνει τις διαδικασίες και να διαφημίσει ότι «πάμε για λύση»; Πώς γνωρίζουν οι εγχώριοι εγκέφαλοι ότι αν αύριο επανακάμψει στα Σκόπια η αντιπολίτευση, δεν θα συνεχίσουν οι γείτονες το βιολί τους (που ούτως ή άλλως ουδέποτε σταμάτησαν);
Και ποιος μας λέει ότι και ο ίδιος ο Ζάεφ δεν είναι μέρος αυτού του σχεδίου;
Τα γεγονότα δείχνουν πως όλα είναι στον αέρα. Και πως βρισκόμαστε μπροστά σε μία παγίδα.
Μια παγίδα στην οποία ο κ. Τσίπρας οδηγεί τη χώρα, με την πρεμούρα του να ικανοποιήσει τον ξένο παράγοντα.
Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι δεν θα δίσταζαν να μας οδηγήσουν σε μεγάλη εθνική περιπέτεια…