Η οικονομία της Τουρκίας βρίσκεται σε μια παράξενη κατάσταση. Αφενός, πετυχαίνει διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης, που οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην αποκατάσταση του εμπορίου με τη Ρωσία και την επιστροφή των Ρώσων τουριστών. Ωστόσο, μια σειρά άλλων δεικτών αποδεικνύουν ότι η Τουρκία δεν εξήλθε της κρίσης, αλλά αντιθέτως βυθίστηκε σ’ αυτήν Τι συμβαίνει πραγματικά, και ποια είναι η αιτία αυτής της παραδοξότητας;
Το τρίτο τρίμηνο του έτους η τουρκική οικονομία κατέγραψε άνοδο 11,1%. Αυτό υπερβαίνει αρκετά τον παγκόσμιο μέσο όρο (σύμφωνα με την θερινή εκτίμηση του ΔΝΤ, το 2017 η παγκόσμια οικονομία θα αυξηθεί κατά 3,5%), και σ’ αυτό το δείκτη θα καταλάβει την πρώτη θέση ανάμεσα στους G20.
Οι κύριες πηγές ανάπτυξης ήταν οι εξαγωγές, οι οποίες εντάθηκαν από την σημαντική αποδυνάμωση της λίρας (+ 17,2%), και της εσωτερικής κατανάλωσης, το μερίδιο της οποίας στην εθνική οικονομία εκτιμάται ότι συνιστά τα δύο τρίτα του συνόλου (+11,7%).
Εφέτος προστέθηκε και ένας ακόμη σημαντικός παράγων, η επιστροφή των τουριστών από τη Ρωσία, οι οποίοι είχαν σημαντική συνεισφορά σε συνάλλαγμα. Όπως δήλωσε ο Ερντογάν, τα έσοδα από τους Ρώσους τουρίστες το 2017 έφθασαν τα 4,5 δισ. δολ.
Με βάση τα τρέχοντα στατιστικά στοιχεία, η ετήσια ροή των Ρώσσων τουριστών πλησιάζει τα 5 εκατομμύρια, που σημαίνει ότι κατά μέσο όρο αφήνουν σχεδόν 1.000 δολ. ο ένας. Την ίδια στιγμή η Άγκυρα υπολογίζει ότι το 2018 θα αυξηθούν οι τουρίστες κατά 15-20%.
Ωστόσο, όλη αυτή η εντυπωσιακή δυναμική προκαλεί σειρά ερωτημάτων, εάν κοιτάξουμε τους άλλους βασικούς δείκτες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Νοεμβρίου, στην Τουρκία καταγράφηκε ο υψηλότερος πληθωρισμός από τον Μάρτιο του 2003, σχεδόν 13% σε ετήσια βάση. Πριν από ένα μήνα ήταν στο 11,9%, σημαντικά υψηλότερος από τις προβλέψεις της Εθνικής Τράπεζας που έβλεπε 9,8% για το 2017.
Οι προσδοκίες για 7% για το 2018 σε αυτές τις συνθήκες φαντάζουν μη ρεαλιστικές. Βασικοί παράγοντες της επιτάχυνσης του πληθωρισμού είναι αύξηση των τιμών του πετρελαίου (η Τουρκία σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την εισαγωγή ενέργειας, και τα καύσιμα είναι πολύ ακριβά στη χώρα) και η συνεχόμενη υποτίμηση της λίρας.
Η προηγούμενη οξεία πτώση του εθνικού νομίσματος συνέβη στα μέσα του περασμένου έτους – αμέσως μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος. Για μερικούς μήνες η ισοτιμία έπεσε στα 3-3,5 λίρες ανά δολάριο. Στις αρχές αυτού του χρόνου το οικονομικό επιτελείο κατάφερε κάπως να σταθεροποιήσει την κατάσταση, αλλά τον Σεπτέμβριο η λίρα άρχισε να πέφτει ταυτοχρόνως με την αύξηση των τιμών του πετρελαίου.
Τώρα για ένα δολάριο δίνουν 3,9 λίρες, το οποίο συνιστά ιστορικό χαμηλό, αν το υπολογίσουμε με την ονομαστική αξία του 2005. Αυτή η συμπεριφορά του εθνικού νομίσματος συμβάλει συνήθως στην αύξηση των τουριστικών εισροών.
Λίγο πριν την πτώση του ρουβλίου στα τέλη του 2014 για 1 λίρα στα ανταλλακτήρια της Κωνσταντινούπολης ζητούσαν περίπου 20 ρούβλια, τώρα έχει πέσει στα 16 ρούβλια, σαν το ίδιο το ρούβλι όλο αυτό το διάστημα να μην έπεσε, αλλά αντιθέτως να ανέβηκε.
Αλλά για τους Τούρκους η πτώση της λίρας δεν προοιωνίζει τίποτε καλό – τώρα καθημερινά αντιλαμβάνονται στη ζωή τους τι σημαίνει στην πραγματικότητα ο «φαύλος κύκλος πληθωρισμού-υποτίμησης». Ακριβαίνουν ακόμη και τα προϊόντα εγχώριας παραγωγής, τα οποία στην Τουρκία ήταν πάντα σε αφθονία: για παράδειγμα οι ειδικοί της Goldman Sachs σημειώνουν το άλμα των τιμών στα λαχανικά σχεδόν κατά 13%.
Υπάρχουν και τα πρώτα αδιαμφισβήτητα σημάδια της επιδίωξης των Τούρκων να στραφούν σε πιο ρευστά περιουσιακά στοιχεία, απ’ ότι η λίρα. Τον Νοέμβριο, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Χρυσού (World Gold Council) τόνισε τη σημαντική αύξηση των τουρκικών επενδύσεων σε χρυσό – 47 μετρικοί τόνοι φέτος έναντι 14,8 τον προηγούμενο χρόνο.
«Συνήθως σε μια οικονομία, που υπάρχει ισχυρή ανάπτυξη, το εθνικό νόμισμα δεν πέφτει, διότι η οικονομική ανάπτυξη προκαλεί αύξηση της απασχόλησης, της κατανάλωσης και της σταθερότητας, της πραγματικής ζήτησης. Στην Τουρκία δεν παρατηρούνται τέτοια δείγματα. Η χώρα δεν βρίσκεται σε κατάσταση ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης, αλλά μιας πολύ σύνθετης μεταβατικής περιόδου».
Αυτό δήλωσε στην εφημερίδα «Vzglyad» ο επικεφαλής του «Κέντρου Οικονομικών Ερευνών» του «Ινστιτούτου Παγκοσμιοποίησης και Κοινωνικών Κινημάτων», Βασίλι Κολτάσοφ. Και συνέχισε λέγοντας ότι «η συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του Ερντογάν προκάλεσε ισχυρότατες διαμαρτυρίες στις πόλεις της Τουρκίας, αλλά δεν έδωσε λύσεις στην οικονομία, οι οποίες θα ικανοποιούσαν την κοινωνία.
»Παραμένουν μεγάλα προβλήματα με την απασχόληση, οι άνθρωποι εξακολουθούν να υπόκεινται την πτώση των εισοδημάτων τους και δεν γνωρίζουν πότε θα αρχίσει η αύξηση. Γι’ αυτό η τουρκική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε κρίση. Κάποια κινητικότητα υφίσταται αλλά δεν έχει κομβικό χαρακτήρα, όπως προσπαθεί να πείσει η πολιτική εξουσία».
Ο Κολτάσοφ αναγνωρίζει ότι χάρη στην υποτίμηση της λίρας η Τουρκία απέκτησε σημαντικό πλεονέκτημα στον τομέα του τουρισμού απέναντι στον κύριο γειτονικό ανταγωνιστή της, την Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στην ευρωζώνη.
Αλλά στην πραγματικότητα η χώρα το μόνο που κάνει είναι να αρχίζει να επιστρέφει ως προορισμός του φθηνού τουρισμού, εκεί όπου βρισκόταν τις δεκαετίες του 1980 και 1990, μέχρι να αρχίσει να ακριβαίνει η τουριστική διαμονή.
«Επιπλέον, η μείωση του κόστους οφείλεται στη μείωση της τιμής της εγχώριας εργατικής δύναμης», υπογραμμίζει ο οικονομολόγος. «Αυτό, βέβαια, αυξάνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και δίνει κάποιο αποτέλεσμα, αλλά προκαλεί κοινωνική κατάπτωση: η Τουρκία δεν προχωρά προς τα εμπρός, αλλά προσπαθεί να επιβιώσει».
Αξιοσημείωτο ρόλο σ’ αυτήν την κατάσταση παίζει η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας, η οποία τήρησε μια σπάνια αντοχή, συγκρατώντας το επιτόκιο στο επίπεδο του 12,25% στη διάρκεια των τελευταίων μηνών. Η κλασική μονεταριστική συνταγή, απέναντι στην επιτάχυνση του πληθωρισμού και τη πτώση της αξίας του εθνικού νομίσματος, είναι η αύξηση των επιτοκίων.
Π.χ. αυτόν τον αντιδημοφιλή τρόπο επέλεξε στα τέλη του 2014 η Τράπεζα της Ρωσίας. Τώρα σε παρόμοια μέτρα προσφεύγει και η Εθνική Τράπεζα της Ουκρανίας, για να αντιμετωπίσει μια ακόμη έκρηξη του πληθωρισμού και έναν νέο κύκλο υποτίμησης της γρίβνας.
Αλλά η ΚΤ της Τουρκίας στην πολιτική των επιτοκίων πρέπει να λάβει υπόψη της και τον πρόεδρο Ερντογάν, ο οποίος είναι υποστηρικτής της αρχής της μέχρι κορεσμού τροφοδοσίας της οικονομίας με σχετικά φθηνά δάνεια.
«Κύρια και άμεση αιτία του πληθωρισμού αποτελεί η αλλαγή των ποσοστών των επιτοκίων. Ζητήσαμε να μειωθούν τα επιτόκια και ως αποτέλεσμα ο πληθωρισμός έπεσε σε μονοψήφια νούμερα. Μόλις τα επιτόκια άρχισαν να αυξάνουν, ο πληθωρισμός εκ νέου έγινε διψήφιος. Λένε ότι η ΚΤ αποτελεί ανεξάρτητο θεσμό και δεν πρέπει να αναμειγνύονται άλλοι. Και ιδού που η μη ανάμειξη οδήγησε στην εξέλιξη των γεγονότων» δήλωσε ο Ερντογάν, στα μέσα του Νοεμβρίου, ζητώντας εκ νέου από την ΚΤ την μείωση των επιτοκίων.
Οι δυτικοί εμπειρογνώμονες, αντιθέτως, συνιστούν στην τουρκική ΚΤ να παίξει με την αύξηση παρά την «ανορθόδοξη» θέση του Ερντογάν. Λίγο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, υπό την απειλή της κατάρρευσης, το επιτόκιο αυξήθηκε από τα 10 στα 12,5%, κάτι που συγκράτησε την υποτίμηση προσωρινά.
Αλλά, ταυτοχρόνως, η κυβέρνηση αποφάσισε να επεκτείνει τις κρατικές εγγυήσεις για τις επιχειρήσεις, και στην οικονομία έπεσαν περίπου 50 δισ. λίρες σε νέα δάνεια. Την ίδια ώρα, οι τουρκικές εταιρείες συσσώρευσαν ένα σημαντικό όγκο δανείων σε συνάλλαγμα, αξίας 300 δισ. δολαρίων, οπότε ο επόμενος γύρος της υποτίμησης δημιούργησε μια νέα σειρά προβλημάτων όχι μόνον για τον πληθυσμό αλλά και για τις επιχειρήσεις.
Τελικώς, η Τράπεζα της Τουρκίας, σε συνεδρίαση της περασμένης Πέμπτης, αποφάσισε να αυξήσει το επιτόκιο συμβολικά κατά μισό τοις εκατό, λόγω του επιπέδου του πληθωρισμού. Ωστόσο, η θέση των τουρκικών αρχών για την ενίσχυση της οικονομίας μέσω δανείων μ’ αυτήν την απόφαση «δεν περπατάει». «Το χρήμα πρέπει να είναι φθηνό, πρέπει να είναι άφθονο και εύκολα προσβάσιμο», δήλωσε σε συνέντευξή του στο Bloomberg ο υπουργός οικονομικών Νιχάτ Ζεϊμπεκτσί.
Παράλληλα, ο Ερντογάν, παρά και την νέα φάση πτώσης της λίρας, συνεχίζει να προωθεί την παλιά του ιδέα -την μετάβαση των εμπορικών σχέσεων με τους βασικούς συμμάχους της Τουρκίας στα εθνικά νομίσματα. Στο τέλος του προηγούμενου έτους απευθύνθηκε με αυτήν πρόταση στην ηγεσία της Ρωσίας και τον Οκτώβριο του 2017 στην 7η συνάντηση κορυφής της «Ισλαμικής ομάδας των οκτώ» (εκτός της Τουρκίας συμμετέχουν το Μπαγκλαντές, η Αίγυπτος, η Ινδονησία, το Ιράν, η Μαλαισία, η Νιγηρία και το Πακιστάν).
«Ο στόχος μας πρέπει να είναι να αυξήσουμε το επίπεδο του κύκλου εμπορίου από τα 100 δις στα 500 δις δολάρια. Γι’ αυτό πρέπει να περάσουμε σε συναλλαγές σε εθνικά νομίσματα. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να εκθέτουμε τις οικονομίες μας στην πίεση του δολαρίου και του ευρώ».
«Το να εμπορευόμαστε με τα εθνικά νομίσματα τώρα δεν είναι πολύ λογικό: σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να το απορρίψουν και να καταφύγουν σε αποθεματικό συνάλλαγμα, για να καθοριστεί το κέρδος και να μην το καταπιεί ο πληθωρισμός», αντιτείνει στον Ερντογάν ο Βασίλι Κολτάσοφ.
«Η τουρκική λίρα χρειάζεται τη διεθνή στήριξη, έτσι ώστε κάποιος να πουλάει δολάρια, να αγοράζει τουρκικά εμπορεύματα σε λίρες και μάλιστα να κρατά κάποιο μέρος των χρημάτων σε λίρες. Σ’ αυτό, ο πρόεδρος της Τουρκίας βλέπει ένα μέσο σταθεροποίησης του εθνικού νομίσματος, διότι καταλαβαίνει ότι οι εσωτερικοί πόροι της σταθεροποίησης έχουν εξαντληθεί. Αλλά αυτό είναι μόνον επιθυμία και η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική, γιατί η λίρα, όπως φαίνεται, θα πέσει κι άλλο, που μπορεί να οδηγήσει σε όξυνση της κοινωνικής έντασης».
Το δεύτερο κύμα της παγκόσμιας κρίσης 2014-2016 έδειξε ότι η Τουρκία είναι μια μικρή και ως εκ τούτου ασταθής οικονομία, η οποία πρέπει να αναζητήσει εξωτερική υποστήριξη. «Κι αυτός είναι ο λόγος που ο Ερντογάν ήταν αναγκασμένος να συμφιλιωθεί με τη Ρωσία και να επιδιώξει θερμές σχέσεις με την Κίνα, παρά το νεο-οθωμανικό του πάθος» κατέληξε ο εμπειρογνώμων.
defence-point