Ο ΕΛΑΣ είχε συγκεντρώσει πολύ μεγάλες δυνάμεις ανταρτών στον Ταύγετο για την επίθεση στα ΤΑ της Μεσσηνίας...
Ο Κλάρας είχε στείλει σαφές μήνυμα ότι εκτός από τον αφανισμό των ταγματασφαλιτών -για τους οποίους είχε διατάξει να εκτελούνται επί τόπου, χωρίς συζήτηση- ήθελε να τιμωρήσει παραδειγματικά και τους δημοκρατικούς κατοίκους της Καλαμάτας, που δεν είχαν προσχωρήσει στο ΕΑΜ.
Γι' αυτό, εκτός από τα κομματικά στελέχη του ΕΑΜ/ΚΚΕ Μεσσηνίας, και ο ίδιος προσωπικά καλούσε κόσμο από τα χωριά της νοτιοδυτικής Αρκαδίας και της βορειοδυτικής Λακωνίας να ακολουθήσουν τον ΕΛΑΣ για να κάνουν πλιάτσικο στην Καλαμάτα... Το ίδιο κάλεσμα έκαναν στις οργανώσεις του νομού και οι ηγέτες του ΕΑΜ/ΚΚΕ Μεσσηνίας, που είχαν συγκεντρωθεί έξω από την πόλη για την επίθεση· ήταν όλοι τους εκεί, με επικεφαλής τους:
Τάσο Κουλαμπά, Μάριο Καμπούρη, Γεώργιο Δάλλα, Στέλιο Διακουμογιαννόπουλο, κ.λπ. Εκτός από τους ηγέτες της Μεσσηνίας, έξω από την Καλαμάτα, ήταν και ηγέτες του ΕΑΜ/ΚΚΕ Πελοποννήσου. Ήταν εκεί ο σκληρός και πανίσχυρος γραμματέας του ΕΑΜ Πελοποννήσου, Αχιλλέας Μπλάνας και ο ψυχρός κι απόμακρος κομμουνιστής Νίκος Μπελογιάννης, ειδικός απεσταλμένος στην Πελοπόννησο του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ, Γιώργου Σιάντου.
Ο Ακρίτας και ο Ωρίων ήταν κοντά στους αντάρτες του ΕΛΑΣ στην επίθεση. Ο δεύτερος, ως καπετάνιος της 9ης ταξιαρχίας, ήταν ο πραγματικός ηγέτης της. Το κάλεσμα προς τα μέλη του ΕΑΜ/ΚΚΕ και τους οπαδούς τους στη Μεσσηνία, όριζε να κατέβουν στην Καλαμάτα οπλισμένοι με ό,τι όπλο η φονικό εργαλείο είχαν. Τουλάχιστον 2.000 ανταποκρίθηκαν, κραδαίνοντας μαχαίρια, κλαδευτήρια, τσεκούρια, τραχάδες (κόσσες), σφυριά, κι ό,τι άλλο φονικό εργαλείο μπορεί κανείς να φαντασθεί. Κάποιοι είχαν εμφανισθεί και με παλιά σπαθιά, από την εποχή της Επανάστασης...
Η Καλαμάτα έπεσε στα χέρια των ανταρτών του ΕΛΑΣ, της ΟΠΛΑ, και του πλήθους από τις επαρχίες που μπήκαν στην πόλη για πλιάτσικο και αυτοδικίες κατά της «αντίδρασης». Η ζωή και η περιουσία των δημοκρατικών πολιτών της Καλαμάτας έγινε πολύ φθηνή.
Αρκούσε να υποδείξει κάποιος σ' έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ ότι ένας πολίτης ήταν «ντυμένος», ή ότι είχε συγγενή του «ντυμένο» για να τον εκτελέσει επί τόπου, ή στην καλύτερη περίπτωση να τον συλλάβει και να τον κλείσει στα πρόχειρα στρατόπεδα. Πολλοί πολίτες της Καλαμάτας, συχνά ολόκληρες οικογένειες, συνελήφθησαν και κλείστηκαν στα πρόχειρα στρατόπεδα, ή είδαν μέλη τους να εκτελούνται, χωρίς να έχουν καμμιά σχέση με τα ΤΑ.
Οι μεγαλύτερες επί τόπου σφαγές αμάχων, έγιναν στις δυτικές συνοικίες της πόλης, εκεί όπου μπήκε ο πιο φανατικός όχλος, από τις επαρχίες Μεσσήνης και Πυλίας.
Προς τα εκεί είχαν καταφύγει και πολλοί κάτοικοι της Καλαμάτας, μακριά από το πεδίο της μάχης, αφού ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε από την πλευρά του Ταϋγέτου, από ανατολικά και νοτιοανατολικά. Στη συνοικία Ράχες την 10η Σεπτεμβρίου, επομένη της μάχης, σφαγιάστηκαν δεκάδες πολιτών. Σ' αυτούς ήταν και πολλοί επώνυμοι, που δεν είχαν προλάβει να φύγουν για τον Μελιγαλά.
Αυτή η κατάσταση στην Καλαμάτα άλλαξε το βράδυ της 11ης Σεπτεμβρίου 1944, όταν η ηγεσία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΚΚΕ διέταξε να σταματήσουν οι αυτοδικίες, τα λυντσαρίσματα, και οι εκτελέσεις στους δρόμους.
Όλοι οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν και κλείστηκαν στους στρατώνες του 9ου Συντάγματος Πεζικού. Εκεί, έγινε διαλογή από ντόπια στελέχη του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΚΚΕ, που αποφάσιζαν για ζωή και θάνατο. Μαρτυρίες ομιλούν για εκτελέσεις μέσα στους θαλάμους (συνήθως σφαγή με μαχαίρι) με τους άλλους κρατουμένους να βλέπουν και να τρέμουν.
Όπως έγινε αργότερα στον Μελιγαλά και στους Γαργαλιάνους, εκείνοι που υπέφεραν θύματα δυσανάλογα των αριθμών τους, ήταν οι δημοκρατικοί πολίτες που είχαν καταφΰγει στην Καλαμάτα από τα χωριά και τις άλλες πόλεις της Μεσσηνίας για να γλυτώσουν την τρομοκρατία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΚΚΕ.
Όταν τους έβλεπαν οι συμπατριώτες τους από τις οργανώσεις της Αριστεράς, που τώρα είχαν μπει «νικητές» στην Καλαμάτα, σήμαινε σίγουρη σύλληψη και συχνά θάνατος. Η φυγή από τα χωριά τους, τους τοποθετούσε αυτόματα στους «προδότες» του «αγώνα» και στην «αντίδραση».
Την 17η Σεπτεμβρίου, ημέρα Κυριακή το απόγευμα, έφεραν μ' ένα φορτηγό από τον Μελιγαλά, δεμένους και φρικτά βασανισμένους, τον νομάρχη Περρωτή και 17 ακόμη αιχμαλώτους.
Στην κεντρική πλατεία, τους περίμενε οργανωμένος όχλος «αγανακτισμένων πολιτών» που τους λυντσάρισε, κτυπώντας τους με κάθε είδους φονικό εργαλείο, εκτός από σφαίρες, προφανώς για να υποφέρουν περισσότερο.
Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ που τους συνόδευαν, δεν προσπάθησαν να εμποδίσουν τον όχλο, γεγονός που αποτελεί την καλύτερη απόδειξη ότι το λυντσάρισμα ήταν οργανωμένη παράσταση.
Τα πτώματα μερικών από τα 18 θύματα τα κρέμασαν στον φανοστάτη της πλατείας Αγίου Γεωργίου, και τα άφησαν εκεί ως την επόμενη ημέρα. Τα πτώματα των 18 θυμάτων μεταφέρθηκαν μετά στη συνοικία Αβραμού και έμειναν έκθετα για μέρες σε κοινή θέα των περαστικών, πριν τα ρίξουν όλα μαζί σ' έναν λάκκο.
Σε συγγενείς των θυμάτων που πήγαν και ζήτησαν τα πτώματά τους για ενταφιασμό, δεν τους επετράπει ούτε καν να τα πλησιάσουν.
Το σύνολο των εκτελεσθέντων στην Καλαμάτα, μετά τη μάχη, δεν έγινε ποτέ γνωστό με αδιαφιλονίκητα στοιχεία (π.χ. βεβαιωμένες καταστάσεις ονομάτων). Ο αριθμός τους κυμαίνεται μεταξύ 570 και 1180.
Σ' αυτούς περιλαμβάνονται και οι 250 περίπου εθνοφύλακες και χωροφύλακες που φονεύθηκαν στη μάχη, ή αμέσως μετά μέχρι το βράδυ της 11ης Σεπτεμβρίου που γίνονταν αυτοδικίες.
pronews