Σαφή θέση υπέρ της τοποθέτησης κεφαλαίων στην Ελλάδα παίρνουν από το πρωί Goldman Sachs και BlackRock δίνοντας «ψήφο εμπιστοσύνης» στην ελληνική οικονομία.
Πιστεύουν ότι η Ελλάδα ήλθε η ώρα « να δώσει λεφτά» στους παγκόσμιους επενδυτές και ουσιστικά συμβουλεύουν τους πελάτες τους ότι «φθάνει η ώρα» για δυναμικές επενδύσεις με σχετικά χαμηλό ρίσκο.
Οι δύο επενδυτικοί κολοσσοί αποφεύγουν τις υπερβολές και σε καμία περίπτωση δεν παραπλανούν.
Ένας νέος δρόμος ανοίχτηκε για την Ελλάδα, όπως σημειώνει η Goldman Sachs
Αναφέρουν όλα τα στοιχεία, περιγράφουν με σαφήνεια την εικόνα της οικονομίας, τις προοπτικές και τους κινδύνους που μπορεί να κρύβει.
Διατηρούν κάποιες πολύ συγκεκριμένες επιφυλάξεις, αλλά ουσιαστικά πιστεύουν ότι η Ελλάδα επιστρέφει στον «κανονικό κόσμο». Η σημαντικότερη μεταβλητή που αναφέρουν, έχει σχέση με το πολιτικό σύστημα και την συμπεριφορά του τους επόμενους μήνες, αλλά αποφεύγουν να προεξοφλήσουν αρνητικές εξελίξεις.
Η Goldman Sachs
Ένας νέος δρόμος ανοίχτηκε για την Ελλάδα, όπως σημειώνει η Goldman Sachs σε σημερινή της έκθεση.
Μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης τον Ιούλιο και μετά από παρατεταμένο αδιέξοδο, η ψυχολογία απέναντι στην Ελλάδα από τους πιστωτές της και τις αγορές, φαίνεται να έχει αλλάξει.
Ωστόσο, ο δρόμος αυτός δεν είναι εύκολος, όπως προειδοποιεί η αμερικάνικη τράπεζα.
Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες δηλώσεις από Έλληνες αξιωματούχους και από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, μαζί με τις πρόσφατες ενέργειες που έχουν σημειωθεί, διαφαίνεται μία νέα πορεία για το μέλλον της χώρας, όπως σημειώνει η GS.
Η Ελλάδα θα μπορέσει να βγει πλήρως από τα επίσημα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής όταν το ισχύον πρόγραμμα λήξει τον Αύγουστο του 2018, κερδίζοντας πιθανώς και ορισμένα μέτρα ελάφρυνσης χρέος. Στη συνέχεια, η χώρα θα επιστρέψει στις αγορές, ενώ θα δέχεται τακτικούς ελέγχους (εποπτεία) από τους Θεσμούς.
Η Ελλάδα έχει ένα σχετικά ελαφρύ πρόγραμμα αποπληρωμής το 2018, επιτρέποντας την προσαρμογή πριν από την εκπνοή των μεγάλων υποχρεώσεων προς την ΕΚΤ και το ΔΝΤ το 2019.
Η εμπιστοσύνη των επενδυτών έχει επίσης επιστρέψει σιγά-σιγά.
Υπό έλεγχο το χρέος
Λίγο κάτω από το 180% του ΑΕΠ, το χρέος της Ελλάδας εξακολουθεί να εμφανίζεται ως πηγή άμεσης ανησυχίας. Ωστόσο, η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε μια τυπική κατάσταση υψηλού χρέους. Η Ελλάδα και οι πιστωτές της έχουν καταφέρει να σταθεροποιήσουν το χρέος, απομονώνοντάς το από τους συμμετέχοντες στην αγορά και έχουν απομακρύνει τις βραχυπρόθεσμες εντάσεις, προχωρώντας σε re-profiling, όπως επισημαίνει η Goldman Sachs.
Υπάρχουν δύο ειδικά χαρακτηριστικά του ελληνικού χρέους που συμβάλλουν στη σταθερότητά του, τονίζει. Πρώτον, το προφίλ του χρέους είναι πολύ μακρύ με χαμηλή μέση ονομαστική απόδοση. Αυτό έχει σταματήσει το φαινόμενο της "χιονοστιβάδας". Δεύτερον, η μεγάλη πλειοψηφία του χρέους έχει μεταφερθεί σε υπερεθνικά ιδρύματα (και στις κυβερνήσεις της ευρωζώνης) και συνεπώς είναι (σιωπηρά) διαπραγματεύσιμο. Αυτό κρατά χαμηλά το βάρος των επιτοκίων και επιτρέπει την επίλυση της κρίσης.
Τα υψηλά πλεονάσματα «κοστίζουν» στην ανάπτυξη
Σύμφωνα με την Goldman Sachs, για την Ελλάδα η τελευταία επιλογή είναι η εφικτή. Δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι τα προγράμματα μακροοικονομικής προσαρμογής επικεντρώθηκαν στην εξασφάλιση στο ότι η Ελλάδα πρέπει να παρέχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα στο μέλλον.
Από την πλευρά της, η Ελλάδα έχει επιδιώξει να αποδείξει την αξιοπιστία της σε αυτή τη διάσταση ξεπερνώντας τους στόχους προγράμματος. Ωστόσο, υπάρχουν και προκλήσεις που δημιουργούνται από αυτό.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα εμποδίζουν την ικανότητα της δημοσιονομικής πολιτικής να τονώσει την ανάπτυξη ή αντισταθμίζουν τις διακυμάνσεις του επιχειρηματικού κύκλου. Τα πλεονάσματα έχουν αποδειχθεί ότι είναι ένας οδηγός-κλειδί στη μείωση του χρέους, αλλά έρχονται με υψηλό κόστος.
Και σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα αντιμετωπίζει αρκετές προκλήσεις. Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι εξακολουθούν να ισχύουν και οι τράπεζες εξακολουθούν να εξαρτώνται από τον ELA και κατέχουν υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζει μεγάλο αριθμό μεταρρυθμίσεων - διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας και μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος - οι οποίες δεν θα αποδειχθούν δημοφιλείς.
Αυτές οι προκλήσεις πραγματοποιούνται, ωστόσο, εντός ενός πιο σταθερού μακροοικονομικού υπόβαθρου, όπως σημειώνει η Goldman Sachs.
Εύθραυστη ισορροπία
Υπάρχουν δύο βασικοί κίνδυνοι που θα μπορούσαν να διαταράξουν τη σχετικά θετική δυναμική της Ελλάδας, προειδοποιεί η Goldman Sachs.
O πρώτος είναι το εγχώριο πολιτικό περιβάλλον και συγκεκριμένα η ικανότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να δεσμευτούν αξιόπιστα για τους στόχους μετά το πρόγραμμα και να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις που έχουν περάσει πρόσφατα μέσω του κοινοβουλίου. Ένα σπάσιμο της δέσμευσης της κυβέρνησης για τους στόχους μετά το πρόγραμμα θα προκαλούσε πιθανότατα ρήξη με τους Ευρωπαίους πιστωτές.
Η εμπειρία του 2015 έδειξε ότι μια τέτοια στρατηγική θα κινδύνευε την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών και θα ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθεί στην πράξη.
Οι επόμενες εκλογές είναι προγραμματισμένες το 2019.
Με βάση πάντως τις τρέχουσες δημοσκοπήσει οι εκλογές θα είναι πιθανό να παραδώσει τη συνέχεια της πολιτικής με τη μορφή είτε μιας κυβέρνησης υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ (η οποία πιθανώς να να τηρήσει τις προηγούμενες δεσμεύσεις της) ή την κεντροδεξιά κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Ένας δεύτερος κίνδυνος είναι ότι η Ελλάδα μπορεί να βιώσει ένα οικονομικό σοκ αρκετά μεγάλο το οποίο θα επιβραδύνει το ΑΕΠ στο βαθμό που το φαινόμενο της «χιονοστιβάδας» θα επανέλεθει σε μια εποχή που ο χώρος της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής είναι πολύ περιορισμένος.
Ένα τέτοιο δυνητικό σοκ μπορεί να προέλθει από την βιαστική άρση των ελέγχων κεφαλαίου, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν bank run.
Tα επόμενα βήματα
Όσον αφορά το βραχυπρόθεσμο διάστημα, το επόμενο εμπόδιο για την Ελλάδα είναι να ολοκληρώσει την τρίτη αξιολόγηση. Οι τεχνικές διαβουλεύσεις μεταξύ του ΔΝΤ, των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και της Ελλάδας έχουν ήδη αρχίσει, και το Eurogroup έχει εκφράσει την επιθυμία να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση μέχρι το τέλος του έτους.
Η Goldman Sachs εκτιμά ότι η τελευταία αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος θα συνοδεύεται από κάποια μορφή ελάφρυνσης του χρέουςΤα προαπαιτούμενα της αξιολόγησης επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στην εφαρμογή των ήδη ψηφισμένων μέτρων, ενώ οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τις ιδιωτικοποιήσεις θα καλυφθούν επίσης.
Η Goldman Sachs εκτιμά ότι η τελευταία αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος θα συνοδεύεται από κάποια μορφή ελάφρυνσης του χρέους.
Σύμφωνα με προηγούμενες δηλώσεις του Eurogroup, είναι απίθανο ότι αυτή θα λάβει τη μορφή άμεσης ελάφρυνσης του χρέους, αλλά μάλλον αυτής της επιμήκυνσης του χρέους (μειώνοντας την καθαρή τρέχουσα αξία του ανεξόφλητου χρέους), και της προσαρμογή των όρων δανεισμού και των επιτοκίων για τη βελτιστοποίηση του προφίλ αποπληρωμής. Αυτό μπορεί να εξαρτηθεί από την εκπλήρωση των στόχων και να ενσωματωθεί στην εποπτεία που θα υπάρξει μετά το πρόγραμμα.
Η έγκαιρη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης θα μπορούσε να ανοίξει την πόρτα για την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της GS, το πλήρες tapering του QE θα έχει ανακοινωθεί πριν από την ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους από την ΕΚΤ κι έτσι δεν θα μπορέσει η Ελλάδα να συμμετάσχει στο πρόγραμμα. Ωστόσο, η έγκαιρη ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης θα ανοίξει την πόρτα για να συμπεριληφθεί η Ελλάδα στο QE στους τελευταίους μήνες του προγράμματος.
Και στις δύο περιπτώσεις, η ατζέντα πέρα από την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης θα είναι σταδιακή βελτίωση της πρόσβασης στις αγορές, εν αναμονή των μεγάλων αποπληρωμών χρέους που έχουν προγραμματιστεί για το 2019. Σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη πρόσβαση στην αγορά, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος και να άρει τελικά τα capital controls. O δρόμος μπροστά δεν είναι εύκολος, αλλά η Ελλάδα λειτουργεί τουλάχιστον σε ένα σταθερό μακροοικονομικό πλαίσιο, καταλήγει η Goldman Sachs.
Και η BlackRock
Στην «καλή λίστα» του επενδυτικού κολοσσού BlackRock φαίνεται ότι βρίσκεται πλέον η Ελλάδα, παρά τα προβλήματα που έχει αντιμετωπίσει η χώρα μας την τελευταία δεκαετία.
Όπως μεταδίδουν οι «Financial Times», στη νεότερη ανάλυση της η BlackRock χαρακτηρίζει την Ελλάδα χώρα που αναδύεται από τα προβλήματα των προηγούμενων ετών και υποστηρίζει ότι η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης μπορεί να «ξεκλειδώσει σημαντική ζήτηση από επενδυτές».
Ο Κρις Κολούνγκα, που διευθύνει τον βραχίονα Emerging Europe PLC της BlackRock, σημείωσε ότι τα ελληνικά ομόλογα θα μπορούσαν εν τέλει να ενταχθούν στην ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μειώνοντας το κόστος δανεισμού για την κυβέρνηση και προσδίδοντας ασφάλεια στους επενδυτές.
Σε συνδυασμό με την οικονομική ανάκαμψη, η είσοδος στην ποσοτική χαλάρωση σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν να καθησυχάσουν όσους ανησυχούν για την σταθερότητά τους, προσέθεσε ο κ. Κολούνγκα.
Σημείωσε τέλος ότι υπάρχει μεγάλο περιθώριο για ενίσχυση των μετοχών το χρηματοπιστωτικού κλάδου στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
Και οι Γάλλοι στον... χορό των επενδύσεων μέσω Μακρόν
Ψήφο εμπιστοσύνης της Imerys στην ελληνική οικονομία αποτελεί η ενσωμάτωση της S&B στον γαλλικό όμιλο, όπως ανέφερε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος Ζιλ Μισέλ, στο πλαίσιο συνάντησης με δημοσιογράφους. Καταλυτικό χαρακτηρίζει τον ρόλο Μακρόν για την Ελλάδα.
«Τα τελευταία δυο χρόνια εξακολουθήσαμε να επενδύσουμε στην Ελλάδα. Οι επενδύσεις μας έγιναν σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο για την Ελλάδα και η απόφασή μας αποτελούσε μια σαφή ψήφο εμπιστοσύνης. Δεν χάσαμε ποτέ την εμπιστοσύνη μας στην ελληνική οικονομία και στην ικανότητα των Ελλήνων να ξεπεράσουν την κρίση και να επιστρέψουν στην οικονομική σταθερότητα και τη βιώσιμη ανάπτυξη» ανέφερε ο κ. Μισέλ και συνέχισε:
«Ακόμη περισσότερο σήμερα, έχουμε τη βεβαιότητα ότι η Ελλάδα αφήνει τις δυσκολίες πίσω της και εξετάζουμε περαιτέρω βήματα για να ενισχύσουμε την παρουσία μας στη χώρα.
Την αισιοδοξία μας αυτή μοιράζονται και άλλοι. Η πρόσφατη επίσκεψη στην Αθήνα του Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν αποσκοπούσε στο να επιβεβαιώσει την εμπιστοσύνη του γαλλικού λαού και της γαλλικής επιχειρηματικής κοινότητας στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας».
zougla