«Αυτόν τον καιρό δεν υπάρχει δρόμος ο οποίος να οδηγεί απ΄ ευθείας το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD) στην καγκελαρία.
Η ευφορία από την ανακήρυξη του Μάρτιν Σουλτς ως υποψηφίου καγκελαρίου, θεωρήθηκε απερίσκεπτα ως η πολυαναμενόμενη εναρμόνιση με την αριστερή πολιτική του SPD. Πολλοί ήθελαν πραγματικά “κάτι εντελώς διαφορετικό”. Ήθελαν έναν Γερμανό Μπέρνι Σάντερς.
Ήταν η απαρχή της ελπίδας ότι ο μεγάλος συνασπισμός θα τελειώσει επιτέλους. Όποιος το αντιλαμβάνεται αυτό θα πρέπει όμως να απελευθερωθεί επιτέλους ο ίδιος από τη βαβυλώνια αιχμαλωσία της μη εστεμμένης βασίλισσας της Ευρώπης και του λόρδου σφραγιδοφύλακά της Σόιμπλε» γράφουν σε κοινό τους άρθρο η Αντιε Φόλμερ, πράσινη πολιτικός και επί σειρά ετών (1994-2005) αντιπρόεδρος του γερμανικού Κοινοβουλίου (Μπούντεστακ) και ο ιστορικός και μέλος του SPD Πέτερ Μπραντ, γιος του Βίλι Μπραντ, στην εφημερίδα του Βερολίνου Tagesspiegel.
«Και υπάρχουν σημαντικοί λόγοι, ιδίως εξωτερικής πολιτικής, για να γίνει αυτό: Έχει περάσει απαρατήρητο από τα εγχώρια μέσα ενημέρωσης το γεγονός ότι η εικόνα των Γερμανών έχει αμαυρωθεί σε ανησυχητικό βαθμό. Όσο περισσότερο η γερμανική κυβέρνηση κυριαρχεί στις Βρυξέλλες, τόσο περισσότερο γίνεται μισητή. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα, την Ισπανία και την Αγγλία, ακόμα και για τη Γαλλία όπου η οριοθέτηση με τη Γερμανία ήταν αποφασιστικής σημασίας για τους υποψήφιους προέδρους.
Η σκληρή παιδαγωγική, την οποία εκροσωπεί ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με τον ρόλο του αυστηρού επιτηρητή, αποπνέει δογματισμό. Και ποιος είναι ο απολογισμός; Η ισχυρότερη πολιτικός της ηπείρου μετέτρεψε τον όρο “μεταρρυθμίσεις” σε εφιάλτη των λαών της Ευρώπης. Έτσι απέτυχε επί της ουσίας στην αποστoλή της. Εγκατέστησε με τα ειδικά πλεονεκτήματα της γερμανικής οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής ένα καθεστώς ειδικών κερδών, υπό τα οποία στενάζουν οι οικονομίες της νότιας Ευρώπης» τονίζουν στο κοινό άρθρο τους οι δύο σημαντικές προσωπικότητες της γερμανικής αντιπολίτευσης.
«Στα χαρακτηριστικά της εποχής Μέρκελ ανήκουν και οι φυγόκεντρες δυνάμεις, οι οποίες αναπτύχθηκαν εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Στον αρνητικό απολογισμό της εξωτερικής πολιτικής Μέρκελ ανήκει επίσης το γεγονός ότι εν τω μεταξύ διαλύθηκαν εντελώς οι σχέσεις με τη Ρωσία.
Από την εποχή του Βίλι Μπραντ, η πολιτική της ύφεσης ίσχυε -και για τον Χέλμουτ Κολ, τον Χανς -Ντίτριχ Γκένσερ έως το Γκέρχαρντ Σρέντερ- ως ακρογωνιαίος λίθος της κοινής πολιτικής ειρήνης και ασφάλειας στην Ευρώπη. Αυτό το οποίο αντιθέτως σήμερα ονομάζεται “εξωτερική πολιτική ανθρωπίνων δικαιωμάτων” είναι στην πραγματικότητα μια πολιτική επεμβάσεων και κυρώσεων, στηριγμένη στην ηθική με ισχυρά ανορθολογικά στοιχεία ρωσοφοβίας.
Θα πρέπει τουλάχιστον να ληφθεί υπόψη ότι μια τέτοια πολιτική εκλαμβάνεται ως βαθιά άδικη από ένα θύμα μιας γερμανικής επίθεσης και ενός καταστροφικού πολέμου, το οποίο εν τούτοις άνοιξε την αποφασιστικής σημασίας συζήτηση για τη γερμανική επανένωση. Ποιον οφελεί άραγε μια τέτοια μόνιμη σύγκρουση φορτισμένη από προκαταλήψεις; Μόνο τα γεράκια και των δύο πλευρών!
Καθαρά οικονομικά, χάθηκαν πολλές ευκαιρίες οι οποίες είχαν δημιουργηθεί από την εποχή Γκορμπατσόφ μετά από μια μικρή φάση απεριόριστων δυνατοτήτων ανάπτυξης. Αλλά και τα περιθώρια ελιγμών της Γερμανίας σε διεθνείς συγκρούσεις περιορίστηκαν. Οι εποχές της πολιτικής της ισορροπίας των διαφορών μεταξύ Ανατολής και Δύσης και των συγκεριμένων ελιγμών εντός του δυτικής συμμαχίας, όπως εκείνη του Γκέρχαρντ Σρέντερ το 2003 με το “όχι” στο πόλεμο του Ιράκ, παρήλθαν…. Απέναντι στην “σύμμαχο” Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία, η οποία ανήκει στους πιο βίους καταστολείς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επικρατεί μια ρεαλιστική διπλή ηθική» σημειώνουν η κ. Φόλκερ και ο κ. Μπραντ.
Και καταλήγουν: «Σε αυτό το σημείο πρέπει αν τεθεί το ερώτημα: Που είναι το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD), οι Πράσινοι, το κίνημα ειρήνης, που είναι οι διδαχές από την εποχή της υπέρβασης των στρατοπέδων του ψυχρού πολέμου; Που είναι η άλλοτε μεγάλη παράδοση της αλληλεγγύης της Αριστεράς στην περίπτωση της ανυπόφορης ταπείνωσης της Ελλάδας; Που είναι το σχέδιο για την ειρήνευση της Μέσης Ανατολής, στο οποίο η γερμανική πολιτική να μην είναι ο μονόπλευρος υποστηρικτής ενός εμπόλεμου μέρους αλλά ο μεσολαβητής; Με τα λανθασμένα διδάγματα από τις αλλαγές του 1989 η Αριστερά βρίσκεται συνολικά σε κρίση ταυτότητας και έχει απωλέσει τον προσανατολισμό της, πράγματα τα οποία οδήγησαν σε εκτεταμένη ήττα της και στην ανυποληψία. Ισως αυτό να μην ήταν αναπόφευκτο. Το γεγονός όμως ότι μεγάλο μέρος των σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων ηγετικών στελεχών χωρίς να παρίσταται ανάγκη περιήλθαν σε μια παρατεταμένη αιχμαλωσία των νεοφιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών πολιτικών και στρατηγικών, των οποίων η πρακτική του άγριου πειραματισμού των τελευταίων 25 ετών δεν πείθει κανέναν, δεν οφείλεται παρά μόνο στην δική τους ανωριμότητα».
ΠΗΓΗ:ΑΠΕ/militaire