+ Ιωάννου Γ. Νιώτη*
Μια άκοπη κόλλα ροζ, που με το χνούδι της
λίγες στιγμές νωρίτερα είχε βγάλει
μαζί μετ άλλα που ξεφούρνιζε χαρτιά
η μηχανή χαρτοποιίας, η μεγάλη.
-----
Έπλαθε της ζωής της, το γλυκόνειρο
και τα προσόντα της μετρώντας φανταζόταν
πως κάποια μέρα, αργά-μα ίσως και γρήγορα
κάτι...σπουδαίο και αξίας θα γινόταν.
-----
Ίσως-ποιος ξέρει-κάποια εικόνα αγαπητή
που θα την γέμιζαν φιλήματα και χάδια
ίσως ακόμα κι ένα γράμμα ερωτικό
που ευλαβικά θα διάβαζαν τα βράδια.
-----
Αλλ΄ ο μεγάλος "πρωτομάστορας" που ρύθμιζε
τις τύχες των χαρτιών, τη βρήκε φίνα
αλλά μ΄ αδύναμο κορμί...πολύ φτωχή
και πρόσταξε να γίνει ...Σερπαντίνα!
-----
Μια μέρα, κάποιος πλούσιος την αγόρασε
και την οδήγησε σ ένα όμορφο σαλόνι!
Φώτα παντού κι αρώματα ερωτιάρικα
και στην ψυχή της, κάποια ελπίδα αναφτερώνει.
-----
Όμως σε λίγο εκείνος την επέταξε
και στο μυαλό της σερπαντίνας δεν χωρούσε
το πως αφού προ ολίγου την αγόρασε
για ένα άλλο γούστο τώρα την ...πετούσε!
-----
Έμεινε στο κενό λίγο μετέωρη
σαν να μετρούσε του "πατώματος" το βάθος
ένας ωραίος πιερότος την εκύταξε
κι απελπισμένη...τον αγκάλιασε με πάθος.
-----
Την πήρε αυτός, τη χάρηκε, τη χόρεψε
λίγες στιγμές στη σάλα τη μεγάλη
κι έπειτα...την κομμάτιασε, την πέταξε
την πάτησε, κι ήρθαν κατόπιν κι άλλοι, κι άλλοι.
-----
Και την πατούσαν, κι όλο την πατούσανε
κι απ το κορμί της πάνω όλο και περνούσαν
άμετρα πόδια ξένων, βρώμικα, ακάθαρτα
π΄όλο και την μάραιναν και την κλωτσούσαν...
-----
Και πέθανε στη λάσπη! ...Το πρωϊ
στων σκουπιδιών το κάρρο, μια κηδεία
κι΄ένας "παλιάτσος" κοιτούσε και χαχάνιζε
"αφ΄ υψηλού" με της ζωής την κωμωδία.-