ΕΔΩΣΕ ΤΟ «ΣΤΙΓΜΑ» ΤΟΥ SPD ΜΟΛΙΣ ΑΥΤΟ ΑΝΕΛΘΕΙ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
«Το να ζητάς από την Ελλάδα πλεονάσματα 3,5% δεν είναι οικονομία αλλά βουντού» είπε ο Γερμανός ΥΠΕΞ δίνοντας το «στίγμα» της πολιτικής του SPD μόλις αυτό ανέλθει στην εξουσία μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου
Δεν είναι τυχαίο που στην ελληνική κυβέρνηση θεωρούν ότι εάν υπάρξει αλλαγή στην γερμανική ηγεσία θα αλλάξει και η συμπεριφορά της χώρας απέναντι στα υπόλοιπα μέλη της ΕΕ.
Άλλωστε το SPD έχει ταχθεί σαφώς κατά της λιτότητας και θεωρεί ότι η Α.Μέρκελ έχει προξενήσει εχθρότητα απέναντι στη Γερμανία.
«Το να ζητά κανείς από την Ελλάδα να έχει στον προϋπολογισμό της πλεόνασμα 3,5% ετησίως, για ένα χρονικό διάστημα δέκα ετών, είναι οικονομία βουντού. Η επανάληψη της συζήτησης για την αποχώρηση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη είναι το τελευταίο το οποίο χρειαζόμαστε τώρα.
Ηδη, από τώρα στοιχηματίζουν κατά του ευρώ, τα σπρεντς ανεβαίνουν. Αυτό δεν είναι προς το συμφέρον της Γερμανίας. Το SPD μπαίνει στον προεκλογικό αγώνα με τον στόχο να διατηρηθεί η ενότητα της Ευρώπης. Θέλουμε να βάλουμε ένα τέλος στο ανόητο αφήγημα ότι η Γερμανία είναι το κράτος που εισφέρει περισσότερα από όσα εισπράττει και είναι ούτως ειπείν το υποζύγιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ολα όσα επενδύουμε στην Ευρώπη τα παίρνουμε πίσω πολλαπλάσια. Το 60% των εξαγωγών μας γίνεται προς την Ευρώπη» αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας σε συνέντευξή του στην Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ)
«Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι νιώθουν ότι η Γερμανία τους δασκαλεύει και ότι δεν υποχωρεί η ίδια ούτε σε μικροπράγματα, αλλά ζητά αλληλεγγύη όταν πρόκειται για τα δικά της συμφέροντα. Φυσικά και υπάρχουν σοβαροί λόγοι να σέβεται κανείς τα κριτήρια σταθερότητας, νομίζω όμως ότι έχουμε φτάσει σε ένα σημείο στο οποίο πρέπει να προσεγγίσουμε ο ένας τον άλλον περισσότερο» υπογραμμίζει ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός.
Στο ερώτημα αν η Ελλάδα γίνει κεντρικό θέμα του γερμανικού προεκλογικού αγώνα, δεδομένου ότι το κόμμα του (SPD) κατηγορεί τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ότι διακινδυνεύει με την πολιτική του απέναντι στην Ελλάδα το Grexit, o Ζίγκμαρ Γκάμπριελ απαντά:
«Πιστεύω πως είναι σαφές στην Χριστιανοδημοκρατική Ενωση (CDU/CSU), πρωτίστως όμως στην καγκελάριο, ότι η επανάληψη της συζήτησης για την αποχώρηση της Ελλάδας από την Ευρώπη είναι το τελευταίο το οποίο χρειαζόμαστε τώρα. Οι ακρωτηριασμοί δεν είναι οι πλέον ελκυστικές μέθοδοι
θεραπείας. Πιστεύω ότι και οι Γερμανοί συντηρητικοί δεν έχουν κανένα συμφέρον να πυροδοτήσουν τους κινδύνους οι οποίο συνδέονται με κάτι τέτοιο. Ηδη από τώρα στοιχηματίζουν κατά του ευρώ, τα σπρεντς ανεβαίνουν. Αυτό δεν είναι προς το συμφέρον μας».
Eρωτηθείς εάν θεωρεί ότι ο Μάρτιν Σουλτς υπερασπίζεται τα γερμανικά συμφέροντα με το να συνηγορεί υπέρ του κουρέματος του ελληνικού χρέους ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, επισημαίνει: «Για κούρεμα του χρέους μιλά καταρχάς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο αμφιβάλλει ότι οι εκτιμήσεις των Βρυξελλών για εξόφληση του χρέους της Αθήνας είναι ρεαλιστικές. Το να ζητά κανείς από την Ελλάδα να έχει στον προϋπολογισμό της πλεόνασμα 3,5% ετησίως για ένα χρονικό διάστημα δέκα ετών είναι οικονομία βουντού».
Ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ τονίζει ακόμα ότι «το SPD μπαίνει στον προεκλογικό αγώνα με τον στόχο να διατηρηθεί η ενότητα της Ευρώπης. Θέλουμε να βάλουμε ένα τέλος στο ανόητο αφήγημα ότι η Γερμανία είναι το κράτος που εισφέρει περισσότερα από όσα εισπράττει και είναι ούτως ειπείν το υποζύγιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ολα όσα επενδύουμε στην Ευρώπη τα παίρνουμε πίσω πολλαπλάσια. Το 60% των εξαγωγών μας γίνεται προς την Ευρώπη και όχι προς τις ΗΠΑ ή την Κίνα.
Θα τασσόμουν μάλιστα υπέρ του να κάνει η Γερμανία περισσότερες επενδύσεις στην Ευρώπη. Πρέπει να υπάρξουν όμως ανταλλάγματα, να μπει δηλαδή ένα τέλος στον παράλογο ανταγωνισμό του φορολογικού ντάμπινγκ».
Στο ερώτημα της FAZ εάν μετεκλογικά, εφόσον το κόμμα του βγει πρώτο στις εκλογές, υπάρχει το ενδεχόμενο να σχηματισθεί κοκκκινο-κοκκινο-πράσινος (SPD-Die Linke-Die Gruenen) κυβερνητικός συνασπισμός ο κ. Γκάμπριελ, εκτιμά: «Πιστεύω ότι το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα είναι δυνατόν να σχηματίσει την επόμενη γερμανική κυβέρνηση. Για κάτι τέτοιο υπάρχουν διάφορες επιλογές, όχι μόνον μία. Στο τέλος ο Μάρτιν Σουλτς θα σχηματίσει μια αξιόπιστη και σταθερή κυβέρνηση. Εναπόκειται σε άλλα κόμματα να αποδείξουν ότι έχουν τη βούληση και είναι σε θέση για κάτι τέτοιο»