Και όμως η Ελλάδα κινήθηκε με τον δεύτερο (έστω και ασθενικό) μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρώπη δείχνοντας έτσι ότι κάτι αλλάζει προς το καλύτερο ενώ αυξάνονται οι πιθανότητες να έρθουν σύντομα επενδύσεις στην χώρα.
Ποσοστό 56% των διεθνών επενδυτών σχεδιάζει να αυξήσει την παρουσία του στην Ευρώπη, παρά την τρέχουσα γεωπολιτική αστάθεια, καθώς και την αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Ernst & Young (EY), 2017 European attractiveness survey -Plan B for Brexit.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η διαπίστωση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα ευρήματα της αντίστοιχης έρευνας της EY που διενεργήθηκε τον Μάιο του 2016, σύμφωνα με την οποία μόνο το 36% των ευρωπαίων επενδυτών έδειχνε θετική επενδυτική προδιάθεση για την Ευρώπη.
Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές οικονομίες αναπτύχθηκαν με ταχύτερους ρυθμούς το 2016, με τη Eurostat να καταγράφει μέσο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της Ευρωζώνης 1,7% για το τρίτο τρίμηνο του έτους, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2015.
Ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης των χωρών της Ευρωζώνης ήταν 0,3% σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2016, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι η Ελλάδα, με ρυθμό ανάπτυξης 0,8%, βρέθηκε στη δεύτερη θέση μαζί με την Πορτογαλία, μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ, μετά τη Σλοβενία, η οποία κατέγραψε 1,0%.
Οι επενδυτές ανέφεραν την αστάθεια στην ευρωπαϊκή ήπειρο ως την κύρια ανησυχία τους, όσον αφορά στα μελλοντικά επενδυτικά τους σχέδια. Παρόλα αυτά, το ανθρώπινο κεφάλαιο, η ικανότητα καινοτομίας και η μεγάλη, ενιαία αγορά, καθώς και το παραγωγικό σύστημα της Ευρώπης, εξακολουθούν να αποτιμώνται θετικά από τους διεθνείς επενδυτές.
Από τους 254 παγκόσμιους επενδυτές που συμμετείχαν στην έρευνα, το 37% θεωρεί την υψηλή μεταβλητότητα του συναλλάγματος, των βασικών εμπορευμάτων και των κεφαλαιαγορών ως το μεγαλύτερο κίνδυνο για τις επενδυτικές αποφάσεις στην Ευρώπη. Την ίδια στιγμή, το 32% ανέφερε την οικονομική και πολιτική αστάθεια εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), εκτός του Brexit, ως το δεύτερο μεγαλύτερο κίνδυνο, ενώ ακολούθησαν οι επιπτώσεις του Brexit με 28%.
Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι οι επενδυτές που η ΕΥ παρακολουθεί μέσω της έρευνάς της εξακολουθούν να έχουν ισχυρή επενδυτική διάθεση για την Ευρώπη, παρά την αστάθεια και το μικτό γεωπολιτικό περιβάλλον. Ωστόσο, η υπομονή των επενδυτών έχει όρια. Η ιστορική ελκυστικότητα της Ευρώπης ως επενδυτικού προορισμού έχει χτιστεί πάνω στη βεβαιότητα και την προβλεψιμότητα. Η Ευρώπη κινδυνεύει να αναπτύξει το προφίλ «γεωπολιτικού κινδύνου» μιας αναδυόμενης αγοράς, χωρίς, όμως, τις ανάλογες αποδόσεις. Στο προσεχές μέλλον, οι τελικές επενδυτικές αποφάσεις θα επηρεάζονται τόσο από καθαρά οικονομικούς παράγοντες, όσο και από πολιτικές σκοπιμότητες.
Οι αυξημένοι γεωγραφικοί και πολιτικοί κίνδυνοι σε ολόκληρη την Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο ωθούν μία στις δέκα επιχειρήσεις με παρουσία στην Ευρώπη να αναθεωρήσουν το γεωγραφικό τους αποτύπωμα. Ωστόσο, η έρευνα διαπιστώνει ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του Ηνωμένου Βασιλείου για την παραμονή στην ΕΕ αποτελεί πολύ μεγαλύτερη πηγή ανησυχίας για τις ξένες επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στο Ηνωμένο Βασίλειο (33%), σε σύγκριση με εκείνες που δεν είναι (15%).
Οι επιχειρήσεις που δεν είναι εγκατεστημένες στο Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρουν τη γεωπολιτική και την ευρύτερη αστάθεια της ΕΕ (31%), σε συνδυασμό με την επιβράδυνση των εμπορικών ροών (30%), ως τις πιο άμεσες ανησυχίες τους. Το 14% των ξένων επενδυτών με παρουσία στο Ηνωμένο Βασίλειο σχεδιάζει να αλλάξει ή να μετεγκαταστήσει ορισμένες από τις ευρωπαϊκές του δραστηριότητες μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, εάν το Ηνωμένο Βασίλειο εγκαταλείψει την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά.
Συνολικά, το 11% σχεδιάζει να μεταβάλει την παρουσία του στο Ηνωμένο Βασίλειο στα πλαίσια της Ευρώπης, μετά το Brexit. Η Γερμανία αναφέρθηκε ως ο προτιμώμενος προορισμός για τους επενδυτές που σκοπεύουν να μετακινηθούν από το Ηνωμένο Βασίλειο (54%), ακολουθούμενη από την Ολλανδία (33%) και τη Γαλλία (8%).
Οι επιχειρήσεις χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών είναι οι λιγότερο αισιόδοξες όσον αφορά στις προοπτικές ανάπτυξής τους στην Ευρώπη κατά τα επόμενα τρία χρόνια: μόνο το 12% προβλέπει ισχυρή ανάπτυξη, ενώ το 6% αναμένει «ελαφρά μείωση» της υφιστάμενης παρουσίας του στην περιοχή.
Οι επιχειρήσεις χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών είναι οι λιγότερο αισιόδοξες όσον αφορά στις προοπτικές ανάπτυξής τους στην Ευρώπη κατά τα επόμενα τρία χρόνια: μόνο το 12% προβλέπει ισχυρή ανάπτυξη, ενώ το 6% αναμένει «ελαφρά μείωση» της υφιστάμενης παρουσίας του στην περιοχή.
Οι επιχειρήσεις χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, σε σχεδόν διπλάσιο ποσοστό από τις επιχειρήσεις μεταποίησης, αναφέρουν την αστάθεια της ΕΕ (51%) και το Brexit (41%) μεταξύ των τριών κορυφαίων κινδύνων για την ανάπτυξη, ενώ η μεταβλητότητα αντιμετωπίζεται ως ένας κατά πολύ λιγότερο σοβαρός κίνδυνος.
Ο τομέας της τεχνολογίας κυριαρχεί στην ανάπτυξη στην Ευρώπη. Το 72% των ερωτηθέντων σχεδιάζει να επενδύσει στην Ευρώπη μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, εκ των οποίων, το 33% αναμένει σημαντική αύξηση της παρουσίας του, αναγνωρίζοντας την Ευρώπη ως κέντρο αναδυόμενων τεχνολογιών, όπως η τεχνητή νοημοσύνη (artificial intelligence ? AI), το Internet of Things (IoT) και η ρομποτική.
Οι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις επίσης κυριαρχούν στην ανάπτυξη, καθώς περισσότερες από δύο στις τρεις αναμένουν αύξηση της παρουσίας τους στην Ευρώπη, ενώ το 26% σχεδιάζει σημαντική επέκταση.
Πάνω από το 70% των ξένων επενδυτών αναφέρει ότι έχει ήδη αισθανθεί κάποιες επιπτώσεις μετά το δημοψήφισμα του Ηνωμένου Βασιλείου για την παραμονή στην ΕΕ. Οι επενδυτές αυτοί έχουν αντιληφθεί επιπτώσεις σε τουλάχιστον ένα τμήμα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων στην Ευρώπη, αναφέροντας ειδικότερα τα λειτουργικά περιθώρια, το κόστος αγοράς και τις πωλήσεις.
Οι επιχειρήσεις με ισχυρή παρουσία στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι εκείνες που έχουν υποστεί το ισχυρότερο πλήγμα, με το 31% να αναφέρει αύξηση του κόστους αγορών, ενώ το ίδιο ποσοστό διαπιστώνει πίεση στα λειτουργικά περιθώρια.
Η αξιολόγηση και η διαχείριση των άμεσων επιπτώσεων του Brexit στα κόστη (εισαγωγών σε μεγάλο ποσοστό) και την εφοδιαστική αλυσίδα αποτελούν βασικές ανησυχίες για τους ερωτηθέντες, με το 32% και το 27% αντίστοιχα, να αναφέρουν τα ζητήματα αυτά ως θέματα προτεραιότητας στην ατζέντα τους.
Παρά τις ανησυχίες σχετικά με το γεωπολιτικό περιβάλλον, μόνο το 4% των ερωτηθέντων αναφέρει ότι είναι καλά προετοιμασμένο για την αβεβαιότητα που απορρέει από τους νέους κινδύνους και το μεταβαλλόμενο ρυθμιστικό περιβάλλον.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ