Γράφει η Σοφία Βούλτεψη |
Σε αντίθεση με τον επιθετικό τρόπο με τον οποίο αντιδρά η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στα δημοσιεύματα του Τύπου (ελληνικού και ξένου), η κυβέρνηση Σαμαρά ουδέποτε διανοήθηκε όχι να επιτεθεί, αλλά ούτε καν να αναφερθεί με αρνητικό τρόπο σε δημοσιεύματα, όσο επικριτικά και αν ήσαν.
Συνεχίζοντας το case study με αφορμή δημοσίευμα των Financial Times (που δέχθηκαν σφοδρή επίθεση από την κυβέρνηση) αξίζει να θυμηθούμε μερικά από τα αρνητικά ρεπορτάζ της συγκεκριμένης εφημερίδας όσον αφορά στην προηγούμενη κυβέρνηση – χωρίς ποτέ να υπάρξει απαξιωτική απάντηση όσον αφορά στην πολύ σκληρή κριτική της.
Στις 23 Ιουλίου 2013, οι FT έγραψαν πως η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει «κουτσαίνοντας» να ακολουθεί πιστά την γραμμή της Γερμανίας (όσον αφορά στην αναδιάρθρωση του χρέους).
Δεδομένου ότι το θέμα του χρέους είχε τεθεί ήδη από τον Νοέμβριο του 2012 και είχε περιληφθεί στη Δήλωση του Eurogroup και δεδομένου ότι το θέμα συνέχισε να τίθεται από την ελληνική κυβέρνηση, σίγουρα κάποια απάντηση μπορούσε να υπάρξει. Αποφεύχθηκε, όμως, παρά την απαξιωτική χρήση των λέξεων.
Στις 9 Δεκεμβρίου 2013, η ίδια εφημερίδα προχώρησε σε παραινέσεις προς τον πρωθυπουργό Σαμαρά, υπό τον τίτλο «Να μην το παρακάνει ο Σαμαράς». Κάνοντας αναφορά στο γεγονός ότι ο προϋπολογισμός είχε ψηφιστεί από τη Βουλή χωρίς προηγούμενη έγκριση από την τρόικα, η εφημερίδα έγραψε πως «στήνεται σκηνικό έντασης με τους εκπροσώπους των δανειστών» και καλούσε τον Σαμαρά «να είναι προσεκτικός και να μην το παρακάνει, καθώς, αν και η ελληνική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί τον επόμενο χρόνο, οι προοπτικές της είναι ακόμα εύθραυστες».
Δηλαδή, η εφημερίδα αν και γνώριζε και αναγνώριζε τις προόδους, κρατούσε συνεχώς μια επιφυλακτική στάση που τελικά ευνοούσε τον ΣΥΡΙΖΑ.
Παρ’ όλα αυτά, η ελευθερία του Τύπου είναι ιερή και ουδέποτε διανοήθηκε τότε κάποιος να απαντήσει στην εφημερίδα – πόσο μάλλον να της επιτεθεί.
Μάλιστα, οι FT (που αργότερα δεν θα είχαν και μεγάλο πρόβλημα με τις κορώνες του ΣΥΡΙΖΑ), έγραφαν για αναζωπύρωση των φόβων περί μεταστροφής της στάσης Σαμαρά και υιοθέτηση της αντιμνημονιακής στάσης που είχε όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση.
Άφηνε μάλιστα αιχμές κατά του τότε πρωθυπουργού, για το πώς θα μοιραστεί το πρωτογενές πλεόνασμα, επικαλούμενη δήλωση πρώην υπουργού τον οποίο χρησιμοποιούσε ως πηγή αν και δεν κατονόμαζε:
«Είναι ένας δελεαστικός αλλά επικίνδυνος δρόμος, να μοιράζεις δώρα ενώ ακόμη προσπαθείς να σταθεροποιήσεις την οικονομία. Μπορεί να προμηνύει και άλλους συμβιβασμούς σε ομάδες συμφερόντων που στο τέλος θα ισοδυναμεί με υπονόμευση όσων έχουν επιτευχθεί με κόστος».
Παρ’ όλα αυτά, η τότε κυβέρνηση δεν διανοήθηκε να μιλήσει για «μονομέρεια πηγών», όπως έπραξε η σημερινή. Σημειώστε πως και τότε η εφημερίδα είχε χρησιμοποιήσει τις ίδιες (κατονομαζόμενες) πηγές όπως και πρόσφατα.
Η «φούσκα» των FT
Έτσι, φτάσαμε στην κατά μέτωπο «επίθεση» της εφημερίδας όταν η χώρα βγήκε στις αγορές, γεγονός που στις 2 Μαΐου 2014 αποκάλεσε «φούσκα», καθώς, όπως αναφερόταν στο δημοσίευμα, «ακόμη και η χρεοκοπημένη Ελλάδα - που επέβαλε ''κούρεμα΄' στους ιδιώτες ομολογιούχους πριν μόλις δύο χρόνια, χρωστάει... ένα βουνό στην ΕΕ και το ΔΝΤ και παραμένει εξαρτημένη από την χρηματοδότησή τους- πρόσφατα βγήκε στις αγορές με 5ετή έκδοση και yield μόλις 4,95%. Δεδομένου ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος –στο 175% του ΑΕΠ και αυξάνεται- παραμένει αφόρητα μεγάλο, οι επενδυτές ουσιαστικά τζογάρουν με την προοπτική ότι η κυβέρνηση θα δώσει προτεραιότητα στην αποπληρωμή τους και η ευρωζώνη θα είναι πρόθυμη να προσφέρει κάποια ακόμη ανακούφιση από το χρέος».
Μάλιστα, εκείνη την περίοδο, το συγκεκριμένο δημοσίευμα (που η τότε κυβέρνηση δεν διανοήθηκε να αποκαλέσει «υπονομευτικό» της προσπάθειας για έξοδο στις αγορές), είχε αρκούντως αξιοποιηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ μέσα στο κοινοβούλιο, με τον τότε κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, Δ. Παπαδημούλη να εγκαλεί την κυβέρνηση για την «επιχείρηση ''τεχνητή ευφορία''», επικαλούμενος ακριβώς τους FT.
Τον Ιούλιο του 2014, με σειρά άρθρων της η εφημερίδα αν και αναγνώριζε την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, συνέχιζε να μιλά για τα μεγάλα εμπόδια και για συνεχιζόμενες παρασιτικές συμπεριφορές όσον αφορά στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, ενώ στις 29 Ιουλίου, ο Τόνι Μπάρμπερ, με άρθρο του στην ηλεκτρονική έκδοση, υπό τον τίτλο «Πολύ νωρίς για πανηγυρισμούς στην Ελλάδα», διερωτάτο «για ποιο λόγο δαπανήθηκε τόσος χρόνος, τόση προσπάθεια και τόσα χρήματα από την Ευρώπη και το ΔΝΤ εάν δεν υπάρχει βελτίωση στην Ελλάδα».
«Στόχος ήταν να μεταρρυθμιστεί μια χώρα τόσο αναποτελεσματικά διοικούμενη, τόσο διαβρωμένη από τη διαφθορά και τόσο επιβαρυμένη από χρέος, ώστε φαινόταν ότι αποτελούσε απειλή ιδιαίτερα το 2011 και το 2012 για την επιβίωση της ευρωζώνης».
Δηλαδή, αναφερόταν στο ίδιο θέμα στο οποίο αναφέρθηκε και το πρόσφατο δημοσίευμα, αλλά η τότε κυβέρνηση, σεβόμενη την ελευθερία του Τύπου, δεν διανοήθηκε να απαντήσει.
Αναφερόμενος μάλιστα στην έβδομη έκθεση της Task Force, ασκούσε κριτική περί ωραιοποίησης, καταλήγοντας ότι «είναι πάρα πολύ νωρίς να θεωρήσει η Ελλάδα ότι έχει νικήσει στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων».
Αντιθέτως, έγραφε, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας αυτό που ανέφερε το ΔΝΤ τον Ιούνιο ότι «υπάρχει κόπωση από την προσαρμογή και η κυβέρνηση συνεργασίας διαθέτει μια πλειοψηφία μόλις δύο εδρών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Αυτό δυσκολεύει την πορεία προς την υιοθέτηση των απαιτουμένων μεταρρυθμίσεων κατά τρόπο τολμηρό και ταχύ».
Ευγενική απάντηση με υπογραφή
Αξίζει να σημειωθεί ότι στον Μπάρμπερ είχε απαντήσει με την υπογραφή του (και όχι με «κύκλους» και non paper), ο τότε υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και νυν πρόεδρος της Ν.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης, χρησιμοποιώντας εξαιρετικά προσεκτική γλώσσα, με σκοπό την ενημέρωση του δημοσιογράφου για προσπάθειες και τελευταία επιτεύγματα, χωρίς ωστόσο να απαρνείται παθογένειες και προβλήματα.
Στις 23 Οκτωβρίου 2014, οι FT έγραφαν ότι «το σχέδιο της Ελλάδας για καθαρή έξοδο από το διεθνές πρόγραμμα διάσωσης αποδιοργανώθηκε. Η απότομη άνοδος των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων έχει παγώσει τις προθέσεις της κυβέρνησης να δανειστεί από τις αγορές περίπου 9 δισ. ευρώ, ώστε να αποπληρώσει ομόλογα που λήγουν και να μετριάσει τις επιπτώσεις των μέτρων λιτότητας, που έχουν φέρει το 35% των Ελλήνων αντιμέτωπους με το φάσμα της φτώχειας. Αντίθετα, ο πρωθυπουργός Α. Σαμαράς είναι τώρα υποχρεωμένος να διαπραγματευτεί νέα πιστωτική γραμμή με την Ε.Ε ή, ακόμη χειρότερα, να αποδεχθεί 15 επιπλέον μήνες αυστηρής επιτήρησης από το Δ.Ν.Τ, ώστε να λάβει 12 δις ευρώ».
Την ίδια ώρα, στο ίδιο άρθρο, μόνο καλά λόγια είχαν για τον κ. Τσίπρα:
«Εν τω μεταξύ ο Α. Τσίπρας, ο 40χρονος ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, χτίζει γέφυρες με τους ηγέτες της Ε.Ε στις Βρυξέλλες και με την γερμανική κυβέρνηση στο Βερολίνο. Εξακολουθεί να πιέζει τους πιστωτές της Ελλάδας να διαγράψουν τουλάχιστον μισό από το χρέος της χώρας. Ωστόσο Ευρωπαίοι αξιωματούχοι λένε ότι δεν είναι πλέον ο αδιάλλακτος ταραχοποιός που το 2012 υποσχόταν να σχίσει το "βάρβαρο μνημόνιο", εφόσον ερχόταν στην εξουσία. Ο κ. Τσίπρας προσπαθεί διακριτικά να διαβεβαιώσει τους δυνητικούς επενδυτές από το εξωτερικό ότι με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ η Ελλάδα θα αποτελεί μία φιλική προς το επιχειρείν χώρα της ευρωζώνης. Απομένει να πειστούν εντελώς τα hedge funds, που ηγήθηκαν της πρόσφατης πανικόβλητης φυγής από τα ελληνικά ομόλογα».
Στις 27 Οκτωβρίου 2014, ο Μπάρμπερ επανήλθε, γράφοντας πως οι πελατειακές σχέσεις και η διαφθορά στην Ελλάδα συνεχίζουν να υπάρχουν.
Έγραψε μάλιστα πως… «δεν έχει σημασία αν στις επόμενες εκλογές θα κερδίσει η Νέα Δημοκρατία ή ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το κατά πόσο έχει αλλάξει μέσα σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς η νοοτροπία των πολιτικών καθώς και ο τρόπος που το κράτος αντιμετωπίζει τους πολίτες». Υποστήριζε δε, ότι ο «''αγώνας δρόμου'' που τρέχει μέχρι στιγμής η κυβέρνηση Σαμαρά προκειμένου να βγει από το μνημόνιο αποτελεί ζήτημα ''εθνικής αξιοπρέπειας'' και πολιτικού υπολογισμού που στην ουσία δεν έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το οικονομικό πρόβλημα της χώρας».
Δηλαδή, υποστήριζε πως η κυβέρνηση δεν ενδιαφερόταν για την Ελλάδα, αλλά έπαιζε παιχνίδια πολιτικού υπολογισμού.
«Το πελατειακό σύστημα και η ιδιοτέλεια των πλουσίων έχουν επιβιώσει από όλα όσα έχει τους έχει φέρει ο 20ος αιώνας, δύο παγκόσμιους πολέμους, έναν εμφύλιο πόλεμο και τη χούντα. Μην σας προκαλέσει λοιπόν έκπληξη εάν επιβιώσουν ακόμη και μετά τη φυγή της τρόικας», κατέληγε.
Και πάλι η εφημερίδα, δια του αρθρογράφου της, ήταν καθησυχαστική για τον Τσίπρα, αφού έγραψε πως «δεν είναι ακόμη βέβαιο αν το δάγκωμα του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι τόσο δυνατό όσο τα γαβγίσματά του από τη στιγμή που θα αναλάβει την εξουσία»!
Οπότε… κανένα πρόβλημα! Διότι:
«Αναμφισβήτητα, η πίεση από τους εταίρους του συνασπισμού και οι χρηματοπιστωτικές αγορές ενδέχεται να ωθήσουν τον ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα, να βρει καταφύγιο στους πιστωτές της Ελλάδας. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνήσει την Ελλάδα, θα έχει να αντιμετωπίσει πολιτικές που καθοδηγούνται από την αίσθηση της οικονομικής ευθύνης.
Ο κ. Τσίπρας πάντα έλεγε ότι επιθυμεί να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη, μια στάση που θα θέσει αυτόματα περιορισμούς στο αυστηρά καθαρόαιμο αριστερό του πρόγραμμα. Για τον κ. Σαμαρά ωστόσο, μια εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, κινδυνεύει να θέσει σε κίνδυνο όλα όσα πέτυχε η κυβέρνησή του στην προσπάθεια αποκατάστασης του καλού ονόματος της Ελλάδας στο εξωτερικό».
Τότε ήταν «τέχνασμα»…
Έτσι, τον Οκτώβριο του 2014, η εφημερίδα έγραφε πως η κυβέρνηση έκανε λάθος στους υπολογισμούς της για έξοδο από το μνημόνιο, αποκαλώντας την προσπάθεια της κυβέρνησης «τέχνασμα της εξόδου από το μνημόνιο».
Στις 29 Δεκεμβρίου 2014, η εφημερίδα έγραψε πως «τα παραδοσιακά κόμματα δεν πείθουν και είναι αποξενωμένα, καθώς και αυτά με τη σειρά τους ρέπουν προς μια μορφή λαϊκιστικής ανάγνωσης, ενώ τα λαϊκιστικά, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, προσφέρουν ανέφικτες λύσεις».
Και συνέχιζε: «Τα παραδοσιακά κόμματα δεν έχουν αυτόματο δικαίωμα διεκδίκησης της εξουσίας. Δεν θα μπορέσουν όμως, να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη του κόσμου εάν δεν παραιτηθούν από την απαξιωμένη στρατηγική της διατύπωσης ανέφικτων υποσχέσεων προκειμένου να κερδίσουν την εξουσία.
Εάν είναι υπερβολικό να περιμένουμε από αυτά τα κόμματα να παραδεχθούν την ανικανότητα του παρελθόντος, μπορούν τουλάχιστον να πουν ταπεινά ότι θα προσπαθήσουν τα μέγιστα την επόμενη φορά για να ανταποκριθούν σε υψηλότερα πρότυπα. Πάνω από όλα, τα παραδοσιακά κόμματα πρέπει να αντισταθούν στον πειρασμό να δανειστούν την κραυγαλέα, ανεύθυνη ρητορική σε θέματα όπως η μετανάστευση και η ΕΕ ή η ένταξη στην ευρωζώνη, που δυστυχώς φαίνεται σε κάποια κεντροδεξιά κόμματα της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Βρετανίας. Αυτές οι στρατηγικές θα προσελκύσουν λίγους ψηφοφόρους από τους σκληροπυρηνικούς υποστηρικτές των λαϊκιστών, αλλά θα φανούν ρηχές και κυνικές στη μάζα των ψηφοφόρων που καταλαβαίνουν το κέντρο του πολιτικού φάσματος».
Με αποκορύφωμα το δημοσίευμα της 5ης Ιανουαρίου 2015, όταν o Wolfgang Münchau, έγραψε:
«Στην Ελλάδα, οι ψηφοφόροι στην ουσία πρέπει να επιλέξουν μεταξύ του status quo, δηλαδή της δημοσιονομικής λιτότητας και της διαπραγμάτευσης του ελληνικού χρέους. Η επίσημη ευρωπαϊκή πολιτική προς την Ελλάδα, και η πολιτική του Σαμαρά, είναι στην ουσία η αναγνώριση του προβλήματος χρέους και η αναβολή του αναπόφευκτου. Είναι η πολιτική του επιμηκύνουμε τα δάνεια και παριστάνουμε ότι μπορούμε να αποπληρώσουμε το χρέος. Αλλά η ιστορία έχει δείξει ότι οι στρατηγικές αυτές έχουν δοκιμαστεί κι έχουν αποτύχει. Εάν σε αυτό προσθέσουμε τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού, εξαιτίας και της πτώσης του πετρελαίου, τότε αυτό θα σπρώξει το ελληνικό χρέος στο χείλος του γκρεμού».
Οπότε, φθάσαμε στις 9 Νοεμβρίου 2015, όταν οι FT, αποφάνθηκαν πως… όλα πλέον πήγαιναν καλά!
Η ίδια εφημερίδα που είχε λοιδορήσει την προσπάθεια εξόδου στις αγορές επί Σαμαρά, μιλούσε – ενώ είχαν επιβληθεί τα capital controls και η οικονομία πήγαινε από το κακό στο χειρότερο – για τις… προετοιμασίες της ελληνικής κυβέρνησης για να βγει στις αγορές το… 2016!
Η εφημερίδα ανέφερε πως το κλίμα για τη χώρα έγινε… καλύτερο μετά τη συμφωνία του Ιουλίου. Και κατέληγε:
«Αν η Αθήνα καταφέρει να πουλήσει ομόλογα στις διεθνείς αγορές μέσα στο 2016, θα πρόκειται για μία αξιοσημείωτη στροφή έπειτα από ένα χρόνο με ύφεση και ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων»!
Αλήθεια, ποιος δικαιούται να διαμαρτύρεται για μονομέρεια;
Μάλλον σε κάποιους αρέσουν οι «τσαβίστες» - κι’ ας τους βρίζουν!