Γράφει ο Γιώργος Μακρίδης*
Δραματική σάτιρα
σε έξι εικόνες
________________________________
Εικόνα τρίτη
Στο σαλόνι κάθονται η Μίσις Βούτα κι ο Κωστής και κουβεντιάζουν. Ο Μανόλης κάθεται στην άλλη άκρη και διαβάζει εφημερίδα.
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: Δραματική η κατάσταση μ’ εσάς τους λιποτάχτες..
ΚΩΣΤΗΣ: Δηλαδή, τι θα μου κάνουν έτσι και πάω στην πατρίδα;
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: Εάν πας, χωρίς να ταχτοποιήσω την υπόθεσή σου, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα.
ΚΩΣΤΗΣ: (Μ’ αγωνία). Δηλαδή;
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: (Σηκώνεται και κάνει βόλτες σκεφτική). Λοιπόν, με το που θα κατέβεις απ’ τ’ αεροπλάνο, θα σε πάνε στις στρατιωτικές φυλακές. (Σταυροκοπιέται). Παναγίτσα μου.., τι κακομεταχείριση είναι κι αυτή; Λοιπόν, αφού σε κρατήσουν σαν υπόδικο για μερικούς μήνες, θα περάσεις στρατοδικείο. Θα σου φορτώσουν, τουλάχιστον πέντε χρόνια. Και δυο που πρέπει να υπηρετήσεις.! Τρομερό, μόνο που το σκέφτεται κανείς.
ΚΩΣΤΗΣ: Εφτά ολάκερα χρόνια! Σ’ αυτήν την ηλικία δεν το φοράω το χακί. Όπως πάει δε θα μπορέσω να δω τα γερόντια μου.
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: (Κουτοπόνηρα). Να ξέρεις, όμως, πως πάντοτε υπάρχουν παραθυράκια, αγαπητέ μου. Εγώ, βέβαια, με την καλή μου την καρδιά. Ασφαλώς μας ξέρεις.
ΚΩΣΤΗΣ: Αμή, τόσα χρόνια, σας βλέπω, με τον άντρα σας, στη “Φωλιά του Μετανάστη.”
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: Αυτή είναι η ζωή μας.., καλέ μου φίλε: να στεκόμαστε δίπλα στον πονεμένο κι ανήμπορο συμπατριώτη. Εμείς έχουμε παντρεμένα κι αποκαταστημένα παιδιά και τα χρήματα δε μας λείπουν. Βοηθάμε, όλους τους συμπάροικους, χωρίς το παραμικρούτσικο κέρδος.
ΚΩΣΤΗΣ: Απ’ το θεό να το βρείτε. (Ο Μανόλης κρυφογελάει).
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: Που λες, έχουμε γνωριμίες και κάνουμε ό,τι μπορούμε, βοηθώντας τους συμπάροικους...
ΚΩΣΤΗΣ: Όλοι έχουν να το λένε.
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: Βέβαια, τους βοηθάμε στις διάφορες επαφές τους με τις κρατικές υπηρεσίες και τα προξενεία μας. Μέχρι που τους πάμε τα διαβατήρια στα σπίτια τους. Δεν είναι αμαρτία να χάνει ο κάθε φτωχός τα μεροκαματάκια του, μ’ ένα σωρό πήγαινε - έλα;
ΚΩΣΤΗΣ: Να ’στε πάντα καλά.
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: Μ’ ακόμα κι άδειες οδήγησης μπορούμε να πάρουμε χωρίς να δώσει εξετάσεις ο ενδιαφερόμενος.
ΚΩΣΤΗΣ: Αν όμως κάποιος δεν ξέρει να οδηγάει;
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: (Κάθεται κοντά στον Κωστή). Μα φίλτατε.., το πράγμα είναι πολύ απλό. Αγοράζεις τ’ αυτοκινητάκι σου, παίρνεις την αδειούλα και μετά μαθαίνεις να οδηγάς. Εδώ άλλοι πάνε στο φεγγάρι... κι εμείς εκεί θα σκοντάψουμε; (Ο Μανόλης κρυφογελάει).
ΚΩΣΤΗΣ: Μ’ εμένα, όμως, τι θα γίνει;
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: Για να λέμε την αλήθεια, η υπόθεσή σου είναι τρομερά δύσκολη. Θα κάνουμε, όμως, ό,τι μπορούμε, πάντοτε με την καλή μας την καρδιά. Εμείς δεν έχουμε σχέσεις με μικροπροξενικούς υπαλλήλους, αλλά με υπουργούς της Ελλάδας μα και της Αυστραλίας! (Βγάζει απ’ την τσέπη της ένα μπλοκάκι και το κουνάει). Να.., εδώ έχω τα τηλέφωνα τους και μάλιστα τα προσωπικά. (Σιγή. Ο Μανόλης κρυφογελάει). Βέβαια, για ν’ ανοίξει μια πόρτα θέλει μια σταλίτσα λάδωμα. Καταλαβαίνεις;
ΚΩΣΤΗΣ: (Αθώα). Το γράσο είναι καλύτερο! Το βάζεις στους μεντεσέδες και κρατάει περισσότερο. (Ο Μανόλης κρυφογελάει).
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: Εγώ ήθελα να πω... Να.., πως με τα χρήμα
ΚΩΣΤΗΣ: Α.., για παραδίστικο λάδωμα μιλάτε...
(Ο Μανόλης κρυφογελάει).
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: (Χαμογελώντας). Ακριβώς, αγαπητέ
μου.
ΚΩΣΤΗΣ: Και στην περίπτωσή μου πόσα θα
χρειαστούν;
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: Πρώτα θα ήθελα να σου πω πως το
διαβατήριο θα σου το φέρω εγώ. Έπειτα πάνω σ’ αυτό θ’ αναφέρεται φαρδιά πλατιά.
(Παίρνει πόζα). “Ο κάτοχος του παρόντος ειδικού διαβατηρίου, δύναται να
παραμείνει εις την χώραν τρεις μήνας άνευ συνεπειών.” (Στον Κωστή). Αγαπητέ,
πιστεύω να καταλαβαίνεις το τι σημαίνει αυτό το “άνευ.”
ΚΩΣΤΗΣ: Άκου λέει! Αυτό πάει να πει χωρίς
τραβήγματα. (Τρίβει τα χέρια του, από χαρά. Ο Μανόλης κρυφογελάει).
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: Ακριβώς. Αυτά, όμως, δεν
αναφέρονται στα κοινά διαβατήρια.
ΚΩΣΤΗΣ: Και πόσο πάει το μαλλί; (Ο Μανόλης
κρυφογελάει).
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: (Αμήχανα). Δε σε καταλαβαίνω.
ΚΩΣΤΗΣ: Δηλαδή, τι θα κοστίσει αυτό το
σούπερ διαβατήριο;
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: Όχι.., προτού να φτάσουμε εκεί,
πρέπει να σου πω κι άλλα. Πηγαίνεις, λοιπόν, ανενόχλητος στην πατρίδα. Μεγάλη
υπόθεση αγαπητέ μου! Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο πιο σοβαρό. Ας πούμε πως
θέλεις να μείνεις παραπάνω από τρεις μήνες. Μια βεβαιωσούλα από ένα γιατρό, που
να λέει πως δεν μπορείς να ταξιδέψεις, και κάθεσαι όσο θέλεις. Θα σε στείλουμε
σε δικό μας γιατρό.
ΚΩΣΤΗΣ: (Αθώα). Μα αφού ποτέ μου δεν έχω
αρρωστήσει, τι να τον κάνω το γιατρό;
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: Μα πρέπει ν’ αρρωστήσεις.
ΚΩΣΤΗΣ: Α.., τώρα κατάλαβα... Θ’ αρρωστήσω
γρασαρίζοντας. Δηλαδή, κι ο γιατρός θα είναι στο κόλπο;
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: Δε σε καταλαβαίνω.
ΚΩΣΤΗΣ: Θέλω να πω πως πρέπει να λαδωθεί
κι αυτός.
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: Μια σταλίτσα.
ΚΩΣΤΗΣ: Σταλίτσα.., ή μπουκαλάκι; Δε μου είπατε,
όμως, το κόστος.
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: (Δισταχτικά). Να.., εμείς με την
καλή μας την καρδιά. Μεσολαβούν όμως κάτι μικροεξοδάκια.
ΚΩΣΤΗΣ: Μα πόσα;
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: Δεκάρες δηλαδή. Όλα μαζί δε θα
ξεπεράσουν τα εκατόν πενήντα δολάρια.
ΚΩΣΤΗΣ: Δολαριάρες να λετε... Αυτά είναι
δυο βδομαδιάτικά μου.
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: (Σηκώνεται). Μα φίλε μου μην
ξεχνάς πως βγαίνεις από μια πολλή δύσκολη θέση.
ΚΩΣΤΗΣ: Ναι.., αλλά...
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ:
Όποτε χρειαστείς τη βοήθεια μας, είμαστε στη διάθεσή σου. (Του δίνει μια
κάρτα). Εμείς πάντοτε με την καλή μας την καρδιά.
ΚΩΣΤΗΣ: Σας ευχαριστώ που μπήκατε στον
κόπο.
ΜΙΣΙΣ ΒΟΥΤΑ: Αυτό είναι το χρέος μας προς το συνάνθρωπο.
ΚΩΣΤΗΣ: Ο Χριστός κι η Παναγία να σας
έχουν καλά (Ο Κωστής της ανοίγει την πόρτα και φεύγει. Ο Μανόλης, σηκώνεται και
χοροπηδώντας γελάει ασταμάτητα. Μπαίνουν ο Ηρακλής κι ο Παπάγος).
ΚΩΣΤΗΣ: (Στο Μανόλη). Τι γελάς ρε; Βλέπεις
κάνα αστείο;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Γελώντας). Πολλά.., πάρα πολλά.
ΚΩΣΤΗΣ: Την ξέρεις τη Μίσις Βούτα;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Όχι, κι ούτε θέλω να την μάθω.
ΚΩΣΤΗΣ: Αυτή κι ο άντρας της ρίχνουν
κυβερνήσεις!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Εγώ βλέπω πως εσένα πάνε να
ρίξουν.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Στο Μανόλη. Θυμωμένα). Να
ξηγιόμαστε, φίλε. Εδώ δεν περνάνε τ’ αριστερά σου κηρύγματα
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Γελώντας). Εγώ μιλάω για
κηρύγματα μάσας.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Θυμωμένα). Να μου κάνεις τη χάρη,
κύριε πολυξερίτη. Η Μισις Βούτα για πάνω από είκοσι χρόνια βοηθάει τον
Ελληνισμό.
ΚΩΣΤΗΣ: Αυτό το ξέρει όλος ο ντουνιάς.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Θυμωμένα). Εσύ Μανόλη μυρίζεις
ακόμη γαλατήλα και δεν μπορείς να πετάς στα σκουπίδια όλες τις αξίες της
Παροικίας.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Σιγά τον πολυέλαιο...
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δεν την ξέρω τη γυναίκα. Ας
έρθουμε, όμως, στην περίπτωση του Κωστή. Πρώτα - πρώτα, για να τα παραφουσκώσει
τα πράγματα σε είπε, Κωστή, λιποτάχτη, ενώ δεν είσαι τέτοιος.
ΚΩΣΤΗΣ: (Ειρωνικά). Έλα παππού μου να σου
δείξω τ’ αμπελοχώραφά σου. Δηλαδή τι είμαι;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Λιποτάχτης είναι εκείνος που την
κοπανάει αφού έχει φορέσει το χακί. Εσύ είσαι ανυπόταχτος, αφού δεν
παρουσιάστηκες καθόλου, και καμιά εκδούλεψη δε σου κάνει.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Ειρωνικά). Μη μας το λες...
ΜΑΝΟΛΗΣ: Παπάγο, το λέει η υπουργική
απόφαση. (Τους δείχνει την εφημερίδα). Σύμφωνα μ’ αυτήν, τώρα με τις εκλογές,
για να ψηφίσουν, οι ανυπόταχτοι μπορούν
να πάνε στην Ελλάδα για τρεις μήνες. Λοιπόν, παιδιά, αυτό το προσωρινό, ή
ειδικό διαβατήριο κοστίζει μόνον οχτώ δολάρια!
ΠΑΠΑΓΟΣ: Μην ακούτε τώρα τι λένε οι φιλάδες.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Παπάγο, σου είπα πως αυτό το
διαβατήριο, το παίρνεις με οχτώ δολάρια, χωρίς τη μεσολάβηση κανενός.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Ειρωνικά. Στο Μανόλη). Άιντε να
το πάρεις εσύ!
ΗΡΑΚΛΗΣ: Γιατί όχι; Τα προξενεία γιατί τα έχουμε;
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Στον Ηρακλή.). Τι νομίζεις πώς
είναι το Προξενείο μας ιππόδρομος;
ΚΩΣΤΗΣ: (Στο Μανόλη). Και πως θα γίνει να
γλιτώσω τα εκατό σαράντα δυο δολάρια;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Έχεις παλιό ελληνικό διαβατήριο ή
ταυτότητα;
ΚΩΣΤΗΣ: Χε, χε, χε... Όλα αυτά έμειναν στο
καράβι. Εγώ την κοπάνησα με τα ρούχα που φορούσα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Με την Αυστραλία έχεις
ταχτοποιηθεί;
ΚΩΣΤΗΣ: Αμή! Έχω κι αυστραλέζικο
διαβατήριο.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Αυτό φτάνει. Να.., το λέει και η
υπουργική απόφαση. (Διαβάζει απ’ την εφημερίδα): “Οι ενδιαφερόμενοι δύνανται ν’
αποδείξουν την ιδιότητά τους, προσκομίζοντες εις τας προξενικάς αρχάς,
ταυτότηταν, ή διαβατήριον ελληνικής ή ξένης αρχής.”
ΠΑΠΑΓΟΣ: Ουφ! Μην ακούτε τους
δημοσιογράφους... Ό,τι θέλουν λένε. (Φεύγει).
ΚΩΣΤΗΣ: Εγώ δεν μπορώ ν’ ανοίξω το στόμα
μου, πώς θα πάω στο Προξενείο;
ΗΡΑΚΛΗΣ: Όπως μιλάς σε μας να μιλάς και σ’
εκείνους. Μια είναι η ελληνική γλώσσα!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Έχει δίκιο ο Ηρακλής. Έτσι την
πατάμε. Νομίζοντας, δηλαδή, πως δεν μπορούμε να μιλήσουμε καλά, όταν πάμε σε
μια υπηρεσία δεν μπορούμε να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας. (Στον Κωστή). Θα έρθεις
ένα μεσημέρι, την ώρα του φαγητού, στη δουλειά μου, και θα πάμε να πάρουμε το
διαβατήριο σου.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Ακόμα το σκέφτεσαι, Κωστή; Τα οχτώ
δολάρια δεν είναι εκατό πενήντα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Κωστή μεταξύ μας, υπάρχει παραδάκι
για το ταξίδι;
ΚΩΣΤΗΣ: Δε υπάρχει σάλιο. Το κουβέντιασα,
όμως, με τ’ αφεντικό μου. Μου είπε πως θα με διώξει και μ’ αυτά που θα πάρω θα
καβατζάρω τα εξοδάκια μου.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Και με την επιστροφή σου, πού θα
δουλέψεις;
ΚΩΣΤΗΣ: (Πικρογελάει). Τα έχει όλα
κανονισμένα. Θα με ξαναπάρει πίσω. Τι να κάνω ρε Μανόλη; Ένας άχρηστος είμαι...
(Ξαναμπαίνει ο Παπάγος φοράει παντόφλες, μια ρόμπα κι ένα σκούφο του ύπνου.
Κάθονται.)
ΚΩΣΤΗΣ: (Στον Παπάγο, γελώντας). Καλώς την
κοκκινοσκουφίτσα μας... (Γελάνε οι άλλοι, εκτός απ’ τον Παπάγο).
ΠΑΠΑΓΟΣ: Δεν κοιτάς τα χάλια σου...!
ΚΩΣΤΗΣ: (Γελώντας). Μα σαν τσατσά
πολυτελείας είσαι, μώρ’ αδελφάκι μου.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Μπαίνει με μια τσάντα στο χέρι).
Γεια χαρά.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Καλώς το Γιάννη.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Γιάννη, τι έγινε με το Σύνδεσμο;
(Ο Μιχελής μπαίνει, με το ξυπνητήρι, και μόλις ακούει για το Σύνδεσμο κάθεται
χωρίς κουβέντες).
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όλα πάνε καλά. Τυπώσαμε κι έντυπα.
(Βγάζει απ’ την τσάντα ένα χαρτί και διαβάζει με στόμφο). “Θεωρούμεν καθήκον να
διακηρύξωμεν, προς πάσαν κατεύθυνσιν, ότι η φιλτάτη ημών πατρίς διέρχεται
δυσκόλους στιγμάς. Οι προαιώνιοι εχθροί του έθνους καραδοκούν. Προς τούτο
θεωρούμεν ύψιστον χρέος να αγωνισθώμεν δια την εκπλήρωσιν των εθνικών μας
πόθων. Οι καιροί είναι ύποπτοι και όλοι οι εθνικώς σκεπτόμενοι συμπάροικοι
καλούνται να παραστούν εις την ιδρυτικήν συνέλευσιν του Παναυστραλιανού Εθνικού
Συνδεσμού. Εις το τέλος της εκδηλώσεως θα προσφερθούν εύγευστα εδέσματα και θα
διανεμηθεί δωρεάν και το περιοδικό “Μακεδονική Φλόγα”. Ζήτω το Έθνος!
(Χειροκροτούν ο Γιάννης, ο Μιχελής κι ο Παπάγος).
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Ξέφρενα και σηκώνοντας τα χέρια).
Ζήτωσαν οι Ενόπλεες Δυνάμεις! (Το “ενόπλεες” να τονιστεί, ώστε να φανεί το
λάθος).
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Ξέφρενα σηκώνοντας τα χέρια).
Ζήτω το έθνος!
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Ξέφρενα). Η Μακεδονία είναι
ελληνική!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Χε, χε, χε... Μιχελή, οι Δυνάμεις
δεν κολυμπάνε. Δεν είναι Ενόπλεες, αλλά Ένοπλες.
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Τα χάνει). Τι; Πώς; Ε.., Αφού το
κατάλαβες, ωρέ κουμπάρε, το ίδιο κάνει.
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Σηκώνεται και κάνει νόημα στο
Μανόλη και τον Κωστή). Λοιπόν, παιδιά γίνεται ένα έρανος για να μπορέσει η
Ελλάδα ν’ αγοράσει ένα αεροπλανοφόρο. Γιατί, δηλαδή, να έχει η Τουρκία και να
μην έχουμε κι εμείς; Κι εμείς πρέπει να βάλουμε το χέρι στην τσέπη. (Αρπάζει το
σκούφο του Παπάγου). Εγώ βάζω πενήντα δολάρια. Τα τελευταία μου. (Ρίχνει μέσα
στο σκούφο τα χαρτονομίσματα).
ΜΑΝΟΛΗΣ:
Αφού πρόκειται για ιερό σκοπό, εγώ δίνω εκατό. (Ρίχνει τα χαρτονομίσματα μέσα
στο σκούφο).
ΚΩΣΤΗΣ: Εγώ, ο άχρηστος θα δώσω εκατό.
Τώρα πενήντα και την άλλη βδομάδα τα υπόλοιπα. (Ρίχνει μέσα στο σκούφο τα
χαρτονομίσματα).
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Προβάλλει το σκούφο, στον
Παπάγο). Λοιπόν, Παπάγο, Παπαγούλη, η πατρίδα μας σε χρειάζεται.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Κουτοπόνηρα). Πρέπει να πηγαίνω.
αύριο θα σηκωθώ νωρίς. (Φεύγοντας, στον Ηρακλή). Το σκουφί να το αφήσεις πάνω
στο τραπέζι.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Γιάννη τον οβολό σου, για την
πατρίδα.., που διέρχεται δυσκόλους στιγμάς...
ΓΙΑΝΝΗΣ:
(Κουτοπόνηρα). Μου φαίνεται πως μου φώναξε η Θάλεια.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Η ιδέα σου είναι. Κανένας δε
φώναξε.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ναι, φώναξε. Θα τα πούμε αύριο.
(Φεύγει).
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Στο Μιχελή). Αφεντικό οι
Ενόπλεες... Δυνάμεις σε χρειάζονται.
ΜΙΧΕΛΗΣ:
(Βάζει το σύρμα στην πόρτα). Σύρμα! Κουμπάροι σύρμα! (Φεύγει).
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Δίνει τα χρήματα στους άλλους.
Γελάνε όλοι ασταμάτητα). Το έβαλαν στα πόδια τα πουλάκια μου.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Χε, χε, χε... Γερές πλάκες! Μπράβο
Ηρακλή! Είχα καιρό να γελάσω έτσι με την καρδιά μου!
ΗΡΑΚΛΗΣ: Ε, μα! Μου έβγαλαν την ψυχή με
τους ψευτοπατριωτισμούς τους.
ΚΩΣΤΗΣ: Καληνύχτα παιδιά. Θα γελάω και
στον ύπνο μου. (Φεύγει).
ΟΙ ΑΛΛΟΙ: Καληνύχτα Κωστή.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Να είσαι καλά Ηρακλή. Καλή πλάκα
κάναμε!
ΗΡΑΚΛΗΣ: Τους χρειαζότανε. (Σιγή). Καίγομαι,
Μανόλη! Καίγομαι!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μα τι έγινε;
ΗΡΑΚΛΗΣ: Σε παρακαλώ δώσε μου ένα
δεκαρικάκι. Δεν έχω ούτε ένα δράμι μπεζίνα. Όλα όσα σου χρωστάω θα τα πάρεις.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ό,τι θέλει ο φίλος. (Του δίνει το
χαρτονόμισμα).
ΗΡΑΚΛΗΣ: Είσαι λεβέντης. Θα τα πούμε αύριο.
(Φεύγει).
ΜΑΝΟΛΗΣ: Καλή σου νύχτα Ηρακλή. (Κάθεται
και σε λίγο χτυπάει η πόρτα και ανοίγει. Σκύβει και μπαίνει ο Ηλίας). Καλώς το
Λιάκο.
ΗΛΙΑΣ: Καλησπέρα. (Του δείχνει το σύρμα).
Ποπό! Μα ούτε στο Νταχάου, να ήσουν μώρ’ αδελφάκι μου.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Τσαντισμένα). Και χωρίς ρεύμα
κάνει τη ζημιά του. Ένα σωρό φορές έχω γκρεμοτσακιστεί. Κάτσε. (Κάθονται).
ΗΛΙΑΣ: Αυτά έχουν οι ξεπατρισμοί.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μα σ’ αυτόν τον παράδεισό σας, να
δουλεύω και να μην μπορώ να νοικιάσω μια γκαρσονιέρα;
ΗΛΙΑΣ: Πάντως, είσαι τυχερός που πήρες
χαμπάρι τον “κυνηγό των παράνομων
μεταναστών” και τώρα είσαι μαζί μας.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Και πού τη βλέπεις την τύχη;
ΗΛΙΑΣ: Όπως και να το κάνουμε η δουλειά
δεν είναι κουραστική. Πάντως, για να έχεις το διαμερισματάκι σου, πρέπει ν’
απασχολείσαι και κάπου αλλού.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δηλαδή, δυο δουλειές, για μια
γκαρσονιέρα;
ΗΛΙΑΣ: Αυτά που παίρνεις δε φτάνουν. Κάτι
θα κάνω όμως.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Χε, χε, χε... Πήγα στο φίλο σου,
το μεγαλομαγαζάτορα και είδες τι έγινε.
ΗΛΙΑΣ: Δεν μπορώ να το πιστέψω.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δεν ήθελε να μου δώσει ούτε τα
μισά απ’ τα κανονικά! Χε, χε, χε... Την γλίτωσε, γιατί ήσουν εσύ στη μέση.
ΗΛΙΑΣ: Δηλαδή;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Θα τον πήγαινα στο Σωματείο.
ΗΛΙΑΣ: Ε, όχι και καρφώματα;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Γιατί όχι; Διεκδικώντας τα
δικαιώματά σου, δεν καρφώνεις κανέναν.
ΗΛΙΑΣ: Ας είναι κι έτσι. Κι εγώ τον είχα
για εξαίρετο άνθρωπο. Πάντως, επιμένω πως υπάρχουν και τίμιοι ελληνοαυστραλοί
επιχειρηματίες.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μακάρι. Θα χαρώ πολύ να τους
γνωρίσω.
ΗΛΙΑΣ: Μανόλη, να μάθεις να βλέπεις και
τα καλά της ζωής, διαφορετικά θα έρθεις και θα βουλιάξεις ψυχικά.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δηλαδή, μου λες πως πρέπει να
βλέπω επιτυχίες και μέσα στις αποτυχίες;
ΗΛΙΑΣ: Ας είναι... Θα σε στείλω σ’ ένα
φίλο μου, που δεν ξέρει από τέτοια. Πάντως αν κρατηθεί η Εταιρία Εξαγωγών και
μείνεις κοντά μας, θα περάσεις καλά.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Τι εννοείς με το αν κρατηθεί;
ΗΛΙΑΣ: Να.., πέθανε ο μεγαλομέτοχος, στην
Ελλάδα βέβαια, και δεν ξέρουμε τι θα κάνουν τα νέα αφεντικά. Για να λέμε την
αλήθεια ο Γενικός Διευθυντής, την κρατάει την Εταιρία. Είναι λαμπρός άνθρωπος,
αδαμάντινος χαραχτήρας και....
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Σηκώνεται. Τον διακόπτει). Απ’
εδώ και πέρα θα συνεχίσω εγώ, (Μιμείται τη φωνή του Ηλία). “Είναι άνθρωπος με
καλλιέργεια και ήθος. Το γραφείο του είναι καργαρισμένο με παρασήματα κρατικά
μα και πατριαρχικά. Είναι και πρόεδρος σ’ ένα σωρό φιλανθρωπικούς οργανισμούς.” (Γελάει). Παράτα με ρε Ηλία.
ΗΛΙΑΣ: Στο λόγο μου σου λεω.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ουφ!
ΗΛΙΑΣ: Όλοι στην Παροικία γι’ αυτόν
μιλάνε. Φέτος θα γίνει και Σερ, και...
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Τον διακόπτει). Μου φαίνεται πως
εσύ αμφιβάλεις για την ποιότητα αυτού του ανθρώπου.
ΗΛΙΑΣ: Δε σε καταλαβαίνω.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Χε, χε, χε... Μα γιατί μου κοπανάς
τα ίδια και τα ίδια αφού ποτέ δε σου έφερα αντίρρηση;
ΗΛΙΑΣ: Δηλαδή;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Γελάει). Μου θυμίζεις τους
θρησκόληπτους εκείνους που όπου κι αν βρεθούν πασκίζουν να αποδείξουν την
ύπαρξη του Θεού, ακόμα κι όταν δεν τους φέρνει κανένας αντίρρηση. Αυτό δείχνει
πως οι ίδιοι έχουν αμφιβολίες.
ΗΛΙΑΣ: (Τα έχει χαμένα). Πώς το είπες;
Δεν το έπιασα καλά.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Είπα κάτι για τους πεθαμένους.
ΗΛΙΑΣ: Κλείνουν τα μάτια μου. Θα πηγαίνω.
(Σηκώνεται).
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Σηκώνεται). Καληνύχτα Ηλία και να
ξέρεις πως είσαι καλός φίλος. Ο μόνος απ’ τους μεγαλοθεσίτες της εταιρίας που
με καταδέχεσαι.
ΗΛΙΑΣ: Σου αξίζει. Είσαι ντόμπρος,
ακριβοδίκαιος κι ορθολογιστής.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σταμάτα γιατί θα το πάρω πάνω μου.
ΗΛΙΑΣ: Θα τα πούμε αύριο.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Στο καλό. (Ανοίγει την πόρτα και
σκύβοντας ο Ηλίας περνάει κάτω απ’ το σύρμα. Κλείνει την πόρτα και σε λίγο
μπαίνει η Ρένα φορώντας πιζάμες
Αγκαλιάζονται). Αγάπη μου γλυκιά!
ΡΕΝΑ: Πόσο μ’ αγαπάς;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Ανοίγει τα χέρια). Τόοοσο! Όσο
απ’ τη γη μέχρι τον ουρανό!
ΡΕΝΑ: Δώσε μου ένα απ’ τα ρουφηχτά σου.
(Προτείνει τα χείλη κι εκείνος την φυλάει).
ΜΑΝΟΛΗΣ: Αυτό το μαρτύριο δεν υποφέρεται.
Ούτε κλέφτες να ήμασταν.
ΡΕΝΑ: Έχω σκεφτεί κάτι. Πρέπει να βρούμε
έναν τρόπο να τον καλοπιάσουμε.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δεν καλοπιάνεται εύκολα.
ΡΕΝΑ: Θα πατήσουμε πάνω στην αδυναμία
του. Θα πάρεις ένα πορτατίφ, απ’ αυτά που δουλεύουν με μπαταρία και θα τον
ξετρελάνεις.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Αυτό κι αν είναι θηλυκό μυαλό! Πώς
μπόρεσε ένα φίδι να ξεγελάσει την Εύα;
ΡΕΝΑ: (Χαμογελώντας). Χε, χε, χε... Έχουμε
και συνέχεια. Με τη γιορτή του θα του πάρεις κι ένα ρολόγι του χεριού. Και τότε
θα του ξαναζητήσεις το κλειδί του δωματίου σου, απ’ την πίσω μεριά.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Την αγκαλιάζει). Η εξυπνάδα όλου
του κόσμου έχει μαζωχτεί μέσα στο κεφαλάκι σου.
ΡΕΝΑ: Ε.., κάτι αξίζουμε κι εμείς οι
γυναίκες. Έτσι, αγαπούλα μου θα μπορώ να έρχομαι να σε βλέπω τουλάχιστον τα
πρωινά.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Και με το λουλουδά τί θα γίνει;
ΡΕΝΑ: (Χαμογελώντας). Χε, χε, χε.... Να
πάρεις κι εσύ ένα δίκαννο, σαν τον μπαμπά, και να κάνετε διπλοβάρδιες.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Θυμωμένα). Μη γελάς σε παρακαλώ!
ΡΕΝΑ: Ζηλεύεις χαζούλικο;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ακόμα και τα μαξιλάρια σου!
(Αγκαλιάζονται).
ΡΕΝΑ: Πάω γιατί είμαι ψόφια. Καληνύχτα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Στο καλό και μη σε μέλει.
(Φεύγουν. Σε λίγο μπαίνει ο Ηρακλής και κοιτώντας πέρα δώθε συνωμοτικά ανοίγει
την ξώπορτα και βγάζοντας από κάτω απ’ το σακάκι του μια ανθοδέσμη, την φιλάει
και την αφήνει στο πλατύσκαλο).
Τέλος τρίτης εικόνας
🔻
Εικόνα τέταρτη
Μετά από
μήνες στο σαλόνι κάθεται ο Παπάγος. Κάτι σημειώνει πάνω στην εφημερίδα κάνοντας
λογαριασμούς, μονολογώντας. Έρχονται και κάθονται αθόρυβα ο Ηρακλής, ο Κωστής,
ο Γιάννης κι ο Μανόλης, χωρίς να τους δει ο Παπάγος, αφού είναι παθιασμένος,
έχοντας το νου του στους λογαριασμούς.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Μονολογεί, παθιασμένα). Έχουμε
και λέμε. Τριάντα χιλιάρικα στην τράπεζα, και μάλιστα καλοτοκισμένα. Να βάλουμε
και τα νοίκια της χρονιάς και τους μιστούς. Χριστούλη μου! Θα βάλω στο χέρι το
διώροφο! (Παρακαλεστικά). Βοήθα με, Παναγίτσα μου, να τα κάνω τα σπιτάκια μου
μισή ντουζίνα κι ας πεθάνω. Έτσι θα λένε στην πατρίδα πως κάτι αξίζω! (Βλέπει
τους άλλους και διπλώνει την εφημερίδα πονηρά).
ΗΡΑΚΛΗΣ: Στα σίγουρα τ’ αποτελέσματα των
εκλογών κοιτάζεις. Σου ήρθε νταμπλάς ο θρίαμβος του Εργατικού Κόμματος!
ΚΩΣΤΗΣ: Ναι.., βγήκε το Εργατικό και θα τρόμε
με χρυσά κουτάλια...
ΠΑΠΑΓΟΣ: Δεν ξέρετε τι λετε. Εμένα, στην
πατρίδα, ο παππούλης μου ήταν βασιλικός, ο πατέρας μου παπαγικός κι εγώ είμαι
φιλελεύθερος, εδώ στην Αυστραλία.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Παπάγο, άλλα τα χρόνια του παππού
σου κι άλλα τα δικά σου.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Οι ιδέες δεν πεθαίνουν!
ΚΩΣΤΗΣ: Τι είναι αυτά που λες, Παπάγο; Εγώ
δεν μπορώ να πουλήσω την ψήφο μου, για κισό τσουβάλι αλεύρι, όπως έκανε ο
παππούλης μου. (Γελάνε όλοι εκτός απ’ το Γιάννη και τον Παπάγο).
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Με τουπέ). Να μην πω πως με
βάφτισε ο Στρατάρχης Παπάγος δίνοντάς μου και τ’ όνομά του!
ΗΡΑΚΛΗΣ: Χε, χε, χε... Κάποιος υπασπιστής
του θα σε βάφτισε.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Χε.., χε.., χε… Παπάγο, ποιο ήταν
το μικρό όνομα του νονού σου;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Που θες να ξέρω;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Τον είχες δει ποτέ;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Που θα τον έβλεπα;... Τον είδα
όταν με βάφτισε...
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μήπως ξέρεις πού έμενε;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Μάγος είμαι. Ουφ! Εγώ ψηφίζω τους
Λίμπεραλς!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Αυτό είναι το κόμμα μας!
ΗΡΑΚΛΗΣ: Γιάννη, εσύ με το Σύνδεσμό, να
κρατάς ίσες αποστάσεις.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Τα χάνει). Να... Εγώ... Δηλαδή..,
μια κουβέντα είπα...
ΚΩΣΤΗΣ: Και ποιος σε υπολογίζει εσένα, Παπάγο;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Με ζηλεύεις αποτυχημένε...
ΚΩΣΤΗΣ: Αχαχούχα... Τι έχεις πάνω σου που
να σηκώνει ζήλια;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Λοιπόν, ψηφίζω τους Λίμπεραλς και
για έναν ακόμα λόγο. Γιατί το έχουν ξεκαθαρίσει πως όλοι οι πολίτες, πλούσιοι
και φτωχοί, θα παίρνουν σύνταξη.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Έχει δίκιο, ο Παπάγος. Γιατί να
μην παίρνουν σύνταξη και οι πλούσιοι, αφού μια ζωή πληρώνουν φόρους;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Γιάννη.., κάτσε στ’ αυγά σου.
Πρώτα γίνε, πλούσιος και μετά τα λέμε.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Δε ξέρω τι λετε εσείς. Εμένα,
όμως, κάθε χρόνο με ταράζει η εφορία! Αυτά που παίρνω απ’ τα σπίτια φαίνονται.
ΚΩΣΤΗΣ: Χε, χε, χε... Δηλαδή τι θέλεις; Να
σου δώσουν σύνταξη για να πάρεις κι άλλα σπίτια;
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Με πείσμα). Τη δικαιούμαι τη
σύνταξη!
ΗΡΑΚΛΗΣ: Τα παράπονα στο Δήμαρχο. (Πονηρά).
Δε μου λες Κωστή, εσύ τη ψήφισες;
ΚΩΣΤΗΣ: Όλοι καλοί είναι... Οι
Φιλελεύθεροι αγωνίζονται για τη λευτεριά και οι...
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Τον διακόπτη). Εσύ τι ψήφισες;
ΚΩΣΤΗΣ: Οι Εργατικοί; Ε, κι αυτοί, ρε
παιδιά, πασκίζουν για τα δίκια της
εργατιάς.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Ναι εντάξει. Εσύ τι ψήφισες;
ΚΩΣΤΗΣ: (Κουτοπόνηρα). Κι οι Πράσινοι, καλοί
είναι. Ενδιαφέρονται για το πράσινο, οι
Βιολόγοι για τη φιλολογία. Όλοι καλοί είναι. (Γελάνε οι άλλοι).
ΗΡΑΚΛΗΣ: Δηλαδή και οι αριστεροί είναι
καλοί;
ΚΩΣΤΗΣ: (Σηκώνεται. Κουτοπόνηρα). Εγώ πάω
να μαζώξω τ’ απλωμένα μου, γιατί θα βρέξει. (Κάνει να φύγει και τον σταματάει ο
Ηρακλής).
ΗΡΑΚΛΗΣ: Αφού δεν έπλυνες τι θα μαζώξεις;
ΚΩΣΤΗΣ: (Στον Ηρακλή). Βρήκες την ώρα ν’
ανοίξεις τέτοιες κουβέντες... Αφού το
ξέρεις πως θα πάω στην Ελλάδα για να δω τα γερόντια. Σε φασαρίες θέλεις να με
βάλεις; Και οι τοίχοι έχουν αυτιά! (Γελάνε όλοι).
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Μπαίνει με μια ανθοδέσμη στα
χέρια και μια καραμπίνα κρεμασμένη στον ώμο και χωρίς το ξυπνητήρι κρεμασμένο
στο σακάκι. Μονολογεί). Εγώ ’μαι Σφακιανός! Θα σε κάνω κόσκινο! (Στους άλλους).
Πάλι λελούδια μας άφησε ο καζανόβας... Δε θα πέσει στα χέρια μου...
ΠΑΠΑΓΟΣ: Μα πρέπει να καμαρώνεις που έχεις
μια τέτοια ομορφοκοπελιά.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Εμείς οι κρητικοί δεν τα σήκωνουμε
κάτι τέτοια! Ακούτε τι λέει ο μολεμένος. (Διαβάζει από ένα χαρτάκι).
“Πνίγω την
αγάπη μου, πάνω στο κατωθύρι,
πίνοντας
αγκομάχητα της πίκρας το ποτήρι.”
(Τσαλακώνει
το χαρτί. Μονολογεί θυμωμένα). Είντα τσι θέλεις τσι μαντινάδες, αφού δεν είσαι
κρητικός;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Μα που το ξέρεις πως δεν είναι
κρητικός;
ΜΙΧΕΛΗΣ: Οι κρητικοί δεν κρύβουνται!
ΚΩΣΤΗΣ: Ο άνθρωπος ξοδεύεται..
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Θυμωμένα). Κωστή μέτρα τσι
κουβέντες σου. Εγώ ’μαι Σφακιανός!
ΚΩΣΤΗΣ: Ουφ! Εδώ είναι Αυστραλία.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Στον Μιχελή). Σε περνούσα για
έξυπνο.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Είντα λες, ωρέ σύντεκνε;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Ας πούμε πως κάποιος θέλει να σου
κάνει πλάκα. Αφού τσαντίζεσαι πετυχαίνει το σκοπό του.
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Κάπως χαμένα). Γειάϊντα είμαι
βλάκας; Και του λόγου μου πλάκα κάνω. (Γελάει βιασμένα). Τα λελούδια θα τα βάλω
στο βάζο. Στην υγεία του κορόιδου που τα πλερώνει! Παιδιά ας αφήσουμε τον
λουλουδοφέρτη. Να ξέρετε πως υπάρχουν κι άνθρωποι με φιλότιμο. Να.., το Μανολιώ
αγόρασε μια λάμπα που δουλεύει με μπαταρία. Έτσι διαβάζει όσο θέλει χωρίς να με
ζημειώνει.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Στις μαλαγανιές το ρίξαμε Μανόλη;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Απολογητικά). Να.., κάποιος μου
τη χάρισε.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Αυτό δε μας ενδιαφέρει.
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Τους δείχνει το ρολόγι του
χεριού). Δε θα μιλήσω και για κάτι άλλα που είναι προσωπικά.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Βλέπω ρολογάκι της πένας.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Δηλαδή, μόνο εσείς θα έχετε; Καλά,
ο τσιφούτης, Παπάγος, δεν έχει.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Κοροϊδευτικά). Ψάχνεις για
κορόιδα; Τα μοντέρνα ρολόγια είναι παραδοφάγα! Δουλεύουν με μπαταρίες.
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Κοιτάζει ανήσυχα το Μανόλη). Αυτό
δεν το ήξερα...
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Στο Μιχελή). Δηλαδή, δε θα
κουβαλάς πια το ξυπνητήρι;
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Ανοίγει το σακάκι και δείχνει το
ρολόγι που είναι κρεμασμένο στη μέσα μεριά). Το έχω συνηθίσει, ωρέ κουμπάροι.
Το έχω πάνω στο κορμί μου κι ακούγοντας αυτό το τακ, τακ, τακ, θαρρώ πως ακούω
τους χτύπους τσι καρδιάς μου. Κι έπειτα το μικρό δεν έχει ξυπνητήρι. Που στο
καλό θα θυμάμαι πως είναι δέκα η ώρα και θα εφαρμόζω τσι κανονισμούς; (Γελάνε
οι άλλοι, εκτός απ’ τον Κωστή).
ΚΩΣΤΗΣ: (Σηκώνεται. Θυμωμένα). Ας αφήσουμε
τ’ αστεία στην πάντα. Μην πολυσφίγγεις τα λουριά με το ηλεκτρικό. Ανέχομαι τις
κουζουλάδες σου, γιατί δε θέλω να σε κακοκαρδίσω. Όλα όμως έχουν ένα όριο!
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Φοβισμένα). Είντα μου ’παθες, ωρέ
Κωστή; Εμείς είμαστε μια φαμίλια εδώ παδά.
ΚΩΣΤΗΣ: (Θυμωμένα). Μωρά είμαστε και θ’
ακούμε συνέχεια τις ορμήνιες σου; Στο κάτω - κάτω πληρώνουμε. (Φεύγει
θυμωμένος).
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Φοβισμένα). Κουμπάροι σας έχω
μαρτύρους. Να ξηγιόμαστε. Δεν του είπα τίποτις. (Μονολογεί). Εγω ’μαι τ’
αφεντικό, αλλά δεν κάνω κέφι τσι γκρίνιες των γυναικώνε. (Χτυπάει το ξυπνητήρι.
Το σταματάει και βάζει το σύρμα στην πόρτα και τις χούφτες μπροστά στο στόμα σα
χωνί. Φωναχτά). Σύρμα! Κουμπάροι, σύρμα! (Φεύγουν όλοι εκτός απ’ το Μανόλη και
τον Ηρακλή).
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Παρακαλεστικά). Μανόλη, καίγομαι.
Δώσε μου πέντε δολάρια.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Βγάζει και του δίνει το
χαρτονόμισμα). Σου είπα να μη χολοσκάς. Εγώ είμαι εδώ.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Όλα θα τα πάρεις πίσω. Σ’ ευχαριστώ
και καληνύχτα. (Φεύγει).
ΜΑΝΟΛΗΣ: Θα τα πούμε αύριο Ηρακλή. (Κάθεται
και σε λίγο χτυπάει η πόρτα. Μπαίνει ο Ηλίας). Το νου σου στο σύρμα!
ΗΛΙΑΣ: (Σκύβει κάτω απ’ το σύρμα. Δίνουν
τα χέρια). Γεια σου Μανόλη.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Καλώς τον Ηλία. Κάτσε. (Κάθονται).
Λοιπόν, πώς τα πας με τη νέα σου δουλειά;
ΗΛΙΑΣ: Όπως και να το κάνουμε βρίσκομαι
έξω απ’ τα νερά μου, μετά από είκοσι χρόνια στην εταιρία.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Για λέγε τι έγινε;
ΗΛΙΑΣ: Νομίζω πως οι κληρονόμοι
αποφάσισαν να κλείσουν την εταιρία. Βρήκαν λέει, κάτι οικονομικές ατασθαλίες.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Εμένα μου είπαν πως οι λαδιές
είναι μεγάλες και πως έβαλαν ορκωτούς λογιστές για να βρουν την άκρη.
ΗΛΙΑΣ: Ακόμη κι αν έγιναν λαδιές, άλλοι
τις έκαναν.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Και τι σόι πράμα είναι η νέα σου
δουλειά;
ΗΛΙΑΣ: Μπουμπούκι! Είναι μια μεγάλη
δανειστική εταιρία. Ο ιδιοκτήτης είναι δικός μας, αλλά αυστραλογεννημένος.
Αυτοί δεν ξέρουν απ’ τα δικά μας.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Και ποια είναι τα δικά μας;
ΗΛΙΑΣ: (Χαμογελώντας). Εσύ δε μου μιλάς
τρεις την ώρα για την υποκρισία, την απληστία και βάλε, που μας δέρνει;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δηλαδή, πιστεύεις πως η φυλή μας
έχει κουσούρια και γενικά οι ανθρώπινες αδυναμίες έχουν να κάνουν με την
καταγωγή, ή εθνικότητα κι όχι με την οικονομική κατάσταση, που επικρατεί σ’
έναν τόπο;
ΗΛΙΑΣ: Βεβαίως, κακορίζικοι είμαστε.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σάμπως και δε μου τα λες καλά..,
ρε Ηλία. Μα και τ’ αυστραλογεννημένα
ελληνόπουλα δεν κατάγονται από μας; Γιατί είναι ντόμπρα; Φως φανάρι ο ιδιοκτήτης
της δανειστικής, όπως μου λες.
ΗΛΙΑΣ: Πώς να στο πω...
ΜΑΝΟΛΗΣ: Να μη μου πεις τίποτε. Έχει γούστο
να δεχτούμε πως οι άνθρωποι γεννιούνται κομπιναδόροι.
ΗΛΙΑΣ: Είμαι χιλιομπερδεμένος.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Κακώς. Η χτυπητή μιζέρια σπρώχνει
τον κοσμάκη στην κομπίνα... Μιλάω, βέβαια, για τη φτωχολογιά. Ας αφήσουμε στην
πάντα τους αχόρταγους πλούσιους. Αυτοί όσα κι αν έχουν δεν τους φτάνουν.
ΗΛΙΑΣ: Επομένως, κι αυτοί που ξεκινούν
απ’ το τίποτα, όταν φτιαχτούν, όλο θέλουν και περισσότερα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Χε, χε, χε... Ναι Ηλία, γίνονται
φαταούλες γιατί συνηθίζουν στη κομπίνα. Χε, χε, χε... Γιατί νομίζουν πως έτσι
πρέπει να προχωράει η ζωή, με φτωχούς και πλούσιους, μ’ έξυπνους και κουτούς,
με τυχερούς κι άτυχους και τρέχα γύρευε.
Χε, χε, χε... (Σιγή). Ας έρθουμε τώρα στη δουλειά σου.
ΗΛΙΑΣ: Πάνε τα προβλήματα που είχα στην
εταιρία.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μα ποτέ δε μου είπες πως είχες προβλήματα.
ΗΛΙΑΣ: (Θυμωμένα). Ο Γενικός Διευθυντής
ήταν ανήθικος, πορνόγερος, βρωμάνθρωπος
κι αγροίκος!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σάμπως και δε μου τα λες καλά...
ΗΛΙΑΣ: Ξέρω τι λεω. Λοιπόν, κάθε τόσο βάζαμε αγγελίες ζητώντας
κοπέλες για το γραφείο του. Πρόσεξε τι έκανε. (Με σιχασιά). Προτιμούσε κοντές
και στρουμπουλές κοπέλες, αλλά με πουπουλένια ήθη. Αφού, λοιπόν, έβρισκε την
κατάλληλη, χρηματόφιλη δηλαδή, ικανοποιούσε τα βίτσια του.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Και ποια είναι αυτά;
ΗΛΙΑΣ: Θα τα μάθεις όλα. Λοιπόν, κάθε
βράδυ ανακάτωνε, ο απαίσιος τύπος, τα βιβλία
στο κάτω μέρος της βιβλιοθήκης του... και το πρωί έλεγε στην κοπελιά να
τα ταχτοποιήσει. Βέβαια, το κορίτσι που ήταν δασκαλεμένο, έπρεπε, φορώντας
κοντή φούστα και χωρίς κιλότα, να σκύψει κάνοντας όμως καμάρα, ενώ αυτός καθόταν στο γραφείο του, ακριβώς
απέναντι απ’ τη βιβλιοθήκη.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Γελάει τρανταχτά). Δηλαδή, κάργα
ανωμαλίες ο καργαρισμένος με τόσα παρασήματα... Για σιγά, όμως, Ηλία... Εσύ
πώς ξέρεις τόσες λεπτομέρειες για τ’
άσκημα χούγια του;
ΗΛΙΑΣ: (Με κομπασμό). Αν δεν τα ξέρω εγώ
ποιος άλλος θα μπορούσε να τα ξέρει; Μα εγώ ήμουν ο προσωπάρχης. Μια δόση, μια
δική μας κοπέλα, που δεν μπορούσε να τον ανεχτεί μου έσπασε το κεφάλι, με την
ομπρέλα της.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Θυμωμένα). Και τότε γιατί μου τον
ανέβαζες στα ουράνια;
ΗΛΙΑΣ: (Xαμένα). Πώς; Δηλαδή... Εγώ... Δε σε καταλαβαίνω.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Ήρεμα). Δεν πειράζει... Όσο τα
σκαλίζει κανείς, αυτά τα πράγματα, τόσο
βρωμάνε...
ΗΛΙΑ: Επίσης, να σκεφτείς πως, εμένα με
δυο πανεπιστημιακά πτυχία και με τέτοια θέση, μ’ έστελνε να του κάνω τα ψώνια
του σπιτιού του.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Και μετά λες πως όλα με
πειράζουν... Καλά, κουτός είσαι ή τον κουτό παριστάνεις;
ΗΛΙΑ: Δε σε καταλαβαίνω.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Χε, χε, χε... Γιατί δεν έστελνε
εμένα, που στο κάτω - κάτω ήμουν χαμηλοθεσίτης;
ΗΛΙΑΣ: Τι θες να πεις;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Έστελνε εσένα, φίλε, γιατί σου είχε
εμπιστοσύνη. Όλα τα δικά του ψώνια τα πέρναγες στα μικροέξοδα της εταιρίας.
Έτσι δεν είναι;
ΗΛΙΑΣ: (Τα έχει χαμένα). Εγώ; Δηλαδή; Πώς
το είπες;...
ΜΑΝΟΛΗΣ: Εντάξει… Χε, χε, χε... Πάντως, τα
γλεντοκόπια του στα πολυτελέστατα κέντρα τα ήξερες.
ΗΛΙΑΣ: (Τα χάνε). Ναι! Βέβαια! Αλίμονο!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Κι αυτά τα πλήρωνε η Εταιρία.
ΗΛΙΑΣ: Πάντως εγώ δεν έτρωγα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Πονηρά). Πλατίτσες, όμως, τού έκανες...
ΗΛΙΑΣ: Μην επιμένεις. Τίποτε δεν πέρναγε
απ’ το χέρι μου. Ας είναι... Εσύ πώς τα πας
στο ταξιδιωτικό γραφείο;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Χαρούμενα). Μόνο που δεν έχω
κατουρηθεί στα παντελόνια μου, απ’ τη χαρά μου!
ΗΛΙΑΣ: Για λέγε ντε!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ο μισθός μου είναι πρώτο πράμα.
Ξέχωρα τις καλοπληρωμένες υπερωρίες κι αυτά που παίρνω απ’ τα ποσοστά μου.
ΗΛΙΑΣ: Επιτέλους βρέθηκε και κάτι στην
παροικία να σου αρέσει.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Μ’ ενθουσιασμό). Αρκεί να σου πω
πως τρόμε στα καλύτερα εστιατόρια και πληρώνει πάντοτε ο Πάππας!
ΗΛΙΑΣ: Μπράβο!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Λαδώθηκε το στομάχι μου, Ηλία!
ΗΛΙΑΣ: Στον εαυτό σου να τα λες. Εσύ
κατηγορούσες τους πάντες και τα πάντα, στην παροικία.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Υπάρχουν και οάσεις ανθρωπιάς.
ΗΛΙΑΣ: Χαίρομαι που τις βλέπεις. Έτσι θα
καλμάρεις κάπως.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Που να στα λεω! Μέχρι και στο
σπίτι του Πάππας έχω πάει ένα σωρό φορές. Και πού να δεις την κόρη του. Σκέτο
μανούλι. Χαρά σ’ εκείνον που θα την πάρει. Να της κάνεις, που λες, μερικά
κουτσούβελα, έτσι για απασχόληση, κι εσύ να επιθεωρείς τα γραφεία σ’ όλες τις
Ηπείρους. (Σιγή). Μου την δίνει μόνο που τα σκέφτομαι, όλα αυτά.
ΗΛΙΑΣ: Σιγά Μανόλη... Τόσο εύκολα ξεχνάς;
Κι όλα αυτά που λέγαμε για ηθική και τα
ρέστα;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Χωρίς να προσέξει τα λεγόμενα του
Ηλία. Ηδονιστικά). Έχει κάτι μούρλια γυναίκες στη Νότια Αμερική...
ΗΛΙΑΣ: (Μ’ απορία). Καλά εσύ μου έλεγες
πως την οικογένεια την έχεις κορώνα πάνω στο κεφάλι σου.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Τα χάνει). Α.., ναι. Βέβαια!
(Σιγή. Συνέρχεται. Ήρεμα). Πρόσεξε. Η τελειότητα και τ’ απόλυτα είναι άπιαστα
πουλιά. Στη ζωή τα πάντα είναι σχετικά, η εξαρτώμενα, κι ο άνθρωπος
προσαρμόζεται. Κατάλαβες;
ΗΛΙΑΣ: Ας πούμε πως κατάλαβα. Πάντως
χαίρομαι. Το είχες παρακάνει κρίνοντας κι επικρίνοντας τους άλλους.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δηλαδή, θα πρέπει να κλείνω τα
μάτια, ή να πάψω να σκέφτομαι; Ύστερα, μήπως κατηγόρησα τον Πάππας και την
οικογένειά του; Αυτός είναι μπεσαλής άνθρωπος, σου λεω!
ΗΛΙΑΣ: Έτσι σε θέλω. Μόνο βλέποντας και
τα καλά της ζωής θα παλαντζάρεις τον εσωτερικό σου κόσμο.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δηλαδή, τι πρέπει να κάνω, Ηλία;
Χμ.., να μοιράζω επαίνους πέρα δώθε, έτσι για το τίποτα.
ΗΛΙΑΣ: Δεν είπα κάτι τέτοιο. Πάντως δεν
είναι μόνο το δικό σου αφεντικό, αλλά και το δικό μου. Βρίσκομαι μέσα σ’ ένα
πολιτισμένο περιβάλλον. Αυτός είναι ένας σπάνιος τύπος ανθρώπου! Κύριος με τα
όλα του! (Σηκώνεται). Θα πηγαίνω τώρα. Καλή σου νύχτα. (Φεύγει).
ΜΑΝΟΛΗΣ:
Να πας στο καλό. ( Κάθεται και σε λίγο μπαίνει η Ρένα φορώντας πυτζάμες.
Της δείχνει το κλειδί, της πίσω πόρτας του δωματίου του και της τραγουδάει πάνω
στο γνωστό σκοπό).
Όπα το να
το χαρώ,
το κορίτσι
π’ αγαπώ.
Αν μου
δώσει ένα φιλάκι,
θα της δώσω
το κλειδάκι!
ΡΕΝΑ: (Χαρούμενα). Θα σου δώσω χιλιάδες
φιλάκια! (Αγκαλιάζονται). Επιτέλους, αγαπούλα μου, θα μπορώ να έρχομαι κοντά
σου έστω και τα πρωινά. Τις άλλες ώρες δεν μπορώ, με τους αυστηρούς ελέγχους
του πατέρα μου.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ναι κοριτσάκι μου, να σε
χαρώ. Όλο και θα κλέβεις καμιά ωρίτσα.
Έτσι δεν είναι;
ΡΕΝΑ: Πες μου πως μ’ αγαπάς.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Κουκλίτσα μου εσύ! Δεν μπορώ να
κάνω ούτε ένα λεπτουδάκι χωρίς εσένα.
ΡΕΝΑ: Εγώ ούτε μια στιγμούλα!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σύντομα θα τακτοποιηθούν όλα και
τότε θα του πω του Κρητίκαρου. (Μιμείται το Μιχελή). “Κατέχεις πράμα, ωρέ
κουμπάρε. Αγαπώ την κόρη σου και σου ζητώ το χέρι τσι, μα και το ποδάρι τσι.”
ΡΕΝΑ: (Κι αυτή μιμείται του Μιχελή).
“Ωρέ, κοπέλι, άσε πρωτα ν’ αποσώσει τσι σπουδές τσι.”
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Με την ίδια φωνή). “Σύντεκνε δεν
μπορώ να περιμένω. Είμαι ερωτοχτυπημένος.”
ΡΕΝΑ: (Με την ίδια φωνή). “Ε.., τότε,
για την ώρα, θα σου δώκω μόνο το χέρι τσι.”
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Με την ίδια φωνή). “Μάθε το πως
αν δε μου τηνε δώκεις με το καλό, να την εκλέψω θέλω!” (Γελάνε και
αγκαλιάζονται).
ΡΕΝΑ: Ο μπαμπάς είναι, βέβαια, τσιφούτης.
Μην ξεχνάς, όμως, πως είμαι μοναχοπαίδι. Μπορούμε να χτίσουμε εδώ στην αυλή, ή
στο οικόπεδο που έχουμε.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Τώρα μου λες ανοησίες. Μπορώ να
περάσω όλη μου τη ζωή σ’ αυτό το καμαράκι, αρκεί να είμαι κοντά σου.
(Θυμωμένα). Ο τύπος, όμως, με τα λουλούδια την έχει πάει μακριά τη βαλίτσα!
ΡΕΝΑ: Χε, χε, χε... Ακόμα Ελλάδα
μυρίζεις... Μα πώς μπορούμε να κουμαντάρουμε τους άλλους και μάλιστα όταν δεν
τους ξέρουμε;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μα δεν μπορώ να τον ανεχτώ.
ΡΕΝΑ: Θα συνηθίσεις. Οι αυστραλοί δεν
πειράζονται με κάτι τέτοια. Νομίζω, πως τους αρέσουν κιόλας.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δεν είμαστε καλά....
ΡΕΝΑ: Ναι, σου λεω. Μπορείς, ας πούμε,
να πεις σ’ έναν αυστραλό: “Μα την ωραία που είναι η γυναίκα σου”, κι αυτός,
χωρίς καθόλου να πειραχτεί να σου πει: “Σ’ ευχαριστώ. Ναι, είναι πολύ ωραία”.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μα δεν τον μπορώ!
ΡΕΝΑ: Χε, χε, χε... Ζηλεύεις
κουτούτσικο...
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μη γελάς γιατί μου τη δίνει!
ΡΕΝΑ: Τι άλλο μπορώ να κάνω;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Που θα μου πάει θα τον βρω και θα
του κόψω το βήχα!
ΡΕΝΑ: Να τον καλέσεις σε μονομαχία. (Τον
αγκαλιάζει). Έλα καλέ μου... Κανένας δεν μπορεί να μπει ανάμεσά μας. (Φεύγουν.
Μπαίνει ο Ηρακλής. και ανοίγοντας την
πόρτα, βγάζει κάτω απ’ το σακάκι μια ανθοδέσμη. Τη φιλάει και την ακουμπάει στο πλατύσκαλο).
Τέλος τέταρτης εικόνας
🔻
Εικόνα πέμπτη
Μετά από
καιρό κάθονται στο σαλόνι ο Μανόλης και ο Ηρακλής. Ο Μανόλης είναι ντυμένος
στην πένα: κοστούμι, γραβάτα, μαντηλάκι κτλ.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Πώς πάει η δουλειά Ηρακλή;
ΗΡΑΚΛΗΣ: Το ταξί έχει και τα καλά του.
Πρώτα, δεν έχεις αφεντικό πάνω στο κεφάλι σου. Έπειτα κυνηγώντας τη δουλειά
μπορείς να βολευτείς σε μερικές ώρες. Αν πάλι, θέλεις να κάνεις το χρήμα, έστω
και χρυσοπεταλώνοντας τετράποδα, όπως εγώ, το ρίχνεις στις διπλοβάρδιες.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δηλαδή, παράπονα γιοκ.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Τα παράπονα στο δήμαρχο. (Μπαίνει
ο Κωστής και κάθεται χωρίς χαιρετούρες).
ΜΑΝΟΛΗΣ: Τι έγινε Κωστή; Ούτε μια καλησπέρα
δε μας είπες;
ΚΩΣΤΗΣ: (Χαμογελώντας). Την είπα από μέσα
μου.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Πώς τα πήγες σήμερα;
ΚΩΣΤΗΣ: Τ’ ακούμπησα και ησύχασα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Εσύ να είσαι καλά.
ΚΩΣΤΗΣ: Εγώ είμαι ένας άχρηστος.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Τι έγινε πάλι ρε κλαψιάρη;
ΚΩΣΤΗΣ: Να.., είπα να παίξω το εφταράκι...
κι ένας τύπος μου έδωσε το εννιαράκι. Το έπαιξα και βγήκε το γαμημένο το
εφταράκι.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Μπαίνει και κάθεται χωρίς
χαιρετούρες. Μονολογεί). Μυστήρια καρότσια είναι οι άνθρωποι...
ΗΡΑΚΛΗΣ: Τι έπαθες πάλι;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Κάνει, ο πάσα ένας, συμβόλαιο και
μπαίνει μέσα στην περιουσία σου, λέγοντας πως δεν έχει κουτσούβελα... και μετά
σου ξεπετάγονται πέντε νιάνιαρα... κι άιντε να τα βγάλεις...
ΚΩΣΤΗΣ: (Θυμωμένα). Εσύ αν είχες παιδιά θα
τα πέταγες στο δρόμο;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Τώρα άνοιξες το κουτάκι με τις
μαλακίες.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Δηλαδή, αναφορά θα σου δίνει ο
κάθε οικογενειάρχης;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Ας είχες περιουσία και τότε θα σου
έλεγα.
ΚΩΣΤΗΣ: Ευτυχώς που δεν έχω. Θα μ’ έβαζε
σε μπελάδες. Χε, χε, χε… Θα πάσχιζα να την ξεφορτωθώ.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ο Παπάγος θέλει να πει, πως οι
καλοί λογαριασμοί, κάνουν τους καλούς φίλους.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Τι είναι αυτά πού λες Μανόλη; Τι
αλλαγές είναι αυτές;
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Στο Μανόλη). Ν’ αγιάσει το
στοματάκι σου! Εγώ θέλω να πω πως πρέπει να το λένε προτού να υπογράψουν τα
συμβόλαια.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Έχει δίκιο ο Παπάγος.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Σάμπως και δε μας τα λες καλά,
Μανόλη!
ΠΑΠΑΓΟΣ: Μια χαρά τα λέει. Έτσι βάζεις μια
σταλίτσα πάνω το νοίκι. Τα παιδιά γρατζουνάνε τους τοίχους. Πώς θα βγουν τα
έξοδα;
ΚΩΣΤΗΣ: Φτωχέ... κι έρημε. Έπρεπε εγώ να ήμουν
νοικάρη σου.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Παπάγο, εσύ τι θα έκανες αν είχες
κουτσούβελα;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Εγώ; Θα τους έκοβα τα νύχια, των
παιδιών μου. Μ’ αυτά σακατεύουν, τα διαολάκια, τα ντουβάρια.
ΚΩΣΤΗΣ: Ρε, άει κατούρα μας... με τα
σπίτια σου.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Μπαίνει χαρούμενος. Έρχεται και ο
Μιχελής. Κάθονται). Σε μερικές μέρες όλα θα είναι έτοιμα. Η αδελφότητα θα μας
δώσει χώρο για τις εκδηλώσεις μας. Τον άλλο μήνα βγαίνει και το περιοδικό.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Είμαι κι εγώ μαζί σου, Γιάννη.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Σοβαρολογείς, Μανόλη; Πώς κι έτσι;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Γιατί σου φαίνεται παράξενο; Κι
εγώ έλληνας είμαι.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Χαίρομαι, Μανόλη. Λοιπόν, παιδιά,
σε μια βδομάδα θα έχουμε και την Ιδρυτική Συνέλευση.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Τι είναι αυτά που ακουω, Μανόλη; Δραματικές ιδεολογικές ανακατατάξεις βλέπω...
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δε σε καταλαβαίνω...
ΗΡΑΚΛΗΣ: Μωρέ... καταλαβαίνεις...
ΜΙΧΕΛΗΣ: Δηλαδή, Γιαννιώ, θα εκλέξουμε
Διοικητικό Συμβούλιο και τα ρέστα;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Βεβαίως. Εσύ Μιχελή, τιμής ένεκα,
θα είσαι απ’ τα ιδρυτικά μέλη.
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Συγκινημένα). Η τιμή είναι για
ολάκερη την Κρήτη!
ΠΑΠΑΓΟΣ: Κουραφέξαλα λετε όλοι σας. Εμείς οι μοραΐτες λευτερώσαμε την Ελλάδα!
ΚΩΣΤΗΣ: (Ειρωνικά). Σιγά τον πολυέλαιο...
Αν έκαναν κάτι το έκαναν οι παππούληδές σας κι όχι εσείς...
ΠΑΠΑΓΟΣ: Γιάννη, να ξηγιόμαστε. Αν γίνει καμιά
διάκριση σε βάρος μας, θα στήσουμε άλλο Σύνδεσμό!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Αφήστε τις φαγωμάρες.
ΚΩΣΤΗΣ: Παπάγο, αν εσείς είχατε το Γέρο
του Μοριά, εμείς είχαμε το Γιο της Καλογριάς!
ΠΑΠΑΓΟΣ: Η Ολυμπία βρίσκεται στην
Πελοπόννησο.., κι ο Σύνδεσμός λέγεται “Ολυμπιακή Φλόγα!”
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δε θα γίνει καμιά διάκριση σε
βάρος κανενός.
ΚΩΣΤΗΣ: Και με μας τι γίνεται, Γιάννη; Η
Ιερή Πόλη του Μεσολογγίου πάει περίπατο;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Να περιμένεις και θα δεις.
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Θυμωμένα). Στην πάντα και σας έφαγα!
Τι γίνεται μ’ εμάς τους εφτανησιώτες; Κοτζάμ Εθνικός ποιητής, ο Σολωμός, δε
μετράει; Γιάννη να ξηγιόμαστε. Αν φαμε ρίξιμο δεν μπαίνουμε στο Σύνδεσμο!
ΓΙΑΝΝΗΣ: Κανένα δε θα ρίξουμε!
ΜΙΧΕΛΗΣ: Μια είναι η λεβεντογέννα η Κρήτη!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μου φαίνεται πως λογαριάζετε χωρίς
τον ξενοδόχο! Εδώ μιλάμε για Μακεδονία, Μεγαλέξαντρο και Βεργίνα!
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Στο Μανόλη. Ειρωνικά). Πρώτα να σιγουρέψετε
το Μεγαλέξαντρό σας, μη σας τον κλέψουν, και μετά βλέπουμε...
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Οργισμένα). Τι είπες, ρε σουπιά,
για το Μεγαλέξαντρό μας;
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Φωναχτά). Ησυχάστε! Αφού
χρησιμοποίησα πληθυντικό. Μ’ ένα και δυο μέλη δεν μπορεί να σταθεί ένας
Σύνδεσμος. Ύστερα ο Σύνδεσμός μας θα έχει πανελλήνιο χαραχτήρα. Όλες οι
περιφέρειες θ’ αντιπροσωπεύονται στο
Διοικητικό Συμβούλιο.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Κι ο Πρόεδρος! Κι ο Πρόεδρος! Αυτό
μετράει.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Λέμε να βάλουμε ένα φιλέλληνα
αυστραλό. Έτσι δε θα έχει κανείς παράπονο.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Κι από ποια πολιτική παράταξη θα
προέρχεται αυτός ο κύριος;
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Σκέφτεται). Να σου πω εγώ τι θα
γίνει. Λοιπόν, θα βρούμε έναν από κάθε παράταξη και θα γίνει κλήρωση.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Θυμωμένα). Θ’ αποκλείσουμε τους
αριστερούς μα και τις παραφιάδες τους!
ΗΡΑΚΛΗΣ: Και γιατί παρακαλώ;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Σίγα ρε παιδιά. Ε.., τότε να
βάλουμε έναν κληρικό.
ΚΩΣΤΗΣ: Χε, χε, χε... Και ποιας παράταξης,
παρακαλώ; Χε, χε, χε... (Ειρωνικά). Μίλα, ρε Παπάγο!
ΠΑΠΑΓΟΣ: Οι αυτοαποκαλούμενοι αυτοκεφαλικοί
αποκλείονται!
ΗΡΑΚΛΗΣ: Γιατί ρε μάστορα;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Γιατί δεν τους θέλει ο Θεός!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Παιδιά το βρήκα. Θα έχουμε
Συλλογική Προεδρία. Κάθε τρεις μήνες θα έχουμε άλλον πρόεδρο, από διαφορετική
παράταξη.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Αυτά όλα θα τα κουβεντιάσουμε στη
Γενική Συνέλευση. Όλα θα γίνουν πολιτισμένα και δημοκρατικά.
ΚΩΣΤΗΣ: (Γελώντας). Θα γίνουμε ρεζίλι των
σκυλιώνε! Μέχρι και καρεκλιές θα παίξουμε εκεί μέσα... Χε, χε, χε...
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Στο Γιάννη. Με πείσμα). Κι ο
επίτιμος! Κι ο επίτιμος! Πες μας ωρε Γιαννιώ και για τον επίτιμο.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όλα τα έχω κανονισμένα, Μιχελή!
ΜΙΧΕΛΗΣ: Ωρέ, Κωστή, τελικά γιατί δεν πήγες
να δεις τα γερόντια σου, αφού τα κανόνισε ούλα το Μανολιώ;
ΚΩΣΤΗΣ: (Χαμογελώντας). Τα πολλά λάθη
φοβήθηκα. Πες τα εσύ Μανόλη, που τα σπικάρεις καλύτερα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Χε, χε, χε... Πήγαμε στο Προξενείο
μας, που λετε, με τ’ αυστραλέζικο διαβατήριο. Αυτό απαιτούσε η υπουργική
απόφαση. Και ο υπάλληλος ήθελε να μας στείλει σε αδελφότητες, ενορίες και τα
ρέστα.
ΚΩΣΤΗΣ: (Γελώντας). Έτσι να χαρείς, ρε
Μανόλη, πέστα όπως μας τα είπε ο κερατάς... Τα λες τόσο νόστιμα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Αφού το θέλεις. Θα σου κάνω το χατίρι.
(Παίρνει πόζα παριστάνοντας τον προξενικό υπάλληλο). “Α.., πουλάκι μου..,
κατάγεσαι απ’ τη Λαμία... Είσαι μέλος στον Πανλαμιακό Σύλλογο;..”
ΚΩΣΤΗΣ: (Γελώντας). Κι εγώ ο άχρηστος του είπα
πως δεν σκαμπάζω από Συλλόγους. (Γελάνε).
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Με την ίδια πόζα). “Δε θα τα πάμε
καθόλου καλά... Έτσι, λοιπόν, πουλάκι μου.., έχεις ξεκόψει κι απ’ τον κορμό του
Έθνους μας, τους Συλλόγους... Σε ποια Ενορία ανήκεις;”
ΚΩΣΤΗΣ: (Γελάει). Εγώ του είπα πως δεν τις
ξέρω τις Ενορίες... και τα ρέστα.
ΜΑΝΟΛΗΣ:
Ο υπάλληλος το βιολί του (Με την
ίδια πόζα). “Α, έτσι, πουλάκι μου... Δηλαδή.., εσύ ξέκοψες κι απ’ την
Ορθοδοξία... Δεν ξέρεις το τρίπτυχο: θρησκεία, πατρίδα, οικογένεια;” Στο τέλος,
παιδιά, δεν μπόρεσα να κρατηθώ και του έριξα μια κατσάδα που θα τη θυμάται.
“Μήπως εκτός απ’ αυτό το “πουλάκι μου” που λες συνέχεια, λες και μιλάς στο γιο
σου, έχεις, του είπα, και προβλήματα με τη γλώσσα μας; Ο άνθρωπος έχει το
αυστραλέζικο διαβατήριό”
ΚΩΣΤΗΣ: Κι ο άγιος φοβέρα θέλει.
(Παριστάνει τον υπάλληλο). “Περίμενετε κύριε στην αίθουσα αναμονής, και σε λίγο
θα σας δώσω το διαβατήριό σας και καλό σας ταξίδι,” μου είπε, αλλά μελιστάλαχτα, τούτη τη φορά.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Γελώντας). Που λετε, για μια
στιγμή έχασα απ’ τα μάτια μου τον Κωστή, Περίμενα αρκετή ώρα και στο τέλος
κατέβηκα στο δρόμο... και τον βλέπω να
μου χασκογελάει απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Στον Κωστή). Και γιατί δεν
περίμενες; Θα πεθάνουν τα γερόντια σου και δε θα τα ματαδείς...
ΚΩΣΤΗΣ: (Πικρογελάει). Κι εγώ θα πεθάνω...
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Στον Κωστή). Καλά ρε Κωστή, αφού
σου δίνεται η ευκαιρία και δεν την εκμεταλλεύεσαι!
ΚΩΣΤΗΣ: (Γελώντας). Φοβήθηκα τα πολλά
λάθη!
ΗΡΑΚΛΗΣ: Δηλαδή;
ΚΩΣΤΗΣ: Χε, χε, χε... Στο προξενείο έκαναν
τόσα λάθη, στέλνοντάς με, χωρίς λόγο σε σωματεία κι ενορίες... Γιατί, σώνει και
καλά, πρέπει να νταλαβερίζομαι με τους συλλόγους και τις ενορίες; Κι αν στην
πατρίδα κάνουν ένα τοσοδούτσικο λάθος
και με ντύσουν στο χακί; Χε, χε, χε... Δηλαδή, μου πουν πως δεν είμαι
αυτός που είμαι; Δηλαδή, ελληνοαυστραλός;
ΜΙΧΕΛΗΣ: Οι άλλοι γιατί υπηρετούν την
πατρίδα;
ΚΩΣΤΗΣ: (Γελώντας). Κάθε πράμα στον καιρό
του... κι ο στρατός στα είκοσι.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Μ’ αφού τ’ αυστραλέζικο διαβατήριο
του Κωστή έφτανε και περίσσευε, τι τα ήθελαν τα υπόλοιπα;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Θυμωμένα). Για να τα κονομάει η
κάθε Μίσις Βούτα, που ίσως να τα μοιράζεται με τους υπάλληλους του Προξενείου.
Δεν λεει η Μισις Βούτα, πως με την καλή της, την καρδιά, πηγαίνει στα σπίτια
ακόμα και τα διαβατήρια; Πως γίνεται αυτό; Άρα έχει συνεργάτες στο προξενείο
μας και τα μοιράζονται.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Το πράγμα μιλάει μόνο του! Χε, χε,
χε... Τα προξενεία δεν κάνουν διανομή διαβατηρίων.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Μανολιώ μη θαρρείς πως τα κατέχεις
ούλα! Ένα νυχτερινό γυμνάσιο έχεις βγάλει κι εσύ.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Πετάγεται απ’ τη θέση του. Στο
Μιχελή θυμωμένα). Νυχτερινό είπες!
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Τα χάνει). Μια κουβέντα είπα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Πολλά είπες. Για περίμενε λίγο...
κι έχουμε πολλά να πούμε εμείς οι δυο. (Φεύγει. Σιγή).
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Φοβισμένα). Σύντεκνοι σας έχω μαρτύρους!
Δεν του έκανα τίποτις. Έτσι δεν είναι; (Μονολογεί). Ποιος ακουει τώρα το Μαριώ
και το Ρενάκι...
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Επιστρέφει. Θυμωμένα). Δε μου
λες, Μιχελή, τι περίμενες να βρεις στη
βαλίτσα ενός νεομετανάστη, χρυσάφι;
ΜΙΧΕΛΗΣ: Είντα μου τσαμπουνάς, ώρε
κουμπάρε;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Τα χαρτιά μου τα βρήκα
ανακατωμένα!
ΜΙΧΕΛΗΣ: Είντα χαρτιά, Μανολιώ; Εγώ δεν
κατέχω πράμα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μην κάνεις τον κουτό. Τη βαλίτσα
μου θέλω να πω.
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Παραπονιάρικα). Μ’ άλλα λόγια με
λες κλέφτη.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Μετανιωμένα). Δε σε είπα και
κλέφτη... Πάντως θέλω να μου δώσεις το δεύτερο κλειδί του δωματίου.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Όλα τα κλειδιά τα κρατώ για μια
ώρα ανάγκης. Τη βαλίτσα σου, όμως, ούτε που την έχω δει.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Και τότε πώς ξέρεις πως έχω βγάλει
νυχτερινό γυμνάσιο;
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Χαμένα). Ωρέ, κουμπάρε... Είντα
να σου πω... (Συνέρχεται). Πείτε την αλήθεια, σύντεκνοι. Πόσες φορές σας το έχω
πει, πως βγαίνουν τα ονείρατά μου; Μιλάτε, ωρέ. Τι περιμένετε; (Περιμένει μ’
αγωνία κοιτάζοντας τους άλλους).
ΚΩΣΤΗΣ: (Κρυφογελώντας). Σε μένα το έχεις πει πολλές φορές.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Τα όνειρα του Μιχελή σπάνε
καρύδια.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Κρυφογελώντας). Σκέτη Πυθία
είναι!
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Κρυφογελώντας). Μωρέ Κάλχας να
λες!
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Ξεθαρρεμένα). Να σας χαρώ ωρέ
παιδιά. Να που βγήκαν ακόμα μια φορά τα ονείρατά μου. Που λες, Μανολιώ σε είδα
στον ύπνο μου. Εκράτεις, λέει, τ’ απολυτήριό σου. Ήταν τρανό σαν το μπόι σου!
Σημάδι πως ανοίγονται μπροστά σου μεγάλοι δρόμοι. Να χαρείς, Μανολιώ, το
νυχτερινό στην καθαρεύουσα το λένε “εσπερινόν”;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Κρυφογελώντας). Ναι.., λέγεται κι
έτσι.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Το λοιπό, στην πάνω μεριά, με
μεγάλα γράμματα, έλεγε: Εσπερινόν Γυμνάσιον Καλλιθέας.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Κρυφογελώντας). Χαρά σε μένα,
αφού με βλέπεις και στον υπνό σου. (Κάθονται ο Μανόλης κι ο Μιχελής).
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Σκουπίζει τον ιδρώτα του προσώπου
του ξαλαφρωμένος. Ψευτοχαρούμενα). Σύντεκνοι ας αφήσουμε τις φαγωμάρες. Έχω
καλά μαντάτα. Θα ξοδευτώ και θα το κάνω το σπίτι παλατάτσι. Σ’ όλα τα δωμάτια
θα βάλω γκάζι, νεροχύτη και ντουλάπια.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Σοβαρολογείς;
ΜΙΧΕΛΗΣ: Αμή! Θα βάλω, όμως, ξεχωριστά ρολόγια για το γκάζι. Αν οι
φασούλες είναι κακόβραστες να μην πλερώνω εγώ τη ζημιά.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Δηλαδή, τα δωμάτια θα γίνουν
διαμερισματάκια;
ΜΙΧΕΛΗΣ: Έτσι να σε χαρώ. Μόνο που θα βάλω
και ξεχωριστό ρολόγι και για το λεχτρικό... κι όποιος θέλει μπορεί να έχει
λάμπες με χίλια κεριά και να κάνει ηλεχτροθεραπεία. Χε, χε, χε...
ΠΑΠΑΓΟΣ: Θα μπορούμε να έχουμε και δική μας
τηλεόραση;
ΜΙΧΕΛΗΣ: Αμή! Να βλέπετε μούβης ολονυχτίς!
ΠΑΠΑΓΟΣ: Να σε χαρώ, Μιχελή.
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Πονηρά). Αλλά... Αλλά, κι εσείς
θα μου δίνεται μόνο τρία δολάρια παραπάνω τη βδομάδα.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Δε σφάξανε;
ΚΩΣΤΗΣ: Για πήγαινε στη γωνιά να δεις αν
έρχομαι.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Μα θα γίνουν τόσα έξοδα.
ΚΩΣΤΗΣ: Εσύ θα φτιάξεις το σπίτι σου... κι
εμείς θα πληρώσουμε το μάρμαρο;
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Σηκώνεται). Θα τα πούμε στις
δέκα. (Φεύγει).
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Σηκώνεται). Παιδιά δεν πρέπει να
δεχτούμε. Να του πούμε πως φεύγουμε. Και τότε θα δούμε αν έχει αυτός την ανάγκη
μας, ή εμείς τη δική του!
ΘΑΛΕΙΑ: (Μπαίνει ζωσμένη με μια ποδιά). Τα
άκουσα όλα. Και βέβαια δε θα δεχτούμε!
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Στη Θάλεια). Εσύ να κάνεις τη
δουλειά σου.
ΘΑΛΕΙΑ: (Στο Γιάννη. Θυμωμένα). Αυτό κάνω.
Εγώ δουλεύω και ξέρω πώς βγαίνουν τα δολάρια!
ΗΡΑΚΛΗΣ: Τι λεει μωρέ; Απ’ τη μια μέρα στην
άλλη, θα μας κοτσάρει τριάντα τα εκατό αύξηση!
ΚΩΣΤΗΣ: Είπαμε πως δε δεχόμαστε.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Όχι.., όλα θα γίνουν όπως πρέπει:
δημοκρατικά. Λοιπόν, τη γνώμη μου την
ξέρετε. Εσύ Κωστή;
ΚΩΣΤΗΣ: Τα ίδια και τα ίδια θα λέμε... Εγώ
είμαι άχρηστος, αλλά από μένα τα τρία δολάρια δεν τα βλέπει.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Παπάγο σ’ ακούμε.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Δισταχτικά). Βέβαια... Για να
λέμε και του στραβού το δίκιο, τα σπίτια έχουν έξοδα.., αλλά τα εκατόν πενήντα
έξι δολάρια που ζητάει παραπάνω το χρόνο, δε μου περισσεύουν.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Εσύ Θάλεια;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Τι την ρωτάς αυτήν;
ΘΑΛΕΙΑ: (Στο Γιάννη). Μήπως είμαι το
βαλιτσάκι σου;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Κοίταξε τη δουλειά σου!
ΘΑΛΕΙΑ: (Θυμωμένα). Εσύ να βρεις καμιά
δουλειά, γιατί δε στέκεσαι καλά. Κι εγώ είμαι μαζί σας παιδιά.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Μανόλη, η σειρά σου.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Δισταχτικά). Δηλαδή.., εγώ… δε θα
ήθελα ν’ ανακατευτώ. Σε λίγες μέρες το παρατάω το δωμάτιο.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Μπράβο Μανόλη... Βέβαια, και η
ουδετερότητα σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι ύποπτη, ή μάλλον είναι συγκατάβαση.
Πάντως είμαστε σχεδόν η παμψηφία. Τώρα θα τ’ ακούσει ο σφακιανός! (Σηκώνεται
και ανοίγει την πόρτα. Φωναχτά). Ε.., Μιχελή, για έλα να τα πούμε ένα χεράκι!
ΜΑΡΙΑ: (Μπαίνει μαζί με τη Ρένα). Τι
θέλεις Ηρακλή; Ο Μιχελής είναι στο μπάνιο. Τι έγινε;
ΗΡΑΚΛΗΣ: Να.., ο Μιχελής θέλει να μας
ανεβάσει το νοίκι.
ΜΑΡΙΑ: Δεν έχω ιδέα.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Δηλαδή, εμείς θα πληρώσουμε για το
φτιάξιμο του σπιτιού σας;
ΜΑΡΙΑ: Εσείς πληρώνετε αρκετά. Τα
υπόλοιπα είναι δικά μας.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Να του πεις πως δε δεχόμαστε...
και την άλλη βδομάδα φεύγουμε όλοι, εκτός απ’ το Μανόλη.
ΡΕΝΑ: Μανόλη! (Μπαίνει ο Μιχελής).
ΜΑΡΙΑ: Δε χρειάζεται να του πω τίποτε. Το
νοίκι δε θ’ ανέβει.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Είντα θέτε, ωρέ κουμπάροι;
ΜΑΡΙΑ: (Στο Μιχελή). Τι λένε τα παιδιά
για το νοίκι;
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Θυμωμένα. Στη Μαρία). Εγώ ’μαι
Σφακιανός και δε βάνω αφεντάδες πάνω στην κεφαλή μου!
ΜΑΡΙΑ: (Θυμωμένα). Κι εγώ είμαι
Μανιάτισσα! (Στους άλλους). Είπαμε παιδιά. Το νοίκι θα μείνει εκεί που είναι.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Είντα ’πες;
ΜΑΡΙΑ: Αυτό που άκουσες. Όλα τα έξοδα για
την ανακαίνιση του σπιτιού θα τ’ αναλάβουμε εμείς.
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Θυμωμένα στη Μαρία).
Κουζουλάθηκες; Μη χώνεις τη μύτη σου στις δουλειές μου!
ΜΑΡΙΑ: Δεν είναι μόνον δικές σου,
δουλειές!
ΡΕΝΑ: Καλέ, μπαμπά, αφού με τα νοίκια
πληρώνουμε την τράπεζα, μένουμε μέσα, έχεις το εργαστήριό σου και μας μένουν
και μερικά, τι άλλο θέλεις;
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Στη Ρένα. Θυμωμένα). Κόλλησες κι
εσύ την ψώρα του αριστερισμού! Για σένα ενδιαφέρομαι, πανάθεμά σε! Μαζί μου θα
τα πάρω;
ΡΕΝΑ: Σου έχω ποτέ ζητήσει να με
αποκαταστήσεις; Ουφ!
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Στους άλλους). Θα ήθελα ν’ ακούσω
ολωνώνε τις γνώμες, για να ξέρω που πατώ. Το λοιπό Κωστή;
ΚΩΣΤΗΣ: Τον παρά δεν τον βρίσκουμε στο
δρόμο.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Α, έτσι... Εσύ Ηρακλή;
ΗΡΑΚΛΗΣ: Έχει κι αλλού πορτοκαλιές που
κάνουν πορτοκάλια.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Εσύ Παπάγο είντα λες;
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Δισταχτικά). Εγώ... τους είπα πως
τ’ αφεντικά ξοδεύονται.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Α, να σε χαρώ. Εσύ είσαι
νοικοκύρης και τα ξέρεις αυτά.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Τα δολαριάκια μου, όμως, δεν τα
βλέπεις.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Σ’ ακούω Γιαννιώ;
ΓΙΑΝΝΗΣ: Εμείς θα τα πούμε μετά.
ΘΑΛΕΙΑ: Τώρα θα τα πούμε! Κι εμείς είμαστε
με τα παιδιά.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Α.., έτσι… Κι εγώ σας έχω και
μένετε τζάμπα.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Αυτό δεν το ξέραμε. Τζάμπα,
λοιπόν, Γιαννάκη... Δηλαδή, είσαι τρακαδόρος
αλά... εθνικά.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Λοιπόν, Γιάννη να μη με
υπολογίζεις για το Σύνδεσμο.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Ούτε κι εμένα.
ΚΩΣΤΗΣ: Να πας να δουλέψεις.., ρε
τρακαδόρε.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Εσύ Μανολιώ;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Δισταχτικά). Να.., σε λίγο καιρό
θα μετακομίσω. Το δωμάτιο δε μ’ εξυπηρετεί πια. Γι’ αυτό δε με νοιάζει. (Η Ρένα
φεύγει με κατεβασμένο το κεφάλι).
ΜΑΡΙΑ: Νομίζω παιδιά, πως όλα είναι
ξεκαθαρισμένα. Τα νοίκια θα μείνουν εκεί που βρίσκονται. Θα σας δω αύριο.
(Φεύγουν η Μαρία κι ο Μιχελής).
ΚΩΣΤΗΣ: (Ανεβαίνει πάνω σε μια καρέκλα.
Ξέφρενα). Πας μη δημοκράτης γάιδαρος εστί! Έτσι παίρνονται οι αποφάσεις!
ΠΑΠΑΓΟΣ: Δεν πρέπει ν’ ανακατώνουμε τα
νοίκια με την πολιτική.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Σάματις υπάρχει τίποτε που να μην
έχει να κάνει με την πολιτική; Και για το νερό να μιλήσουμε πολιτική θα
κάνουμε. Αν εξετάσουμε, βέβαια, το πόσο μας το χρεώνουν, αν είναι καθαρό κι
αρκετό.
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Μπαίνει με το ξυπνητήρι που αρχίζει
να χτυπάει). Παιδιά, οι κανονισμοί, κανονισμοί. (Βάζει το σύρμα στην πόρτα.
Φωναχτά). Σύρμα! Κουμπάροι, σύρμα! (Φεύγουν όλοι και μένουν ο Μανόλης και ο
Ηρακλής).
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ηρακλή, αν έχεις ζόρια, μην
ντρέπεσαι. (Βγάζει τα χρήματα απ’ την τσέπη). Πόσα θέλεις;
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Με περιφρόνηση). Δε χρειάζομαι τη
βοήθεια σου.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Να... Ξέρεις.., εγώ...
ΗΡΑΚΛΗΣ: Παράτα μας, ρε φίλε! Στο τσάκα –
τσάκα μας ξεπούλησες! (Φεύγει ο Ηρακλής. Ο Μανόλης κάθεται διαβάζοντας
εφημερίδα. Σε λίγο χτυπάει η πόρτα. Ανοίγει και μπαίνει με προφύλαξη ο Ηλίας).
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Του δίνει το χέρι). Καλώς τον
Ηλία.
ΗΛΙΑΣ: Καλησπέρα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Χαθήκαμε, ρε παλιόφιλε.
ΗΛΙΑΣ: Βλέπεις δεν ταιριάζουν οι ώρες
μας.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Λοιπόν, για να πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Με τη δουλειά
σου τι γίνεται;
ΗΛΙΑΣ: Είμαι πολύ ευχαριστημένος. Είναι
απόλαυση να δουλεύει κανείς με τέτοιους ανθρώπους. Πρόκειται για άνθρωπο
πάστας!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Φτάνει που είσαι ευχαριστημένος.
ΗΛΙΑΣ: Πολιτισμένος άνθρωπος, σου λεω!
Εσύ πως τα πας;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Βρήκα το μήνα που θρέφει τους
έντεκα, Ηλία!
ΗΛΙΑΣ: Για λέγε.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δεν ξέρω από που ν’ αρχίσω.
Λοιπόν, δε σου έλεγα πως ο Πάππας μ’ έπαιρνε στο σπίτι του;
ΗΛΙΑΣ: Ναι κάτι θυμάμαι. Εξάλλου είναι
καλλιεργημένος άνθρωπος.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Για γαμπρό με προορίζει...κι εγώ πέρα
βρέχει.
ΗΛΙΑΣ: Γαμπρό! Ε, ήρθε δεύτερος. Εσύ
είσαι καπαρωμένος.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Και είναι ένα μανούλι η κόρη του.
ΗΛΙΑΣ: Μανούλι ξε μανούλι.., τι σε
νοιάζει εσένα; Πάντως το έχω κουβεντιάσει και με την κυρά, και είπαμε να σας
στεφανώσουμε. Να το πεις και της Ρένας.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Τα χάνει). Ποιας Ρένας; Α.., ναι.
Σ’ ευχαριστώ είσαι καλός φίλος. Την τύχη του, όμως, δεν την πετάει κανείς στα
σκουπίδια.
ΗΛΙΑΣ: Δε σε καταλαβαίνω.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Άστα γι’ άλλη φορά. Θα σου
τηλεφωνήσω και θα φάμε στο “Κόπα Καμπάνα.”
ΗΛΙΑΣ: Μ’ αυτό το κέντρο είναι σκέτο
φαρμακείο!
ΜΑΜΟΛΗΣ: (Χαμογελώντας). Το λογαριασμό τον
περνάω στα μικροέξοδα της εταιρίας. Βλέπεις έχουν ανέβει οι μετοχές μου.
ΗΛΙΑΣ: Κάποτε έλεγες πως είναι ιεροσυλία,
να πληρώνει κανείς το βδομαδιάτικο ενός εργάτη για ένα πιάτο φαγί.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μα δεν πειράζω κανέναν.
ΗΛΙΑΣ: Εσύ μίλαγες για προκλητική
πολυτέλεια, αυτών των κέντρων. Έτσι δεν έλεγες;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μην ξεχνάς πως σ’ αυτά τα
νυχτερινά κέντρα βολεύονται ένα σωρό εργαζόμενοι και μάλιστα καλοπληρώνονται.
ΗΛΙΑΣ: Χε, χε, χε... Καλά λένε πως οι άνθρωποι
προσαρμόζονται... Εσύ δε μου έλεγες πως άλλοι τα έχουν με τη σέσουλα,
διασκεδάζοντας σε πανάκριβα κέντρα, κι από άλλους λείπουν ακόμα και τ’
απαραίτητα;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Εγώ... Δηλαδή...
ΗΛΙΑΣ: Μανόλη, παρατηρώ δραματικές αλλαγές
στις ιδέες σου. Ας είναι. (Σηκώνεται). Χαιρετίσματα στη Ρένα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Αμήχανα). Ποια Ρένα;
(Συνέρχεται). Α.., ναι... Καληνύχτα Ηλία και θα σου τηλεφωνήσω. (Δίνουν τα
χέρια. Ο Μανόλης ανοιγοκλείνει την πόρτα κλπ. Κάθεται και σε λίγο μπαίνει η
Ρένα, χωρίς πυτζάμες αλλά με ρούχα εξόδου).
ΡΕΝΑ: (Χωρίς να τον χαιρετίσει). Ώστε
έτσι φεύγεις Μανόλη... Και γιατί δε μου το είπες;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Χωρίς να σηκωθεί). Θα σου το έλεγα
απόψε.
ΡΕΝΑ: Χε.., χε.., χε… Απόψε! Δε νομίζεις
πως έπρεπε να ήμουν η πρώτη που θα το μάθαινα;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δεν μπορώ κοτζάμ διευθυντής να
μένω σ’ ένα γκαράζ.
ΡΕΝΑ: Το καμαράκι ήταν μια εντελώς
προσωρινή λύση και το ξέρεις.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Να... Εγώ... Τώρα...
ΡΕΝΑ: Αν βιαζόσουν, θα το έλεγα στους
δικούς μου.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Μανόλης). Ξέρεις... Εγώ...
ΡΕΝΑ: (Πηγαίνει κοντά του). Έλα δώσε μου
ένα απ’ τα ρουφηχτά σου. (Του προτείνει τα χείλη της).
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Χωρίς να την φιλήσει.
Βαριεστημένα). Όρεξη που την έχεις.
ΡΕΝΑ: Α, έτσι... Τώρα γίνομαι κι
ενοχλητική.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Είμαι ψόφιος απ’ την κούραση.
ΡΕΝΑ: (Τραβιέται). Τι έγινε το πρωί;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ποιο πρωί;
ΡΕΝΑ: Μα δεν μπόρεσα ν’ ανοίξω την πόρτα
σου.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Είχα βάλει, κατά λάθος, το σύρτη
από μέσα.
ΡΕΝΑ: Πρόσεξε να μην κάνεις το ίδιο
λάθος κι αύριο.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μα είναι ανάγκη να έρχεσαι κάθε
πρωί;
ΡΕΝΑ: (Παραπονιάρικα). Κάτι έχει αλλάξει
μ’ εσένα... Πολλά μου κρύβεις... Δε μ’ έχει δα στραβώσει εντελώς η αγάπη που
σου έχω... Σάματις δεν το ξέρω πως πολλές φορές φεύγεις το βράδυ κι επιστρέφεις
τα ξημερώματα;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Βαριεστημένα). Ουφ! Τι γκρίνια
είναι αυτή!
ΡΕΝΑ: (Αρκετά θυμωμένα). Έχεις δίκιο
Μανόλη. (Πετάει το κλειδί στο δάπεδο). Αυτό δε θα το χρειαστώ πια.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Χαμένα). Πώς να στο πω... Εγώ
τώρα...
ΡΕΝΑ: (Αρκετά θυμωμένα. Συνεχίζει χωρίς
να τον ακούει). Έτσι δε θα χρειάζεται να βάζεις το σύρτη. Δε θα σ’ ενοχλήσω
πια. (Φεύγει η Ρένα χωρίς να τον καληνυχτίσει. Φεύγει κι ο Μανόλης σκεφτικός.
Σε λίγο μπαίνει ο Ηρακλής και κοιτάζοντας πέρα δώθε, ανοίγει την ξώπορτα και
βγάζοντας κάτω απ’ το σακάκι του την ανθοδέσμη την φιλάει και την ακουμπάει στο
πλατύσκαλο. Η πόρτα που οδηγεί προς τα μέσα είναι κάπως ανοιχτή. Εκεί βρίσκεται
η Ρένα και κοιτάζει τον Ηρακλή, χαμογελώντας, χωρίς βέβαια να την βλέπει αυτός)
(Φεύγει η
Ρένα απ’ την πόρτα και φεύγει κι ο Ηρακλής. Τα φώτα χαμηλώνουν για λίγο, για να
δείξουν το πέρασμα κάποιου χρόνου. Σε λίγο ανάβουν και μπαίνουν η Μαρία και η Ρένα,
φορώντας και οι δυο πυτζάμες).
ΜΑΡΙΑ: (Θυμωμένα). Τι ήταν αυτά που είπες
του πατέρα σου και μάλιστα τέτοια ώρα;
ΡΕΝΑ: (Θυμωμένα). Αυτά που άκουσες!
ΜΑΡΙΑ: (Ήρεμα). Ξεχνάς πως εμείς δεν είμαστε
αυστραλοί. Ήρθαμε σε μεγάλη ηλικία απ’ την Ελλάδα, παιδί μου, και δεν ξέρουμε
από τέτοια.
ΡΕΝΑ: Δε μ’ ενδιαφέρει! Δηλαδή, με το
που γεννήθηκα έπρεπε να ξέρω με τι γονείς είχα να κάνω; (Σιγή).
ΜΑΡΙΑ: (Ήρεμα). Ας πούμε πως μπορείς να
κάνεις αυτό που θέλεις.
ΡΕΝΑ: Και βέβαια μπορώ!
ΜΑΡΙΑ: Μα και να θέλουμε δεν μπορούμε να
σε σταματήσουμε. Δεν μπορώ, όμως, να καταλάβω τις αγριάδες σου. Ένα παιδί δεν
μπορεί να μισήσει τους γονείς του, έτσι στα καλά καθούμενα.
ΡΕΝΑ: (Θυμωμένα). Να μ’ αφήσεις στην
ησυχία μου!
ΜΑΡΙΑ: (Ήρεμα). Σου είπα πως τα ξέρω όλα
παιδί μου και είμαι περήφανη για σένα...
ΡΕΝΑ: Δηλαδή τι ξέρεις;
ΜΑΡΙΑ: (Συγκινημένα). Όλα και γι’ αυτόν
και για την εγκυμοσύνη σου... (Σιγή). Θα κάνεις κι εσύ παιδιά και τότε θα δεις
πως μια μάνα, άθελά της, γίνεται σκιά των παιδιών της... Κι όταν κινδυνεύουν,
μπαίνει μπροστά, για να τα προφυλάξει.
ΡΕΝΑ: Ουφ! Δεν ξέρεις ούτε τι λες, ούτε
τι κάνεις.
ΜΑΡΙΑ: Τι είναι αυτά που λες;
ΡΕΝΑ: Μα δε βλέπεις γύρω σου; Στην
Αυστραλία ζούμε! Εδώ γεννήθηκα και μεγάλωσα. Οι αυστραλοί δεν μπαίνουν στη ζωή
των παιδιών τους. Δε συμβουλεύουν ούτε τ’ ανήλικα παιδιά τους.
ΜΑΡΙΑ: Νομίζεις πως είναι σωστό αυτό;
ΡΕΝΑ: Και βέβαια είναι. Παραδειγματίζουν
τα παιδιά τους με τη δική τους τη ζωή. Αυτοί πιστεύουν πως ένα παιδί έχει
κάποιες δικές τους δυνάμεις, ικανότητες και κρίση και πως δεν είναι σωστό να
μπαίνουμε στη ζωή του. Στους αυστραλούς δεν αρέσουν οι βοήθειες. Θυμώνουν.
ΜΑΡΙΑ: Μα εμείς είμαστε έλληνες. Η
ελληνίδα ενδιαφέρεται όχι μόνο για τα παιδιά της, μ’ ακόμα και για τα δισέγγονά
της, προσπαθώντας να τα προστατεύσει.
ΡΕΝΑ: (Με πείσμα). Να μ’ αφήσεις ήσυχη Δεν
έχω ανάγκη απ’ την προστασία σου!
ΜΑΡΙΑ: Ίσως να ήταν και δικό μου λάθος.
Αγράμματη είμαι και τόσα ξέρω. Τόσα χρόνια και δε σου έχω πει αυτά που μου
έλεγε η μάνα μου. Κι αυτή αγράμματη ήταν. Λοιπόν, μου έλεγε: “Μακριά απ’
εκείνους τους ανθρώπους που παινεύονται. Οι πράξεις μας πρέπει να μας
παινεύουν!” Ρένα μου, αυτός ο άνθρωπος είναι ξιπασμένος και πονηρός!
ΡΕΝΑ: (Θυμωμένα). Δεν είναι δική σου
υπόθεση!
ΜΑΡΙΑ: (Ήρεμα). Δε χρειάζεται δα να είμαι
και σοφή, για να καταλάβω πως κατά βάθος δε τα έχεις μαζί μας... μα ούτε και
μαζί του, αλλά με τον εαυτό σου.
ΡΕΝΑ: Με τον εαυτό μου!
ΜΑΡΙΑ: Ναι, με τον εαυτό σου... Μα δε
φταις εσύ αγαπούλα μου... Η ευκολοπιστία δεν είναι κουσούρι, αλλά μάλλον
χάρισμα.
ΡΕΝΑ: (Θυμωμένα). Μη φυτρώνεις εκεί που
δε σε σπέρνουν!
ΜΑΡΙΑ: (Στοργικά). Μην ξεχνάς πως είσαι
άβγαλτη. Πώς θα τα φέρεις βόλτα στην κατάσταση που βρίσκεσαι; Που ξέρεις εσύ
από γέννες και παιδιά;
ΡΕΝΑ: (Οργισμένα). Αυτός είναι δικός μου
λογαριασμός!
ΜΑΡΙΑ: (Στοργικά). Αν χρειαστείς, όμως, μια
σταλίτσα βοήθεια ποιος θα σου τη δώσει;
ΡΕΝΑ: (Θυμωμένα). Δε σ’ ενδιαφέρει!
ΜΑΡΙΑ: Είσαι μεγάλη πια κι εγγράμματη.
Λοιπόν, θα σ’ αφήσω, να πας όπου θέλεις. Μόνο, όμως, αν σιγουρευτώ πως ξέρεις
τι κάνεις.
ΡΕΝΑ: Πάντως ξέρω περισσότερα από σας!
ΜΑΡΙΑ: (Ήρεμα). Δεν έχεις δίκιο. Τις
εμπειρίες τις αποχτάει κανείς με το
πέρασμα του χρόνου, και μόνο όταν τρίβεται μέσα στα καθημερινά προβλήματα των
απλών ανθρώπων. Τη ζωή δεν τη μαθαίνουμε διαβάζοντας μόνο βιβλία.
ΡΕΝΑ: Παρακάτω... Παρακάτω...
ΜΑΡΙΑ: Αυτό έκανα κι εγώ, όλα τούτα τα
χρόνια, ζώντας σ’ αυτόν τον τόπο. (Σιγή. Σκουπίζει τα μάτια της. Με μεγάλη
συγκίνηση). Και θα είμαι για πέταμα, αν δεν μπόρεσα να σου δώσω, έστω και κάτι
λίγα, απ’ αυτά που ξέρω.
ΡΕΝΑ: Τότε γιατί δεν εφαρμόζεις αυτά που
έμαθες, εδώ στην Αυστραλία;
ΜΑΡΙΑ: (Ήρεμα). Μ’ αφού σου δίνω το
δικαίωμα να πας όπου θέλεις και να ζήσεις όπως θέλεις.
ΡΕΝΑ: Αφού είναι έτσι σταμάτα την
κουβέντα!
ΜΑΡΙΑ: Καταλαβαίνω περισσότερα απ’ όσα
νομίζεις. Τα ξεσπάσματά σου δείχνουν πως ντρέπεσαι.
ΡΕΝΑ: Όχι δα...
ΜΑΡΙΑ: Ναι, Ρένα μου, ντρέπεσαι.
ΡΕΝΑ: (Τάχατες αδιάφορα). Και γιατί
παρακαλώ;
ΜΑΡΙΑ: Μα κι εγώ γυναίκα είμαι. Λοιπόν,
σκέφτεσαι πως θα πέσεις στα μάτια μας, μα και των άλλων, φίλων και γνωστών σου,
επειδή δεν μπόρεσες να κρατήσεις κοντά σου αυτόν τον άνθρωπο.
ΡΕΝΑ: Δεν ξέρεις τι λες!
ΜΑΡΙΑ: Αυτό που ξέρω είναι πως πρέπει να
πετάξεις αυτήν την ντροπή από πάνω σου. Παιδί μου, γιατί στεναχωριέσαι, αφού
δεν έχεις πειράξει κανέναν;
ΡΕΝΑ: Τι είναι αυτά που λες καλέ;
ΜΑΡΙΑ: Ξέρω τι λεω, Ρένα μου... Εμείς δεν
έχουμε ανάγκη. Εσύ χρειάζεσαι τη βοήθεια μας.
ΡΕΝΑ: Ουφ! Θα με σκάσεις!
ΜΑΡΙΑ: Εγώ είμαι γυναίκα και θα τα φέρω
βόλτα. Τον πατέρα σου, όμως, θα τον χάσουμε αν φύγεις από κοντά μας.
ΡΕΝΑ: Και γιατί;
ΜΑΡΙΑ: Γιατί δεν είμαστε Αυστραλοί.
(Σιγή. Παρακαλεστικά). Να κάνεις και κάτι άλλο παιδί μου.
ΡΕΝΑ: Τι δηλαδή;
ΜΑΡΙΑ: Να, να βρεις τρόπο ν’ απαλλαγείς
εντελώς απ’ αυτόν τον άνθρωπο, λέγοντάς του πως το παιδί που περιμένεις δεν
είναι δικό του.
ΡΕΝΑ: Το βλέπεις εύκολο; Θα στερήσω το
παιδί μου απ’ τον πατέρα του;
ΜΑΡΙΑ: Κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός.
(Σιγή). Επίσης, μάθε πως ξέρω κι αυτόν που σου αφήνει τα λουλούδια. Είναι πολύ
ευαίσθητος και καλλιεργημένος κι ας μην του φαίνεται. Αχ.., και να ήξερες πόσο
βασανίζεται όλο τούτο τον καιρό.
ΡΕΝΑ: (Την αγκαλιάζει). Είσαι η πιο
γλυκιά μανούλα του κόσμου! (Ανοίγει την ξώπορτα, παίρνει την ανθοδέσμη και την
φιλάει).
Τέλος πέμπτης εικόνας
🔻
Εικόνα έκτη
Μετά από
καιρό, στο σαλόνι κάθονται ο Κωστής κι ο Παπάγος. Είναι κάπως σουρωμένοι. Στο
τραπέζι είναι πολλά άδεια μπουκάλια μπύρας.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Όσο πάμε και λιγοστεύουμε...
ΚΩΣΤΗΣ: Τι τα θέλεις... Εμείς είμαστε η
βάση.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Ο Ηρακλής παράτησε τον τζόγο και
στρώθηκε στη δουλειά. Ποιος περίμενε
τέτοιες διπλοβάρδιες απ’ τον Ηρακλή;
ΚΩΣΤΗΣ: Τρέχει για να προλάβει το τραμ το
τελευταίο.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Εσύ να τα βλέπεις.
ΚΩΣΤΗΣ: Γιατί όχι κι εσύ; Άχρηστοι είμαστε
και οι δυο.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Εγώ άχρηστος. Ας γελάσω. Χε, χε,
χε.
ΚΩΣΤΗΣ: Ούτε εγώ έχω προορισμό μα ούτε κι
εσύ.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Χε, χε, χε... Τώρα θα βάλουμε στο
ίδιο τσουβάλι τους άχρηστους με τους νοικοκυραίους...
ΚΩΣΤΗΣ: Χε, χε, χε... Εγώ τα ξοδεύω
άσκοπα, κι εσύ τα μαζώνεις πάλι άσκοπα.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Θυμωμένα). Εσύ είσαι άρρωστος κι
εγώ νοικοκύρης. Άρπα την, για να μη μου κολλάς.
ΚΩΣΤΗΣ: (Χαμογελώντας). Πάρτο χαμπάρι, πως
ολάκερη η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από μια ηδονή.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Τι λες ρε φιλόσοφε;
ΚΩΣΤΗΣ: Ναι, ρε και οι δυο ηδονιζόμαστε,
με τη ζωή που κάνουμε. Εσύ, ας πούμε, πως έχεις δέκα χιλιάρικα στην
τράπεζα κι ευχαριστιέσαι όταν τα κάνεις
δέκα χιλιάδες διακόσα. Εγώ πάλι, ικανοποιούμαι αφάνταστα, όταν πηγαίνω στον
ιππόδρομο. Και δεν έχει καμιά σημασία αν κερδίζω, ή χάνω.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Δηλαδή, με λες κι εμένα άρρωστο;
ΚΩΣΤΗΣ: Χε, χε, χε... Το τι είσαι το
ξέρεις μόνο εσύ. Πάντως, κανένας δεν μπορεί να πει, με σιγουριά, για το ποιος
απ’ τους δυο μας είναι ο σωστός. Και οι δυο το κέφι μας κάνουμε, φίλε!
ΠΑΠΑΓΟΣ: Ας είναι κι έτσι. Χάθηκε κι ο
Γιάννης!
ΚΩΣΤΗΣ: Το έχει ρίξει στις διπλοβάρδιες.
Το καλοχώνεψε πως δεν έχει ψωμί ο Σύνδεσμος και το περιοδικό.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Μην το λες αυτό. Η πατρίδα είναι
πατρίδα.
ΚΩΣΤΗΣ: Ναι.., και περιμένει να σωθεί απ’
τον κάθε Γιάννη. Ύστερα, νομίζεις πως θα τον άφηναν τα σαΐνια μας, οι
εγγράμματοι;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Τι θες να πεις;
ΚΩΣΤΗΣ: Ξύπνα, παιδί. Για τα χαμαλίκια τον
ήθελαν. Οι εγγράμματοι έχουν άλλα στο νου τους. Δεν τους βλέπεις; Από κάτι
τέτοιους Συνδέσμους ξεκινάνε και γίνονται μέχρι και υπουργοί.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Εγώ ένα πράγμα ξέρω, πως μαζί με
τον Γιάννη, έχει πάρει στραβό δρόμο και ο Ηρακλής.
ΚΩΣΤΗΣ: Ποια είναι η στραβομάρα τους;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Άρχισαν να μιλάνε για Σωματεία,
Συνδικαλισμό, Συλλογικές Συμβάσεις και πράσινα άλογα.
ΚΩΣΤΗΣ: Μ’ αφού είναι εργάτες, γιατί να
μην έχουν το Σωματείο τους;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Αυτές είναι αριστερές μπαρούφες!
ΚΩΣΤΗΣ: Αχ.., καψερέ έκανες πέντε δεκάρες,
με την ψυχή στο στόμα και νομίζεις πως έχεις γίνει πια κοτζάμπασης! (Μπαίνει ο
Ηρακλής).
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Ευχάριστα). Χαιρετώ τους
παλιόφιλους.
ΟΙ ΑΛΛΟΙ: Καλώς τον Ηρακλή.
ΚΩΣΤΗΣ: Κάτσε, Ηρακλή να σε δούμε μια
σταλίτσα. Σε χάσαμε.
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Πικρογελάει). Καιρός ήταν. Όλα
έχουν μια αρχή κι ένα τέλος. Αρκετά αλήτεψα, καργάροντας την ψυχή μου, από
ανεμελιά. Τώρα, άλλα τραβάει η ψυχούλα μου: το νοικοκυριό.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Χαμογελώντας). Δεν ξέρω, αν αυτά
τα άλλα... τα κόλλησες εσύ στο Γιάννη, ή αυτός σε σένα.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Μα τι έγινε αυτή η ψυχή;
ΚΩΣΤΗΣ: (Χαμογελώντας). Του έβαλε η
Θάλεια, τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι. Μια μέρα του είπε: “Εδώ δεν είναι χωριό!
Ή στρώνεσαι στη δουλειά, ή σου δίνω τα παπούτσια στο χέρι!” (Γελάνε).
ΗΡΑΚΛΗΣ: Εδώ φαίνεται ο ρόλος που παίζει
στη ζωή του ανθρώπου, η οικονομική κατάσταση ενός τόπου.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Πάλι τα αριστερά σου άρχισες.
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Πικρογελάει). Θέλω να πω, Παπάγο,
πως αν η Θάλεια δεν ερχόταν στην Αυστραλία κι έμενε στο χωριουδάκι της, ίσως δε
θα μπορούσε ποτέ της να σηκώσει σωστό κεφάλι. Εδώ δουλεύει και η γυναίκα,
μπαίνοντας μες στα όλα, και δεν ανέχεται τον άντρα - αφέντη.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Αυτές είναι μπαρούφες.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Παπάγο, όσο πιο λίγα ξέρει ένας
άνθρωπος, τόσο λιγότερες απαιτήσεις έχει. Χε, χε, χε… Τι ήξεραν, ας πούμε, οι
μανάδες μας στην ελληνική επαρχία; Τίποτε. Άρα δεν είχαν κι απαιτήσεις.
ΚΩΣΤΗΣ: Με το Σύνδεσμο τι έγινε, ρε
παιδιά;
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Γελώντας). Βρέθηκαν στο κουμάντο
δέκα... και οι υποψήφιοι για την προεδρία ήταν έντεκα! (Γελάνε). Στο τέλος
μπήκε απ’ το παράθυρο εκείνος ο δικηγόρος
ΚΩΣΤΗΣ: Ποιος μωρέ.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Αυτός που πάει και για βουλευτής.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Μα και ο Μανόλης δε μας
πολυκαταδέχεται.
ΚΩΣΤΗΣ: Ο άνθρωπος έχει τις δουλειές του.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Ο Τύπος μα ξεπούλησε στο πίτσι
φυτίλι.
ΚΩΣΤΗΣ: Μα αυτός άφηνε τις δουλειές για να
μας εξυπηρετήσει.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Αυτά είναι τα γυρίσματα της ζωής.
Όσο δεν είχε δεκάρα, ίσως γιατί ζήλευε τους παραλήδες, ήταν αρχισοσιαλιστής.
Τώρα, που σιγά - σιγά ανεβαίνει, άλλαξε τροπάριο.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Και η Ρένα φεύγει απ’ το σπίτι.
ΚΩΣΤΗΣ: Τι το έχει πιάσει αυτό το κορίτσι;
ΠΑΠΑΓΟΣ: Απ’ τη μια είναι το ταπεραμέντο
της αυστραλογεννημένης, κι απ’ τη άλλη τ’ άσκημα χούγια του πατέρα της.
ΚΩΣΤΗΣ: Μέχρι τα τώρα όλα πήγαιναν καλά.
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Ειρωνικά). Ναι.., μέχρι τα τώρα.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Αυτά τα παιδιά σκέφτονται σαν τ’
αυστραλεζάκια.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Μα δεν είναι αυστραλεζάκια;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Μπαίνει ντυμένος στην πένα).
Καλησπέρα παιδιά.
ΚΩΣΤΗΣ - ΠΑΠΑΓΟΣ: Καλώς το Μανόλη. (Ο Ηρακλής
δεν τον καλησπερίζει και τραβάει την καρέκλα του κάπως πιο πέρα).
ΠΑΠΑΓΟΣ: Κάτσε Μανόλη. Σαν τα χιόνια.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Κάθεται). Σάματις έχω καιρό;
ΚΩΣΤΗΣ: Μαθαίνουμε πως οι δουλειές σου
πάνε καλά και χαιρόμαστε. Όλο κι ανεβαίνεις.
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Στον εαυτό του). Τ’ απότομα
ανεβάσματα έχουν και κατρακύλες.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Αγώνας, Κωστή.., αγώνας... Αυτά έχουν οι ξεπατρισμοί.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Ή πολύ εύκολα σου ήρθαν τα
πράγματα, Μανόλη, ή είσαι πολύ καπάτσος.
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Στον εαυτό του). Διάολος με
κέρατα.., να λες.
ΚΩΣΤΗΣ: Ρε παιδιά, όταν ξέρεις γράμματα
και λούστρος να γίνεις, θα κάνεις καλύτερα τη δουλειά σου.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Ναι.., μωρέ... Δε βλέπεις τα
καφενεία μας; Χε, χε, χε... Είναι καργαρισμένα μ’ εγγράμματους.
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Στον εαυτό του). Αυτοί πειράζουν
μόνον τους εαυτούς τους.
ΚΩΣΤΗΣ: Μάθαμε πως θα σε χάσουμε.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ε, καιρός ήταν. Το δωμάτιο έπαιξε
το ρόλο του. Τώρα πια δε μ’ εξυπηρετεί.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Χε, χε, χε... Φαίνεται πως και οι
δουλειές της Ρένας πάνε καλά. Κι αυτή μας αφήνει.
ΚΩΣΤΗΣ: Ναι, τις άλλες αρπάχτηκε με τον
πατέρα της.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Ο Μανόλης θα ξέρει.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Τα χάνει). Δηλαδή εγώ... Πού να
ξέρω;
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Στον εαυτό του). Να ξεραθείς!
ΚΩΣΤΗΣ: Να.., έλεγε στο Μιχελή, πως είναι
ενήλικη και πως μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, κι όπως το θέλει.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Η Ρένα είναι εγγράμματη κι έξυπνη
και ξέρει τι κάνει.
ΚΩΣΤΗΣ: Πολλά παράξενα συμβαίνουν. Κι ο
Μιχελής σταμάτησε να ενδιαφέρεται για το λεχτρικό και τόσα άλλα.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Φαίνεται πως κατάλαβε το... (Δίνει
έμφαση αλλά χιλιομπερδεύεται). Η ματαιότης η ματαιομένη, τα πάντα ματωμένα!
(Γελάνε οι άλλοι).
ΚΩΣΤΗΣ: (Ειρωνικά). Ρε.., Παπάγο, όλα αυτά
μόνος σου τα είπες; Γεια σου φωστήρα μου!
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Δεν έχει καταλάβει το λάθος του.
Στον Κωστή). Με ζηλεύεις απένταρε! (Μπαίνουν η Θάλεια και ο Γιάννης,
αγκαλιασμένοι).
ΓΙΑΝΝΗΣ- ΘΑΛΕΙΑ: Καλησπέρα παιδιά.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Καλώς τους.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Πολύ στη δουλειά το έχετε ρίξει.
ΘΑΛΕΙΑ: Καιρός ήταν. Δεν πήγαινε άλλο.
Κάτι πρέπει να κάνουμε κι εμείς. Συγγνώμη αλλά πάω να μαγειρέψω. (Μονολογεί).
Τι λεω καλέ. Πρέπει πρώτα να πάω στον μπακάλη.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Αυτός είναι φαρμακείο. Θα πάω στο
σουπερμάρκετ.
ΘΑΛΕΙΑ: Έτσι να σε χαρώ άντρα μου. Έμαθες
να υπολογίζεις τον παρά.
ΠΑΠΑΓΟΣ: Σήμερα έχουν στα σπέσιαλς τα
λουκάνικα.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Όχι μόνον αυτά. (Φεύγει η Θάλεια
και κάθεται ο Γιάννης).
ΚΩΣΤΗΣ: Το νου σου Γιάννη. Η τσιφουτιά
είναι κολλητική.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ε.., να μην πετάμε και τον ιδρώτα
μας στα σκουπίδια.
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Τους δείχνει την εφημερίδα). Η κυβέρνηση, λέει, πως το επίδομα ανεργίας,
πρέπει να δίνεται μόνον για έξη μήνες.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σ’ αυτό έχει δίκιο.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Μπράβο, Μανόλη. Αυτό δεν το
περίμενα από σένα. Και τι θα κάνουν οι άνεργοι, αν τους κόψουν το βοήθημα;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Υπάρχουν ένα σωρό φιλανθρωπικοί
οργανισμοί, όπου μπορεί κανείς να βρει ένα πιάτο ζεστό φαγί.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (Στο Μανόλη). Καλά, εσύ μας έλεγες
πως ο φυσικός προστάτης των ανήμπορων είναι το κράτος.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Τα χάνει). Δηλαδή... Να... Δε σ’
έπιασα...
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Ειρωνικά. Στο Μανόλη). Τώρα που έχεις
γιομίσει το στομαχάκι σου, τ’ αυτί σου έχει γίνει περήφανο... και δεν τα πιάνει
κάτι τέτοια... (Μπαίνει ο Μιχελής, μουτρωμένος με το ξυπνητήρι του και χωρίς
χαιρετούρες).
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Μελαγχολικά). Κουμπάροι, μήπως
πήρε το μάτι σας το Ρενάκι; Πολύ άργησε αυτό το κορίτσι...
ΠΑΠΑΓΟΣ: Σιγά, Μιχελή... Κοτζάμ κοπέλα
είναι κι ίσως να πήγε σε καμιά φίλη της, ή στο σινεμά.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Ναι, τo έχει κάνει πολλές φορές μέχρι τα τώρα. Πάντοτε όμως
μας ειδοποιούσε.
ΚΩΣΤΗΣ: Ε, ας πούμε πως το ξέχασε.
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Μονολογεί). Συμφορά μου...
Είντά ’πεσε πάνω στην κεφαλή μου. Στα
σίγουρα κάποιος κρεμανταλάς έχει χώσει τη μυτούλα του. Ίσως να είναι αυτό το
χαμαντράκι με τα λελούδια.
ΚΩΣΤΗΣ: Όχι. Οι άνθρωποι που
νταλαβερίζονται με λουλούλούδια δεν κάνουν παλιανθρωπιές.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Δισταχτικά). Μιχελή αύριο θα σου
δώσω το κλειδί και δε θέλω πίσω ούτε τα δυο βδομαδιάτικα, που μου έχεις
κρατήσει.
ΜΙΧΕΛΗΣ: Είντα ’ναι τούτες οι κουβέντες
Μανολιώ; Εγώ χάνω την τσούπρα μου κι εσύ μου μιλάς για παράδες. Το Ντεπόζιτο θα
το πάρεις. (Χτυπάει το τηλέφωνο και πετάγεται απ’ τη θέση του). Το Ρενάκι μου
θα είναι! (Φεύγει).
ΚΩΣΤΗΣ: (Χαμογελώντας). Έι, Παπάγο, αυτά
είναι τα ματωμένα.
ΓΙΑΝΝΗΣ: Ουφ! Ας πούμε πως τα έχει μπλέξει
με κάποιον η Ρένα. Ε.., και τι μ’ αυτό; Αυτή είναι επιστήμονας. Ο Μιχελής είναι
ένα ανθρωπάκι, που η αγραμματοσύνη, μα και οι φτώχιες που πέρασε στην πατρίδα,
δεν τον άφησαν να βγει απ’ το πετσί του.
ΚΩΣΤΗΣ: Κολλητέ μου, δεν έχεις παιδιά, γι’
αυτό μιλάς έτσι.
ΓΙΑΝΝΗΣ: (θυμωμένα). Ναι μόνο εμείς οι
φτωχοί έχουμε οικογένειες και παιδιά. Και θα παίρνουμε το δίκαννο όταν κάποιος
αφήνει ένα μάτσο λουλούδια για την κόρη μας. Ή θα μαραζώνουμε, όταν η κόρη μας,
ενήλικη και μορφωμένη θέλει να ζήσει μόνη της. (Θυμωμένα). Μας έχουν ταράξει με
τα “μη” και ξανά “μη”! Ανήθικους μας ανεβάζουν, αμαρτωλούς μας κατεβάζουν, οι
κουμαντάτορες. Κι αυτοί τα κάνουν όλα... κι ούτε γάτα ούτε ζημιά... Κι εμείς..,
πρέπει να τους χειροκροτούμε κι από πάνω. (Σιγή). Έχει γούστο και για τον
ξεπατρισμό μας να φταίξαμε εμείς.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Μπράβο και ξανά μπράβο Γιάννη! Από
σένα δεν περίμενα τέτοιες εξελίξεις.
ΚΩΣΤΗΣ: Μετρημένα κουκιά είναι, παιδιά. Δε
θέλουμε, όμως, να τα κουβεντιάζουμε. Άλλοτε γιατί φοβόμαστε κι άλλοτε...
(Σιγή). Υπάρχει και κάτι άλλο στη μέση, αλλά δε θα το πω.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Έλα τώρα θα το πεις. Να το μάθουμε
κι εμείς. Δηλαδή, έφαγες το βόδι και θ’ αφήσεις
την ουρά;
ΚΩΣΤΗΣ: Θα το πω... κι όποιον πάρει ο
χάρος: Γιατί δε θέλουμε να παραδεχτούμε πως είμαστε χαζοπούλια! Μας καργάρουν
με τύψεις, για να μην μπορέσουμε ποτέ να σηκώσουμε σωστό κεφάλι.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Να ζήσεις χίλια χρόνια Κωστή. Ξέρετε, ρε παιδιά, τι σόι πράμα είναι αυτό
που λέμε στοχασμός ή φιλοσοφία, που την τρέμουμε; Να.., να μιλάς σωστά γύρω από
θέματα που νταλαβερίζονται με τη ζωή.
ΠΑΠΑΓΟΣ: (Ειρωνικά, δείχνοντας τον Κωστή).
Δηλαδή, κι αυτό το στουρνάρι έγινε φιλόσοφος;
ΗΡΑΚΛΗΣ: Παπάγο, όλοι οι άνθρωποι
γεννιούνται τοσοδούτσικοι φιλόσοφοι, καλλιτέχνες μα ακόμα κι εφευρέτες, αλλά η
μιζέρια σακατεύει το ταλέντο τους. Ναι.., αυτή η χτυπητή μιζέρια, που αποχαυνώνει
τον άνθρωπο...
ΜΙΧΕΛΗΣ: (Μπαίνει με το ξυπνητήρι που
χτυπάει. Βάζει το σύρμα στην πόρτα. Φωναχτά). Σύρμα! Κουμπάροι, σύρμα!
Σύντεκνοι περιορισμοί στο λεχτρικό γιοκ. Όποιος θέλει βλέπει τηλεόραση μέχρι το
πρωί. Καληνύχτα. και καλό ξημέρωμα.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Καληνύχτα Μιχελή.
ΚΩΣΤΗΣ: Με τις φουρτούνες που έχει ξέχασε
το λεχτρικό… (Φεύγουν όλοι χωρίς κουβέντες, εκτός απ’ το Μανόλη, που κάθεται
και διαβάζει εφημερίδα. Σε λίγο χτυπάει η πόρτα. Ανοίγει ο Μανόλης και μπαίνει
ο Ηλίας).
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Σηκώνεται. Δίνουν τα χέρια).
Καλώς τον Ηλία.
ΗΛΙΑΣ: Γεια σου Μανόλη. Δε σε βλέπω καλά.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μάλλον θα έχω φαει κάτι που με
πείραξε. Εσύ πώς τα πας; Η δουλειά σου τι γίνεται;
ΗΛΙΑΣ: Η δανειστική; Τα παράτησα. Μεγάλο μούτρο
ο τύπος. Μα μπορείς να φας ένα κομμάτι ψωμί, απ’ αυτούς τους φαταούλες;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Εσύ μίλαγες για πολιτισμένο
περιβάλλον και κεχριμπαρένιους ανθρώπους.
ΗΛΙΑΣ: (Τα ’χει χαμένα). Πώς; Δηλαδή; Δε
σε κατάλαβα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δεν πειράζει. (Σηκώνεται και κάνει
μια βόλτα. Στον εαυτό του). Ο φίλος μου ο ραγιάς. (Κάθεται).
ΗΛΙΑΣ: Αρκεί να σου πω, πως μέσα σε τρεις
μήνες, είχε βγάλει στο σφυρί δέκα σπίτια φτωχών οικογενειών. Αυτά δεν
ταιριάζουν σε μένα. Πάντως έχω νέα μούρλια, για σένα!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Λέγε ντε και κάτι το ευχάριστο!
ΗΛΙΑΣ: Φίλε μου, με την ντομπροσύνη σου,
έχεις κερδίσει την εκτίμηση όλων, γνωστών σου.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Γελώντας). Λέγε.., γιατί αρχίζω
να γαργαλιέμαι.
ΗΛΙΑΣ: Που λες, σήμερα με φώναξε ο
μεγαλομέτοχος της Εταιρίας Εισαγωγών. Μου είπε πως η Εταιρία θα
επαναλειτουργήσει και μάλιστα με πιο μεγάλο κύκλο εργασιών. Και το πιο
ευχάριστο είναι πως ο Γενικό Διευθυντής θα είναι ο ίδιος. Τι να σου πω; Αυτός ο
άνθρωπος στολίζει την Παροικία.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Χε, χε, χε… Ο ανώμαλος με τα πολλά
παρασήματα;
ΗΛΙΑΣ: Τι είπες;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Χε, χε, χε... Τίποτε δεν είπα.
ΗΛΙΑΣ: Βέβαια! Χρυσός άνθρωπος και με
κύρος, αφού τώρα πια έχει γίνει και Σερ. Αυτή είναι τιμή για ολάκερη την
Ομογένεια. (Σιγή). Όσο για το μεγαλομέτοχο, τι να σου πω; Πρόκειται για άνθρωπο
με καλλιέργεια και ήθος. Έχει δυο πανεπιστημιακά πτυχία και μιλάει τρεις γλώσσες.
Μου πρότεινε, λοιπόν, ν’ αναλάβω τη θέση του υποδιευθυντή και του διευθυντή των
πωλήσεων. Πόσο χαίρομαι που θα συνεργαστώ ξανά με τον Γενικό Διευθυντή!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Τα ολόθερμά μου συγχαρητήρια.
(Σηκώνεται και κάνει μια βόλτα. Στο εαυτό του). Ο σκύλος εκεί που τρωει γαβγίζει.
(Κάθεται). Και τι έχω να κάνω εγώ μ’ όλους αυτούς τους κυρίους, κι άρχισες μιλώντας για την εκτίμηση που έχω
κερδίσει και τα ρέστα;
ΗΛΙΑΣ: Έχεις δίκιο ξεχάστηκα μιλώντας για
τα δικά μου. Λοιπόν, μετά από πρόταση του Γενικού, αλλά και δική μου, θ’
αναλάβεις τη θέση του Προσωπάρχη.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Χε, χε, χε... Του προσωπάρχη!
ΗΛΙΑΣ: Ασφαλώς, θα σου ήρθε νταμπλάς!
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Γελώντας). Χε, χε, χε... Ε.., δεν
είμαστε καθόλου καλά!
ΗΛΙΑΣ: Προς τι τα γέλια;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Γελώντας). Xε, χε, χε... Μα για γέλια είναι η υπόθεση.
ΗΛΙΑΣ: Δεν καταλαβαίνω γρι.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δηλαδή, θα γίνω έστω και
μεγαλοθεσίτης σε μια εταιριούλα; Ξέρεις τι λες;
ΗΛΙΑΣ: Μανόλη σύνελθε. Αυτό είναι λαχείο.
Μην ξεχνάς πως σου λείπουν τα τυπικά προσόντα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Να τα βράσω τα προσόντα. Η καπατσοσύνη
μετράει!
ΗΛΙΑΣ: Δηλαδή;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Γελώντας). Χε, χε, χε...
Κελεπούρι λοιπόν η θέση... Χε, χε, χε... Θα κάνω και οικογένεια. Γιούπι! Ναι,
θα πάρω και σπίτι, που δε θα το ξοφλήσω μέχρι που να τα τινάξω.
ΗΛΙΑΣ: Και τι άλλο νομίζεις πως μπορείς
να κάνεις;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Παράτα με, ρε Ηλία. Εγώ έχω στο νου
μου επιχειρήσεις εκατομμυρίων.., κι εσύ μου μιλάς για πασατέμπο...
ΗΛΙΑΣ: Δηλαδή, η απάντησή σου είναι
αρνητική.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Χε, χε, χε... Μάγος είσαι. (Μ’
ενθουσιασμό). Παντρεύομαι, Ηλία!
ΗΛΙΑΣ: (Μ’ απορία). Μα πότε και δεν το
ξέρω;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Το πολύ σε δυο μήνες!
ΗΛΙΑΣ: Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Πάντως μου το έχεις υποσχεθεί, ρε
παλιόφιλε και δεν πιστεύω να μου την φέρεις,
ΗΛΙΑΣ: Τι δηλαδή;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Να, πως θα γίνεις κουμπάρος.
ΗΛΙΑΣ: Άκου λέει! Και βέβαια θα γίνω.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Θυμάσαι που σου έλεγα πως ο Πάππας
μ’ έπαιρνε στο σπίτι του; Με προόριζε για γαμπρό, Ηλία, κι εγώ κοιμόμουν
όρθιος...
ΗΛΙΑΣ: Δηλαδή, παντρεύεσαι την κόρη του;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Γελώντας). Όχι τον παπά της
ενορίας.
ΗΛΙΑΣ: Και το Ρενάκι;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Έλα καημένε... Ένα φλερτάκι ήταν.
ΗΛΙΑΣ: Κάπως έτσι ξεκινάνε όλα. Εσείς
όμως είχατε προχωρήσει, επισημοποιώντας το δεσμό σας.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δεν της έχω υποσχεθεί γάμο και,
για να λέμε την αλήθεια, μα ούτε η ίδια μου το ζήτησε.
ΗΛΙΑΣ: Αυτή είναι η τυπική πλευρά του
πράγματος.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Εσύ βλέπεις κι άλλη πλευρά;
ΗΛΙΑΣ: Αν βλέπω λέει! Ξέρεις τι λες
Μανόλη; Δεν ερχόσασταν στο σπίτι μου και κάνατε σχέδια επί σχεδίων;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δυο νέοι που συνδέονται, για
χωρισμούς θα μιλάνε; Αυτές ήταν νεανικές κουβέντες και ρομαντισμοί.
ΗΛΙΑΣ: (Θυμωμένα). Ήταν τελειωμένα
πράγματα!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δεν είμαστε καλά... Μα δε ζούμε σε κανένα προπολεμικό κουτσοχώρι
της Ελλάδας.
ΗΛΙΑΣ: (Θυμωμένα). Εμένα μ’ ενδιαφέρει η
δική σου διαγωγή!
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Γελώντας). Μα μπορείς να με δεις
παντρεμένο με το Ρενάκι;
ΗΛΙΑΣ: (Θυμωμένα). Η επιλογή ήταν δική
σου.., και δεν καταλαβαίνω τα ειρωνικά σου σχόλια!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δηλαδή, να μην σκεφτώ το μέλλον
μου;
ΗΛΙΑΣ: Ποιος σ’ εμπόδιζε να το σκεφτείς,
όλον τούτον τον καιρό; Εσύ, όμως, ήθελες να το έχεις δίπορτο.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Που το βλέπεις το δίπορτο;
ΗΛΙΑΣ: Ναι, φίλε... Ήθελες τη Ρένα, για
σιγουριά. Είχες, όμως, το νου σου και στις περιουσίες του Πάππας. Έτσι δεν
είναι;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Εγώ; Δηλαδή; Πώς;
ΗΛΙΑΣ: Εξάλλου, αν δεν σ’ έστελνα εγώ
στον Πάππας, ποιό θα ήταν το λαμπρό σου μέλλον;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Η αλήθεια είναι πως χωρίς τη
βοήθεια σου, θα τα παράταγα απ’ τους πρώτους κιόλας μήνες, επιστρέφοντας στην
Ελλάδα. Η ζωή, όμως, είναι γεμάτη μ’ αναπάντεχα.
ΗΛΙΑΣ: Συμφωνώ. Αλίμονο όμως αν αυτά τ’
αναπάντεχα έχουν να κάνουν με τις αρχές
και τα αισθήματά μας.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ναι... Αλλά...
ΗΛΙΑΣ: Ύστερα, ξεχνάς πως έτρεχες απ’ τη
μια κουζίνα στην άλλη, και πως η Ρένα στεκόταν δίπλα σου!
ΜΑΝΟΛΗΣ: Το δέχομαι, αλλά κάπως έπρεπε ν’
αρχίσω.
ΗΛΙΑΣ: Δε σε κατηγορώ για την αρχή.., αλλά
για το τέλος.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Ειρωνικά). Χε, χε, χε... Έχει γούστο τώρα να συγκρίνεις το Μιχελή με
τον Πάππας.
ΗΛΙΑΣ: Για τη Ρένα να μιλήσουμε.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Εσύ γιατί χτύπησες γερή προίκα;
ΗΛΙΑΣ: (Θυμωμένα). Εμένα μη με παίρνεις
στο στόμα σου! (Επακολουθεί σιγή. Με κατεβασμένο το κεφάλι). Ξέρω τα κουσούρια
μου. Οι ανασφάλειες που με δέρνουν, με κάνουν καμιά φορά αρκετά δειλό, ίσως και
κόλακα. Πάντως αγωνίζομαι και ίσως κάποτε να μπορέσω να λυτρωθώ.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δεν ήθελα τώρα να...
ΗΛΙΑΣ: Όσο για το γάμο μου, το ξέρεις,
πως παντρεύτηκα χωρίς να ξέρω την οικονομική κατάσταση του πεθερού μου. Το
σπίτι ήρθε μετά από καιρό. Μήπως δε θα έπρεπε να το δεχτώ; Μα κι ούτε ποτέ το
θεώρησα δικό μου! (Σιγή).
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Απολογητικά). Στο λόγο μου δεν
ήθελα να σε θίξω... και παίρνω πίσω τα λόγια μου.
ΗΛΙΑΣ: Δεν τρέχει τίποτε.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Μου φαίνεται, όμως, πως πολύ στα
σοβαρά την έχεις πάρει τη Ρένα.
ΗΛΙΑΣ: (Θυμωμένα). Σταμάτα απαίσιε! Η
Ρένα είναι ένας σπάνιος τύπος ανθρώπου και δε σου τη χαλαλίζω! Εσύ, όμως, στο
κονοστάση σου έχεις δολάρια...
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ηρέμησε Ηλία.
ΗΛΙΑΣ: Νομίζεις πως μπορώ να ηρεμήσω; Ν’
αφήσεις, όμως, εμένα στην πάντα και να μιλήσουμε για τη Ρένα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Στο βάθος είναι ένα τσουλάκι, που
ανοίγει τα πόδια χωρίς πολλά ζόρια.
ΗΛΙΑΣ: Ας πούμε πως έχεις δίκιο. Πώς, όμως,
πήγαινες πέρα δώθε, παρουσιάζοντας ένα τσουλί, σα γυναίκα σου;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Εγώ; Πώς; Δηλαδή;
ΗΛΙΑΣ: Και με την εγκυμοσύνη της τι θα
γίνει;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Εκεί θα σκοντάψουμε;
ΗΛΙΑΣ: (Πικραμένα). Μανόλη, σε γνωρίζω
τόσο καιρό, αλλά δε σ’ αναγνωρίζω με τον κατήφορο που έχεις πάρει.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δε σε περίμενα τόσο ευαίσθητο. Μου
μιλάς για εγκυμοσύνες τώρα... Αυτό το θέμα ταχτοποιείται με μερικά κατοστάρικα.
HΛΙΑΣ: Τι λες ρε παιδί; Τόσο πολύ αγαπάς
τον εαυτούλη σου;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δηλαδή;
ΗΛΙΑΣ: Ποτέ δεν την αγάπησες τη Ρένα.
Όταν αγαπάει κανείς μια γυναίκα τρελαίνεται να κάνει παιδί μαζί της.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Και γιατί παρακαλώ;
ΗΛΙΑΣ: Γιατί με το παιδί την φέρνει πιο
κοντά του.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Κοροϊδευτικά). Σιγά... το
κελεπούρι... Τώρα θα δέσω πάνω μου και τη Ρένα... Μωρέ το ρίχνει κι ησυχάζουμε!
ΗΛΙΑΣ: (Σηκώνεται, μαζί κι ο Μανόλης).
Καλά λένε πως η κάθε συνείδηση έχει την τιμή της... (Σιγή. Θυμωμένα). Είσαι
ένας τιποτένιος! (Ο Μανόλης γελάει χαζά). Ο σκύλος μου είναι πιο προοδευτικός
από σένα. Είχε κολλήσει η βελόνα σου στα κηρύγματα του σοσιαλισμού, γιατί είχες
αδειανό στομάχι, και γιατί ζήλευες τους
πλούσιους και ήθελες να τους φτάσεις. Πάντως εγώ θα σταθώ δίπλα στη Ρένα με
όλες μου τις δυνάμεις. (Οργισμένα). Δε στη χαλαλίσω! Θα κάνω όμως και κάτι
άλλο. Έχω υποχρέωση να προστατέψω και την οικογένεια του Πάπας. Θα τους τα πω
όλα! Εγώ σ’ ανέβασα κι εγώ θα σε γκρεμίσω! (Του δίνει ένα πολύ δυνατό χαστούκι.
Ο Μανόλης πέφτει. Τον φτύνει). Φτου σου... ιδεολόγε της δεκάρας! (Ανοίγει την
πόρτα και σκύβοντας φεύγει. Ο Μανόλης σηκώνεται, απ’ το δάπεδο και με το ένα
του χέρι κρατάει το χτυπημένο του μάγουλο. Κάθεται σκεφτικός. Σε λίγο μπαίνει η
Ρένα απ’ την εξώπορτα, φορώντας ρούχα εξόδου).
ΡΕΝΑ: (Χαρούμενα). Γεια σου Μανόλη.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Τον ξαφνιάζει το κέφι της).
Ναι... Ναι… Γεια σου...
ΡΕΝΑ: Έμαθα πως ταχτοποιήθηκες και
χάρηκα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Τίποτε το σπουδαίο.
ΡΕΝΑ: Σου αξίζει.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σ’ ευχαριστώ, Ρένα.
ΡΕΝΑ: Πάντως…. για να μην έχεις τύψεις,
θα ήθελα να σου πω πως…. το παιδί που περιμένω… δεν είναι δικό σου.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Ξαφνιασμένα). Τι είπες;
ΡΕΝΑ: (Ήρεμα). Μα πώς θα μπορούσε να
γίνει κάτι τέτοιο, με τις προφυλάξεις που παίρναμε;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Ειρωνικά). Δηλαδή, το είχες
δίπορτο;
ΡΕΝΑ: Ε.., όχι και δίπορτο...
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Ψευτοθυμωμένα). Αυτό είναι
πρόστυχο!
ΡΕΝΑ: Αν ένα σοβαρό δεσμό τον λες
προστυχιά.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Δε σε καταλαβαίνω.
ΡΕΝΑ: Άλλο είναι ένα φλερτάκι - αυτό
είχαμε εμείς - κι άλλο η στοργή και η αγάπη. Δε συμφωνείς;
ΜΑΝΟΛΗΣ: Και ποιος είναι ο τύπος;
ΡΕΝΑ: Δεν έχει σημασία.
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Ψευτοθυμωμένα). Ε.., αυτό κι αν
είναι!
ΡΕΝΑ:
Σιγά.., Μανόλη. Τους τελευταίους μήνες ζήτημα αν σε είδα μερικές φορές
και πάντοτε στα πεταχτά. Εξάλλου, όταν πηγαίνει ένας άντρας με μια γυναίκα, δεν
ικανοποιείται μόνον αυτός. Μου άρεσε η συντροφιά σου. Όλα, όμως, έχουν αρχή και
τέλος. (Του δίνει το χέρι). Να έρχεσαι να μας βλέπεις και να μου τηλεφωνείς. Θα
χαίρομαι ακούγοντας νέα σου. Βλέπεις εγώ δεν μπορώ να φύγω. Και πού να πάω; Εδώ
είναι το σπίτι μου μα και οι δικοί μου. Καλή σου νύχτα. (Φεύγει).
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Τα έχει χαμένα). Ναι...
Καληνύχτα. (Φεύγει ο Μανόλης και μπαίνει ο Ηρακλής και μ’ ένα κατσαβίδι
σκαλίζει την πρίζα, εκεί που μπαίνει το καλώδιο της πόρτας. Κρατάει και μια
σακούλα).
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Βάζει το κατσαβίδι στην τσέπη
του, μουρμουρίζοντας). Που θα μου πας! Θα σε καρβουνιάσω! (Μπαίνει ο Μανόλης με
μια βαλίτσα στο χέρι). Ακόμα εδώ είσαι Μανόλη;
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Μελαγχολικά). Ετοιμάζομαι.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Έχει γούστο να μην μπορείς να μας
αποχωριστείς...
ΜΑΝΟΛΗΣ: (Ανόρεχτα). Πηγαίνω γιατί έχω
αργήσει.
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Του δίνει κάτι χρήματα). Είναι τα
εκατό δολάρια που σου χρωστάω, και σ’ ευχαριστώ.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Κράτησέ τα σε παρακαλώ. Μη μου
χαλάσεις την καρδιά.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Όχι, σε τέτοιες στιγμές δε θέλω να
έχω χρέη. (Του δίνει τα χρήματα). Μανόλη
θα σε πάω εγώ με το ταξί. Το θυμάσαι; Εγώ σε είχα φέρει...
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σ’ ευχαριστώ. Έχω τ’ αυτοκίνητό
μου.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Βέβαια. Τώρα έχεις και κουρσάρα.
ΜΑΝΟΛΗΣ: Λοιπόν, Ηρακλή θα τα ξαναπούμε.
ΗΡΑΚΛΗΣ: Μια που φεύγεις κάνε μια παλικαριά,
ρε Μανόλη...
ΜΑΝΟΛΗΣ: Ό,τι θέλει ο φίλος.
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Δισταχτικά). Να.., δεν παίρνεις
κι αυτό το καλώδιο μαζί σου; Ίσως να το ξεχάσει κι ο σφακιανός και ν’
απαλλαγούμε απ’ αυτό το βραχνά. (Του δείχνει το καλώδιο που είναι περασμένο στην πόρτα).
ΜΑΝΟΛΗΣ: Σε παρακαλώ, Ηρακλή... Δεν έχω
όρεξη για καλαμπούρια. Γεια χαρά. (Σκύβει κάτω απ’ το καλώδιο και φεύγει).
ΗΡΑΚΛΗΣ: (Στον εαυτό του). Τη γλίτωσες,
μούτρο… (Κοιτώντας, πέρα δώθε, βγάζει απ’ την τσάντα μια ανθοδέσμη κι
ανοίγοντας την πόρτα την ακουμπάει στο πλατύσκαλο και φεύγει. Μπαίνει η Ρένα,
που φαίνεται πολύ πεσμένη ψυχικά).
ΡΕΝΑ: (Κάθεται και μονολογεί,
παραπονιάρικα). Όχι, και να θέλω δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν. Γιατί, Μανολάκη
μου;… Γιατί! (Σηκώνεται και κάνει μια βόλτα και στο τέλος πηγαίνει και στέκεται
μπροστά στην πόρτα). Όχι δεν μπορώ χωρίς εσένα! (Αρπάζει το γυμνό καλώδιο και
τη χτυπάει το ρεύμα. Γονατίζει έχοντας τα χέρια ψηλά, κρατώντας το σύρμα. Κάνει
σπαστικές κινήσεις, τρεμουλιάζοντας ολάκερο το κορμί της και κουνώντας τα
χέρια, πάνω κάτω. Δεν πρέπει να πέσει στο δάπεδο. Έτσι ο θεατής δεν θα μπορέσει
να ξέρει τη συνέχεια. Αν δηλαδή πέθανε).
Α Υ Λ Α Ι Α
* Ο Γιώργος Μακρίδης είναι :
Λογοτέχνης-Θεατρικός Συγγραφέας
συνεργάτης της Efenpress
από τη μακρυνή Αυστραλία