11.12.16

Στου Χαρακόπου... και στην Καλλιθέα



“Εμείς κανέναν δε μισούμε. Αφήστε μας
ν’ αγαπάμε τον κόσμο. Να σας αγαπάμε”.
Γιάννης Ρίτσος – “Διακήρυξη”

Γράφει ο συνεργάτης μας κ. Γιώργος Μακρίδης*

Το προσφυγικό, στην αυλή του οποίου νοικιάζαμε ένα δωματιάκι, το είχε ένας ανώτερος αξιωματικός. Ήταν το προικιό απ’ την πόντια γυναίκα του. Βέβαια, αυτοί έμεναν στο ψυχικό και το σπίτι το νοίκιαζαν. Μάλιστα, για ν’ αυγατίσει το νοίκι έφτιαξαν στην αυλή και το δωμάτιο, παραβιάζοντας τους κανονισμούς της πολεοδομίας, αφού η αυλή ήταν ο ακάλυπτος χώρος. Αφήνοντας, όμως, την πολεοδομία στην πάντα, το δωμάτιο δεν αεριζόταν.
Το φάρδος της αυλής ήταν όσο και το δωμάτιο. Δηλαδή, δε θα μπορούσε να υπάρχει παράθυρο απ’ τη μια κι απ’ την άλλη μεριά. Επίσης, μπροστά στο δωμάτιο ήταν η σκάλα που πήγαινε στον πάνω όροφο. Δεν υπήρχε, δηλαδή,  χώρος για την πόρτα και το παράθυρο. Γι’ αυτό και τα δυο ήταν πολύ στενά. Το παράθυρο δεν ήταν μεγαλύτερο απ’ τις θυρίδες των ταμείων των σινεμά. Έτσι, για να έχουμε λίγο αέρα, ακόμα και το χειμώνα κοιμόμασταν έχοντας το ανοιχτό.  
Κάθε φορά που φέρνω στο νου μου την οικογένεια που ’μενε στο κυρίως σπίτι, ένα αντρόγυνο με δυο παιδιά, πικρογελάω. Ίσως γιατί τους πόνεσα. Ήταν Αιγυπτιώτες κι όλα έδειχναν – τα ρούχα, οι τρόποι τους κτλ – πως στην Αλεξάνδρεια είχαν τον τρόπο τους. Έλεγαν, μάλιστα οι γείτονες, πως δεν είχαν προλάβει, ή μεριμνήσει να φέρουν τα λεφτά τους, ή μερικά απ’ αυτά, στην Ελλάδα, όπως έκαναν πολλοί άλλοι. Ο άντρας, που ήταν γύρω στα πενήντα, μιλούσε τρεις - τέσσερις γλώσσες και δούλευε σ’ ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο, που έκανε κι εκδόσεις, στο κέντρο της Αθήνας. Όπως και να το κάνουμε, όμως, υπάλληλος ήταν.
Τρία χρόνια μείναμε στο δωμάτιο και καλά – καλά δεν τους ξέραμε. Ακόμα και τα δυο αγόρια τους, που ήταν στην ηλικία μου, και που τα είχα δει όλο κι όλο τρεις – τέσσερις φορές, με κοίταζαν κοροϊδευτικά, ή ειρωνικά, ή φοβητσιάρικα, λες και ήμουν χολεριασμένος. Ή μάνα μου που ήξερε και καταλάβαινε πολλά, αν και είχε λόγους να μην τους χωνεύει, είχε την ψυχική δύναμη να τους λυπάται. Την άκουγα, λοιπόν, που πολλές φορές μιλώντας με τους γείτονες έλεγε:
- Δε φταίνε οι άνθρωποι. Έτσι τους είχαν μάθει: να περιφρονούν τους φτωχούς. Και νομίζω, πως ακόμα και στις επαναστάσεις αυτούς τους ανθρώπους κάπως τους προσέχουν, ας το πω έτσι. Άιντε να πάρεις ένα πρίγκιπα, ή στρατηγό, ή επιτέλους ένα ζάπλουτο – αυτοί δηλαδή, που έχουν συνηθίσει να έχουν γύρω τους ένα σωρό υποταχτικούς – και να τον βάλεις να σκάψει αμπέλια. Στα σίγουρα θ’ αυτοκτονήσει. Αυτό έπαθαν, νομίζω, και οι γείτονές μας. Έχουν αρρωστήσει και μόνο που μένουν σε προσφυγικό συνοικισμό. Ε, κι εμείς τι φταιμε;
Μια μέρα άκουσα την κυρία – μα την αλήθεια κανένας στη γειτονιά δεν ήξερε τ’ όνομά της... – να λέει στη μάνα μου, κλαίγοντας:
- Αχ.., και να μας βλέπατε στην Αλεξάνδρεια... Τέσσερις δούλους είχαμε στο σπίτι μας. Μας κατάστρεψε ο καταραμένος ο Νάσερ...
(Φαίνεται πως στην Αίγυπτο, της ξενοκρατίας τους υπηρέτες τους έλεγαν δούλους, αφού έτσι λεει τον υπηρέτη του κι ο Καβάφης).
Η μάνα μου δεν της απάντησε. Ό, τι και να της έλεγε, θα πήγαινε στον βρόντο. Μπαίνοντας, όμως, στο δωμάτιο την άκουσα να μονολογεί:
- Χμ, βρήκες άνθρωπο να τα πεις, κυρά μου. Θα καταριόμαστε κι από πάνω τον Νάσερ, που αν όχι τίποτ’ άλλο, απάλλαξε το λαό του απ’ τους αποικιοκράτες. Εσύ τον κατηγορείς, αλλά ο λαός πρέπει να του ζητήσει να κάνει περισσότερα: να στερεώσει κάποιες δημοκρατικές δομές. Να ενδιαφερθεί, δηλαδή, και για το μέλλον του τόπου του: για το τι θα γίνει, στην Αίγυπτο, μετά απ’ αυτόν.
Λοιπόν, μαγειρέματα στο καμαράκι και μάλιστα με καύσιμη ύλη τα ροκανίδια δε γινόντουσαν. Μ’ αυτά τα κάναμε όλα για κάνα χρόνο. Παιδευόταν, η μάνα μου, και την έπνιγαν οι καπνοί, προσπαθώντας να τα κάνει όλα κάτω από μια σκάλα. Μια μέρα, λοιπόν, πλέκοντας με τις γειτόνισσες, αναφέρθηκε σ’ αυτό το πρόβλημά μας:
- Αχ, και να είχαμε ένα υποστεγάκι εκεί στην αυλή.
Δε χρειαζόταν να πει περισσότερα. Στην παρέα ήταν και η θεια Σημέλα η γυναίκα του πόντιου ρωσοπρόσφυγα, οικοδόμου, του μαστρο Γιάγγου. Φαίνεται πως τα είπε όλα στον άντρα της και την άλλη Κυριακή κιόλας στήθηκε κοτζάμ υπόστεγο στην αυλίτσα μας.
Είχαμε, βέβαια, κάποια προβλήματα, με τον αξιωματικό, μόνο και μόνο γιατί το είχε φτιάξει ο μαστρο Γιάγγος, που ήταν γνωστός αριστερός. Ήταν αυθαίρετο, έλεγε.., κι έπρεπε να το γκρεμίσουμε. Κοτζάμ δωμάτιο, με κολώνες και μπετόν αρμέ δεν παραβίαζε τους κανονισμούς της πολεοδομίας, και τους παραβίαζε το υποστεγάκι. Τελικά το γλιτώσαμε. Μπήκε στη μέση η πόντια πεθερά του αξιωματικού, μια γριούλα, η θεία Παρθένα, που μόλις μπορούσε και περπατούσε. Αυτή είχε πάρει το προσφυγικό με τον άντρα της και μόνο αυτή μας έκανε καμιά βίζιτα, αργά και που.
Στο υπόστεγο, λοιπόν, τα κάναμε όλα: μαγειρεύαμε, ζεσταίναμε το νερό για τη λάτρα και μέχρι που τρώγαμε και λουζόμασταν τις κάπως ζεστές μέρες. Βέβαια, τρεχούμενο νερό δεν είχαμε. Για να μη βάλει δυο μέτρα σωλήνα ο αξιωματικός, έβρισκε ένα σωρό δικαιολογίες. Έλεγε, πως σύμφωνα με τους κανονισμούς της Ούλεν – αγγλική εταιρία υδάτων – μόνο μια οικογένεια μπορούσε να εξυπηρετηθεί μ’ ένα ρολόι.
Το νερό, λοιπόν, το κουβαλούσε η μάνα μου. Στο κέντρο του συνοικισμού υπήρχε μια βρύση, της εταιρίας και μας πουλούσε καραβίσιο το νερό, ένας ύποπτος τύπος. Του είχαν δώσει τη βρύση γιατί ήταν τάχατες αντιστασιακός. Έλεγαν, όμως, στο συνοικισμό, όσοι τον ήξεραν, πως ήταν συνεργάτης των γερμανών, με την κατοχή και είχε κάψει πολλούς αντιστασιακούς.
Λοιπόν, εγώ επειδή, δεν μπορούσα να σηκώσω τον γκαζοτενεκέ κι επειδή λυπόμουν τη μάνα μου, που σκοτωνόταν με τα εφταήμερα και τις διπλοβάρδιες, βρήκα ένα καροτσάκι και βάζοντας ένα μικρό βαρέλι πάνω σ’ αυτό, κουβαλούσα το νερό. Μόνον μερικούς μήνες, όμως, μείναμε χωρίς νερό. Μια μέρα με είδε η θεία Παρθένα να κουβαλάω το νερό και με απαίτηση της, έβαλε ο αξιωματικός τρία μέτρα σωλήνα. Έτσι, είχαμε κι εμείς τη βρύση μας στην αυλή, πληρώνοντας τα μισά του λογαριασμού.
 Βέβαια, για καύσιμη ύλη είχαμε τα ροκανίδια. Τα έφερνε η μάνα μου από ένα ξυλουργικό εργοστάσιο, που ήταν στην άλλη άκρη της Καλλιθέας, μετά τη Χαρακόπου. Εκεί, αργότερα έγινε το Δημοτικό Στάδιο Καλλιθέας και κοντά στ’ άλλα σωματεία, είχε την έδρα της και η ομαδίτσα μας, η ΑΕΚ Καλλιθέας. (Η μεγάλη ΑΕΚ λέγεται Αθλητική Ένωση Κωνσταντινουπόλεως, ενώ η δική μας λεγόταν: Αθλητική Ένωση Καλλιθέας).
Τα ροκανίδια, βέβαια, δεν ήταν βαριά, αλλά το ογκωδέστατο τσουβάλι έβγαζε την ψυχή της μάνας μου. Εγώ τότε ήμουν μαθητής της Πέμπτης του Δημοτικού και είπα να την ξεκουράσω, παίρνοντας τα ροκανίδια από ένα ξυλουργείο που ήταν απέναντι απ’ το σκολειό μου. 
Δυσκολεύτηκα να το πω στο μαστρο Τάσο, τον ιδιοκτήτη του. Ήξερα πως δε θα με πίστευε και θα πατούσε τα γέλια κι αυτό θα μ’ έκανε να ντραπώ. Έτσι κι έγινε.
- Μαστρο Τάσο, σε πειράζει να παίρνω τα ροκανίδια; του είπα δισταχτικά.
- Τα ροκανίδια; Και τι θα τα κάνεις γιαβρί μου;
- Να.., μ’ αυτά μαγειρεύουμε.
- Χε, χε, χε... Καλά δεν έχετε ούτε μια γκαζιέρα, ή ένα ηλεκτρικό μάτι; μου είπε χασκογελώντας.
Εγώ δεν του απάντησα μα ούτε και γέλασα. Μόνο που τον κοίταξα κατάματα, κάνοντας το χασκόγελό του να παγώσει στα χείλη του.
Έτσι άρχισε η επιχείρηση ροκανίδια. Τα πρωινά, πριν να μπούμε στην τάξη, και στα διαλείμματα, γιόμιζα την τσουβαλάρα. Πώς, όμως, θα τα κουβαλούσα; Κι εδώ δούλεψε το βλογημένο το καροτσάκι μου. Και τι δεν έκανα μ’ αυτό όταν είχα αναπαραδιές. Γυρόφερνα τους δρόμους μαζώνοντας εφημερίδες, απ’ τα σκουπίδια των πλουσίων, που τις πουλούσα στα μπακάλικα, τα μανάβικα κτλ, για χαρτί περιτυλίγματος. Πώς τη γλίτωσε ο λαός μας, μ’ αυτά τα παλιόχαρτα, που ήταν ύποπτα χολέρας ή πανούκλας; Μαζί με τα χαρτιά μάζωνα και πολύτιμα... μέταλλα: χαλκό, κασσίτερο και μολύβι. Αυτά, μόλις έκανα μια ποσότητα, τα πήγαινα στο μοναστηράκι. Το ίδιο έκανα και με τ’ αδειανά μπουκάλια (όλα αυτά τα λεω κάπου αλλού).
Ο μαστρο Τάσος, λοιπόν, ήταν  μέτριου αναστήματος, γεροδεμένος και μαυρόπετσος, με κατάμαυρα και πλούσια μαλλιά. Ήταν πόντιος και μάλιστα τα είχε τα χρονάκια του, όταν είχε έρθει απ’ τις χαμένες πατρίδες. Τα κακοπαθήματα έκαναν τους περισσότερους πόντιους πονόψυχους. Η δύσκολη, όμως, ζωή της Αθήνας έκανε πάλι μερικούς πονηρούς και συμφεροντολόγους. Σ’ αυτήν την κατηγορία υπαγόταν κι ο μαστρο Τάσος.
Το ξυλουργείο το δούλευε με τα παιδιά του, τον Σάββα και τον Ηλία. Ο Σάββας, που ήταν  γύρω στα είκοσι, ήταν πανύψηλος, ασπρόπετσος και κατάξανθος, και μάλλον δεν έμοιαζε για πόντιος. Μάλιστα, επειδή γεννήθηκε στην αρχή της κατοχής κι επειδή τους κατοχικούς, ξανθούς και κοκκινομάλληδες, τους λέγαμε, καλαμπουρίζοντας, γερμανόσπορους, πρόσθεσε μερικά χρόνια στην πλάτη του, λέγοντας πως γεννήθηκε στα τέλη της τετραυγουστιανής τυραννίας. Πάντως, όποτε κι αν γεννήθηκε.., είχε πάνω του όλα τα στραβά κι ανάποδα του κόσμου. Ήταν κουτοπόνηρος, τεμπέλης, ανεύθυνος και κόλακας.
Ο Ηλίας – τον λέγαμε Λιάκο – που έμοιαζε μόνο στο χρώμα τον πατέρα του, είχε τρομερή μυϊκή δύναμη. Βλέποντας τα μπράτσα και τις πλάτες του, μα και τον τραγίσιο σβέρκο του, ο νου σου πήγαινε στους γορίλες, ή τους παλαιστές. Παρόλα αυτά είχε ψυχή μικρού παιδιού. Ποτέ δεν τσακωνόταν. Έδινε τόπο στην οργή, κοιτάζοντας όποιον τον προκαλούσε από πάνω μέχρι κάτω, πικρογελώντας. Σα να ήθελε να του πει: “Σύρε στο καλό σου, βλογημένε... Δε βλέπεις πως δεν μπορείς να τα βάλεις μαζί μου;” Επίσης, αν και η δουλειά τον φοβόταν δεν ξεχνούσε και τα καλαμπούρια. Μόνο όταν έβλεπε το Σάββα να το παρακάνει, τεμπελιάζοντας, πέταγε καμιά φωνή.
Ο Σάββας, που περνούσε δυο χρόνια το Λιάκο, ήταν όλο “ναι πατέρα”, “μάλιστα πατέρα”, χωρίς ποτέ να ’χει δική του γνώμη. Με κάτι τέτοια  ο μαστρο Τάσος τον είχε στα όπα – όπα.
- Να σε χαρώ λεβέντη μου! Εσύ είσαι το ψηλοδόκαρο της οικογένειας, του έλεγε κάθε τόσο.
Αντίθετα τον Λιάκο τον έλεγε ανεπρόκοπο, μόνο και μόνο γιατί του έφερνε και καμιά αντίρρηση. Ο Λιάκος δεν ήξερε από κολακείες. Επίσης, ο Σάββας, για να την κάνει κοπάνα, την ώρα της δουλειάς, έπιανε την κουβέντα με τον πατέρα του, τραβώντας του και την ουρά.
- Μα πώς μπόρεσες, πατέρα, να γωνιάσεις αυτήν την πόρτα; Κανένας δε θα μπορούσε να το κάνει, του έλεγε, ας πούμε, έτσι για να γίνεται κουβέντα.
Ε, δεν ήθελε τίποτ’ άλλο, ο μαστρο Τάσος, που κολακευόταν εύκολα. Παράταγε τη δουλειά του, αναπτύσσοντας ένα σωρό θεωρίες περί γωνιασμάτων. Ο Λιάκος, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, έριχνε μια απ’ τις γνωστές ματιές του στο Σάββα, λέγοντας και μια παροιμία που συνήθιζε να λεει ο πατέρας του:
- Χε, χε, χε... Με τις πορδές δεν κολλιούνται μπρίκια. Η δουλειά πρέπει να βγει σήμερα! Ο γείτονας θα την κάνει;
****

Με τα πολλά έφτασα στο τέλος της σχολικής χρονιάς, της Πέμπτης Τάξης, κι ο μαστρο Τάσος, μου είπε πονηρά:
- Τι θα κάνεις το καλοκαίρι, Πετράκη;
- Ε, λεω να δουλέψω κάπου.
- Μαζί μου θα έρθεις. Εσύ είσαι δικό μας παιδί και πιάνουν τα χέρια σου. Θα σε κάνω εγώ ένα μάστορα, που θα πιάνεις πουλιά στον αέρα.
Προτού να μάθω τους διάφορους πόντιους μαγαζάτορες κι επαγγελματίες κολακευόμουν όταν με παίνευαν. Όσοι ήθελαν να με ρίξουν... με το “δικό μας παιδί”... άρχιζαν. Τ’ άσκημα καμώματά τους, όμως, με ξύπνησαν. Σιγουρεύτηκα, δηλαδή, πως μου τραβούσαν την ουρά μόνο για να κάνουν τη δουλειά τους. Με βοήθησε και η μάνα μου να ξυπνήσω. Μας έλεγε ένα σωρό ιστορίες για τις πλουσιοκυρίες, τα σπίτια των οποίων καθάριζε:
- Τάχατες μ’ αγαπούν και με περιποιούνται, με παχιά, όμως, λόγια. Αν ενδιαφερόντουσαν για μένα θα μου έδιναν καλύτερο μεροκάματο και θα μ’ ασφάλιζαν και στο ΙΚΑ, πληρώνοντας κάτι λίγα ο καθένας. Έτσι θα είχαμε, όλοι μας, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Τα υπόλοιπα – οικειότητες, αγάπες και λουλούδια - δε μετράνε. Τα κάνουν για να γίνω πιο αποδοτική στη δουλειά μου.
Κι εγώ, αργότερα βέβαια, όταν άρχιζαν οι εκμεταλλευτές μου τις γαλιφιές, έλεγα από μέσα μου:
- Άφησε στην πάντα το δικό μας το παιδί και τα ρέστα και λέγε τι θέλεις και πόσα δίνεις. 
Με το μαστρο Τάσο, όμως, την πάτησα και δέχτηκα να δουλέψω μαζί του για είκοσι δραχμές τη βδομάδα. Ντρέπομαι που το λεω. Μ’ αυτά μπορούσα να τα βγάζω σε δυο ώρες, πουλώντας παγωτά ή κουλούρια. Δέχτηκα, όμως, γιατί χρειαζόμασταν τα ροκανίδια, αλλά και γιατί έδωσα βάση σ’ αυτά που έλεγαν μερικοί άκαπνοι και τυπολάτρες, που τάχατες ενδιαφερόντουσαν για το μέλλον μου, λέγοντάς μου, πως θα πήγαινα στράφι με τις δουλειές του ποδαριού. Πως, δηλαδή, θα έμενα χωρίς επάγγελμα. Λες κι ένα παιδί 9 - 10 χρονών σώνει και καλά πρέπει να δουλεύει, αρκεί να έχει τη δουλειά που του ταιριάζει.   
Πάντως, αδικαιολόγητα φοβόμουν. Πού θα έβρισκε, ο μαστρο Τάσος, άλλον καθαριστή και σκουπιδιάρη σαν κι εμένα; Του έκανα το μαγαζί λαμπίκο. Ξέχωρα, που ταχτοποιούσα και τα εργαλεία τους. Ο Λιάκος μου έλεγε, πως πριν από μένα, δουλεύοντας παρατούσαν πέρα δώθε, τα μικρά εργαλεία τους και κάθε τόσο τα έχαναν. Δηλαδή, έφευγαν μαζί με τα ροκανίδια.  
Τώρα ας έρθω στο βδομαδιάτικό μου: το κοσάρικο. Εκείνα τα χρόνια θέλοντας να δείξουμε πως κάποιος μας έδινε λίγα λεφτά, για μια δουλειά που του κάναμε, ή για κάτι που ήθελε ν’ αγοράσει από μας, μεταφράζαμε το ποσόν σε πακέτα τσιγάρων. Αυτό το έκαναν πολύ οι πόντιοι.
- Δηλαδή, θέλεις να μου δώσεις δυο πακέτα τσιγάρα; του λέγαμε.
Ε, λοιπόν, κι εγώ δούλευα εξήντα ώρες και παραπάνω τη βδομάδα, για τρία πακέτα φτηνοτσίγαρα. Βέβαια, ήμουν μικρός, αλλά τις δουλειές που έκανα εγώ – να τους κάνω τα διάφορα ψώνια, να τους πληρώνω τους λογαριασμούς, να τους καθαρίζω το μαγαζί, ταχτοποιώντας και τα εργαλεία – θα της έκαναν αυτοί.
Είναι, βέβαια, να γελάει κανείς με τα λεγόμενά μου. Πως, δηλαδή, δεν μπορούσαμε να πάρουμε για το σπίτι, μια γκαζιέρα και πετρέλαιο. Ε, κι εγώ πικρογελούσα με τα καμώματά μας, όταν πέρασαν τα χρόνια. Υπάρχει, όμως, εξήγηση. Πρώτα, ήρθαμε απ’ το χωριό και πέσαμε  στην Αθήνα, χωρίς να την ξέρουμε και χωρίς να έχουμε το τοσοδούτσικο ταχτικό εισόδημα και τα χάσαμε. Η μάνα μου, πάλι, δεν ήξερε καλά τα κόλπα της Αθήνας. Πως, δηλαδή, κάνοντας την πλύστρα, θα μπορούσε  να κάνει καλούτσικο μεροκάματο. Έπειτα όταν σου λείπει το φαγί, το ρούχο και δεν μπορείς να πληρώσεις και το νοίκι σου, δε σου πάει να το ρίξεις στην πολυτέλεια της γκαζιέρας. Ήταν, όμως, και κάτι άλλο στη μέση, για να μιλήσω για τον εαυτό μου: δε μου έκοβε κιόλας. Μωρό ήμουν. Μετά από μερικούς μήνες, όταν πια είχα τριφτεί στο πεζοδρόμιο, κανένας μαστρο Τάσος δε θα μπορούσε να με ρίξει. Θα υπολόγιζα γκαζιέρα και πετρέλαιο, αφού πουλώντας γκαζόζες, στα καλοκαιρινά σινεμά, δουλεύοντας μια ώρα τη βραδιά – μα μόνο στα διαλείμματα δούλευα - έβγαζα σχεδόν ένα εργατικό μεροκάματο;

****
Με το τέλος, της σχολικής χρονιάς άρχισα να δουλεύω στο ξυλουργείο του μαστρο  Τάσου. Την πρώτη κιόλας μέρα με ξεμονάχιασε ο Λιάκος και μου είπε: 
- Ρε, Πετράκη, πόσα θα σου δίνει;
- Είκοσι δραχμές τη βδομάδα.
- Ποπό ντροπές! Ποπό ρεζιλίκια! Γαμώ τα υπουργεία μου! Στο τέλος θα με κάνουν να μην ξέρω που να κρυφτώ απ’ την ντροπή μου.  Ρε αυτά τα παίρνει ένας ενήλικος εργάτης σε δυο ωρίτσες. Για να μην αρπαχτώ και μάλιστα άγρια, με τον πατέρα μου, θα σου δίνω ακόμα τριάντα δραχμές, τη βδομάδα, απ’ τα δικά μου, και δε θα σ’ αφήνω να κάνεις βαριοδουλειές. Είσαι μικρός ακόμα.
Όταν, λοιπόν, δούλευαν στο μαγαζί, εγώ έκανα την καθαριότητα και τις εξωτερικές δουλειές, αγοράζοντάς τους όλα τα χρειαζούμενα: καρφιά, βίδες, γυαλόχαρτα, μεντεσέδες, κόλλα και τόσα άλλα.
Όσο για φαί, δουλεύοντας στια γιαπιά, τη βγάζαμε με ψωμί καμιά ελιά και τυρί. Όταν, όμως, δούλευαν στο μαγαζί, μόνο τα μεσημέρια, έφερνε η γυναίκα του μαστρο Τάσου, η θεια Χρυσή, ή η κόρη τους, η Παρθένα – με περνούσε 4 – 5 χρόνια - μια κατσαρόλα με καλομαγειρεμένο φαγί. Βέβαια, η Παρθένα, φοβόταν τον πατέρα της και δεν έλεγε τίποτε. Μόνο, που κοιτάζοντας το Λιάκο, πετούσε καμιά κουβέντα:
- Αμαρτία πια.., έλεγε πικρογελώντας, θέλοντας να πει πως δεν ταίριαζε η δουλειά στην ηλικία μου.
Η θεια Χρυσή, όμως, την πρώτη φορά που με είδε, είπε θυμωμένα, στον μαστρο Τάσο:
- Νέπε τσίπαν κι ες απάνεις! Ατώρα θα βάλουμε και τα μωρά να δουλεύνε! (Βρε τσίπα δεν έχεις πάνω σου! Τώρα θα βάζουμε και τα μωρά να δουλεύουν!).
- Κι εσύ απ’ το γιο σου πήρες. Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. Όλο αριστερά κηρύγματα είσαι, της είπε θυμωμένα ο άντρας της.
- Χε, χε, χε... Αυτά τα κηρύγματα είναι ψιλά γράμματα για σένα, του είπε χαμογελώντας ο Λιάκος.
- Σε βλέπω να κάνεις διακοπές σε κάνα νησάκι, με τα μυαλά που σέρνεις, ανεπρόκοπε. Πάντως, να ξέρεις πως αν σε μπουζουριάσουν, ούτε τσιγάρα δε θα έχεις από μένα.
- Χε, χε, χε... Παίρνεις κάτι υπεργολαβίες και νομίζεις πως έγινες πια μεγαλοκαρχαρίας.
Τότε έμπαινε στη μέση η θεια Χρυσή, που έλεγε για να τους καλμάρει:
- Δε μ’ ενδιαφέρουν τα πολιτικά. Εγώ ήθελα να πω πως ένα παιδί στην ηλικία του Πετράκη, δεν πρέπει να δουλεύει. Τι θα έλεγες, Τάσο, αν ήταν ο γιος μας;
- Μανίτσα μ’ να λελέβω σε (να σε χαρώ μανούλα μου). Αχ, και να ήξερες, πως και μ’ αυτά που λες ατόφια πολιτική κάνεις, είπε ο Λιάκος.
- Όχι, πολιτικά στο μαγαζί, ανάθεμά σας! Και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Θα με βάλετε σε μπελάδες! είπε ο μαστρο Τάσος.
- Χε, χε, χε... Μα κι εσύ πολιτική δεν κάνεις, λέγοντάς μας με τον τρόπο σου, πως φοβάσαι ακόμα και με τους δικού σου να μιλήσεις; είπε ο Λιάκος.
Είχε και δύσκολες δουλειές, στο μαγαζί, που ζοριζόμουν να τις κάνω. Μ’ απάλλαξε, όμως, απ’ την αρχή κιόλας ο Λιάκος απ’ αυτές. Την πρώτη μέρα μ’ έβαλε ο Σάββας, να του φέρω μια πόρτα, απ’ την αυλή, που ήταν μεγάλη για τα μέτρα μου. Την πήρε απ’ τα χέρια μου, ο Λιάκος, λέγοντας θυμωμένα στον αδελφό του:
- Τώρα τι θέλεις ρε τεμπέλαρε; Να σου την φορέσω κολάρο; Είναι ρε δουλειά αυτή για τον Πέτρο;
- Όχι, κομματικά εδώ μέσα, είπε ο πατέρας του.
- Και στον ύπνο σου κομματικά βλέπεις. Είναι θέμα αντοχής. Δε θα σακατέψουμε δα και το παιδί, είπε ο Λιάκος.
Βέβαια, κάθε βράδυ έπαιρνα και την τσουβαλάρα με τα ροκανίδια στο σπίτι, φροντίζοντας πάντοτε να έχω αποθέματα, πρώτα γιατί όταν δουλεύαμε σε γιαπί, τοποθετώντας τις κάσες απ’ τις πόρτες και τα παράθυρα, δεν υπήρχε ροκανίδι, κι έπειτα γιατί το ροκανίδι δε φτουράει. Καίγεται, δηλαδή, εύκολα, όπως το χαρτί.
Άλλα, βέβαια, ήταν τα καθήκοντά μου στην οικοδομή. Αυτοί δούλευαν πάνω σε σκάλες και σκαλωσιές κι εγώ τους έδινα τα διάφορα εργαλεία. Επίσης, επειδή δεν είχαν στο μαγαζί μεγάλα μηχανήματα – μεγάλα πριόνια, πρέσες κτλ – κάθε τόσο πήγαιναν σ’ ένα ξυλουργικό εργοστάσιο, που βρισκόταν κάπου δυο χιλιόμετρα απ’ το μαγαζί. Απ’ αυτό έπαιρνε, στην αρχή, η μάνα μου τα ροκανίδια. Πλήρωναν κατιτί, όπως έκαναν όλοι οι μικροξυλουργοί, και χρησιμοποιούσαν τα μηχανήματα. Τις πόρτες, για παράδειγμα, τις ετοίμαζαν στο μαγαζί. Έφτιαχναν, δηλαδή, το σκελετό και  κολλούσαν, με ψαρόκολλα, το κόντρα πλακέ κι απ’ τις δυο μεριές. Στη συνέχεια έπρεπε να τις βάλουν στην πρέσα μέχρι που να στεγνώσει η κόλλα κάτω από μεγάλη πίεση. Για να πηγαινοφέρνουν τις πόρτες στο εργοστάσιο είχαν ένα μεγάλο καρότσι, που ήταν σαν αραμπάς. Αυτό, ισορροπώντας το, πάνω στην άσφαλτο, ένας μεγάλος, το πήγαινε μια χαρά. Υπήρχε, όμως, ένα πρόβλημα στα τελευταία πενήντα μέτρα, απ’ τον ασφαλτόδρομο μέχρι το εργοστάσιο. Ζοριζόντουσαν γιατί ήταν ανηφόρα μα και βραχόδρομος. Είχα πάει αρκετές φορές μαζί με το Λιάκο. Όταν, βέβαια, ήταν καργαρισμένο το καρότσι, στην ανηφόρα δυσκολευόταν ακόμα κι αυτός κι ας ήταν χεροδύναμος.
Ένα πρωινό αρπάχτηκαν για τα καλά τα δυο αδέλφια, για μένα, κι από τότε ησύχασα τουλάχιστο όταν βρισκόμουν κοντά στο Λιάκο. Ο μαστρο Τάσος είχε πάρει δεύτερη υπεργολαβία τα κουφώματα μιας πολυκατοικίας. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αφού μεσολαβούσε ο πρώτος υπεργολάβος, τους έβγαινε η ψυχή για να βγάλουν ένα καλό μεροκάματο.
(Έχει καλαμπούρι η υπόθεση με τους υπεργολάβους. Έκαναν περιουσίες – μα και τώρα κάνουν – χωρίς να πληρώνουν ούτε μια δραχμή στην εφορία. Παρουσιαζόντουσαν, δηλαδή, σαν εργαζόμενοι, αφού οι αδειούχοι εργολάβοι – πολιτικοί μηχανικοί – τους κολλούσαν ένσημα).
Θα δούλευαν, λοιπόν,  στον τέταρτο όροφο. Αυτοί ανέβασαν τα κουφώματα κι εγώ τα εργαλεία. Η σκάλα, όμως, ήταν επικίνδυνη. Δεν είχαν ακόμα χτίσει τον τοίχο, στο κενό του οποίου θα έβαζαν το ασανσέρ. Εγώ απ’ την τρομάρα μου, ανεβαίνοντας, συνέχεια ακουμπούσα το ντουβάρι, της άλλης μεριάς.  Άρχισαν, λοιπόν, τη δουλειά, αλλά είχαν ξεχάσει στην αυλή του γιαπιού ένα μαδεράκι που το χρειάζονταν. Δεν ήταν βαρύ αλλά κάπως μακρύ. Ο Σάββας μου το έδειξε απ’ το παράθυρο και μου είπε:
- Το βλέπεις το μαδέρι, εκεί δα στη γωνιά; Πήγαινε να το φέρεις. Τόσο καιρό μαζί μας και δεν έχεις μάθει ακόμα τα εργαλεία μας.
Τότε ο Λιάκος τον άρπαξε απ’ το γιακά.
- Αυτή δεν είναι δουλειά για τον Πέτρο! Η σκάλα είναι επικίνδυνη και το μαδέρι μακρύ.  Εσύ τον ανατρέφεις; Αν το ξανακάνεις, θα σου τρίψω τη μούρη στο τσιμέντο, του είπε θυμωμένα.
Τόσο είχε αγριέψει ο Λιάκος, που αν δεν έμπαινε στη μέση ο πατέρας τους, παίρνοντας μάλιστα το μέρος του, για να τον καλμάρει, θα τις έτρωγε ο αδελφός του. Απ’ εκεί και πέρα ξαλάφρωσα απ’ τις βαριές κι επικίνδυνες δουλειές.
****
Μια μέρα ο μαστρο Τάσος κι ο Λιάκος, φορτώνοντας πολλά κουφώματα σ’ ένα φορτηγό, πήγαν να δουλέψουν σε μια μονοκατοικία κάπου στο Μαραθώνα. Ο Σάββας έμεινε στο μαγαζί ετοιμάζοντας κάτι πόρτες για την πρέσα. Φόρτωσε στο καρότσι καμιά δεκαριά πόρτες και κοιτάζοντάς με από πάνω μέχρι κάτω, μου είπε:
- Εσύ είσαι μεγάλος πια. Αντί για δέκα πόρτες θα βάλω μόνο πέντε και θα τις πας εσύ στο εργοστάσιο, κάνοντας δυο δρομολόγια. Στην άσφαλτο θα πας μια χαρά. Εκεί στην ανηφόρα, να την αράξεις και κάποιος θα σου δώσει ένα χέρι.
Έτσι κι έγινε και πήρα τον αραμπά... φορτωμένο με τις πόρτες και ντουγρού για το εργοστάσιο. Μου βγήκε η ψυχή ακόμα και στην άσφαλτο μέχρι να φτάσω στην ανηφόρα. Δε με βοηθούσαν τα εντεκάχρονα μπράτσα μου. Έλα, όμως, που περίμενα πάνω από μισή ώρα και δε βρήκα κανέναν, μ’ εργατικά ρούχα, να με βοηθήσει, στο βραχόδρομο. Οι καλοντυμένοι δεν ξέρουν από τέτοιες βοήθειες, ή μάλλον τους εγγράμματους απ’ το σκολειό ακόμα τους μάθαιναν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές να περιφρονούν τις χειρονακτικές δουλειές. “Μάθε πέντε γράμματα για να μην καταντήσεις σκαφτιάς”, μας έλεγαν, οι καψεροί οι δάσκαλοι, που το έπαιζαν τριμμένα κοστούμια, λιγδιασμένη γραβάτα... και κοιλιά περίδρομο.., χωρίς να μπορούν, ίσως, να καταλαβαίνουν, πως αν δεν υπήρχαν οι σκαφτιάδες... – όλοι οι παραγωγικοί εργαζόμενοι, δηλαδή – δε θα είχαμε σκολειά, επιστήμονες και τόσα άλλα. Οι εργάτες, οι αγρότες και γενικά οι εργαζόμενοι, φέρνουν τους παράδες.    
Προσπάθησα, λοιπόν, ν’ ανεβάσω την ανηφόρα μόνος μου. Πήγαινα με βήμα σημειωτόν, σπρώχνοντας το καρότσι από πίσω. Είχαν μείνει ακόμα κάνα δυο μέτρα και κάνοντας την τελευταία προσπάθεια, γλίστρησα και πέφτοντας χτύπησα το γόνατο πάνω στο χαλικωμένο βραχόδρομο. Ένοιωσα τέτοιο πόνο που μου ήρθε να λιποθυμήσω. Είχε σφηνωθεί ένα χαλίκι μες στις σάρκες, μπροστά στο γόνατο, φτάνοντας το κόκαλο. Έχοντας τρομερούς πόνους έβγαλα το χαλίκι και γιόμισα αίματα. Δεν  ήξερα τι να κάνω και βγάζοντας το πουκάμισο μου, το έκανα λουρίδες και κάπως έδεσα το τραύμα.
Στο μεταξύ άρχισα να βράζω, μέσα μου, από θυμό. Κοιτάζοντας μια το πόδι μου και μια το καρότσι, ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου. Τότε πήρα τη μεγάλη απόφαση, και ισορροπώντας κάπως το καρότσι, τ’ άφησα να κατηφορίσει μόνο του. Κατέβηκε με φόρα κάπου πενήντα μέτρα κι αφηνιασμένο διασχίζοντας τη λεωφόρο σφηνώθηκε πάνω σε μια κολώνα της ηλεκτρικής εταιρίας. Ευτυχώς - ναι ευτυχώς! - που δε βρέθηκε κανένα μικρό αυτοκίνητο, μοτοσικλέτα, ή  ποδήλατο στη λεωφόρο. Θα μπορούσα να σκοτώσω και κανέναν. Πιστεύω, πως αυτά τα ξεσπάσματα τα έχουν όλοι οι καταπιεσμένοι άνθρωποι και περισσότερο τα παιδιά, όταν τα κακομεταχειριζόμαστε. Κι αν το αγριέψεις το παιδί, άιντε μετά, όταν μεγαλώσει, να το κάνεις ζάφτι. Για πολλά χρόνια είχα τέτοιες αγριάδες μέσα μου. Όλο στο νου μου είχα καταστροφές κι εκδικήσεις. Ας είναι καλά τα γραψίματα των προοδευτικών συγγραφέων. Αυτά μ’ έχουν καλμάρει. Γιατί; Γιατί μου έμαθαν πως με τις εκδικήσεις και τα ρέστα δεν κάνουμε τίποτε. Αντίθετα χειροτερεύουμε τα πράγματα, διαιωνίζοντας το κακό: την εκμετάλλευση, τις αδικίες και βάλε. 
Πήγα, λοιπόν, στο καρότσι κουτσαίνοντας. Ο πόνος στο γόνατο ήταν ανυπόφορος. Το καρότσι είχε σμπαραλιαστεί και οι πόρτες είχαν σκορπιστεί  απ’ εδώ κι απ’ εκεί. Τις μάζωξα και την άραξα περιμένοντας το Σάββα. Ήξερα πως θα ερχόταν. Δεν ήταν μεγάλη η απόσταση κι εγώ είχα καθυστερήσει πολύ. Πράγματι, μετά από αρκετή ώρα, ήρθε κουνιστός και λυγιστός. Δεν έδωσε δεκάρα για τα αίματα και το δεμένο γόνατό μου. Αυτός είχε το νου του στις πόρτες και το καρότσι.
- Τι κακό είναι αυτό! Μας κατάστρεψες! Μα ανάπηρος, ή βλάκας είσαι; μου είπε κραυγάζοντας.
Δεν του είπα τίποτε. Μόνο που τον κοίταξα στα μάτια γι’ αρκετή ώρα κουνώντας το κεφάλι κι έφυγα, κούτσα - κούτσα, λέγοντας μέσα μου:
- Φίλε, ούτε για τα ροκανίδια να μην εξαρτιέσαι από κανέναν. Κοίταξε να πάρεις μια γκαζιέρα.
Αυτά σκεφτόμουν συνέχεια παίρνοντας τη λεωφόρο, που θα μ’ έβγαζε στο δωματιάκι μας. Ε, λοιπόν, αυτή ήταν η Λεωφόρος Χαρακόπου, περιβόητη, απ’ την εποχή του Αθανασόπουλου, που τον ξεπάστρεψε η γυναίκα του και η μάνα της. Μάλιστα γι’ αυτό το κακό, έγινε και τραγούδι:

        “Καημένε Αθανασόπουλε τι σου ’μελε να πάθεις,
           από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις. κτλ, κτλ.”

Μα κι εγώ δεν ήμουν ένας τοσοδούτσικος Αθανασόπουλος; Αυτόν τον ξεπάστρεψαν και πήγε στο καλό του. Εμένα, όμως, με τσαλαπατούσαν άγρια – ναι και βάρβαρα! -  για πολλά χρόνια, μέχρι που με γονάτισαν. Λοιπόν, τώρα πια σε ξένους τόπους, μετά από τόσα χρόνια, αυτά τα κακοπαθήματά μου θυμάμαι, κάθε φορά που ακούω το γνωστό λαϊκό τραγούδι, φέρνοντας στο νου μου και τον Δημήτρη Ευσταθίου και τη Ρένα. Ντάλμα, που πιτσιρικάς τους άκουγα σκαρφαλώνοντας στις μάντρες των μπουζουξίδικων στις Τζιτζιφιές:

“Στου Χαρακόπου και στην Καλλιθέα
μου είπανε πως τα  ’πινες εψές...”
(Τραλά, λαλά, ραλά λαλά...)


*Γιώργος Μακρίδης
Λογοτέχνης-Θεατρικός Συγγραφέας
-Αυστραλία