Ἐρωτώμενοι ἀπό ἀδελφούς μας ἐν τῷ κόσμῳ περί τῆς
«Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», θά θέλαμε νά καταθέσουμετά ἑξῆς:
Ἐμεῖς οἱ Μοναχοί, ἀδελφοί μου, ζοῦμε καθημερινά τή
λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας στό ἀναλόγιο καί ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης.
Ἀπό τήν ἀναστροφή μας μέ τά ἱερά κείμενα (Παρακλητική, Μηναῖονκλπ), διδασκόμεθα
ἐμπειρικά τήν δογματική ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μέ πόνο ἀντικρίζουμε
τά κείμενα τῆς ἐν Κρήτῃ συνόδου ὡς ξένα πρός τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ «Ἁγία
καί Μεγάλη Σύνοδος» δέν εἶναι «Συνοδός», δέν ἐπορεύθη τήν ὁδόν τῶν Ἁγίων
Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ δέν ἐπεκύρωσε τίς προηγούμενες Συνόδους.Δέν
εἶναι «ἑπόμενη τοῖς Ἁγίοις Πατράσι». Ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης ἔφερε μιά
ἀνατροπήστήν ἱστορία τῆς λειτουργίας τῶν Συνόδων.
Μιά ἀληθινή Σύνοδος εἶναι συνέχεια τῶν πρό αὐτῆς
Συνόδων καί ἐπικυρώνει τίς ἀποφάσεις τους, ὅπως συμβαίνει μέχρι σήμερα μέ τίς
τοπικές συνόδους τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Ἡ ἐν Κρήτῃ σύνοδος δέν ἐπεκύρωσε
τίς πρό αὐτῆς Συνόδους, δέν κατεδίκασε τίς αἱρέσεις πού αὐτές κατεδίκασαν, ἀλλά
ἐνεργώντας ἀντίθετα καί ἀντιπατερικά, ἀγνοώντας τίς ἀποφάσεις τῶν πρό αὐτῆς
Συνόδων, ἀνύψωσε τίς αἱρέσεις καί τίς ἀναγνώρισε ὡς Ἐκκλησία.
Αὐτό τραυμάτισε τήν μοναχική μας συνείδηση.
Αἰσθανόμεθα τίς ἀποφάσεις τῆς συνόδου αὐτῆς ὡς ξένο σῶμα πού προσπαθεῖ μέ βία
νά εἰσχωρήσει μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Θεωροῦμε ὅτι ἡ σύνοδος αὐτή
ἐμφορεῖται ἀπό τό πνεῦμα τῆς συγχρόνου παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (πού ἤδη μετρᾶ
πάνω ἀπό 100 χρόνια ζωῆς) καί ὅτι ἀπέστη ἀπό τόν ὀρθό δρόμο πού μᾶς ὑπέδειξαν
οἱ Πατέρες μας.
Ἐμεῖς οἱ Μοναχοί ἐμμένουμε«ἐν οἷς ἐδιδάχθημεν καί
ἐπιστώθημεν», ἀναμένοντες καί προσκαρτεροῦντες ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ διά τήν
ἔκβασιν τῆς ὅλης ὑποθέσεως.