Γράφει ο Χρήστος Λουτράδης
Ένας από τους μύθους που υπάρχει γύρω από την τουρκική εξωτερική πολιτική είναι η σταθερότητα της στον χρόνο, η συγκεκριμένη της σκοποθεσία, ανεξάρτητα από το ποιος ηγείται τη χώρα και κυρίως η αποτελεσματικότητα της τουρκικής διπλωματικής σχολής που απολαμβάνει την μία επιτυχία μετά την άλλη.
Όπως σε κάθε μύθο όμως η πραγματικότητα φλερτάρει με αδιόρατες διαφοροποιήσεις ανάμεσα στο πραγματικό και το ψευδές. Γιατί αν κάποιος ανατρέξει στην ιστορική πορεία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, θα αντιληφθεί πολύ εύκολα ότι οι Τούρκοι μολονότι ξεκινούν πολλές φορές επιθετικά και με στρατηγική, καταλήγουν στην πλειοψηφία των περιπτώσεων να κάθονται στην λάθος πλευρά της ιστορίας.
Αυτή την περίοδο η τουρκική εξωτερική πολιτική βάλλεται από δύο παράγοντες που ποτέ ξανά στο παρελθόν δεν τους αντιμετώπιζε με τέτοια σφοδρότητα. Από τη μια την εντεινόμενη οικονομική κρίση που αρχίζει και ξεδιπλώνεται και στην καθημερινότητα του Τούρκου πολίτη και από την άλλη η πολυπλοκότητα και η διαφορετικότητα των στόχων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, που δεν εξαντλείται σε μια μόνο περιοχή αλλά σε πολλαπλές περιοχές με διαφορετικές ιστορικές αναφορές, δυναμικές και πολιτιστικές καταβολές.
Αν πάρουμε για παράδειγμα το Συριακό, ένας από τους βασικούς αλλά ίσως ανομολόγητους στόχους του Τούρκου Προέδρου, Ταγίπ Ερντογάν είναι να διακόψει εδαφικά την πιθανότητα δημιουργίας ενός ενιαίου Κουρδικού κράτους στην περιοχή της Συρίας. Για να πετύχει όμως αυτό το σκοπό ο Τούρκος Πρόεδρος θα πρέπει να συμβιβαστεί με μια ιδέα που φάνταζε αδιανόητη λίγους μήνες πριν. Να συνεργαστεί με δυνάμεις που στηρίζονται εμμέσως από την Ρωσία, αλλά και δυνάμεις προσκείμενες στον Σύριο Πρόεδρο Αλ Άσαντ. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν ο Ερντογάν αποδεχθεί να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με τον Πούτιν και τον Άλ Άσαντ. Το μεγάλο πρόβλημα όμως όταν ανοίγεις διαύλους επικοινωνίας είναι να έχεις συναίσθηση της δικής σου δυναμικής και των απέναντι για να φθάσει το σημείο επικοινωνίας μέχρι το σημείο εκείνο που δεν θα στρέφεται ενάντια στα δικά σου συμφέροντα.
Και σε αυτό το σημείο ερχόμαστε στο πεδίο των διλημμάτων. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε Ρωσία , Τουρκία και Ιράν για τον έλεγχο της Συρίας δεν έχει λήξει και μπορεί να έχει μειωθεί η ένταση του ανταγωνισμού αλλά είναι σχεδόν δεδομένο ότι η διαμάχη αυτή θα λάβει συγκεκριμένες διαστάσεις όταν κοπάσουν οι εχθροπραξίες στην περιοχή και μπει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η δομή και τα πρόσωπα της εξουσίας στη Συρία για την επόμενη ημέρα.
Την ίδια στιγμή η Τουρκία πρέπει να διαχειριστεί με μετριοπάθεια και προσοχή τις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μολονότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, και κυρίως η Ελλάδα, εξαρτάται από την Τουρκία ως ανάχωμα των προσφυγικών ροών από την Ασία στην Ευρώπη, η οικονομική κυρίως κατάσταση της γειτονικής μας χώρας δεν της επιτρέπει να προχωρήσει σε αλόγιστη αύξηση της έντασης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού η πανταχόθεν βαλλόμενη τούρκικη Λίρα έχει μεγάλη ανάγκη τις καλές σχέσεις με μια μεγάλη αγορά όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αν πάρουμε για παράδειγμα το Συριακό, ένας από τους βασικούς αλλά ίσως ανομολόγητους στόχους του Τούρκου Προέδρου, Ταγίπ Ερντογάν είναι να διακόψει εδαφικά την πιθανότητα δημιουργίας ενός ενιαίου Κουρδικού κράτους στην περιοχή της Συρίας.
Σε ένα μεγάλο ερώτημα όμως θα κληθούν να απαντήσουν σύντομα οι αξιωματούχοι των Βρυξελλών, αλλά και οι Κυβερνήσεις των κρατών μελών. Ποιο είναι το τελευταίο σημείο ανοχής που μπορούν να δείξουν στην αυταρχικότητα του Τούρκου Προέδρου και στην σταδιακή -αλλά γρήγορη- μετατροπή της γειτονικής μας χώρας σε καθεστώς που λειτουργεί -τουλάχιστον- με απολυταρχικό τρόπο, με σχεδόν καταπάτηση ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων;
http://www.huffingtonpost.gr/Η θέση της Ελλάδος ως η μοναδική χώρα κράτος-μέλος της περιοχής μπορεί να αποτελέσει ισχυρό διαπραγμευτικό χαρτί για την οποιαδήποτε Κυβέρνηση. Υπό μία προϋπόθεση: ότι η οποιαδήποτε κυβέρνηση μπορεί και ξέρει να διαπραγματεύεται την αυτονόητη θέση και δύναμη της χώρας μας που πηγάζει από την γεωπολιτική της θέση και δεν πέσει θύμα της μη ανιχνεύσιμης με βάση τη λογική στάση της τουρκικής πολιτικής σκηνής, αλλά και της δικής της αβλεψίας και προχειρότητας.