“Από τα έργα τέχνης μια μονάχα νόμιμη απαίτηση
μπορούμε να έχουμε: να είναι ωραία.
Κι ο καλός κριτικός ένα χρέος έχει μονάχα:
να μας εξηγήσει γιατί ένα έργο είναι πραγματικά
ωραίο ή δεν είναι καθόλου”.
Κώστας Βάρναλης “Αισθητική”
Γράφει ο συνεργάτης της Efenpress από
τη μακρινή Αυστραλία, Γιώργος Μακρίδης
Λογοτέχνης-Θεατρικός Συγγραφέας
Ο Κώστας Καρυωτάκης (1896 – 1928), είναι ένας απ’ τους πιο πολυδιαβασμένους
νεοέλληνες ποιητές. Είναι όμως και πολυκουβεντιασμένος για τα προσωπικά του
προβλήματα και το τραγικό του τέλος.
Λοιπόν, ο Καρυωτάκης δεν έχει τίποτε να ζηλέψει απ’ τους μεγάλους μας
ποιητές. Τι θα είχαν αφήσει πίσω τους, για παράδειγμα, οι μεγάλοι μας ποιητές, Παλαμάς,
Σεφέρης, Βάρναλης, Ρίτσος, Ελύτης , Βρεττάκος, αν σταματούσαν την ποίηση στα
τριάντα τους; Μα σ’ αυτήν την ηλικία, μόλις
που είχαν αρχίσει να γράφουν.
Ας αφήσουμε, λοιπόν, στην πάντα την μπόρα, την επιδημία, τον Καρυωτακισμό,
που κράτησε πάνω από δέκα χρόνια, απ’ το 1928 – 1940. Εκείνη την εποχή όλη οι
γραφιάδες το είχαν τάμα να γράψουν κάτι για τον Καρυωτάκη. Άλλοι πάλι,
γράφοντας ποιήματα, τον μιμήθηκαν πιθηκίζοντας. Αυτοί όμως πήγαν στο καλό τους,
αφού δεν ήταν ποιητές.
Ναι, αλλά έχουν περάσει δεκαετίες από τότε κι ο Καρυωτάκης εξακολουθεί να
είναι απ’ τους πρώτους ποιητές στις προτιμήσεις των βιβλιόφιλων, και ιδιαίτερα
ανάμεσα στους νέους. Τα άπαντά του εκδίδονται κι επανεκδίδονται και
διαβάζονται. Γιατί να μην πούμε και για τις μελοποιήσεις των ποιημάτων του;
Πολλοί μουσικοσυνθέτες μας μελοποίησαν σχεδόν όλα τα ποιήματα του (το σχεδόν το
βάζω, γιατί υπάρχουν και ποιήματα που δε μελοποιούνται): Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης
Θεοδωράκης, Θάνος Μικρούτσικος, Λουκάς Θάνος κτλ.
Ο Καρυωτάκης, όμως, δεν είναι μόνο παρεξηγημένος, αλλά είναι κι ένας απ’
τους πιο αμφιλεγόμενους νεοέλληνες ποιητές. Πολλοί κριτικοί της τέχνης τον
πετούν στα ουράνια, αφού “Και μόνο ένα ποίημα αν έγραφε ο Καρυωτάκης, το, “Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο”, θα
έφτανε για να το πούμε μεγάλο ποιητή” (Μάρκος Αυγέρης, 1884 - 1973). Και: “Ο Καρυωτάκης ήταν ο πιο αντιπροσωπευτικός ποιητής της
εποχής του” (Γιάννης Γρυπάρης (1870-1942 και Κλέων Παράσχος – 1894 - 1964).
Και: “O Καρυωτάκης
ήταν πρωτομάστορας του στίχου. Ποιος ξέρει τι θα μας είχε αφήσει, με τη μόρφωση
που είχε και το μεγάλο ταλέντο που διάθετε, αν δε χανόταν πρόωρα” (Κώστας
Βάρναλη, 1883 - 1974).
Έλα, όμως που άλλοι κριτικοί. μας λένε: “Τα ποιήματα του Καρυωτάκη δεν αξίζουν. Οι θαυμαστές του
επηρεάστηκαν απ’ τα προσωπικά του προβλήματα και το τραγικό του τέλος” (Γιώργος
Θεοτοκάς, 1905 - 1966).
Και: “Εγώ πιστεύω πως ο Καρυωτάκης δεν ήταν καν ποιητής, στην πλήρη σημασία
που μπορούμε να δώσουμε στη λέξη” (Κώστας Δημαράς, 1904 - 1988).
Και τώρα μπαίνει ένα ερωτηματικό: πώς γίνεται να υπάρχουν γνώμες,
κριτικών, τόσο διαμετρικά αντίθετες.
Νομίζω, πως δεν υπάρχουν κριτικοί της λογοτεχνίας, που να βλέπουν τόσο πια
διαφορετικά ένα ποίημα. Μάλλον κάτι άλλο πρέπει να συμβαίνει. Γράφοντας μερικοί
κριτικοί έχουν άλλα στο νου τους: τις πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές
πεποιθήσεις του ποιητή. Αφήνουν, δηλαδή, το δημιούργημα στην πάντα και
καταπιάνονται με τον ίδιο το δημιουργό. Ντιπ ακαταλαβίστικα πράγματα. Αυτό δεν
έγινε και με τον Κώστα Καβάφη (1863 – 1933); Οι περισσότεροι κριτικοί άφηναν
στην πάντα την εξαίρετη, κατά γενική ομολογία, ποίηση του Καβάφη, και
καταπιάνονταν με τις “άνομες” ερωτικές του επιθυμίες. Συμβαίνει, όμως, και κάτι
άλλο: οι κριτικοί πολλές φορές, σκέφτονται τα κέρδη, ή τις ζημιές, που θα
έχουν, λέγοντας το ένα ή το άλλο. Μάλιστα κυρίως φροντίζουν να τα έχουν καλά με
την πολιτεία και την εκκλησία.
Και τώρα έρχομαι στους αντικειμενικούς λόγους, για τους οποίους είχε
παρεξηγηθεί ο Καρυωτάκης:
1. Ο ωμός κι ατόφιος ρεαλισμός του, με τον οποίον με μερικά ποιήματά του
κατακεραυνώνει τους ιμπεριαλιστές, τους πολεμοκάπηλους, τους
θρησκειοκάπηλους και βάλε. Έλα όμως που
ο ρεαλισμός δεν άρεσε στην άρχουσα τάξη
της εποχής του. Μα και σήμερα δεν αρέσει. Αυτοί θέλουν καλογαργαλήματα.
Ο ρεαλιστής, όμως, λογοτέχνης παρουσιάζει τη ζωή όπως ακριβώς είναι. Δεν τη
δραματοποιεί για να συγκινήσει, ή επηρεάσει τους αναγνώστες του, αλλά ούτε και
την ομορφαίνει, αν από μόνη της δεν είναι όμορφη.
Ποιος, άλλος αστός ποιητής – τέτοιος ήταν ο Καρυωτάκης - και μάλιστα δημόσιος υπάλληλος, θα μπορούσε
να γράψει το ποίημα, “Στο άγαλμα της ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο”, εκείνα τα δύσκολα αλλά και ύποπτα
χρόνια, με τις εκδικήσεις, δολοφονίες και τα ρέστα; Οι αστοί, συγκαιρινοί με
τον Καρυωτάκη ποιητές, χτυπούσαν μια στο καρφί και μια στο πέταλο (τα σκάγια
δεν παίρνουν το Νίκο Καζαντζάκη, 1883 – 1957), ή μάλλον έτσι για πισινή έγερναν
και λίγο προς τη συντήρηση. Ξεσηκώνω μερικούς στίχους απ’ το τόσο συμπυκνωμένο,
αλλά και πάντοτε επίκαιρο ποίημα:
………………………………….
...................................
Το φως σου
χωρίς να καιει,
τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες
χρυσές οι αμερικάνοι,
λογαριάζουν
πόσα δολάρια κάνει
σήμερα, το
επιούσιο μέταλλό σου.
…………………………………
(Νομίζω πως αυτό
το “χωρίς να καιει” δείχνει πως ο Καρυωτάκης είχε στο νου του την ποιητική σύνθεση, “Το φως
που καιει” του Κώστα Βάρναλη).
2. Ο δεύτερος λόγος είναι ο πεσιμισμός του, που ήταν κάτι το πρωτοφανέρωτο
στον ποιητικό χώρο του τόπου μας. Είχανε γραφτεί κάτι λίγα απαισιόδοξα
ποιήματα, πριν απ’ τον Καρυωτάκη. Αυτός, όμως, ήταν ο εκπρόσωπος της
πεσιμιστικής ποίησης στον τόπο μας. Βέβαια
είχαμε τον Κώστα Καβάφη, που όλα τα έβλεπε μαύρα. Ναι, αλλά αυτός δεν είχε
ακόμα καταχτήσει ούτε την Αλεξάνδρεια.
Και βέβαια ο απαισιόδοξος ποιητής δεν αρέσει γιατί δε χαρίζει κάστανα. Δε
σκοντάφτει πάνω στις απειροελάχιστες καλοσύνες της ζωής, αλλά το μάτι του
πέφτει συνέχεια πάνω στα στραβά αγγούρια της που θέλουν ίσιωμα. Έτσι, ο
πεσιμιστής ποιητής δε μοιράζει επαίνους, απ’ εδώ κι απ’ εκεί, έτσι για το
τίποτα. Όταν στις πράξεις μας δεν υπάρχει μια κάποια υπερβολή και μας
παινεύουν, καβαλάμε το καλάμι, βλέποντας επιτυχίες και μέσα στις αποτυχίες. Και
τότε:
.............................................................
Αχ τρέλα
χάρισέ μου δόξα και μεγαλείο.
Να γίνω
Μεγαλέξαντρος και να γελάω μονάχος.
.........................................................................
Κώστας
Βάρναλης, “Η μόνη λύση”
3. Ο τρίτος λόγος είναι, γιατί ο Καρυωτάκης δεν μπορούσε να γράψει ποίηση
κατά παραγγελία. Γι’ αυτό τον κατηγόρησαν πως δεν είχε καταπιαστεί με τα καυτά
προβλήματα της εποχής του. Βέβαια, αυτά τα λένε όσοι δεν ξέρουν από ποίηση,
γιατί ο Καρυωτάκης μας τα λεει καμουφλαρισμένα:
........................................................
ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
και διψασμένα εμείνατε ποτήρια
...................................................
“Ο πόνος του ανθρώπου”
Και:
..............................................................................
Επρόδωσαν την αρετή κι ήρθαν οι έσχατοι πρώτοι.
Με χρήμα παίρνεται η καρδιά κι αποτιμάται ο φίλος
................................................................................
“Δυστυχία”:
Μα κι ο Γιώργος Σεφέρης (1900 - 1971), μιλώντας γι’ αυτό το θέμα, λεει
κάπου: “Θα μπορούσα να γράψω ένα ποίημα για τον Στρατηγό Μακρυγιάννη χωρίς ν’
αναφέρω το όνομά του”. Ο Σεφέρης θέλει να μας πει πως απ’ τη στιγμή που θα
γραφτεί ένα ποίημα, που θα υμνολογεί τον πατριωτισμό, την ανιδιοτέλεια και βάλε
– όλα αυτά που είχε πάνω του ο Μακρυγιάννης – τι χρειάζονται τα ονόματα;
Ύστερα, ο ποιητής δεν είναι παπουτσής, η στιχοπλόκος για να δέχεται
παραγγελίες. Οι ποιητές δέχονται παραγγελίες μόνο απ’ την ψυχή τους. Ε, αν τα
καταφέρουν και τα τσουγκρίσουν με την ψυχή τους, δεν είναι ποιητές, αλλά μάλλον
εμπορικοί συγγραφείς.
4. Ο τέταρτος λόγος είναι, γιατί ο Καρυωτάκης ήταν αδιάφορος ως προς τις
θρησκείες. Δεν ήξερε από τέτοια, γι’ αυτό και δεν έγραψε ούτε ένα ποίημα
θρησκευτικού περιεχόμενου. Έγραψε, συνολικά, 113 ποιήματα, μαζί με τα νεανικά
του, και σε κανένα από αυτά δεν αναφέρεται στο Θεό, το Χριστό, ή το
Χριστιανισμό, μα ούτε και σε Άγιους, κόλαση, παράδεισο κτλ. Όλα δείχνουν πως
ήταν άθεος, ή επιτέλους δεν είχε καμιά μεταφυσική ανησυχία. Ας δούμε τι μας
λεει με μερικούς στίχους του, δείχνοντας πως μετά το φυσικό θάνατο δεν υπάρχει
τίποτε:
........................................................
Κι εκεί που θα πάμε τι θα κάνουμε;
Με κομμένα τα χέρια απ’ τους αγκώνες,
ο ένας τον άλλον θα κοιτάμε,
σαν πρόσωπα σε εικόνες.
........................................
5. Ο πέμπτος λόγος είναι γιατί ο Καρυωτάκης δεν έγραψε πατριωτικά ποιήματα.
Βέβαια, η πατριωτική ποίηση χρειάζεται. Ο ποιητής πρέπει να ξεθαρρεύει, ή έστω
και να ενθουσιάζει το λαό. Αλλά και πάλι για να λέμε την αλήθεια πολλά απ’ αυτά
τα ποιήματα είναι σκέτες πατάτες: είναι
δημαγωγίες και καλογαργαλήματα. Ναι, η πατριωτική ποίηση αρέσει και συγκινεί.
Γι’ αυτό πηγαίνουν σε διάφορες εκδηλώσεις όσοι γράφουν τέτοια ποιήματα και
μάλιστα τ’ απαγγέλλουν κιόλας. Ναι, αλλά ο λογοτέχνης που σκέφτεται τα γούστα
των άλλων, χωρίς να το καταλαβαίνει γίνεται υποκριτής. Αυτό παθαίνουν και
μερικοί ποιητές, που διοργανώνουν ποιητικές βραδιές – ή τις διοργανώνουν οι
φίλοι τους – απαγγέλλοντας οι ίδιοι τα ποιήματά τους ή κουβεντιάζοντας γύρω απ’
αυτά. Ο Τέλλος Άγρας (1900 - 1945), όμως, λεει κάπου: “Αποφεύγω τις προσωπικές
επαφές με τους λογοτέχνες μας, για δυο λόγους. Πρώτα για να μην επηρεάζομαι κι
έπειτα για να μην τους κάνω να μιλάνε για το έργο τους. Η οποιαδήποτε τέχνη
όταν κουβεντιάζεται απ’ το δημιουργό της ξεφτιλίζεται”. Σοφά λόγια μα την
αλήθεια.
6. Ο έκτος λόγος είναι, γιατί ο Καρυωτάκης δεν ήταν προγονολάτρης. Στα
σίγουρα η προγονολατρεία είναι αρρώστια. Δεν το έκανε, δηλαδή, ο Καρυωτάκης σαν
τους ρομαντικούς ποιητές της εποχής του, που το έριχναν στα τρα, λα, λα,
αναπολώντας τα παλιά μεγαλεία. Στηρίζονταν, δηλαδή, στα μπράτσα του
Σωκράτη (470 - 399) π.Χ., του Αριστοτέλη
(384 – 322) π.Χ., κτλ, κάνοντας τα δικά τους τσιγαροχαρτένια.
Ύστερα η προγονολατρεία, για μας του έλληνες, δεν έχει να κάνει μόνο με
τους αρχαίους έλληνες, ή τους αγωνιστές του ΄21, αλλά και με τους πατεράδες και
τους παππούληδές μας. Έτσι δεχόμαστε και το παρατράγουδο της τσακιοκρατίας στον
τόπο μας. Επίσης, γιατί να μην πούμε πως εκείνα τα χρόνια, του μεσοπόλεμου,
είχαμε κι άλλα ωραία: Μερικοί ποιητές ήταν βασιλικοί, κι έγραφαν ποιήματα
υμνολογώντας το βασιλιά, ενώ άλλη παίνευαν
τον Ελευθέριο Βενιζέλο (1864 - 1936).
Και τώρα μπαίνει ένα ερωτηματικό: αν ήταν σωστός ο Καρυωτάκης ή οι άλλοι
ομόλογοί του, που στο κάτω της γραφής ήταν πολλοί. Μα δεν είναι απαραίτητο οι
πολλοί να είναι και σωστοί. Δηλαδή, θέλω να πω πως και το στραβό γίνεται σωστό,
όταν σε μια κοινωνία το κάνουν όλοι, ή επιτέλους οι περισσότεροι.
7. Ο έβδομος λόγος είναι γιατί ο Καρυωτάκης δεν ήταν εθνικιστής. Έχει
γούστο να ήταν ανόητος, ή ύποπτος και να έγραφε τέτοια ποιήματα, σπρώχνοντας το
λαό στον εθνικισμό, που είναι η ρίζα του ρατσισμού. Μήπως υπάρχει χειρότερο
πράγμα απ’ το να πιστεύει κανείς πως είναι πιο άξιος πιο έξυπνος και τρέχα
γύρευε, απ’ τους αλλοεθνείς του;
(Έτσι μας φανατίζουν και δεχόμαστε ακόμα και τους πόλεμους. Βέβαια,
αναφέρομαι στους πόλεμους που εξυπηρετούν μόνο τους πολεμοκάπηλους και τις
πολεμικές βιομηχανίες, κι όχι στους απελευθερωτικούς).
Έχοντας, στο νου μας τέτοια πράγματα μπαίνουμε σε λαθεμένα κανάλια
καβαλώντας ακόμα και το καλάμι. Γι’ αυτό και την προγονολατρεία την καλλιεργεί
επίτηδες η άρχουσα τάξη της Ελλάδας. Σα να θέλει να πει στους φτωχούς: “Γιατί
όλο γκρινιάζετε; Δε σας φτάνει που είστε απόγονοι μεγάλων προγόνων; Άραγε
υπάρχει άλλος λαός πιο έξυπνος από σας;”
8. Ο όγδοος λόγος είναι πως ο Καρυωτάκης είναι αρκετά πεζολόγος. Και η
πεζολογία στην καθαρή ποίηση, με τις ομοιοκαταληξίες, χτυπάει άσκημα στο αυτί
και στο μάτι. Μα δεν ήταν πεζολόγοι ο
Κώστας Καβάφης, μα και ο Γιώργος Σεφέρης; Γι’ αυτό ο Σεφέρης λεει κάπου:
“Τα ποιήματα δεν απαγγέλλονται αλλά διαβάζονται”. Πως δηλαδή, δεν πρέπει να το
ρίχνομαι στις πατριωτικές εξάρσεις, διαβάζοντας ένα ποίημα πατριωτικό, ή στα
παθιάσματα όταν το ποίημα είναι ερωτικό, αν δε μας το ζητάει ο ίδιος ο ποιητής,
με τα σημεία στίξης. Μα κι ο Γιώργος Ιωάννου (1927 – 1985), λεει κάπου: “Εκεί που έχει φτάσει η ποίηση τείνει να
συγχωνευτεί με τον πεζό λόγο”.
9. Και ο τελευταίος λόγος είναι το ανακάτωμα της γλώσσας: αρχαία,
καθαρεύουσα, δημοτική. Αυτό είναι ένα μεγάλο κουσούρι του Καρυωτάκη. Βέβαια κι
άλλοι ποιητές μας έχουν αυτό το ανακάτεμα – Ανδρέας Κάλβος (1792 - 1869),
Κώστας Καβάφης – αλλά μάλλον από άγνοια. Δηλαδή, δεν ήξεραν καλά τη γλώσσα μας,
γράφοντας όπως τους βόλευε. Κάτι που δεν μπορούμε να το πούμε για τον
Καρυωτάκη, μα ακόμα και για έναν άλλο ποιητή μας, τον Ορέστη Λάσκο (1907 –
1992) , που κι αυτός ανακάτωνε τη γλώσσα. Αυτοί το έκαναν από σνομπισμό. Έτσι
για να εντυπωσιάσουν, ή να ξεχωρίζουν απ’ τους άλλους ποιητές.
Ο Κλέων Παράσχος (1894 - 1964),
για να δικαιολογήσει τ’ αδικαιολόγητα
λεει πως ο Καρυωτάκης επίτηδες έβαζε στα ποιήματά του, μερικές λέξεις της
καθαρεύουσας για να ομορφαίνει το στίχο και πως αν έβαζε τις αντίστοιχες λέξεις
της δημοτικής θα χαλνούσε ο στίχος. Αυτά δε στέκουν. Βέβαια, λένε μερικοί πως η καθαρεύουσα είχε μια
κάποια μουσικότητα που λείπει απ’ τη
δημοτική. Αυτό δεν αληθεύει. Ας πούμε, όμως, πως συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ε..,
και τι μ’ αυτό; Θα θυσιάσουμε τη γλώσσα μας
πάνω στο βωμό μιας κάποιας μουσικότητας; Τραγικό λάθος του Καρυωτάκη,
λοιπόν, είναι αυτό το ανακάτωμα της γλώσσας. Έτσι διώχνει απ’ την ποίησή του
τους φίλους της ποίησης που δεν ξέρουν την μυξοκαθαρεύουσα.
Γι’ αυτό, ας μη νομισθεί πως τα ποιήματα του Καρυωτάκη είναι εύκολα. Όχι,
για να καταλάβει κανείς μερικά από αυτά, πρέπει να έχει δίπλα του έναν λεξικό
της καθαρεύουσας. Και κάτι ακόμα: Ο Καρυωτάκης βάζει μες στα ποιήματά του και
πολλά απ’ την αρχαία ελληνική μυθολογία. Δυσκολεύονται, δηλαδή, πάλι τα
πράγματα για όσους δεν ξέρουν τη μυθολογία. Μα για σιγά... Μήπως η ποίηση
προορίζεται για τίποτε προνομιούχους, εγγράμματους και τα ρέστα;
Μ’ αυτά που είπα μέχρι τα τώρα φαίνεται πως ο Καρυωτάκης ήταν ποιητής του
μέλλοντος, δηλαδή πρωτοπόρος. Αν θέλει κανείς να βρει τους λόγους της
πρωτοπορίας του, ας ανατρέξει στους λόγους παρεξήγησης. Ταυτίζονται απόλυτα.
Ναι, αλλά ο δρόμος της πρωτοπορίας, για τους δημιουργούς, έχει κακοτραχαλιές
και πικρίες. Τους ποιητές και γενικά
τους λογοτέχνες που ασχολούνται με κάτι το πρωτοφανέρωτο, το άγνωστο, δεν τους
δεχόμαστε εύκολα. Μ’ αφού δεν τους καταλαβαίνουμε, πώς θα τους παραδεχτούμε;
Μάλιστα, πολλές φορές, η αναγνώριση, ή η καθιέρωσή τους, έρχεται μετά το θάνατο τους. Γνωστή περίπτωση
ο Κώστας Καβάφης – πρωτοπόρος κι αυτός - που έπρεπε να περιμένει και μετά το θάνατό του – 1933 - κάπου είκοσι
χρόνια για να τον δεχτούν οι έλληνες κριτικοί της τέχνης, αφού τον “ανακάλυψαν”
πρώτα οι άγγλοι, εκδίδοντας μεταφρασμένα όλα του τα ποιήματα, το 1948, ενώ στην
Ελλάδα εκδόθηκαν μετά από πολλά χρόνια.
Βέβαια, όταν πια ο Καβάφης άρχισε να κουβεντιάζεται στην Ευρώπη, χρόνια
πριν απ’ το Νίκο Καζαντζάκη (1883 – 1957), οι έλληνες κριτικοί της τέχνης που
τον έβριζαν, λοιδορούσαν και χλεύαζαν,
κάνοντας μια στροφή 180ο άρχισαν να πλειοδοτούν, λέγοντας: “Μα ο
Καβάφης δεν είναι απλώς μεγάλος ποιητής, αλλά κορυφαίος”.
Ακόμα κι ο Κωστής Παλαμάς (1859 - 1943), που έλεγε τον Καβάφη “ρεπόρτερ της
ιστορίας”, και: “Τα ποιήματά του κοντεύουν να γίνουν ποιήματα, αλλά δε είναι”,
άλλαξε ρότα, λέγοντας: “Μα εγώ δεν είπα πως τα ποιήματά του Καβάφη δεν αξίζουν.
Εγώ είπα πως μερικά από αυτά δε μου αρέσουν”.
(Ντιπ απαράδεχτο αυτό που έκανε ο Παλαμάς. Αφού απέρριψε την ποίηση του
Καβάφη και τα λεγόμενά του έχουν καταγραφεί, ένα πράγμα μπορούσε να κάνει:
αναλαμβάνοντας τις ευθύνες του, να πει πως κατηγόρησε την ποίηση του Καβάφη,
γιατί δεν την είχε καταλάβει. Μα για σιγά, υπάρχει πιο ωραίο πράγμα, απ’ το να
παραδέχεται κανείς το λάθος του, λέγοντας: “Συγγνώμη έκανα λάθος”).
Έχουμε και το Γιώργο Σεφέρη (1900 – 1971) – κι αυτός πεσιμιστής και
πρωτοπόρος – που τον πέρασαν από γενιές δεκατέσσερις όταν έκδωσε την πρώτη
συλλογή του, τη “Στροφή”, το 1931.
“Όχι μόνο είσαι μίμος αλλά δεν ξέρεις και να μιμείσαι. Τι αγκωνάρια είναι
αυτά που μας παρουσίασες;”, του είχε πει ο Γιώργος Κατσίμπαλης (1899 - 1978).
Θα τελειώσω με μερικά απ’ τα λεγόμενα του γερμανού φιλόσοφου του 19ου
αιώνα, του Άρθουρ Σοπενχάουερ, (Arthur Schopenhauer, 1788 –
1860). Αυτά που λεει για τους
πρωτοπόρους λογοτέχνες είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα του Καρυωτάκη:
Γράφεις για να
εντυπωσιάσεις τους συγκαιρινούς σου;
Σταμάτησε δεν
κάνεις τίποτε το σπουδαίο.
Γράφεις
ακολουθώντας την πεπατημένη;
Πάλι
σταμάτησε. Τίποτε δεν είναι δικό σου.
Άλλοι είναι οι
δημιουργοί κι εσύ, με τον έναν,
ή τον άλλον
τρόπο τους μιμείσαι.
Και τέλος,
έχεις το ψυχικό σθένος να γράφεις,
ξέροντας πως
θα σε αγνοήσουν
και ίσως....
κάποτε να σε δεχτούν;
Τότε συνέχισε
τα γραψίματα.
Αυτό σημαίνει
πρωτοπορία.