6.11.16

Οι αφορισμοί του Γιώργου Ιωάννου




Αν είχα δικό μου σύμβολο, θα ήταν η αλήθεια.
Το αγαθό και το ωραίο ας οικονομηθούν όπως, όπως.
Γάλλος φιλόσοφος

Του συνεργάτου της Efenpress -από τη μακρινή Αυστραλία: Γιώργου Μακρίδη*

Το λεω κι αλλού, πως τον Γιώργο Ιωάννου, δεν τον είχα μόνο φιλόλογο στο “Εσπερινόν Γυμνάσιον Καλλιθέας” - σκέτος στάβλος – αλλά και καλό φίλο. Τον αγάπησα τον Ιωάννου. Ήταν ξεχωριστή περίπτωση ανθρώπου. Τις περισσότερες φορές βέβαια, κουβεντιάζοντας μαζί του, δε δεχόμουν σα σωστά αυτά που έλεγε, χωρίς να του φέρνω αντιρρήσεις. Έτσι και δε συμφωνούσες μαζί του, τσαντιζόταν κι έκοβε την κουβέντα.

Κάποτε θα μιλήσω για αυτά τα πράγματα. Νομίζω πως ενδιαφέρουν όλους μας. Λοιπόν, μια δόση του έκανα μια τοσοδούτσικη διόρθωση σε κάτι ψευτοποντιακά που έβαλε σ’ ένα πεζογράφημά του. Κατακοκκίνισε το πρόσωπό του και ήταν έτοιμος να μου ριχτεί, κι ας ήμουν σωστός. Ας πούμε και για την περίοδο της Χούντας. Είχε την ψευδαίσθηση, ο Ιωάννου, πως έκανε κι αντίσταση... Δεν μπόρεσε, δυστυχώς, να καταλάβει, πως οι στρατοκράτες τον χρησιμοποιούσαν, με το να δέχονται κάτι ξεσπάσματα και παραξενιές του. Τον μοστράριζαν, δηλαδή, σα να ήθελαν να πουν: “Γιατί μας λετε τύραννους; Ορίστε, εδώ έχουμε έναν καθηγητή γυμνασίου, που λεει και κάνει το ένα και το άλλο κι όμως εμείς δεν τον πειράζουμε”.
Λοιπόν, θα αναφερθώ σε μερικούς αφορισμούς – αστροπελέκια - του Γιώργου Ιωάννου, για να δείξω πως μπορεί κανείς να είναι  δημόσιος υπάλληλος και μάλιστα καθηγητής σε δημόσια σκολειά, αλλά και παλικάρι. Να τα λεει, δηλαδή, όξω απ’ τα δόντια, χωρίς να υπολογίζει το υπουργείο κτλ, μα και τις μουχλιασμένες Επιτροπές Γονέων και Κηδεμόνων. (Αχ, και να μπορούσαν τα παιδιά να μεγαλώσουν χωρίς γονείς και κηδεμόνες...) Εξάλλου, ο Ιωάννου, λεει στο εξώφυλλο του βιβλίου του, “Η σαρκοφάγος”:
“Ο πραγματικός συγγραφέας, αυτός που γράφει με το χέρι στην καρδιά, τίποτε και για κανένα λόγο δεν μπορεί, ούτε κι επιτρέπετε, ν’ αποφύγει ή ν’ αποκρύψει”.
Παραθέτοντας τα λεγόμενα του Ιωάννου, μέσα σε παρένθεση βάζω και το πεζογράφημά του, στο οποίον τα βρήκα. Μπορεί να είναι και συνέντευξη. 
Λοιπόν, για τα δικά του και τη ζωή, γενικά, λεει:
“Υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο, πιο σπουδαία πράγματα απ’ αυτά που μας είχαν μάθει να προσκυνούμε για σπουδαία” (“Κάτω στις ακτές της Αφρικής”).
Για την αδιαφορία που δείχνουμε για τα ουσιαστικά προβλήματά μας:
“Μιλούμε συνεχώς για πράγματα, που ούτε ξέρουμε ούτε νιώθουμε, για σύννεφα, ουρανούς, αγγέλους, και διάφορες άλλες αηδίες” (“Οι ψύλλοι”).
Για τους επαγγελματίες... πατριώτες:
“Θεέ μου, μη μ’ αφήνεις ούτε καλημέρα να ’χω πια με τέτοια, δήθεν εξευγενισμένα, υποκείμενα” (“+ 13. 12. 43”).
Για τον εμφύλιο και τη μαζική μετανάστευση, που επακολούθησε:
“Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν, να φαγωθούν ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση” (“Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς”).
Και: “Πάντως γνωρίζουν τη δουλειά τους. Όλα τα έχουν μελετήσει. Σιγά – σιγά θα μείνουν στην πατρίδα μόνο τ’ αποπλύματα και οι ωχρές περιφερόμενες φυσιογνωμίες” (“Ο ξενιτεμένος”).
Για την επαρχιακή Ελλάδα, της δεκαετίας του ΄60, μας λεει, μιλώντας βέβαια, για κτηνοβασία:
 “Τα καημένα τα ζώα, φαίνεται πως εξακολουθούν να υποφέρουν απ’ την αυστηρή ηθική της ελληνικής υπαίθρου” (“Οι κότες”).
Για τους στρατοκράτες τύραννους λεει:
“Θεέ μου στράβωσέ τους, στράβωσέ τους και παράλυσέ τους, όλους αυτούς τους χρυσοποίκιλτους κτηνάνθρωπους” (“Las Incantadas”). Δεν την έχει αυτήν τη λέξη το ισπανικό λεξικό. Θα την χρησιμοποιούσαν, ως φαίνεται, μόνο οι ισπανοεβραίοι της Θεσσαλονίκης.
Για τους απλούς ανθρώπους που αναγκάζονται να κάνουν μικροκομπίνες λεει:
“Όταν βλέπω μικροπωλητές που προσπαθούν να με κλέψουν, συγκινούμαι. Γιατί λεω, κοίταξε τι κάνει αυτός ο άνθρωπος για να βγάλει κάτι παραπάνω για το σπίτι του. Και κάνω το κορόιδο” (Συνέν.  με τη Σούλα Αλεξανδροπούλου. Εφημ. “Ελευθεροτυπία”, 18 Γεν. 1981).
Για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση και πώς συμβάλλουν στη φθορά της γλώσσας μας, λεει: “Μεγάλες εστίες γλωσσικής φθοράς έχουν αποδειχθεί το ραδιόφωνο και η τηλεόραση. Αυτά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, εκτός των άλλων, μας επιβάλλουν και μια σιωπή. Δεν δύνασαι να τα παρακολουθήσεις μιλώντας. Σιωπάς με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεσαι γλωσσικά” (Συνέν. στο Γιώργο Λιάνη, στην εφημ. “Τα νέα”, 4 Φλεβ. 1981).
Για την κοινωνική δικαιοσύνη, λεει:
“Διψώ για κοινωνική δικαιοσύνη. ........... και θα πεθάνω απαρηγόρητος, διότι και εγώ, αλλά και απείρως περισσότερο ο πατέρας μου, έζησε μια φρικτά στερημένη ζωή, δουλεύοντας σαν είλωτας και με μισθό που δεν μας έφτανε να ζήσουμε” (Συνέντ. στο Βασίλη Τσανακάρη, περ. “Γιατί;”, Σέρρες, Οκτωβ. 1983).
Για τον έρωτα λεει:
“Ο έρωτας έχει μεγάλη θέση στη ζωή μου, μεγάλη θέση μέσα στις αξίες μου, μεγίστη. Δε νομίζω ότι η γέννηση, όπως λεει η λογική, είναι το αντίθετο του θανάτου. Ο έρωτας είναι το αντίθετο του θανάτου. Άλλωστε αυτός είναι, ως επί το πλείστον και η αιτία της γέννησης” (Συνέντ. στον Κώστα Βουκελάτο. Δημοσιεύτηκε το Μάρτη του 1985, μετά το θάνατο του).
Και: “Για μένα ο έρωτας υπήρξε η αιώνια ανοιχτή πόρτα προς τους άλλους ανθρώπους. Και με έχει τοποθετήσει σε μια θέση συμπάθειας απέναντί τους”
Και: “Νιώθω μια ερωτική τρυφερότητα για ολόκληρο τον ελληνικό λαό. ......... Αν ήταν δυνατόν να κάνω έρωτα μ’ όλους τους Έλληνες θα το έκαμνα”.
(Συνέντ. με το Βασίλη Αγγελικόπουλο, εφημ. “Η καθημερινή”, 21 Γενάρη. 1979).
Για τη φθορά της γλώσσας μας, λεει: “Η ελληνική γλώσσα παρουσιάζει μια ισοπέδωση, μια αποψίλωση, μια μεγαλύτερη απ’ ό ,τι συνήθως νόθευση. Και σε ορισμένες περιπτώσεις, εμφανίζεται, θα έλεγα, το φαινόμενο της εγκατάλειψης της γλώσσας” (Από μια έρευνα του Γιώργου Λιάνη και της Φάνης Πετραλιά, απ’ την εφημ. “Tα Νέα”, 4 Φλεβ. 1981). 
Κι αλλού: “Ο αγώνας για τη γλώσσα μας είναι ο αγώνας για την ύπαρξη αυτής της χώρας κι αυτού του λαού”. (Συνέντ. Με τον Βασίλη Τζανακάρη, περιοδ. “Γιατί”, Σέρρες, Οκτώβρης, 1983).
Για τα βιβλία του: “Φιλοδοξώ να έρθει η στιγμή να σκαλίζουν τα βιβλία μου και να λένε: “Αυτό το λεει ο Ιωάννου”.
Για τη μοναξιά του: “Ζω πολύ μόνος ........... Δε μου φτάνει η μοναξιά που έχω. Θέλω περισσότερη! Θέλω να την αυξήσω και να είμαι σε πιο μεγάλες χρονικές ενότητες μόνος, ώστε πια αυτό το πράγμα να το ευχαριστηθώ” (Συνέντ. Με τη Βάνα Χαραλαμπίδου, εφημ. “Θεσσαλονίκη”, 24 Σεπτ. 1984). 
Ο Ιωάννου έγραψε και πολλά διηγήματα για τους εβραίους της Θεσσαλονίκης, που τους έστελναν οι γερμανοί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Με το τέλος του πολέμου, τάχατες, συνάντησε στη Θεσσαλονίκη,  ένα γνωστό του εβραίο που γλίτωσε, και του ’πε:
“Μας είχαν βγάλει να καθαρίσουμε τους δρόμους απ’ τα χαλάσματα κάποιου βομβαρδισμού. ........ Πλάι στο δρόμο ήταν ένα σκοτωμένο άλογο. ....... Είχε παρασιτέψει και οι σάρκες του βγαίνανε χουφτιές – χουφτιές. Από πάνω μας κοπανούσαν και μας έβριζαν. Έφαγα όσο μπορούσα, γέμισα και τον κόρφο μου γι’ αργότερα. Στο στρατόπεδο οι άλλοι μας μακάριζαν. Στυλωθήκαμε, πραγματικά”.
Εδώ, ο Ιωάννου δίνει το δικαίωμα στον εαυτό του – ή επιτέλους στον αφηγητή – να θυμώσει και πετάει τα δικά του, λέγοντας, στο τέλος του πεζογραφήματος:
- Δηλοίς, μωρόπιστε, δηλοίς; Και τώρα, τώρα τι δηλοίς;

- Τώρα, δηλώ υπευθύνως ότι βδελύσσομαι και αποκηρύσσω την ζωήν και τας παραφυάδας της. “Δηλώ υπευθύνως...”  


*Γιώργος Μακρίδης
Λογοτέχνης-Θεατρικός Συγγραφέας-Αυστραλία