Όταν θα ’χουν περάσει πολλά-πολλά χρόνια ο Αλέξανδρος θα ’χει να λέει πως έζησε μια ολόκληρη ζωή και μια Μέρα. Μια μεγάλη, μια ατέλειωτη μέρα. Ήταν η μέρα που αναμετρήθηκε, για τρίτη φορά, με τα σαράντα δύο χιλιόμετρα της κλασσικής διαδρομής Μαραθώνας-Παναθηναϊκό στάδιο.
Την πρώτη πήγε χωρίς καλά-καλά να ξέρει τι κάνει. Ο Δημήτρης το ’χε προτείνει. Χαλαρά σαν να ’λεγε: «πάμε μαζί για καφέ;» «Γιατί δεν τρέχουμε μαζί;» Εκείνο το «μαζί» ήταν καθοριστικό. Αν ο Δημήτρης είχε πει: «Γιατί δεν πέφτουμε μαζί στον γκρεμό;», ο Αλέξανδρος θα το ’κανε δίχως δεύτερη σκέψη. Φυσικά και ο Δημήτρης δεν θα ’λεγε ποτέ κάτι τέτοιο. Η ηλικία του δεν του επέτρεπε τρέλες κι εξάλλου είχε ευθύνη ως μέντορας του Αλέξανδρου. Εκείνος τον είχε μυήσει στην ορειβασία, την αναρρίχηση, το ορεινό ποδήλατο… Εκείνος άνοιξε δρόμους που έπλασαν το κορμί και σμίλεψαν την ψυχή του άγουρου νέου. Κι αφού ολοκλήρωσε το έργο του, τον κοίταξε επιδοκιμαστικά και τον ερωτεύτηκε για δεύτερη φορά. (Όταν ο Αλέξανδρος αυτονομήθηκε και προχώρησε παραπέρα, δεν αποπειράθηκε ν’ ανταποδώσει. Δεν φιλοδόξησε να τον εισάγει στα μυστικά της αρχιτεκτονικής, του χορού, της κατάδυσης. Φαίνεται πως, όσο κι αν δεν το παραδέχονταν, ήταν και οι δύο συντηρητικοί.) Εκείνη την εποχή, ωστόσο, ο Αλέξανδρος είχε μια φυσική κατάσταση που θα του επέτρεπε να τρέξει στον Μαραθώνιο έστω και χωρίς σοβαρή προπόνηση, έστω και χωρίς κατάλληλα παπούτσια.
Συνειδητοποίησε τι διαφέρει ένας Μαραθώνιος από ένα κοινό άθλημα όταν άρχισαν οι πρώτες ανηφόρες. Μέχρι το εικοστό χιλιόμετρο τον πήγαιναν ο έρωτας και τα εικοσιένα του χρόνια. Από κει και πέρα λειτούργησαν τα αντανακλαστικά της επιβίωσης. Το σώμα αρνήθηκε να συνεχίσει να καταπονείται. Τα πόδια έγιναν ασήκωτα σαν να κρεμάστηκαν πάνω τους δεκάδες βαράκια που τραβούσαν το κορμί προς τη γη. Όταν εμφανίστηκαν οι κράμπες στους πλάγιους χιαστούς και στους κάτω ραχιαίους, το 'νιωσε πως το ’χανε το παιχνίδι. Αποδέσμευσε τον Δημήτρη. Ήταν κρίμα να πάει χαμένη όλη του η προπόνηση.
(Το’ χαν κουβεντιάσει πολλές φορές. Η μεγάλη μάζα των Μαραθωνοδρόμων δεν στοχεύει στην πρωτιά μα ούτε στον απλό τερματισμό. Ο εαυτός σου είναι ο αντίπαλος. Αν καταφέρεις, ενώ είσαι ένα χρόνο μεγαλύτερος, να βελτιώσεις την επίδοσή σου, έχεις πετύχει αντιστροφή της ροής του χρόνου.
Η ροή του χρόνου!
Μέγεθος αδιάφορο για τον εικοσάρη. Γιατί αυτός νιώθει αιώνιος.
Μέγεθος αγχωτικό για τον πενηνταπεντάρη όσο καλοδιατηρημένος κι αν είναι. Γιατί εκείνος διακρίνει στο βάθος το τέρμα.)
Καθώς κοιτούσε τον Δημήτρη ν’ απομακρύνεται είδε το τελευταίο του έρεισμα ν’ απομακρύνεται επίσης κι ένιωσε αμήχανος παλεύοντας με την ύπουλη σκέψη να τα παρατήσει.
«Ε, νεαρέ… τι κοντοστέκεσαι; Δεν είναι καλό… θα κρυώσουν οι μυς.» Τρεις ευσταλείς εβδομηντάρηδες τον πήραν μαζί τους. Ο ρυθμός τους ήταν αργός και το κορμί του Αλέξανδρου μπόρεσε ν’ ανταποκριθεί. Η ψυχολογική στήριξη των παλαίμαχων υπήρξε ένα θαύμα. Στην είσοδο του Σταδίου, ένωσαν τα υψωμένα τους χέρια κι έτρεξαν θριαμβευτικά τα τελευταία μέτρα μέχρι το τέρμα, όπου ο Αλέξανδρος έπεσε στην αγκαλιά του Δημήτρη. Θα μπορούσε να είναι η απόλυτη ευτυχία. Αν… αν δεν έλειπαν οι γονείς. Πώς θα ’θελε να τον καμαρώσουν! Εκείνοι όμως δεν το ήξεραν καν. Είχε κρατήσει κρυφή τη συμμετοχή του όπως και τον δεσμό του, άλλωστε. Ήξερε πως δεν θα τον αποδέχονταν ποτέ.
Στον δεύτερο Μαραθώνιο, ένα χρόνο μετά, είχε περισσότερη γνώση, περισσότερη προπόνηση, καλύτερο εξοπλισμό και… λιγότερο έρωτα. Εξακολουθούσαν να είναι μαζί με τον Δημήτρη μα κάποια αγκάθια είχαν φυτρώσει απρόσμενα· κι όσο να πεις αγκύλωναν. Παραδόξως ήταν ο Δημήτρης που τα ’φτυσε αυτή τη φορά. Κάποια στομαχικά προβλήματα… ένα αίσθημα ναυτίας… Ήταν η σειρά του Αλέξανδρου να τον αφήσει πίσω και να τον περιμένει στο τέρμα. Η επίδοση του Δημήτρη ήταν κατώτερη από την περσινή κι αυτό ήταν μια ανομολόγητη πίκρα που σκίαζε τη χαρά τους. (Είναι αλήθεια πως ο δάσκαλος καμαρώνει όταν τον ξεπερνά ο μαθητής, μα μόνο αν ο ίδιος είναι παροπλισμένος. Κι ο Δημήτρης ήταν ακόμα ενεργός και ανταγωνιστικός). Ένα μικρό-μικρούτσικο αγκαθάκι φύτρωσε εκείνη τη μέρα· αμελητέο μπροστά στα υπόλοιπα.
Όταν έφτασε η ώρα για τον τρίτο Μαραθώνιο τα γεγονότα είχαν άρδην αλλάξει. Ο Αλέξανδρος δεν ήταν πια φοιτητής αλλά υποψήφιος διδάκτορας σε μια ξένη πατρίδα κι ένας άλλος άντρας είχε μπει στη ζωή του. Μια πατρίδα κι ένας άντρας που απενοχοποίησαν την ιδιαιτερότητά του. Ο Δημήτρης έμεινε πίσω· πάντα φίλος και μέντορας μα φαρμακωμένος γιατί δεν τόλμησε να επαναστατήσει και να απεγκλωβιστεί από μια συμβατική συζυγική σχέση που λειτουργούσε ως φύλλο συκής εντάσσοντάς τον στον κόσμο των «φυσιολογικών». Είχε ένα σωρό δικαιολογίες γι αυτό. Που δεν κατάφερναν, όμως, να γλυκάνουν τη στυφή σκέψη. Πώς έγινε και εκχώρησα το πλάσμα των χεριών μου σε ξένα χέρια;
Ο Αλέξανδρος είχε πια και την ηλικία και την εμπειρία να κάνει τα πράγματα σωστά. Ξεκίνησε την προπόνηση έγκαιρα εντάσσοντας στην καθημερινότητά του ένα αυστηρό πρόγραμμα δώδεκα εβδομάδων που περιελάμβανε συνεχόμενο μακρύ τρέξιμο εναλλάξ με ελεύθερο τρέξιμο, γρήγορο τρέξιμο εναλλάξ με τρέξιμο αποκατάστασης, εναλλακτικές προπονήσεις ανάμεσα σε μέρες ανάπαυσης, σχολαστική προθέρμανση και αποθεραπεία. Έτρεχε με συννεφιά, με ψιλόβροχο ή κρύο· μόνος ή με παρέα. Τρέχοντας ένιωθε εκείνο το απίστευτο συναίσθημα ελευθερίας που θα πρέπει να νιώθει κι ο άνεμος όταν ροβολάει από τα υψίπεδα.
Στο μεταξύ φρόντιζε και τα διαδικαστικά: να πάρει άδεια από το Πανεπιστήμιο, να δηλώσει συμμετοχή στον αγώνα, να ενημερώσει τους γονείς, να κλείσει πτήση για Αθήνα. Εκεί ακριβώς είδε την ανακοίνωση: η αεροπορική εταιρεία –μεγάλος χορηγός του κλασσικού Μαραθώνιου- καλούσε τους μαραθωνοδρόμους να προτείνουν ένα αγαπημένο πρόσωπο που ζει μακριά από την Αθήνα και που θα ’θελαν να έχουν κοντά τους τη μεγάλη στιγμή του τερματισμού. Δέκα τυχεροί θα ταξίδευαν δωρεάν στην Αθήνα με τα αεροπλάνα της εταιρείας και θα φιλοξενούνταν στο πολυτελές ξενοδοχείο στο Καβούρι. Στόχος ήταν να βρίσκονται εκεί να εμψυχώσουν την προσπάθεια του δικού τους ανθρώπου. Ο Αλέξανδρος απόδιωξε την ιδέα να καλέσει τον δικό του άνθρωπο –δεν ήθελε περιπλοκές. Υπήρχε όμως η Πενέλοπε. Ισπανίδα, συμφοιτήτρια, γειτόνισσα κι αγαπημένη φίλη που εκείνες ακριβώς τις μέρες παρουσίαζε το διδακτορικό της. Τι δώρο… αν η τύχη το ’φερνε! Συμπλήρωσε τη φόρμα προεξοφλώντας τη συγκατάθεσή της κι άφησε να την ενημερώσει αργότερα. Αργότερα τον πήραν φαλάγγι τα γεγονότα και ξεχάστηκε.
Η πρωινή Κυριακάτικη προπόνηση, δυο ακριβώς βδομάδες πριν από τη μεγάλη μέρα, προέβλεπε μακρύ τρέξιμο δύο ωρών σε ρυθμό Μαραθωνίου. Δεν φορούσε ακουστικά. Προτιμούσε τη μουσική των φθινοπωρινών φύλλων που είχαν στρώσει το πεζοδρόμιο. Είχε βρέξει από νωρίς κι αυτά ακριβώς τα φύλλα έδιναν μια ολισθηρότητα στο οδόστρωμα. Στην κατηφόρα δεν απέφυγε το παραπάτημα. Αντέδρασε ενστικτωδώς και κατάφερε να προφυλάξει τον αστράγαλο. Την τάση όμως την πήρε το γόνατο. Προσπάθησε ν’ αγνοήσει τον πόνο και να συνεχίσει το τρέξιμο. Σαράντα λεπτά αργότερα γύρισε σαν βρεγμένη γάτα στο φοιτητικό δωμάτιο.
Κατέφυγε στον παντογνώστη. Οι ιστοσελίδες της Google πρότειναν διατάσεις, ανάπαυση, πάγο, ανύψωση, επίδεση. Για μια βδομάδα εφάρμοσε πειθαρχικά τις οδηγίες. Την Κυριακή αποπειράθηκε μια δοκιμαστική προπόνηση. Ο πόνος, που είχε λουφάξει, εμφανίστηκε οξύτερος. Ο χρόνος είχε αρχίσει να μετράει αντίστροφα και η πιθανότητα να χάσει τον αγώνα περνούσε ξυστά από τη βεβαιότητα. Αρκετά με τα ημίμετρα! Έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει τον τραυματισμό δραστικά. Έκλεισε ραντεβού με ορθοπαιδικό για την Πέμπτη που δεν ήταν, όμως, γραφτό να πραγματοποιηθεί.
Τρίτη απόγευμα, ο εξηντάρης καθηγητής των μαθηματικών -ένας από τους λίγους που χρησιμοποιεί τις σκάλες και μάλιστα πηδώντας δυο-δυο τα σκαλοπάτια- πρόσεξε πως ο Αλέξανδρος είχε χάσει το ανάλαφρο βήμα του. Δρομέας κι ο ίδιος, του μίλησε με θέρμη για τον χειροπράκτη Mr. Wan. Είχε κάνει χρήση παλιότερα των εναλλακτικών τεχνικών του. διατηρούσε κάποιες επιφυλάξεις, είναι αλήθεια, μα ο συνάδελφος που δίδασκε αντοχή υλικών είχε δει θεαματικότερο αποτέλεσμα. «Τι λες; Δεν δοκιμάζεις; Τις Τετάρτες οι υπηρεσίες του είναι δωρεάν στον χώρο του Πανεπιστημίου.»
Ο Αλέξανδρος συνάντησε έναν μικροκαμωμένο εξηντάρη, με τη γαλήνη της Ανατολής στο πρόσωπο, που τον άκουσε προσεκτικά και κατάλαβε τον καημό του –ήταν, άλλωστε, μαραθωνοδρόμος κι ο ίδιος. «Θα τρέξεις», του είπε με σιγουριά, «και θα φέρεις καλύτερο χρόνο απ’ ό,τι υπολόγιζες.» Ακούστηκε πολύ ωραίο για να είναι αληθινό.
Ξεκίνησε τις τεχνικές του με βαθμό δυσκολίας ένα. Ο Αλέξανδρος είχε περισσότερο αίσθηση ψηλάφησης παρά θεραπείας. Μήπως δεν έκανα καλά που ακύρωσα το ραντεβού με τον ορθοπαιδικό; Οι αμφιβολίες γιγαντώθηκαν όταν του ζήτησε ν’ ανεβοκατέβει τρέχοντας τις σκάλες μέχρι τον τρίτο όροφο. (Η κλασσική ιατρική επέμενε για ανάπαυση.) «Κι έρχετ’ η στιγμή για ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις», σιγοτραγούδησε μέσα του κι όρμησε στις σκάλες. Στο κατέβασμα ο πόνος έγινε σουβλερός. «Θα περάσουμε σε βαθμό δυσκολίας τρία. Να ξέρεις, θα πονέσεις», τον προειδοποίησε. Και φυσικά πόνεσε· εκείνα τα ατέλειωτα δευτερόλεπτα που ο Wan πίεζε το νεύρο δίπλα στη φλεγμονή. «Τώρα ξανανέβα τις σκάλες.» Θεέ και Κύριε! Η αίσθηση ήταν διαφορετική! Δεν βιάστηκε να πανηγυρίσει. Η βελτίωση θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ορθολογικά μια και το σύστημα είχε ζεσταθεί. Ο πόνος καραδοκούσε στη γωνιά. Ο Wan, αντίθετα, ήταν αισιόδοξος. Επανέλαβε τις τεχνικές του και τον προέτρεψε να προπονηθεί για μια ώρα πριν συναντηθούν την επομένη. Δεν το ’κανε. Εξακολουθούσε να 'ναι κουμπωμένος.
Η επόμενη συνεδρία έγινε στον μικρό προσωπικό χώρο του Wan.Του Αλέξανδρου του φάνηκε υπερβολικά υπερθερμασμένος μα εκείνος δεν αποχωρίστηκε το χοντρό πανωφόρι του. Η θερμότητα έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στην κοσμοθεωρία του. Παράλληλα μιλούσε πολύ για να κρατάει το μυαλό του θεραπευόμενου απασχολημένο. Καθώς ανέλυε τη θεωρία του για το πώς λειτουργεί το ανθρώπινο σώμα και τι είναι εκείνο που το κάνει να νοσεί, ένιωθε τη θετική ανατροφοδότηση και γινόταν όλο και λεπτομερέστερος. Ο λόγος του είχε την πληρότητα του φιλοσοφημένου γκουρού και τη σαφήνεια του θετικού επιστήμονα –διδάκτορας εφαρμοσμένων μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, βλέπεις. Οι τελευταίες αμφιβολίες του Αλέξανδρου πήγαν περίπατο και το απόγευμα πήγε για τρέξιμο.
Η τρίτη και τελευταία συνεδρία έγινε περισσότερο για εμψύχωση παρά για θεραπεία. Ο Wan είχε μπει σε κλίμα Μαραθωνίου κι ευχόταν να ταξίδευε κι εκείνος την επομένη για Αθήνα -να παρευρίσκεται και στην αποθεραπεία. Ο Αλέξανδρος, από την άλλη, μπορούσε πια να κάνει βαθύ κάθισμα χωρίς να πονάει ενώ παράλληλα ήξερε πως είχε αποκτήσει έναν μέντορα ακόμα.
«Τίποτα δεν έχει αλλάξει, τίποτα δεν είν’ όπως παλιά», σκέφτηκε χαμογελώντας πικρά καθώς έκανε ζέσταμα στον οικείο, πολύβουο χώρο της αφετηρίας δίπλα στον Δημήτρη.
Το γόνατο συμπεριφέρθηκε άψογα σ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα κι η προσδοκία ήταν να τερματίσουν επιτέλους μαζί. Δεν ήταν γραφτό… Οι κράμπες φάνηκαν πολύ νωρίς. Ήδη στο δέκατο χιλιόμετρο ο Αλέξανδρος αισθανόταν πόνους λες κι είχε φάει γροθιά στην πλάτη και την κοιλιά –πόνους που του ’φερναν δάκρυα. Ίσως να ’φταιγε το jet lag από τη χθεσινή πτήση, ίσως πάλι να τον αφυδάτωσαν οι εικοσιπέντε βαθμοί της Νοεμβριανής αθηναϊκής λιακάδας· οι προπονήσεις του είχαν όλες γίνει στους δεκατρείς συννεφιασμένους βαθμούς του Μάντσεστερ.
Με κάμψη του κορμιού σε τακτά χρονικά διαστήματα κατάφερνε ν’ ανακουφίζει τους πόνους της πλάτης, μα οι πόνοι στη κοιλιά δεν ήταν διαχειρίσιμοι· δεν είχε, βλέπεις, τη δυνατότητα να κάνει διάταση κι οι μυς φορτίζονταν όλο περισσότερο. Όταν οι πόνοι γίνονταν ανυπόφοροι καθόταν κάτω, δίπλωνε κι αγκάλιαζε τα πόδια για κάποια δευτερόλεπτα κι έπαιρνε κουράγιο από το μυαλό.
Εκεί ακριβώς… στο εικοστό πέμπτο… στο πιο δύσκολο σημείο της διαδρομής είχαν σοφά επιλέξει να τη στήσουν. «Αλέξανδρε… κοίτα δεξιά… στην οθόνη.» Κάποιο τσιπάκι, στο πίσω μέρος της πινακίδας με τον αριθμό του, είχε ειδοποιήσει τους ανθρώπους της αεροπορικής για την άφιξή του στο συγκεκριμένο σημείο. Στο πλάι του δρόμου ο ψηφιακός πίνακας έγραφε με τεράστια γράμματα: «Αλέξανδρε, η Πενέλοπε σε περιμένει στο τέρμα». Κι αμέσως η φιγούρα της φίλης –ένα γέλιο ολόκληρη- γέμισε το πλάνο. Έστελνε πεταχτά φιλιά κι έκανε πως τρέχει μαζί του. Η τυχερή Πενέλοπε! Την είχε ολότελα ξεχάσει. Μα κι εκείνη… να μην πει λέξη! Η Πενέλοπε! Ουρανόσταλτη ένεση αδρεναλίνης! Καμία κράμπα δεν θα μπορούσε πια να τον εμποδίσει να φτάσει στο τέρμα. Όρμησε μπροστά με φρέσκια ψυχολογία, συνειδητοποιώντας πως, πάνω στην αναμπουμπούλα, είχε χαθεί με τον Δημήτρη.
Οι κράμπες δεν διαφοροποιήθηκαν στο ελάχιστο μα ο Αλέξανδρος είχε πάθει ανοσία και συνέχισε να καταπίνει αμάσητα τα χιλιόμετρα. Έπρεπε όμως να πιάσει την κατηφόρα για να σιγουρευτεί πως τα ’χε καταφέρει. Στη Φειδιππίδου τηλεφώνησε στους γονείς. Σε ποιο ακριβώς σημείο του σταδίου στέκονταν;
Ο πατέρας, όρθιος πάνω στις κερκίδες με τα χέρια ψηλά, ήταν η πρώτη εικόνα που είδε μπαίνοντας στο καλλιμάρμαρο. Ύστερα η χαρά ήρθε τσουνάμι. Η συνάντηση με την Πενέλοπε μπροστά στις κάμερες, (φτωχά λόγια για να εκφράσουν την έκπληξη και τη χαρά), αγκαλιές, φιλιά. Κόσμος που είχε έλθει να τον καμαρώσει: ξαδέλφια, συμμαθητές, συμφοιτητές, φίλοι… Η ανταμοιβή του πολεμιστή. Όλη η παρέα –πλην του Δημήτρη που δεν χωρούσε εκεί- για καφέ στην παραλιακή και στη συνέχεια μεσημεριανό σε πιο στενό κύκλο.
Χαρές που όσο πιο ταπεινές, τόσο πιο ακριβές. Και κουβέντες πολλές. Που περιστρέφονταν μονοθεματικά στον αγώνα έτσι όπως τον έζησε ο καθένας. Η μητέρα που ’λεγε και ξανάλεγε πως αναρίγησε όταν τον είδε να προβάλει σαν τον άνεμο στην είσοδο του σταδίου. Και που έριχνε κρυφές, εξεταστικές -και εντέλει επιδοκιμαστικές- ματιές στην Πενέλοπε. (Το παλιόπαιδο! Να μας το κρατάει κρυφό! Τέτοιο κορίτσι!) Η ίδια η Πενέλοπε που δεν κουραζόταν να περιγράφει ξανά και ξανά πως αισθάνθηκε σαν VIP όταν είδε στην πύλη εξόδου του αεροδρομίου την υπάλληλο με τ’ όνομά της γραμμένο στο πλακάτ και την κάμερα στραμμένη πάνω της. Και πως έγινε λίγο ηθοποιός στα γυρίσματα για το βιντεάκι που θα εμψύχωνε τον φίλο της. Προπάντων όμως ο πατέρας. Ο ελάχιστα διαχυτικός πατέρας που συνήθως αφήνει τη χαρά να φουσκώνει σαν προζύμι μέσα του χωρίς να την αφήνει να εκδηλωθεί, να γίνει ψωμί και να ταΐσει τον φυσικό της αποδέκτη. Μα σήμερα ξεθαρρεύτηκε και την άφησε την κουβέντα να χυθεί ψιθυριστά στ’ αυτί του Αλέξανδρου. «Κάτσε κοντά μου να σε μυρίσω. Πόσο μου ’χει λείψει αυτή η μυρωδιά!»
Η μέρα τελειωμό δεν είχε. Αργά το βράδυ πήραν τον δρόμο για την κοντινή επαρχιακή πόλη. Η Πενέλοπε προτίμησε τη φιλοξενία στο πατρικό του Αλέξανδρου παρά μια δεύτερη διανυκτέρευση στο ξενοδοχείο. Οι γονείς αποσύρθηκαν διακριτικά κι οι δυο τους έμειναν στο τζάκι μέχρι αργά, κουβεντιάζοντας, πριν πάνε για ύπνο. Κι όταν τον πήρε ο ύπνος τον Αλέξανδρο, ήταν ένας ύπνος μονοκόμματος, δίχως όνειρα. Ο ύπνος του ανθρώπου που ξέρει να νικάει αποστάσεις.
Το κείμενο αυτό περιέχεται στο βιβλίο της Ρένας Ραψομανίκη "Εκείνη κι Εκείνος" που διατίθεται εδώ:
Το κείμενο αυτό περιέχεται στο βιβλίο της Ρένας Ραψομανίκη "Εκείνη κι Εκείνος" που διατίθεται εδώ: