Όσο υπάρχουν
πλούσιοι, τίποτε
δεν μπορούν να κάνουν οι φτωχοί.
Μαξίμ Γκόρκι
Γράφει ο συνεργάτης της Efenpress Γιώργος Μακρίδης*
Τον πατέρα μου δεν τον θυμάμαι. Τον χάσαμε σ’ ένα μπλόκο των
Γερμανών, λίγο πριν απ’ την απελευθέρωση. Έτσι η μάνα μου, οι δυο πιο μικρές
από μένα αδελφάδες μου κι εγώ μείναμε απροστάτευτοι.
Νοικιάζαμε ένα δωματιάκι
στην αυλή ενός προσφυγικού κι όλα ήταν εκεί μέσα: ένα μεγάλο προχειροφτιαγμένο
ξύλινο κρεβάτι, με μπόλικους κοριούς, η κουζίνα μα και το αποχωρητήριο. Το
παραθυράκι του δωματίου ήταν πιο μικρό κι απ’ τις θυρίδες των ταμείων των
σινεμά ή των θεάτρων. Και ήταν τόσο μικρό το δωμάτιο, που απ’ τις ανάσες τόσων
ψυχών οι τοίχοι δάκρυζαν. Λες και μας λυπόντουσαν.
Η μάνα μου έγινε
πλύστρα, αλλά δεν καλοπληρωνόταν. Το επάγγελμα δεν ήταν κατοχυρωμένο και το μεροκάματο
καθοριζόταν ανάλογα με την προσφορά και την ζήτηση. Ναι, αλλά οι πλύστρες ήταν
τάγματα ολάκερα μες στην προσφυγιά και οι πλουσιοκυρίες της έδιναν ό,τι είχαν
ευχαρίστηση.
Θυμάμαι, πως απ’
τα πολλά τα σαπούνια και τις χλωρίνες, τα νύχια της μάνας μου ήταν καταφαγωμένα
και κάπως στραβοφύτρωναν. Επίσης, τα κρέατα των χεριών της ήταν κατακόκκινα και
πρησμένα, απ’ τα ζεματιστά νερά. Πάντως, σε γενικές γραμμές, η μάνα μου, ήταν
καλή κι αγαθή. Το χαμόγελο το είχε για ψωμοτύρι και το μοίραζε απλόχερα, πέρα
δώθε. Επίσης διατηρούσε την ηρεμία της ακόμα κι όταν ο συνομιλητής της φώναζε
και χειρονομούσε. Μα ακόμα κι όταν την έβριζαν – στην προσφυγογειτονιά οι
τσακωμοί έδιναν κι έπαιρναν – δεν πειραζόταν. Και κάτι άλλο: σχεδόν απεχθανόταν
το κουτσομπολιό. Για το νόστιμο, λοιπόν, χαραχτήρα, την υπευθυνότητα και την
εργατικότητά της οι γριούλες της γειτονιάς έλεγαν:
- Αυτή η γυναίκα
κάποτε θ’ αγιάσει.
****
Μόλις μπήκα στο
δημοτικό άρχισα να κυνηγάω με μανία το χρήμα. Όλα ζητούσαν λεφτά: τ’ ανήλιαστο
δωματιάκι, οι κοριοί, η λεκάνη του αποχωρητηρίου που ήταν δίπλα στο προσκέφαλό
μου, τα νύχια της μάνας μου και οι αδελφούλες μου. Ώρες – ώρες θαρρούσα πως όλα
αυτά, πατώντας τις φωνές, μου έλεγαν:
- Δούλεψε
τεμπέλη! Λεφτά, θέλουμε πολλά λεφτά!
Στην αρχή έκανα
θελήματα. Ήξερα τις ανάγκες που είχαν όλες οι γριούλες της γειτονιάς, κι όλο
και κάτι έβγαζα κάνοντας τα ψώνια τους. Έκανα ένα σωρό πονηριές, που δεν
ταίριαζαν με την ηλικία μου, για να τα φέρω βόλτα. Παραμόνευα τις γριούλες κι
όταν τις έβλεπα να έρχονται απ’ την αγορά κρατώντας καμιά βαριά τσάντα, ή
δίχτυ, έτρεχα να τις βοηθήσω, και μαζί με τις ευχές... μου έδιναν και καμιά
δεκάρα. Έτσι, με την καλή μου την καρδιά..., οι πελάτες μου αυγάταιναν.
Με τον καιρό,
μεγαλώνοντας, επέκτεινα τις δραστηριότητές μου πηγαίνοντας στην αγορά της
Καλλιθέας. Εκεί πια βουτήχτηκα στο χρήμα, κάνοντας διάφορες αγγαρείες στους
μικρομαγαζάτορες, ξέροντας τις ανάγκες που είχε ο καθένας. Τους πλήρωνα τους
τραπεζικούς κι άλλους λογαριασμούς, τους καθάριζα τις αυλές και τις αποθήκες
και μέχρι που ασβέστωνα και τις ταράτσες των μαγαζιών και των σπιτιών τους, τα
καλοκαίρια, για λίγη δροσιά.
****
Στο σκολειό ποτέ
δεν είχα βιβλία και τετράδια. Το μόνο που κουβαλούσα μαζί μου ήταν ένα μολύβι
κι ένα χασαπόχαρτο, διπλωμένο στα τέσσερα. Το βιβλίο μου ήταν το στόμα του
δάσκαλου, και στα διαλείμματα έριχνα καμιά ματιά στα βιβλία των συμμαθητών μου.
Παρόλα αυτά ήμουν ο πρώτος μαθητής, ανάμεσα βέβαια σε ταλαιπωρημένα
προσφυγόπουλα. Μάλιστα, επειδή δεν έγραφα σχεδόν ποτέ – δεν είχα ούτε το
κονδύλι και την πλάκα, στην πρώτη δημοτικού – δεν ήξερα να γράφω. Χμ… Όταν πήγα
στο νυχτερινό γυμνάσιο, ήμουν είκοσι χρονών κι έγραφα λες και ήμουν μαθητής της
τρίτης δημοτικού…
Πάντως, όλα τα
μαθήματα μου φαίνονταν παιχνιδάκια – σκέτες κοροϊδίες – και τα βαριόμουν.
Βέβαια, πολλές φορές άκουγα που έλεγαν οι γείτονες, οι δάσκαλοι και οι
επιθεωρητές πως είχα πρόωρη πνευματική ανάπτυξη. Τίποτε το παράξενο. Αυτό
φαινόταν κι απ’ τις παρέες μου. Δεν έβρισκα νοστιμιά στις κουβέντες και τα
παιχνίδια των παιδιών της ηλικίας μου. Οι καλύτεροι φίλοι μου, εκείνης της
εποχής, με περνούσαν είκοσι μ’ ακόμα και τριάντα χρόνια. Όλο γυρόφερνα τους
μεγάλους πρώτα για ν’ ακούω καμιά κουβέντα της προκοπής κι έπειτα να λεω κι εγώ
κάτι, βγάζοντας αυτά που είχα μέσα μου: αυτά που μου φόρτωσε η πρόωρη ανάπτυξη.
Λοιπόν, σε
γενικές γραμμές, νόμιζα πως ήμουν ένα ευτυχισμένο παιδί. Είχα δυνάμεις, που μ’
έκαναν να μη φοβάμαι καθόλου τη ζωή. Έμπαινα μες στα όλα, γιομάτος θάρρος κι
ενεργητικότητα. Αργότερα, βέβαια, κατάλαβα πως έκανα μια στερημένη παιδική ζωή.
Από πολύ μικρός, δηλαδή, άντρεψα – γι’ αυτό έφταιγε η πρόωρη ανάπτυξή μου
- μπαίνοντας μες στην ψευτιά και την
υποκρισία της καταναλωτικής κοινωνίας, χωρίς να περάσω απ’ το στάδιο της
ανέμελης παιδικής ζωής κι αθωότητας. Και τα παράξενα εκείνα καμώματά μου τα
πλήρωσα και με το παραπάνω, όταν πια μεγάλωσα, σμπαραλιάζοντας τα νεύρα μου. Κι
αυτό γιατί, δεν μπόρεσα να καταλάβω την πρόωρη ανάπτυξή μου. Άλλοτε τα έβαζα με
τους μεγάλους, νομίζοντας πως με αδικούσαν, κι άλλοτε με τον εαυτό μου, αρχίζοντας
να πιστεύω πως είχα πάνω μου αρρώστιες και παραξενιές. Πέρασαν δεκαετίες για να
μάθω πως τα παιδιά αυτής της κατηγορίας έχουν προβλήματα επικοινωνίας με τους
μεγάλους. Αυτό το έμαθα εντελώς τυχαία κουβεντιάζοντας με μια φιλόλογο, εδώ
στην Αυστραλία. Αρκετές φορές κουβέντιασα μαζί της και μια μέρα μου είπε:
- Εσύ, όταν
ήσουν μικρός, είχες προβλήματα επικοινωνίας με τους μεγάλους. Έτσι δεν είναι;
- Ναι και πολλά
μάλιστα. Σχεδόν τους μισούσα.
- Είχες πρόωρη
πνευματική ανάπτυξη.
Από τότε, έστω
κι αργά, κάπως έχω καλμάρει. Μ’ έβλαψε, λοιπόν, τ’ απότομο ανακάτωμά μου με
τους μεγάλους και τις πονηριές τους. Ίσως πάλι να με γονάτισαν οι υπεράνθρωπες
προσπάθειές μου. Ναι, έβαζα τα δυνατά μου να καλυτερέψω της ζωή μου, βοηθώντας
και την οικογένεια, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Οι ανάγκες ήταν πολλές και τα λεφτά
που έβγαζα λίγα.
****
Το πρώτο επίσημο
επάγγελμά μου ήταν κουλουρτζής. Ήμουν τότε στην Πέμπτη Τάξη του Δημοτικού.
Πιάνοντας κουβέντα με τους κουλουράδες, που έρχονταν στο σκολειό, τα έμαθα όλα
γύρω απ’ το επάγγελμα. Εκείνο που με τράβηξε περισσότερο ήταν, πως, δούλευαν με
κέρδος εκατό στα εκατό. Έπαιρναν, δηλαδή, το κουλούρι πέντε δεκάρες και το
πουλούσαν μια δραχμή. Πολύ με βοήθησε ο μπάρμπα Μιχελής, μαθαίνοντάς μου όλα τα
κόλπα της δουλειάς. Ήταν κρητικός κι επειδή συνέχεια τον ρωτούσα, μια μέρα μου
είπε:
- Ωρέ κοπελάτσι,
δεν μπορείς να κάνεις τη δική μας δουλειά, πηγαίνοντας πέρα δώθε, αφού έχεις το
σκολειό σου. Εσύ πρέπει να πηγαίνεις στο σταθμό του ηλεκτρικού τρένου, απ’ τα
χαράματα, κι όσα πιάσεις μέχρι την ώρα του σκολειού σου.
Έτσι κι έγινε.
Πάντοτε θυμάμαι με συγκίνηση τον Νικόλα, το ξυλουργό, που μου έφτιαξε, τζάμπα
βέβαια, το κασελάκι και το τρίποδο.
Ο Νικόλας ήταν
αδελφικός μου φίλος κι ας ήταν σαράντα χρονών. Νομίζω, πως με κάτι τέτοια
μικροδοσίματα δένονται και γερές φιλίες. Πώς άρχισα καλές φιλίες με διάφορους
επαγγελματίες; Τις ελεύθερες ώρες μου πήγαινα στα διάφορα μαγαζιά και
κουβέντιαζα με τους μεγάλους. Είχα καταλάβει πως τους άρεσε η συντροφιά μου.
Παραξενεύονταν με τα καμώματά μου. Πως δηλαδή μωρό παιδί ήξερα τόσα πολλά και
πως είχα και σωστή κρίση.
Ας πούμε,
λοιπόν, πως ήμουν στο μαγαζί ενός ξυλουργού – ράφτη, σιδερά – και τον άκουγα να
λεει:
- Ρε γαμώτο
πρέπει να πάω στην τράπεζα να πληρώσω ένα γραμμάτιο.
Κι εγώ του
έλεγα, χωρίς να έχω τίποτε πονηρά στο νου μου. Δηλαδή, να περιμένω κάτι απ’
αυτόν:
- Και γιατί ν’
αφήσεις τη δουλειά σου; Θα πάω εγώ.
Ναι.., αλλά κι
εγώ όταν ζητούσα κάτι απ’ αυτούς μου έλεγαν:
- Ό, τι θέλει το
παιδί!
Λοιπόν, εγώ
ήθελα να στηρίζω την τάβλα στο κεφάλι, αλλά ο Νικόλας μ’ αποπήρε λέγοντάς μου:
- Αυτοί που
ισορροπούν την τάβλα στο κεφάλι είναι μεγάλοι. Εσύ θα τα μουσκέψεις. Θα σου
φτιάξω ένα κασελάκι και μ’ ένα λουρί και θα το κρεμάσεις απ’ το λαιμό. Και για
να μην πονάει ο σβέρκος σου, θα σου φτιάξω κι ένα φορητό τετράποδο. Θ’ ακουμπάς
πάνω σ’ αυτό το κασελάκι, όταν την αράζεις κάπου.
Αφού τα ετοίμασε
όλα, στο τσάκα - τσάκα, ο καλός μου φίλος, μου είπε βάζοντας τα γέλια:
- Χε, χε, χε...
Θα τα έβαφα όλα κόκκινα, γαμώτο του,
αλλά θα σε κυνηγάνε οι μπασκίνες. Θέλοντας και μη θα σου τα βάψω πράσινα.
Έτσι, συστήματος θέλοντος και μαραγκού μη
θέλοντος όλα έγιναν πράσινα. Δυο λόγια για το βάψιμο. Εγώ μη θέλοντας να τον
κουράσω αλλά κι επιβαρύνω οικονομικά – η μπογιά δεν κόστιζε; - του είπα:
- Έλα, ρε
Νικόλα. Τι χρειάζονται τώρα τα βαψίματα;
Αυτός όμως μ’
αποπήρε λέγοντάς μου:
- Δε θα πουλάς
παλιοσίδερα, αλλά κουλούρια. Το βαμμένο κασελάκι, θα τραβάει κόσμο.
Ε..., οι γερές
φιλίες δεν είναι χαρούπια.... Πήγα, λοιπόν, στο σπίτι, με τα εργαλεία μου και
βλέποντάς τα η μάνα μου τα έχασε.
- Τι είναι αυτά
πάλι, γιαβρί μου;
- Από αύριο πρωί
θα με σηκώνεις στις πέντε. Θα πηγαίνω στο σταθμό του ηλεκτρικού τρένου και θα πουλάω κουλούρια.
- Όχι, πουλάκι
μου. Δεν είναι η σειρά σου. Έχεις και το σκολειό σου, μου ’πε βουρκωμένη.
- Αν δε με
σηκώσεις, θα φύγω απ’ το σπίτι. Και ποιος σους είπε πως θ’ παρατήσω το σχολείο;
της είπα.
Η μάνα μου δε
μου πολυτράβαγε τα λουριά. Το ήξερε πως δεν την άκουγα πια. Μ’ έπνιγε η μιζέρια
και φουρκιζόμουν που μας λυπόντουσαν και οι γείτονες. Είχα σιγουρευτεί πως οι
λύπες των περισσοτέρων ήταν κούφια
φουντούκια. Έλα, όμως, που δεν είχα σιρμαγιά. Χρειαζόμουν πενήντα δραχμές για
τα πρώτα εκατό κουλούρια. Πουλώντας αυτά θα κέρδιζα άλλες πενήντα δραχμές, όπως
μου είχε πει ο Μιχελής. Σκέφτηκα να ζητήσω πίστωση, μερικών ωρών, απ’ τον
πόντιο φούρναρη της γειτονιάς. Ένα σωρό αγγαρείες του έκανα και πάντοτε με
πλήρωνε... με παχιά λόγια.
- Λελέβωσε,
πούλοπό μ’ (να σε χαρώ πουλάκι μου). Εσύ είσαι λεβέντης και δικό μας παιδί. Γι’
αυτό σ’ αγαπάω, μου έλεγε κάθε φορά που του έκανα καμιά αγγαρεία, αντί να μου
δώσει κάνα δίφραγκο.
Απ’ το βράδυ,
λοιπόν, πήγα και τον βρήκα.
- Κυρ Ανέστη, θα
μου δώσεις εκατό κουλούρια βερεσέ, μόνο για λίγες ώρες. Θα πάω στον σταθμό και
μόλις τα ξεπουλήσω θα σου φέρω το πενηντάρι.
- Α, να χαθείς
σκατουλάκι, που θέλεις κι εμπόρια, μου είπε κοροϊδευτικά.
Τόσο πολύ
πειράχτηκα, που μέχρι που αφήσαμε την Καλλιθέα, δεν ξαναπήγα στο μαγαζί του.
Περπατούσα πάνω από ένα χιλιόμετρο για να πάρω το ψωμί του σπιτιού απ’ άλλο
φούρνο. Πάντως αυτός κάπως με ξύπνησε, αφού ο “λεβέντης και το δικό μας το
παιδί”, μονομιάς έγινε “σκατουλάκι”. Από τότε έβαλα στη μαύρη λίστα μου, όλους
τους γαλίφηδες. Όταν αρχίζανε τα δικά τους:
- Εσύ είσαι τεμέτερον
μωρόν - δικό μας παιδί -..., εγώ έλεγα μέσα μου:
- Λέγε τι θέλεις
και πόσα δίνεις.
Την επόμενη
μέρα, λοιπόν, δεν μπόρεσα να πάω στο σταθμό. Η υπόθεση κουλουροπούλημα κόλλησε
στις πενήντα δραχμές. Πήγα κανονικά στο σκολειό και στο διάλειμμα το
κουβέντιασα το πράγμα με το Μιχελή, που μου είπε:
- Και γιατί δεν
το έλεγες σε μένα; Να μη ζητάς παράδες απ’ αυτούς που έχουν. Αν τα έδιναν απ’
εδώ κι απ’ εκεί, δε θα ήταν πλούσιοι. Μα ρε κοπέλι δε μου λείπουν και οι
πενήντα δραχμές. Ύστερα, δε χρειάζεσαι παράδες. Θα σε πάω στο δικό μου
φούρναρη.
Μετά το σκολειό,
πήγαμε στο φούρνο. Τ’ αφεντικό ήταν ένας κοντόχοντρος κι ανοιχτόκαρδος
νησιώτης. Το επίθετό του ήταν Γλυκός και ήταν γλυκός, μα την αλήθεια, σ’ όλα
του.
- Μη χολοσκάς
λεβεντόπαιδο. Θα σου δώσω όση πίστωση θέλεις, και δε θα με ξοφλήσεις μονομιάς.
Για τα πρώτα κουλούρια, θα μου δίνεις δέκα δραχμές τη βδομάδα. Ε, αφού θα
δουλεύεις, να μην έχεις και μια δεκάρα στην τσέπη σου; μου είπε χαμογελώντας.
Σηκωνόμουν,
λοιπόν, στις πέντε παρά τέταρτο το πρωί, έξι μέρες τη βδομάδα, και πήγαινα στο
σταθμό του ηλεκτρικού τρένου, για μερικές ώρες και μετά πήγαινα στο σκολειό
μου, με τα εργαλεία της δουλειάς, που τ’ άφηνα στην καθαρίστρια. Υπήρχε, όμως,
ένα πρόβλημα: τα περισσεύματα. Αυτά δεν τα έπαιρνε πίσω ο φούρνος. Κι εδώ με
βοήθησε ο μπάρμπα Μιχελής, που μου έπαιρνε όλα τα κουλούρια που μου περίσσευαν,
σε τιμή κόστους. Χωρίς αυτόν δε θα μπορούσα να συνεχίσω – μερικές φορές τα περισσεύματα ήταν το
κέρδος μου - και να είμαι και στην ώρα μου στο σκολειό. Θα περίμενα στο σταθμό
μέχρι να ξεπουλήσω, χάνοντας την πρώτη ώρα.
****
Στην Έκτη Τάξη
είχα δάσκαλο τον διευθυντή του σκολειού, τον πατρινό Κωνσταντίνο Καρατζά.
Αυτός, που δεν ήταν καθόλου φορμαλιστής κάπως το έφτιαξε το σκολειό μας. Με το που ανάλαβε το κουμάντο όλα άλλαξαν.
Μέχρι που μας βρήκε και χώρο να παίζουμε. Η αυλή ήταν τόσο μικρή, που καλά –
καλά δε μας χώραγε όταν κάναμε την προσευχή το πρωί, και παίζαμε μες στους
δρόμους. Αρκετούς μαθητές είχαν χτυπήσει τ’ αυτοκίνητα. Ανάμεσά τους ήμουν κι
εγώ. Όταν ήμουν στην Τέταρτη Τάξη, με χτύπησε στο διάλειμμα μια κούρσα και με πέταξε κάπου πέντε μέτρα.
Επειδή, όμως, το λάθος ήταν δικό μου – ή έτσι νόμιζα – σηκώθηκα και το έβαλα
στα πόδια. Δίπλα, λοιπόν, στο σκολειό ήταν ένα μεγάλο οικόπεδο. Μάλιστα η κόρη
του πόντιου ιδιοκτήτη του - η Άννα - ήταν
συμμαθήτριά μου. Τα κανόνισε, λοιπόν, μαζί του ο Καρατζάς και βγάζοντας τα
σύρματα παίζαμε σ’ αυτό το οικόπεδο.
Με την ευκαιρία
θα κάνω δυο κουβέντες, για τ’ απαράδεχτα της προσευχής. Λοιπόν, ήμασταν καμιά
διακοσαριά ορθοδοξάκια. Σάματις μας ρώτησαν, αν το θέλαμε; Με το που γεννιέσαι
σου κοτσάρουν μια στάμπα... κι όποιον πάρει ο χάρος. Είχαμε, όμως, και καμιά
δεκαπενταριά παιδιά – αγόρια και κορίτσια – που δεν ήταν ορθόδοξοι. Ίσως να
ήταν καθολικοί, ή μουσουλμάνοι, ή αρμένιδες. Ε, λοιπόν, τα παιδιά αυτά
στέκονταν σε μια γωνιά κι εμείς τους ρίχναμε κάτι άγριες, ή περιφρονητικές
ματιές, λες και ήταν χολεριασμένα. (Μα δεν είχαμε τις ίδιες σαχλαμάρες, με την
προσευχή και στον στρατό; Κοτζάμ άντρες μας υποχρέωναν να κάνουμε το σταυρό
μας. Και να έχεις δίπλα σου ένα μουσουλμάνο, ή εβραίο, ή καθολικό, που να μην
ξέρει τι να κάνει...). Είμαι βέβαιος πως αυτά τα παιδιά που είναι στην ηλικία
μου πια, έχουν κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα. Το παιδί έρχεται κι αγριεύει όταν το
τσαλαπατάς – περιφρονείς, ή εκμεταλλεύεσαι – κι άντε μετά, όταν μεγαλώσει, να
το κάνεις ζάφτι.
Ε, λοιπόν, όταν
έγινε διευθυντής ο Καρατζάς, απ’ την πρώτη κιόλας μέρα, τα παιδιά αυτά μας
περίμεναν μες στις τάξεις. Γιατί δεν το έκαναν αυτό οι άλλοι διευθυντές, πριν
απ’ τον Καρατζά; Απλά, γιατί ήταν χαραμοφάηδες.
Επίσης, αν κι ο
Καρατζάς, όξω απ’ την τάξη αρπαζόταν εύκολα, την ώρα του μαθήματος ήταν άψογος.
Ήταν ταμάμ για δάσκαλος. Πάντοτε μιλούσε ήρεμα, αργά και τονισμένα,
ξεχωρίζοντας τη μια λέξη απ’ την άλλη, και σχεδόν ηδονιζόταν όταν τον
καταλαβαίναμε. Η γυναίκα του, η Ασπασία, που ήταν κι αυτή δασκάλα, με είχε
μαθητή της για δυο χρόνια και μ’ αγαπούσε. Φαίνεται πως είχε μιλήσει στον άντρα
της, που έδεσε μαζί μου γερές φιλίες. Μιλούσα μαζί του λες και ήταν φίλος και
συνομήλικός μου κι ας τα είχε πατημένα τα πενήντα. Ποτέ, όταν ήμασταν μόνοι δεν
τον έλεγα “κύριε”, αλλά “δάσκαλε” και ποτέ δε χρησιμοποιούσα τον πληθυντικό. Δε
χρειάζεται να πω πως γι’ αυτό έφταιγε η πρόωρη ανάπτυξή μου. Ναι, έπαιρνα τον
εαυτό μου για μεγάλο στην ηλικία.
Πάντως, ο Καρατζάς, μαζί με μερικούς άλλους, κατάλαβε την
πρόωρη ανάπτυξή μου και προσπάθησε να με βοηθήσει. Μάλιστα, επειδή ήταν άτεκνος
ήθελε να με υιοθετήσει. Ασφαλώς την υιοθεσία την είχε αποφασίσει η γυναίκα του.
Μια μέρα αφού σχολάσαμε κι έφυγαν οι μαθητές και οι δάσκαλοι, με πήρε στο
γραφείο του και μου είπε:
- Πέτρο, είσαι
μικρός αλλά κόβει το μυαλό σου. Τι θα έλεγες αν σε παίρναμε στο σπίτι; Θα σε
μεγαλώσουμε, θα σε σπουδάσουμε κι εσύ θα μας δώσεις λίγη χαρά στα γερατειά μας.
Χρήματα δε θα χρειαστούμε. Οι δυο συντάξεις θα μας φτάσουν.
- Τώρα, δάσκαλε,
είναι πολύ αργά, του είπα εγώ ο μικρομέγαλος.
- Μα γιατί;
- Γιατί έχω
μάθει στην αλητεία... και δεν κάνω σε σπίτι της προκοπής.
Ο καλός μου ο
δάσκαλος βγήκε στο μπαλκόνι του γραφείου του κι έκανε πως σκούπιζε τη μύτη του,
για να μη δω τα βουρκώματά του.
Ε, έκανα κι
αλήτη τον εαυτό μου, για να σταματήσει η κουβέντα. Βέβαια, κανονικά, αφού άλλα
είχα στο νου μου – τη μάνα και τις αδελφάδες μου - θα έπρεπε να του πω:
- Ναι, δέχομαι,
αλλά μόνο αν υιοθετήσεις, μαζί μ’ εμένα και τη μάνα μου μα και τα κορίτσια. .
****
Στα μέσα του Γενάρη μας ήρθε μια μαθήτρια απ’ την
επαρχία, η Ελβίνα Μαριανού. Λέγανε πως ο πατέρας της ήταν πλούσιος. Είχε ένα
εργοστάσιο παρασκευής γλυκισμάτων στην επαρχία του κι έφτιαξε κι άλλο ένα στην
Αθήνα. Επειδή, όμως, δεν του άρεσαν τα ιδιωτικά σκολειά, έφερε την κόρη του στο
δικό μας τ’ αχούρι. Τέτοιο ήταν. Στην αίθουσα της τελευταίας τάξης, που δε
χωρούσε πάνω από είκοσι πέντε παιδιά ήμασταν παστωμένα κάπου σαράντα.
Καθόμασταν μέχρι και τρεις στο κάθε θρανίο, χορταίνοντας την καλομοιρασιά...
της ψείρας και των κοριών. Μάλιστα, όταν είχαμε απαρτία, στο βάθος της
αίθουσας, στέκονταν και μερικοί όρθιοι.
Τα περισσότερα
προσφυγόπουλα ήταν ξυπόλυτα και ρακένδυτα, και ήταν όχι μόνο ψειριασμένα, αλλά
και ψωριασμένα. Ναι, πολλοί, συμμαθητές μου είχαν κάτι στάμπες, κυρίως στο
σβέρκο και τα χέρια - κάτι σα σταφιδιασμένο δέρμα – κατακόκκινες απ’ τις
επαλείψεις ιωδίου. Βέβαια και την ψώρα με ιώδιο τη θεραπεύαμε. Μάλιστα, επειδή
δεν έβλεπα τέτοιες στάμπες στα κορίτσια, νόμιζα πως η ψώρα κυνηγούσε μόνον τους
άντρες. Κι αυτό γιατί τα κορίτσια την έκρυβαν με τα μακριά μαλλιά και τις
μακρομάνικες μπλούζες. Μόνο όταν την
άρπαξε και η μικρή μου αδελφή σιγουρεύτηκα, πως αν όχι τίποτ’ άλλο, η ψώρα
είναι ακριβοδίκαιη...
Η μάνα μου, που
μόνο εμάς είχε στο νου της, αναστατώθηκε με το κακό που βρήκε τη μικρή. Τι
μπορούσε, όμως, να κάνει; Γιατρούς... και νοσοκομεία... δε βλέπαμε. Ευτυχώς,
που είχαμε έναν συμπέθερο απ’ το χωριό – μεγάλη καρδιά – που έγινε γιατρός
πουλώντας βιβλία και κουλούρια. Αυτός ήταν ο γιατρός μας, για πολλά χρόνια.
Η Ελβίνα,
λοιπόν, φάνταζε στα μάτια μας σαν τη
νεράιδα των παραμυθιών. Ναι, ήταν πεντάμορφη, ψηλή και γεροδεμένη, έχοντας και
μια συμμετρία σ’ όλα της και κυρίως στο πρόσωπο. Η μύτη της ήταν λεπτή κι
ομορφοφτιαγμένη, τα μάτια της μεγάλα κι ανοιχτογάλανα και ήταν ασπρόπετση, ή
μάλλον έγερνε και λίγο προς το κόκκινο το βελουδένιο δέρμα της. Εκείνο, όμως,
που τόνιζε ιδιαίτερα την ομορφιά της ήταν τα κατάξανθα, χρυσαφένια μαλλιά της,
που έπεφταν στραφτουλίζοντας πάνω στις γερές πλάτες της. Κοντολογίς, απ’ την
πρώτη κιόλας μέρα είχε γίνει η πριγκιπέσσα της τάξης, κλέβοντας την παράσταση
σ’ όλες τις περιστάσεις, έχοντας βέβαια και το θάρρος, ή μάλλον το θράσος που
έχουν οι πλούσιοι. Ε, κι εγώ δεν έχανα την ευκαιρία να κρυφοκαμαρώνω την εξαίσια
ομορφιά της μα κι εκείνη την αεράτη και λικνιστική περπατησιά της.
Η Ελβίνα φορούσε
την καθιερωμένη για τα σκολειά μπλε ποδιά, από ακριβό ύφασμα, με το γνωστό
άσπρο πλαστικό γιακά. Οι άλλες μαθήτριες δεν ήξεραν από τέτοια. Επίσης, κάθε
πρωί άπλωνε πάνω στο θρανίο της μια κάτασπρη πετσέτα. Εκεί έβαζε όλα τα
χρειαζούμενά της: διαβήτες, μολύβια, χάρακες, βιβλία και τετράδια. Παρόλη, την
ομορφιά της, λοιπόν, γι’ αυτές τις προκλήσεις της – τι χρειάζονταν οι διαβήτες
και οι χάρακες, ας πούμε, την ώρα της ιστορίας; - απ’ την αρχή κιόλας δεν τη
χώνεψα και τόσο, βάζοντάς την στην μπούκα του κανονιού μου. Η μήπως δεν ήταν
πρόκληση η άσπρη πετσέτα; Δε θα ήταν πιο σωστό, αν δεν της άρεσε το σκολειό
μας, να πήγαινε κάπου αλλού; Για τα καμώματά της, λοιπόν, ποτέ δεν άφηνα ένα
λάθος της να περάσει έτσι. Πάντοτε της ριχνόμουν, όταν σηκωνόταν για μάθημα.
- Η Μαριανού
κάνει λάθος, κύριε, έλεγα πατώντας τις φωνές, νομίζοντας, καλώς ή κακώς, πως
έτσι υπερασπιζόμουν τις άλλες μαθήτριες, που δεν είχαν τα δικά της πλούτη.
Πάντως, η
Ελβίνα, ερχόταν πάντοτε διαβασμένη, έχοντας χρόνο για διάβασμα αλλά και βιβλία.
Οι περισσότεροι μαθητές, μα και οι μαθήτριες, έκαναν τουρισμό. Δεν είχαν
τσάντες, βιβλία και τετράδια. Ύστερα, τη βοηθούσε κι ο αέρας της σιγουριάς, που
έχουν οι πλούσιοι. Έλα, όμως, που όσο κι αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να τα
βάλει μαζί μου. Βρισκόταν πολύ πιο πίσω από μένα, ιδιαίτερα στα μαθηματικά και
τη φυσική. Τα παιδιά που έχουν πρόωρη πνευματική ανάπτυξη, σ’ αυτά τα μαθήματα
τα καταφέρνουν περισσότερο. Επίσης υστερούσε τρομερά και στις ερωτήσεις κρίσης.
Παρατήρησα, όμως, πως ποτέ δεν πειραζόταν όταν τη διόρθωνα ή συμπλήρωνα εγώ,
ενώ ντρεπόταν και κατακοκκίνιζε το πρόσωπό της, όταν τη διόρθωναν οι άλλοι
μαθητές, μ’ ακόμα κι ο δάσκαλος.
Θυμάμαι, μάλιστα
πως μια μέρα μας ήρθε ο επιθεωρητής και μας έδωσε ένα, τάχατες, δύσκολο
πρόβλημα πραχτικής αριθμητικής. Μάλιστα ήθελε να μας το ξαναπεί.
- Μη βιάζεστε
παιδιά. Θα σας το πω ακόμα μια φορά.
Μα εγώ με το που
άρχισε να μας το λεει την πρώτη φορά, το είχα κιόλας λύσει και σήκωσα το χέρι
μου. Κατάλαβα, όμως, πως ο Καρατζάς είπε στον επιθεωρητή να μ’ αφήσει
τελευταίο. Μόνο εγώ είχα σηκώσει το χέρι μου και με το που του είπε κάτι στ’
αυτί ο δάσκαλος μου, ο επιθεωρητής γύρισε απότομα το κεφάλι και με κοίταξε.
Ρώτησε, πολλούς μαθητές, λοιπόν, αλλά τίποτε. Η Ελβίνα, όταν ήρθε η σειρά της,
κάτι πήγε να πει, αλλά δεν μπόρεσε να φτάσει στο τέλος.
- Εσύ, παιδί
μου, τι λες; Είναι σωστή η συμμαθήτριά σου; μου είπε ο επιθεωρητής.
- Όχι, κύριε! Η
Μαριανού κάνει λάθος!
- Α, έτσι... Εσύ
λοιπόν τι λες;
Εγώ του έδωσα τα
σωστά νούμερα, που όμως δεν τον ικανοποίησαν.
- Πολύ σωστά,
Θέλω, όμως, να μας τα πεις ξανά, στον πίνακα, με την υπομονή σου, κάνοντας και
τη σκέψη, που απαιτεί η πραχτική αριθμητική.
Έτσι έγινε και
γέμισα τον πίνακα, δικαιολογώντας και την κάθε πράξη που έκανα.
- Μα όχι μόνο το
έλυσες ολόσωστα, αλλά έκανες μόνο τέσσερις πράξεις, ενώ εγώ νόμιζα πως
χρειάζονταν πέντε. Χε, χε, χε... Ξέρετε, παιδιά, δεν είμαι μαθηματικός.
Κι αυτός ο
επιθεωρητής, όπως κι ένας άλλος, όταν ήμουν στην πέμπτη τάξη, με πήρε στο
γραφείο, για να μου πει πως δεν έπρεπε να σταματήσω τα γράμματα... και τόσα
άλλα, λες κι όλα αυτά εξαρτιόντουσαν από μένα.
Πάντως, ενώ τ’
άλλα παιδιά κάπως πειράχτηκαν, για τα συγχαρητήρια που εισέπραξα, απ’ τον
επιθεωρητή, η Ελβίνα ήταν καταχαρούμενη. Κοιταχτήκαμε στα μάτια για μια στιγμή.
Τα γατίσια καταγάλανα μάτια της παιχνίδιζαν από χαρά. Μα κι εγώ πειραζόμουν
όταν διόρθωναν τα λάθη μου οι άλλοι μαθητές. Όταν, όμως, το έκανε η Ελβίνα,
έλεγα μέσα μου:
- Εσύ, γιαβρουλάκι
μου διόρθωσέ με, όσο τραβάει η ψυχούλα σου...
****
Απ’ την πρώτη
κιόλας μέρα άρχισαν να κάνουν τα κορτάκια τους, στην Ελβίνα, τα ομορφόπαιδα της
τάξης. Αυτή, όμως, ήταν φρούριο απόρθητο. Αντίθετα εμένα με γυρόκλωθε συνέχεια,
αν κι εγώ ούτε που της έδινα σημασία. Ξεχνιόταν και με κοίταζε επίμονα, ή
μάλλον με περιεργαζόταν ακόμα και την ώρα του μαθήματος. Ασφαλώς άρεσε και σε
μένα. Είχα αρχίσει κάπως να σκανδαλίζομαι. Το ερωτικό σκουλήκι, που
λαγοκοιμόταν μέσα μου, με τις προκλήσεις της, άρχισε να με τσιγκλάει. Τα χάλια
μου, όμως, μου έλεγαν πως δεν μπορούσα να φτάσω μέχρι εκεί.
Εγώ ήμουν
ξερακιανός, μαυρόπετσος, “ασκημούλης”, αρκετά κοντός και κάπως βρόμικος, όπως
όλα τα φτωχόπαιδα. Βέβαια, η μάνα μου προσπαθούσε να με κρατήσει καθαρό, αλλά
δεν μπορούσε. Τρεχούμενο νερό δεν είχαμε στο σπίτι, και μπανιαριζόμασταν μέσα
σε σκαφίδι κάθε Σάββατο βράδυ, το καλοκαίρι, με χλιαρό νερό. Το χειμώνα, όμως,
με τις γερές παγωνιές, ξεχνάγαμε κι αυτό το λούσιμο. Γι’ αυτό όταν με πλησίαζε,
η Ελβίνα, και μου άρχιζε τα χαριεντίσματά της, φοβόμουν να σηκώσω τα χέρια μου,
για να μην την πιάσει η μπόχα απ’ τις μασχάλες μου. Είχα και τα χιλιομπαλωμένα
ρούχα μου... Το παντελονάκι μου είχε δυο μπαλώματα ολοστρόγγυλα, στην πίσω
μεριά, μεγαλύτερα κι απ’ τον κώλο μου.
Παρόλα αυτά η
Ελβίνα έκανε ένα σωρό κολπάκια, για να έρχεται κοντά μου. Στα διαλείμματα τα
κανονίζαμε και μέναμε για λίγα λεπτά μόνοι στην τάξη. Αυτή έκανε πως
ταχτοποιούσε τα βιβλία της, περιμένοντας να βγουν απ’ την αίθουσα οι άλλοι
μαθητές, κι εγώ ξέροντας πως θα ερχόταν στο θρανίο μου, τάχατες διάβαζα κάποιο
βιβλίο. Με το που άδειαζε, λοιπόν, η τάξη, ερχόταν κουνιστή και λυγιστή,
έχοντας πάντοτε στα χέρια το βιβλίο της αριθμητικής και μου έλεγε:
- Ξέρεις αυτό το
πρόβλημα δεν το έχω καταλάβει.
Βέβαια, καθόλου
δε μας ενδιέφερε το πρόβλημα. Μονομιάς το ξεχνούσαμε και οι δυο. Κι όπως
γίνεται, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, εγώ άρχιζα τις μικροχειρονομίες, που άρεσαν,
όμως, και στην Ελβίνα. Μόνο, όταν το παράκανα, κατακοκκίνιζε το πρόσωπό της από
ντροπή και μου έλεγε:
- Αυτό να μην το
ξανακάνεις!
- Γιατί;
- Γιατί θα μας
δουν και θα ντραπώ. Θέλεις να με κάνεις να ντρέπομαι;
Πάντως, δυο
φορές που ήρθε πολύ κοντά μου, δεν μπόρεσα να κρατηθώ (ήταν η εποχή της
αδημονίας, έστω και της παιδικής), και μούσκεψα το σώβρακό μου, νιώθοντας βαθιά
την παράξενη γλύκα, που βρίσκεται μεταξύ κούρασης κι ανάπαυσης, ή αγωνίας κι
αγαλλίασης.
****
Τα πολλά σούρτα
– φέρτα της Ελβίνας στο θρανίο μου, έκαναν τα ομορφόπαιδα της τάξης να σκάζουν
από ζήλια κι άρχισα να έχω προβλήματα μαζί τους. Ο Παρασκευάς πειράχτηκε
περισσότερο απ’ όλους. Αυτός ήταν ο γόης της τάξης. Πάντοτε ήταν καλοντυμένος,
έχοντας και σπάνια σωματική ανάπτυξη. Δεν ήταν, βέβαια, πλούσια η οικογένεια
του. Πρόσφυγες απ’ τη Σμύρνη ήταν οι γονείς του. Ο πατέρας του, όμως, πουλούσε
εφημερίδες, σ’ ένα καλό πόστο στο κέντρο της Αθήνας, κι έτσι το σπίτι τους ήταν
το πιο περιποιημένο της γειτονιάς.
Μόνο ο
Παρασκευάς, λοιπόν, έκανε ανοιχτά πια τα γλυκά μάτια στην Ελβίνα, κι επειδή
αυτή δεν του έδινε σημασία, ξεσπούσε πάνω μου. Καθόταν ακριβώς πίσω μου και
συνέχεια μου τάραζε τ’ αυτιά, τινάζοντας το δάχτυλό του. Ακόμα και την ώρα του
μαθήματος με χτυπούσε. Δε μου έφτανε ο πόνος είχα και το σούσουρο της τάξης.
Δεν τολμούσα, βέβαια, να κάνω κουβέντα στον Καρατζά. Φοβόμουν πως θα μ’ έλεγαν
ρουφιάνο. Κοντά στους άλλους είχα και την Ελβίνα, που βλέποντας τα καμώματά
του, με κοίταζε παραπονιάρικα, σα να ήθελε να μου πει, ή έτσι νόμιζα εγώ:
- Τόσο δειλός είσαι; Τι περιμένεις και δεν του ρίχνεις μια
γροθιά στη μούρη;
Έτσι, “για το
χατίρι μιας μικρής”, αρπάχτηκα με τον Παρασκευά, κι ας ήταν ο καλύτερος φίλος
μου, πριν να εμφανιστεί η Ελβίνα. Για μέρες δεν μπορούσα να ησυχάσω. Μέχρι που
πήρα την απόφαση να ξεμπερδέψω μια και καλή μαζί του, κι ας ήταν πολύ πιο δυνατός από μένα. Το μπόι, τα
μπράτσα και οι πλάτες του με τρόμαζαν. Έλα, όμως, που δεν είχε μυαλό, ο
καψερός. Ήταν φιγουράκιας, επιπόλαιος και λίγο θρασύδειλος, όπως είναι όλοι οι
μπρατσωμένοι, που πριν από έναν τσακωμό ζυγίζουν καλά τον αντίπαλό τους. Τα
έβαλα, λοιπόν, όλα κάτω, και μια μέρα, αφού μου τάραξε τ’ αυτιά, την ώρα του
μαθήματος κι έφτασε το διάλειμμα, παίζοντας καλά το ρόλο του θυμωμένου άντρα,
του έβαλα μια γερή κατσάδα, μες στην τάξη:
- Αν το
ξανακάνεις αυτό, θα σου σπάσω τα μούτρα, του είπα κρατώντας και μια απόσταση
για να μη φαω καμιά.
Στο τέλος
κανονίσαμε να παλέψουμε μετά το σκολειό, κρατώντας όλους τους τύπους. Μέχρι που είχαμε διαιτητή
και δυο μάρτυρες: ένα δικό του κι ένα δικό μου. Πηγαίνοντας, λοιπόν, σ’ ένα
οικόπεδο, ο Παρασκευάς χασκογελούσε, ενώ εγώ βασανιζόμουν.
- Πρέπει να βρω
έναν τρόπο να ρίξω κάτω αυτό το θεριό, προτού να με πιάσει στα χέρια του,
σκεφτόμουν.
Το βράδυ είχε
βρέξει και το χώμα, στο οικόπεδο ήταν λασπωμένο. Μάλιστα σε μερικές λακκούβες
υπήρχε ακόμα λίγο νερό. Στις λάσπες και το νερό ποντάρισα, ξέροντας πως ο
Παρασκευάς φοβόταν τη μάνα του και δε θα ήθελε να λερωθεί. Με το που κατέβασε,
λοιπόν, το χέρι ο διαιτητής, και χωρίς να το περιμένει ο Παρασκευάς, έπεσα με
δύναμη πάνω του και τον έριξα μες στις λάσπες, λερώνοντας τα πεντακάθαρα και
κάπως ακριβά ρούχα του.
- Παραδίδομαι!
Παραδίδομαι! είπε φωνάζοντας αυτός, που το νου του πια τον είχε στη μάνα του.
Με το που
σηκώθηκε, βλέποντας λασπωμένα τα ρούχα
του, έβαλε τα κλάματα, λέγοντας:
- Και τώρα πώς
θα πάω στη μάνα μου, γαμώ το του;
- Θα σε πάω εγώ,
ρε. Θα ρίξω λίγες λάσπες και στα δικά μου τα ρούχα, και θα πούμε πως περνώντας
ένα αυτοκίνητο, έπεσαν οι ρόδες του μέσα σ’ ένα λάκκο με λάσπες και μας
λέρωσαν.
Οι τσακωμοί,
πολλές φορές, δένουν γερές φιλίες. Από τότε ο Παρασκευάς έγινε ο προστάτης μου.
Έτσι σταμάτησα να έχω προβλήματα με τα ζιζάνια της τάξης, που μάλλον με
ζήλευαν. Ξέχωρα, που η Ελβίνα πετούσε απ’ τη χαρά της, μαθαίνοντας τα νέα.
****
Με τα πολλά
φτάσαμε στις διακοπές του Πάσχα. Την τελευταία μέρα η Ελβίνα ήρθε κοντά μου και
μου έδωσε ένα πακετάκι, λέγοντάς μου, μ’ εκείνη την απαλή φωνή της, που πάντοτε
μ’ αναστάτωνε:
- Πέτρο, αυτό
είναι ένα δώρο για σένα. Καλό Πάσχα και χρόνια πολλά.
Εγώ έμεινα σύξυλος. Που τα ήξερα τα δώρα με τις γιορτές; Αυτή
φανερά συγκινημένη μου πήρε το χέρι, το έσφιξε μες στις παλάμες της και
φιλώντας με στο μάγουλο, το έβαλε στα πόδια. Μες στο πακέτο βρήκα έναν ακριβό
στυλό διαρκείας, δυο ζευγάρια ολόμαλλες κάλτσες και μια πασχαλιάτικη κάρτα. Η
Ελβίνα μου είχε γράψει:
Πέτρο, Καλό
Πάσχα και Χρόνια Πολλά.
Ξέρεις, σε βλέπω
συνέχεια στα όνειρά μου.
Ελβίνα
Υ.Γ. Περιποιήσου και λίγο τον εαυτό σου, Πετράκη μου.
****
Μου είναι
δύσκολο να περιγράψω το πώς ένιωσα διαβάζοντας αυτές τις λέξεις. Η καρδιά μου
πήρε να χτυπάει σαν τρελή. Όλα όσα κάναμε, μέχρι τα τότε, τα έπαιρνα σαν παιδικές
τρέλες. Τα πράγματα, όμως, είχαν αλλάξει.
- Μα να προσέξει
εμένα αυτό το καμάρι της τάξης; Να με βλέπει ακόμα και στα ονείρατά της, αυτό το πλουσιοκόριτσο; σκεφτόμουν.
Ναι, με την
κάρτα είχε ξυπνήσει μέσα μου ο ανδρισμός, έστω κι ενός δωδεκάχρονου παιδιού, και η ικανοποίηση
που νιώθει κανείς, όταν αρέσει και μάλιστα ερωτικά. Δεν μπορούσα να ησυχάσω.
Μια διάβαζα τις τρεις αυτές σειρές και μια σκεφτόμουν τα χάλια μου,
συγκρίνοντας το δωματιάκι μας με το δικό τους αρχοντόσπιτο και τη λιμουζίνα του
πατέρα της. Βέβαια, αν δεν ήταν πλουσιοκόριτσο δε θα είχα προβλήματα. Τους
πλούσιους κάπως τους φοβόμουν, νομίζοντας πως ήταν διαφορετικής πάστας, ή
ράτσας άνθρωποι. Ή ίσως και να τους ζήλευα ή θαύμαζα, για τον αέρα και το τουπέ
που είχαν πάνω τους. Άρχισαν, λοιπόν, να με γυροκλώθουν ένα σωρό ερωτηματικά:
- Μα τι θα το
κάνω αυτό το κορίτσι; Πώς θα σταθώ δίπλα της; Βρε μπας και με δουλεύει;
Ύστερα, το
πήγαινα κι αλλού, συγκρίνοντας την οικογένεια της Ελβίνας με τους κάπως
πλούσιους της γειτονιάς μου, λέγοντας και ξαναλέγοντας μέσα μου:
- Δε βλέπεις τα
χούγια που έχουν οι καλοστεκούμενοι της γειτονιάς; Εμείς έστω και υποκριτικά
τους έχουμε στα όπα – όπα, κι αυτοί βαριούνται ακόμα και να μας κοιτάξουν, από
ακαταδεξιά, ή γιατί φοβούνται μήπως τους ζητήσουμε τίποτε δανεικά.
Πάντως, το
σκουλήκι της φιλαρέσκειας είχε μπει, για τα καλά, μέσα μου. Μου πιπίλιζε το νου
και το υστερόγραφο της Ελβίνας: “Περιποιήσου
και λίγο τον εαυτό σου, Πετράκη μου”. Τότε άρχισα τους γερούς τσακωμούς
με τη μάνα μου.
- Αν δε μου
πάρεις ρούχα και πέτσινη τσάντα, δεν θα ξαναπάω στο σχολείο, της είπα
πεισματωμένα.
Η μάνα μου, είχε
βρει την κάρτα της Ελβίνας, στην τσέπη του παλτού μου. Χωρίς, όμως, να την
αναφέρει, μου είπε χαμογελώντας:
- Ο κανακάρης
μου γαμπρίζει κι εγώ δεν το πήρα χαμπάρι. Μη χολοσκάς, γιαβρί μου... Πρίγκιπα
θα σε κάνω.
Μέχρι, λοιπόν,
να περάσουν οι πασχαλιάτικες διακοπές, μου πήρε ένα ολόμαλλο κοστούμι – μπεζ
ήταν - πουκάμισα και σκαρπίνια. Έτσι,
έστω και για δυο μήνες, είχα γίνει κι εγώ κανονικός μαθητής. Η καφετιά, βέβαια,
τσάντα μου ήταν απομίμηση δέρματος, αλλά πολύ ωραία. Αυτήν την τσαντούλα τη
φύλαγα για χρόνια, χωρίς να έχω πια νταλαβέρια με σκολειά και γράμματα.
Πηγαίνοντας, λοιπόν, στο σκολειό την πρώτη μέρα, μετά τις διακοπές, ντυμένος
στην πένα, χασομερούσα, απ’ εδώ κι απ’ εκεί, χτυπώντας συνέχεια την τσάντα μου
στο γόνατο, σα να ήθελα να πω στους περαστικούς, κυρίως βέβαια στους γνωστούς
μου:
- Καλέ, δε με
βλέπετε! Φοράω ολοκαίνουργιο κοστούμι κι έχω και πέτσινη τσάντα!
****
Απ’ εκεί και
πέρα η Ελβίνα είχε χάσει τα λογικά της. Βρίσκοντας διάφορες αφορμές όλο εμένα
γυρόφερνε. Όταν πια μου μιλούσε, έσταζε μέλι το στόμα της. Επίσης, μου έκανε
και κάτι μικροχειρονομίες κι αγκαλιάσματα, μπροστά στους άλλους, διορθώνοντας
τάχατες το γιακά του πουκάμισού μου, φέρνοντας σε δύσκολη θέση όχι μόνον εμένα,
αλλά και τους δάσκαλους. Τ’ αγκαλιάσματα με τα κορίτσια τα ήθελα, αλλά δεν τα ήξερα, όπως όλα τα
φτωχόπαιδα. Γι’ αυτό με παραξένευαν τα τσαλίμια της Ελβίνας. Τα φτωχόπαιδα δεν
είχανε πολλά νταλαβέρια με τα κορίτσια, μπροστά στους άλλους. Αυτά θέλουν
θάρρος, ή μάλλον σωστή διαπαιδαγώγηση κι εμείς, βρισκόμασταν πολύ πίσω. Ό,τι
κάναμε το κάναμε στα κρυφά, σαν κλέφτες. Όχι, όλα πρέπει να γίνονται στα
φανερά. Αυτά τα “κρυφά” νομίζω, πως φορτώνουν στους νέους και πολλές
διαστροφές.
Λοιπόν, κάθε Κυριακή, εμάς της τελευταίας τάξης, μας πήγαινε
στην γειτονική εκκλησιά, ο υποδιευθυντής του σκολειού, που ήταν μάλλον
θρησκόληπτος. Ακόμα και την ώρα του διαλείμματος μάζευε, όσα παιδιά
μπορούσε, και το έριχνε στ’ απολυτίκια.
Μια Κυριακή,
λοιπόν, μες στην εκκλησιά, στεκόμουν πίσω απ’ την Ελβίνα, όχι τυχαία βέβαια.
Όπου κι αν πηγαίναμε, ακόμα και σε κάτι εκδρομούλες, φροντίζαμε να είμαστε ο
ένας κοντά στον άλλον, πολύ περισσότερο στην εκκλησιά, που είχε και στριμωξίδι.
Καθώς, λοιπόν, έβλεπα τα κατάξανθα
μαλλιά της, που στραφτούλιζαν ριγμένα πάνω στον κάτασπρο κι όμορφο λαιμό της,
αισθάνθηκα την επιθυμία να τα χαϊδέψω Δυο κουβέντες γύρω απ’ το λαιμό της
γυναίκας. Λοιπόν, με τα φιλιά ήμουν ακόμα μπερδεμένος. Δεν το ήξερα το φιλί στο
στόμα, ή ίσως και να το σιχαινόμουν κιόλας. Πως θα μπορούσα να ξέρω, πως όταν
ένα άτομο βρίσκεται σ’ ερωτική διέγερση το σάλιο του γίνεται μέλι; Με τραβούσε,
λοιπόν, πολύ ο λαιμός της Ελβίνας, λίγο πιο κάτω απ’ τ’ αυτί, κι όλο εκεί
πήγαινε το μάτι μου, νομίζοντας πως μόνο εκεί πρέπει να φιλάει ο άντρας τη γυναίκα
και τ’ αντίθετο. Αυτό έβλεπα να κάνουν στο σινεμά οι ηθοποιοί, μα και τα
ζευγαράκια στα σοκάκια, τα βραδινά. Όπως, λοιπόν, είχε πολύ κόσμο, χωρίς να με
πειράζουν οι άγριες ματιές.... των αγίων.., άρχισα να μιμούμαι κάπως κι εγώ
τους μεγάλους. Πόσο το ευχαριστήθηκα, που τα ψευτοχάδια μου άρεσαν και στην
Ελβίνα. Ε, από τότε δεν μπορούσα να ησυχάσω. Όπου κι αν βρισκόμουν είχα μπροστά
μου το πρόσωπο και κυρίως το λαιμό της. Ακόμα και την ώρα της δουλειάς, όταν
ξεροστάλιαζα τουρτουρίζοντας στο σταθμό, περιμένοντας να ξεπουλήσω τα
κουλούρια, την Ελβίνα είχα στο νου μου. Μέχρι που της μίλαγα κιόλας, κάνοντας
πάντοτε την ίδια ευχή:
- Μακάρι πάλι να
είναι γιομάτη την Κυριακή η εκκλησιά.
****
Κατά τα τέλη του
Απρίλη ο Καρατζάς πήγε στην Πάτρα. Είχε πεθάνει η μάνα του. Μαζί του, βέβαια,
πήγε και η γυναίκα του. Μάθημα μας έκανε στην πιο μεγάλη αίθουσα του σκολειού,
ο υποδιευθυντής, μαζί με τους δικούς του μαθητές, της πέμπτης τάξης. Είχε κι
αυτός το βαθμό του διευθυντή. Πήρε, όμως, τη θέση ο Καρατζάς λόγω αρχαιότητας.
Τον λέγαμε Μπαμπούλα – ούτε που ξέραμε τ’ όνομά του – γιατί συνέχεια κρατούσε
στα χέρια του μια βίτσα και με το παραμικρό μας χαράκωνε τα μπούτια. Δεν τον
χώνευε ακόμα κι ο γιος του, που ήταν συμμαθητής μου. Μας είχε πει μάλιστα από
που έπαιρνε, ο πατέρας του, τη βίτσα, που ήταν σα μαστίγιο. Όξω απ’ το σπίτι
τους είχε ένα θάμνο. Απ’ εκεί έπαιρνε ένα μακρύ κλαδί κι αφού έβγαζε τα μικρά
φύλα, έφτιαχνε τη βίτσα του, δοκιμάζοντας στον αέρα και την ευλυγισία της.
Ο Μπαμπούλας δεν
έκανε για δάσκαλος. Ήταν τόσο πειραγμένα τα νεύρα του, που όταν μιλούσε,
σαλιαρίζοντας, νευρικά, βιαστικά κι ακατάστατα, καλά – καλά δεν τον
καταλαβαίναμε. Μαζί με τις λέξεις έβγαινε απ’ το στόμα του κι ένας ήχος κάτι σα
μούγκρισμα ή σαν το “γλου, γλου, γλου”, που κάνουν οι γαλοπούλες. Ύστερα, δεν
ήταν και καθόλου ακριβοδίκαιος. Ποτέ, για παράδειγμα, δεν είχε χτυπήσει το γιο
του με τη βίτσα. Του το είχε απαγορεύσει η γυναίκα του, που κι αυτή ήταν
δασκάλα στο σκολειό μας. Ναι, αλλά ο γιος τους ήταν μεγάλο ζιζάνιο. Δεν
υπολόγιζε κανέναν.
Μια μέρα έκανε ο
“Μπαμπούλας”, μάθημα στους δικούς του μαθητές κι εμείς γράφαμε έκθεση. Εγώ
έγραψα κάτι στα γρήγορα. Έκανα, όμως, και μια μεγάλη γκάφα, γράφοντας κι ένα
ραβασάκι για την Ελβίνα. Πολλές φορές προσπάθησα να της κάνω έστω κι ένα
κομπλιμέντο και χιλιομπερδευόμουν, χάνοντας τα λόγια μου. Με τους άλλους στο
σκολειό – τις δασκάλες, τους δάσκαλους, τις συμμαθήτριες και τους συμμαθητές
μου - μ’ ακόμα και στη γειτονιά, δεν είχα πρόβλημα. Μόνο μ’ αυτήν σκόνταφτα.
Ύστερα, η φαντασία μου είχε αποχαλινωθεί και ήθελα να την βλέπω κι όξω απ’ το
σκολειό, για να την πασπατεύω όσο τραβούσε η ψυχούλα μου. Κι αυτό γιατί
ερωτικά, ας το πω έτσι, βρισκόμουν πολύ πιο μπροστά απ’ τ’ άλλα τα παιδιά της
ηλικίας μου. Με είχαν ξυπνήσει... τα σινεμά. Αφού δούλευα εκεί, απ’ τα δέκα μου
χρόνια, πουλώντας γκαζόζες κτλ, έβλεπα και σούπερ ακατάλληλες γι’ ανήλικους
ταινίες. Όταν, ας πούμε, τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας μου έλεγαν πως τα μωρά τα
φέρνει ο πελαργός, ή κόβουν το γόνατο της γυναίκας και τα βγάζουν, έμενα ο νους
μου πήγαινε ανάμεσα στα σκέλια της γυναίκας. Για τις γέννες δεν ήταν μόνο τα
σινεμά. Η γιαγιά μου ήταν μαμή, στο χωριό μου. Μια δόση, λοιπόν, βρέθηκα σ’ ένα
σπίτι, όταν γεννούσε μια γυναίκα, με τη
βοήθεια της γιαγιάς μου. Πήγα σε μια γωνιά του δωματίου, κρατώντας ακόμα και
την ανάσα μου, για να μη με πάρουν χαμπάρι και με διώξουν και τα είδα όλα.
Ήμουν τότε όχι πάνω από πέντε χρονών, αφού η γιαγιά μου πέθανε, όταν πάτησα τα
πέντε. Αυτά, λοιπόν, που δεν είχα το θάρρος να πω στην Ελβίνα, της τα έγραψα:
Ελβίνα, κι εγώ
σε βλέπω στα ονείρατά μου.
Θα σε περιμένω
στο φούρνο του Γλυκού.
Πέτρος.
Υ.Γ. Όπως βλέπεις είμαι περιποιημένος, Ελβινάκι μου.
(Ένα σωρό μαγαζάτορες είχα γνωρίσει στην Καλλιθέα κι όμως δυο
τρεις ήταν ντόμπροι και σχετικά τίμιοι. Ναι, σχετικά, γιατί κι αυτούς το
σύστημα τους βρόμιζε. Ε, ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ο φούρναρης, ο Γλυκός).
Η Ελβίνα καθόταν στο πρώτο θρανίο. Άφησα, λοιπόν, την κόλλα
μου στην έδρα, όπου βρισκόταν κι ο δάσκαλος και φεύγοντας της έδωσα το
ραβασάκι. Φαίνεται, όμως, πως κάπως καθυστέρησα και μας πήρε χαμπάρι ο
Μπαμπούλας.
- Τι συμβαίνει,
Μαριανού; είπε και πετάχτηκε απ’ τη θέση του.
- Τίποτε..,
κύριε.., τίποτε.., του απάντησε αυτή φοβισμένα.
Έλα, όμως, που
έτρεμε ολάκερη, σφίγγοντας και το χαρτί στην παλάμη της. Με τα πολλά το πήρε ο
δάσκαλος, κι αφού το διάβασε έβαλε τα χορταστικά γέλια, λέγοντας ειρωνικά:
- Χε, χε, χε...
Παιδιά στην τάξη έχουμε έναν Καζανόβα, που κλείνει και ραντεβουδάκια και δεν το
ξέραμε.., και χραπ μου έριξε μια γερή βιτσιά στα μπούτια.
Έλα, όμως, που εγώ,
που ήμουν πεζοδρόμιο, δε σήκωνα τέτοια και μάλιστα μπροστά στην Ελβίνα. Επίσης,
αμέσως κατάλαβα το λάθος μου και θύμωσα περισσότερο με τον εαυτό μου. Πως,
δηλαδή, δεν έπρεπε να της δώσω το ραβασάκι μες στην τάξη. Η Ελβίνα πάλι, απ’
την τρομάρα, ή την ντροπή της, ήταν έτοιμη να σωριαστεί στο δάπεδο. Με κοιτούσε
κάπως παραπονιάρικα, σα να ήθελε να μου πει πως δεν έπρεπε να κάνω κάτι τέτοια
μες στην τάξη. Βλέποντας το προσωπάκι της το αίμα μου ανέβηκε στο κεφάλι.
Θέλησα κάτι να κάνω για να σταθώ δίπλα της. Ύστερα, ξέχωρα που ήμουν χρόνια στο
πεζοδρόμιο, στο σκολειό ήμουν και κομμάτι αντάρτης, πατώντας πάνω στην
απεριόριστη αγάπη που μου είχε ο Καρατζάς, ή ίσως και γιατί ήμουν τσακάλι στα
μαθήματα. Ή ίσως, πάλι, έχοντας την πρόωρη πνευματική ανάπτυξη, να θεωρούσα τον
εαυτό μου ενήλικο και να μη σήκωνα κακομεταχειρίσεις. Και τέλος, ίσως, να
νόμιζα, πως κάποιος έπρεπε ν’ αλλάξει τ’ άσκημα χούγια του Μπαμπούλα. Δεν τον
χώνευα κι ας μην τον είχα ποτέ δάσκαλο. Του αρπάζω, λοιπόν, τη βίτσα απ’ το
χέρι, την τσαλακώνω και την πετάω απ’ το παράθυρο, λέγοντάς του θυμωμένα:
- Μ’ αυτό το
κέρατο να χτυπήσεις το μαμμόθρεφτό σου! Εμένα άλλοι μ’ ανατρέφουν!
Στην αρχή τα
έχασε ο Μπαμπούλας, ή ίσως και να φοβήθηκε. Είχαμε στην τελευταία τάξη ακόμα
και δεκαέξι χρονών μαθητές, που προσπαθούσαν να νομιμοποιηθούν... παίρνοντας τ’
απολυτήριο. Αυτοί δεν υπολόγιζαν τους δάσκαλους. Σαν πήρε, όμως, πάνω του, μου
είπε:
- Όξω
παλιόπαιδο! Αύριο να έρθεις με τον κηδεμόνα σου. Θα σε διώξω απ’ το σχολείο!
(Έτσι και
κακομεταχειριστείς ένα παιδί, κάπου θα το βρεις στον δρόμο σου. Ε, κι εγώ απ’
την τσαντίλα μου την άλλη μέρα κιόλας, απ’ τα χαράματα, πήγα όξω απ’ το σπίτι
του μπαμπούλα, και μ’ ένα πριόνι σακάτεψα τον θάμνο, απ’ τον οποίον έκοβε τη
βίτσα του. Απ’ εκεί και πέρα, ο Μπαμπούλας, είχε ένα μαστίγιο στο χέρι, αλλά
δεν ήταν της προκοπής. Δεν το ευχαριστιόταν).
Λοιπόν, για μια
βδομάδα έκανα υποχρεωτικό σκασιαρχείο. Πήγαινα στο σταθμό με τα κουλούρια και
μετά το έριχνα στις μακρινές βόλτες, μέχρι το μεσημέρι. Στο τέλος, ο Καρατζάς,
με την επιστροφή του, έστειλε ένα συμμαθητή και γείτονά μου, που μου είπε:
- Σε θέλει ο
Καρατζάς.
- Καλά θα έρθω
τη Δευτέρα.
- Όχι, μου είπε
να πας σήμερα στο σπίτι του.
Στο σπίτι του
δάσκαλού μου είχα πάει πολλές φορές. Τα περισσότερα μεσημέρια, επίτηδες, μου
έπιανε την κουβέντα η γυναίκα του και πηγαίνοντας για τα σπίτια μας – το
δωμάτιό μας ήταν στην ίδια κατεύθυνση με τη μονοκατοικία τους – έτρωγα μαζί
τους. Πήγα, λοιπόν, το βράδυ. Ήταν Σάββατο, και τους το ξεκαθάρισα, πως δε θα
ξαναπήγαινα στο σκολειό. Έλα, όμως, που δεν μπορούσα να φέρω αντίρρηση στην
Ασπασία, που όταν μου μιλούσε μελιστάλαχτα, τα έχανα από αγαλλίαση.
- Πετράκη, ο
καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται. Δε φταις εσύ αν είναι κακοί οι
άνθρωποι. Όλοι οι συνάδελφοι σ’ αγαπούν. Εάν, όμως, δε έρθεις στο σχολείο, θα
δείξεις πως εσύ φταις για όλα.
Δυο μέρες με
είχαν στο σπίτι τους. Μάλιστα εκεί κοιμήθηκα το Σάββατο το βράδυ. Εξάλλου δεν
ήταν η πρώτη φορά.
(Εδώ τώρα τι να
κάνει κανείς: να γελάσει ή να κλάψει; Οι δικοί μου δεν ήξεραν τίποτε και ούτε
που ενδιαφέρθηκαν για το που ήμουν. Τι τραβάνε τα φτωχόπαιδα... Και μετά τα
βάζουμε μαζί τους όταν κακοδρομούν).
Ήταν τόσο καλλιεργημένοι οι δάσκαλοί μου, που
δε μου είπαν ούτε μια λέξη για το επεισόδιο. Συνέχεια για το χωριό του και για
το χαμό της μάνας του, μου μιλούσε ο Καρατζάς. Την Κυριακή, πάλι, την πέρασα
βοηθώντας την Ασπασία στην κηπουρική. Μόνο τ’ απόγευμα της Κυριακής, φεύγοντας,
απ’ το σπίτι τους, μου είπε ο δάσκαλός μου:
- Πετράκη, αύριο
τ’ απόγευμα, στις τρεις, να έρθεις με τη
μητέρα σου στο σχολείο. Να της πεις, όμως, σε παρακαλώ, να μην ανησυχεί. Όλα θα
τα ταχτοποιήσω εγώ.
****
Τη Δευτέρα τ’
απόγευμα, πήγαμε εγώ και η μάνα μου, στο σκολειό. Οι άλλοι δάσκαλοι μα και τα
παιδιά είχαν φύγει. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο και περιμέναμε στο μεγάλο
διάδρομο, όξω απ’ το γραφείο. Μέσα γινόταν φασαρία. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη κι
άκουσα τον Καρατζά να λεει στον Μπαμπούλα:
- Όσο θα
διευθύνω εγώ το σχολείο, δε θα ξαναχρησιμοποιήσεις το μαστίγιό σου. Μα εσύ
κυνηγάς τα παιδιά ακόμα και στα διαλείμματα, σα θηριοδαμαστής! Μη μ’ αναγκάσεις
ν’ αναφερθώ στη Γενική Διεύθυνση.
- Πάντως, αυτός
ο αντάρτης πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Όπως πάμε στο τέλος θα τρωμε και
ξύλο απ’ τους μαθητές.
- Εσύ τα έκανες
θάλασσα. Έχω ρωτήσει πέντε μαθητές. Ποιος
σου είπε πως μπορείς ν’ ανοίγεις ακόμα
και τη χούφτα μια μαθήτριας και να ξεφτιλίζεις τα παιδιά μες στην τάξη;
Τα παιδιά είναι αρκετά μεγάλα και σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν βέβαια, δεν
παραπονεθεί μια μαθήτρια, ή δε γίνονται αίσχη, κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε.
Είσαι τυχερός που οι γονείς των παιδιών είναι αγράμματοι κι ακατατόπιστη. Ας
ήσουν σε σχολείο της προκοπής και θα σου έλεγα εγώ. Επίσης, αυτός ο μαθητής
είναι το καμάρι του σχολείου μας. Έχω γραπτές γνώμες δυο επιθεωρητών. Ξέχωρα,
που είναι ορφανός από πατέρα και δουλεύει και μάλιστα σκληρά για να βοηθήσει
την οικογένεια του. Δεν το καταλαβαίνεις πως αυτός είναι ο λόγος, που το παιδί
έχει περήφανο ταμπεραμέντο;
- Πάντως, να
ξέρεις πως η μάνα του κοριτσιού, στην ανάγκη, θ’ απευθυνθεί στο Υπουργείο,
έχοντας κι εμένα μαζί της.
- Ας κάνει ό,
τι θέλει. Υποψιάζομαι, όμως, πως εσύ την
παροτρύνεις. Η γυναίκα είναι επαρχιώτισσα και δεν ξέρει από τέτοια. Κάτσε στ’
αυγά σου! Θα εκτεθείς! Ο πρώτος που θα σταθεί απέναντί σου θα είμαι εγώ, μαζί
μ’ όλους τους συνάδελφους. Τους έχει αναστατώσει η διαγωγή σου. Λες να μη σε
ξέρω τόσα χρόνια; Εσύ μπερδεύεις το σχολείο με την εκκλησία. Λοιπόν, με την
ευκαιρία, θα σταματήσουν και τ’ απολυτίκια την ώρα του διαλείμματος. Τα παιδιά
θέλουν να το ρίξουν λίγο έξω, τρέχοντας απ’ εδώ κι απ’ εκεί. Γι’ αυτό γίνονται
τα διαλείμματα. Κι εσύ τα καταδυναστεύεις. Επίσης, απ’ την άλλη εβδομάδα,
τελειώνουν και οι υποχρεωτικοί εκκλησιασμοί. Ε, όχι να κατσαδιάζεις και τους γονείς γιατί δεν
είναι καλοντυμένα τα παιδιά! Μα δε ξέρεις από φτώχια;
Ο Μπαμπούλας
βγήκε κατσουφιασμένος απ’ το γραφείο και μόλις με είδε μούτρωσε περισσότερο.
Κοντοστάθηκε για λίγο και κοιτάζοντάς με, κάτι πήγε να πει. Στο τέλος έφυγε με
κατεβασμένο το κεφάλι. Πόσο την ευχαριστήθηκα εκείνη τη στιγμή. Ακόμα δεν ξέρω
αν ήταν από κακία. Πάντως, τον κοίταζα θαρραλέα. Όπως κοιτάζει ο σωστός
άνθρωπος το λαθεμένο. Αμέσως μετά βγήκε κι ο Καρατζάς. Ήρθε κοντά μας και
χαμογελώντας είπε στη μάνα μου, που την έβλεπε για πρώτη φορά:
- Δεν είναι
τίποτε, κυρία μου, παρά μια τυπική διαδικασία. Εξάλλου ο Πετράκης είναι φίλος
μου.
Με το φευγιό του
Καρατζά ήρθε και η Ελβίνα με τη μάνα της. Αυτή πια κι αν ήταν τίγκα στο
χρυσαφικό, ξέχωρα τ’ ακριβά της ρούχα και το έξαλλο χτένισμά της. Όσο για το
πρόσωπό της, απ’ τα πολλά βαψίματα, το είχε κάνει σαν τον κώλο της μαϊμούς. Η
μάνα μου, που άνοιγε κουβέντες ακόμα και μ’ άγνωστους ανθρώπους και που έδενε
εύκολα φιλίες, μ’ ένα κοίταγμά μου κατάλαβε και πήγε κοντά τους.
- Ξέρετε..,
κυρία... είμαι η μητέρα του Πετράκη. Ε, τι να κάνουμε; Παιδιά είναι.., της είπε
χαμογελώντας.
- Ναι, παιδιά
είναι κυρά μου, αλλά διαφορετικής κοινωνικής τάξεως, της απάντησε η άλλη
θυμωμένα.
Τόσο είχα
τσαντιστεί μ’ αυτό το περιφρονητικό “κυρά μου” και την κοινωνική της τάξη...,
που θα της έριχνα ένα σιχτίρισμα.... της δικής μου τάξης. Σεβάστηκα, όμως, το
δάσκαλό μου. Η παρουσία της μάνας μου δε θα μ’ επηρέαζε. Την αγαπούσα τόσο πολύ
που μιλούσα όπως ήθελα μπροστά της. Βέβαια, δεν θα μπορούσα να παραφερθώ και
μπροστά στην Ελβίνα, για να μην πέσω στα μάτια της. Πάντως, περισσότερο απ’
όλους τον Καρατζά είχα στο νου μου. Καταλάβαινα πως πάσκιζε να με βγάλει απ’ τη
δύσκολη θέση. Η μάνα μου, λοιπόν, που δεν πειραζόταν εύκολα από κάτι τέτοια,
ήρθε κοντά μου και κρυφοπικρογελώντας, μου είπε ψιθυριστά:
- Αυτή η γυναίκα
είναι ξιπασμένη, παιδάκι μου... Έτσι είναι οι πλούσιοι... Το κοριτσάκι της
λυπάμαι. Θα το χαλάσει κι αυτό. Και είναι πεντάμορφο το καημενούλικο....
Στο μεταξύ ο
Καρατζάς, ανοίγοντας την πόρτα είπε στην Ελβίνα και τη μάνα της να περάσουν
μέσα. Παρατήρησα, όμως, πως έδειξε στην κυρία Μαριανού περισσότερη ευγένεια απ’
όσο έπρεπε, για να τη φέρει βόλτα. Τον ήξερα τον Καρατζά. Δεν ήταν καθόλου
γαλίφης και τυπολάτρης και μάλλον τη δούλευε. Δηλαδή καλαμπούριζε μαζί της.
Λοιπόν, αφού μείναμε μόνοι στο διάδρομο, η μάνα μου είπε:
- Μη φοβάσαι
παιδάκι μου. Εγώ είμαι εδώ!
- Χε, χε, χε...
Τι είναι αυτά που λες τώρα; Ποιον,
καλέ και γιατί να φοβηθώ; Αφού σου το
είπα πως ο Καρατζάς είναι φίλος μου! Ήθελε να με υιοθετήσει, σου λεω.
- Δεν είμαστε
καθόλου καλά! Ποτέ δε μου είπες κάτι τέτοιο.
- Χε, χε, χε...
Έλα ησύχασε. Εγώ δε σ’ αφήνω για όλα τα πλούτη του κόσμου, της είπα και τη
φίλησα στην άκρη των χειλιών της.
Βγαίνοντας, σε
λίγο απ’ το γραφείο, η μάνα της Ελβίνας είχε το αγέρωχο ύφος του νικητή.
- Αφού σου τα
έλεγα, παιδάκι μου. Ο κάθε κατεργάρης θα κάτσει στον πάγκο του, είπε φωναχτά
στην Ελβίνα, θέλοντας να πει, ίσως, πως ο Καρατζάς θα μου έπαιρνε το κεφάλι.
Στη συνέχεια
μπήκε η μάνα μου στο γραφείο και φαίνεται πως έδειξε στον Καρατζά την κάρτα της
Ελβίνας. Αυτό ήθελε κι αυτός. Αγωνιούσε, προσπαθώντας να βρει ένα πάτημα.
Διαφορετικά, ήταν υποχρεωμένος να με τιμωρήσει. Πώς θ’ αντιμετώπιζε τη μάνα της
Ελβίνας μα και τον Μπαμπούλα, που ζητούσαν ακόμα και την επέμβαση του
επιθεωρητή;
(Είχα τόση αγάπη
στον Καρατζά, που πήγαινα συνέχεια στο σπίτι του μέχρι το θάνατό του, χρόνια
μετά το δημοτικό, παρηγορώντας τον για τον πρόωρο χαμό της γυναίκας του. Η καλή
μου η δασκάλα, η πατρινιά Ασπασία Καρατζά, είχε πεθάνει πριν να βγει στη
σύνταξη. Μα κι ο Καρατζάς πέθανε, μάλλον από μαράζι, τρία – τέσσερα χρόνια μετά
το θάνατό της. Τα θυμόταν όλα, λοιπόν, ο δάσκαλός μου και μου έλεγε
καλαμπουρίζοντας:
- Ρε Πέτρο κάτι
είχα καταλάβει... Αυτό το δικό σου, “κι εγώ σε βλέπω στα ονείρατά μου”, έδειχνε
πως είχαν προηγηθεί κι άλλα πολλά μεταξύ σας. Αν και προσπάθησα, όμως, κάτι να
βγάλω απ’ το κοριτσάκι, δεν τα κατάφερα. Φαίνεται πως την είχε καλοδασκαλέψει η
ζουρλή η μάνα της. Εσύ πάλι δεν άνοιξες το στόμα σου, για να μην την εκθέσεις).
Πετάχτηκε,
λοιπόν, όξω απ’ το γραφείο, ο Καρατζάς, χτυπητά χαρούμενος, λέγοντας στη μάνα
της Ελβίνας, κάπως αυστηρά κι επιτιμητικά:
- Για ορίστε...
Για περάστε, σας παρακαλώ, κυρία Μαριανού. Δεν είναι όπως τα ξέρετε τα
πράγματα. Δηλαδή, θα τα φορτώσουμε όλα σε τούτο το παιδί, επειδή είναι ντόμπρο;
Μπαίνοντας όλοι μες
στο γραφείο μείναμε μόνοι μας εγώ και η Ελβίνα και πήγα κοντά της.
- Χε, χε, χε...
Μη χολοσκάς, χαζούλα. Να το καλαμπουρίζεις. Εγώ σ’ αγαπάω. Κανένας δεν ξέρει
και ούτε θα μάθει ποτέ για την κάρτα που μου έδωσες, της είπα χαμογελώντας.
- Α, να χαθείς βλάκα!
μου είπε φανερά νευριασμένη και ξαναπήγα στη θέση μου.
Βγαίνοντας απ’
το γραφείο η μάνα της ήταν πυρ και μανία. Μαχαίρι να της έβαζες δεν έβγαζε
αίμα. Άρπαξε απ’ το χέρι την Ελβίνα, που φαινόταν σαν πεθαμένη και σχεδόν
σέρνοντάς την στο πάτωμα, είπε φωνάζοντας:
- Τι του βρήκες
πανάθεμά σε! Α, να χαθείς χαζοπούλι! Τίποτε δεν πήρες από μένα! Του πατέρα σου
του βλάχου μοιάζεις, μωρή!
****
Απ’ εκεί και πέρα δεν είχα καμιά
επαφή με την Ελβίνα, που απ’ τη στεναχώρια το πρόσωπό της είχε πάρει μόνιμα πια
το χρώμα της ώχρας. Κι επειδή την έφερνε το πρωί, με τη λιμουζίνα, η μάνα της και την έπαιρνε τ’ απόγευμα, δεν
μπορούσα να της πως έστω και μια λέξη ξεμοναχιάζοντάς την. Μα κι εγώ δεν
πήγαινα πίσω. Μόνο που σκεφτόμουν πως όλα είχαν τελειώσει, προτού καλά – καλά
ν’ αρχίσουν, μ’ έπιανε μια ασήκωτη μελαγχολία. Μέχρι που δε φορούσα πια το
καινούργιο μου κοστούμι, μα κι ούτε έπαιρνα μέρος στα μαθήματα.
Η Ελβίνα, όμως, βρισκόταν σε
χειρότερη θέση από μένα. Ούτε που έβγαινε απ’ την τάξη με τα διαλείμματα.
Τρόμαζε, η καψερή, μόνο που της πέταγαν τα ζιζάνια των άλλων τάξεων αυτό το,
“Τι του βρήκες, πανάθεμά σε;” που της είχε πει η μάνα της. Μα και σε μένα είχε
μείνει, το “Καζανόβα” – αυτό δηλαδή, που μου είχε πει ο Μπαμπούλας – κι έξω απ’
το σκολειό. Για χρόνια, και μου το πέταγαν όλοι, στην αγορά της περιοχής, ή
όταν περνούσα όξω από κάνα καφενείο, ή στην πιάτσα των ταξί.
- Ρε, καλώς τον Καζανόβα! Ρε είχε
πιασίματα η μικρή; Μου έλεγαν κάθε τόσο οι φίλοι και οι γνωστοί.
Πάντως κι ο
Καρατζάς κράτησε καλή στάση απέναντί μας. Για τους υπόλοιπους μήνες δε μας
σήκωνε στο μάθημα. Σα να μην βρισκόμασταν στην αίθουσα. Μάλιστα, επίτηδες μ’
έστελνε να του κάνω καμιά δουλειά. Έτσι μπορούσαν, αυτός και η γυναίκα του να
μου μιλήσουν για λίγο. Ο Καρατζάς μου έλεγε συνέχεια:
- Μην το
παίρνεις, κατάκαρδα. Κι αυτά μες στη ζωή είναι.
Πάντως, εκείνη
που πραγματικά με καλμάριζε ήταν η Ασπασία. Αυτή πια η γυναίκα ήταν άλλο πράμα.
Αυτό που είχε πάνω της δεν ήταν απλώς ευγένεια, αλλά σπάνιο χάρισμα. Οι
οποιεσδήποτε κουβέντες της μου έρχονταν σα χάδι, σαν το δροσερό αεράκι στο
κατακαλόκαιρο.
Η αλήθεια είναι,
πως ο Καρατζάς, η γυναίκα του μα και οι άλλοι δάσκαλοι, εκτός απ’ το Μπαμπούλα,
που απ’ την εξέλιξη των πραγμάτων, έχασε χρόνια ζωής, είχαν εντυπωσιαστεί απ’
την αφοβία και την ντομπροσύνη μου. Πως, δηλαδή, μωρό παιδί ακόμα, και σε
κανένα στάδιο των “ανακρίσεων”.., δεν είχα αναφερθεί στην κάρτα της Ελβίνας, κι
ας κινδύνευα να χάσω ακόμα και τη χρονιά. Μα και πριν να ξεσπάσει το σκάνδαλο,
δεν το είχα κουβεντιάσει ούτε με τους φίλους μου. Το ίδιο έκανα κι όταν
μεγάλωσα. Έναν οποιοδήποτε δεσμό, τον θεωρούσα αυστηρώς προσωπική μου υπόθεση.
Επίσης, τον έρωτα τον είχα και τον έχω και τώρα σχεδόν σαν κάτι το ιερό.
Πάντως, εγώ το
πήγαινα απ’ εδώ, το πήγαινα απ’ εκεί το πράγμα, και δεν μπορούσα να τα
καλοχωνέψω όλα όσα είχαν γίνει. Ύστερα, περισσότερο σκεφτόμουν τη θέση της
Ελβίνας. Εγώ, όπως και να το κάνουμε, δουλεύοντας, απ’ εδώ κι απ’ εκεί,
μπορούσα κάπως να ξεδώσω. Κρατούσα, όμως, για μήνες, μούτρα της μάνας μου. Τα
νεύρα μου είχαν σμπαραλιαστεί και ξεσπούσα πάνω της. Αυτά τα ξεσπάσματα κάπως
με βοηθούσαν. Εξάλλου, με τη μάνα μου
είχα παράξενες σχέσεις. Λες και ήταν αδελφή μου, ή μια φίλη μου. Τόσο πολύ την
αγαπούσα που μέχρι που την “έβριζα” κιόλας.
- Ποιος σου
είπε, γαμώτο του, να δείξεις την κάρτα της Ελβίνας στον Καρατζά; της έλεγα κάθε
τόσο.
- Την κάρτα την
είχα πάρει μαζί μου για ώρα ανάγκης. Ποτέ δε θα την έδειχνα στο δάσκαλο,
εκθέτοντας το κοριτσάκι, αν σε τιμωρούσαν κάπως λογικά. Τα υπόλοιπα άστα στην
άκρη. Έτσι είναι φτιαγμένη η κοινωνία. Έτσι είναι οι πλούσιοι.
- Και τι είπες
στον Καρατζά;
- Την αλήθεια.
Πως τη βρήκα στην τσέπη του παλτού σου, πριν απ’ το Πάσχα.
- Και γιατί δε
μου το είπες πως είχες μαζί σου την κάρτα;
- Και τι θα
έβγαινε, παιδάκι μου;
- Ουφ! Πολλά θα έβγαιναν!
Θα σου έλεγα πως ο Καρατζάς είναι φίλος μου!
Πάντως, η Ελβίνα
στριφογύριζε συνέχεια στο μυαλό μου. Μέχρι που καμιά φορά άκουγα μέσα μου και
την παράξενη φωνή της. Ναι, η Ελβίνα μιλούσε κάπως τραγουδιστά, ή
παιχνιδιάρικα. Ξέχωρα, που κάθε φορά που έβλεπα, από μακριά, μια κοπελιά, που της έμοιαζε, νόμιζα πως ήταν
αυτή. Τι τράβηξα εκείνη την εποχή και μ’ αυτές τις ομοιότητες... Ένα απόγευμα
περίμενα να πάρω τον ηλεκτρικό, για να πάω στην Αθήνα. Στην απέναντι πλατφόρμα
περίμενε μια κοπελιά το άλλο τρένο, που πήγαινε στον Πειραιά. Έλα, όμως, που
έμοιαζε της Ελβίνας. Επειδή, λοιπόν, την κοίταξα κάπως έντονα και μου
χαμογέλασε, όπως κάνουν τα κορίτσια σε τέτοιες περιπτώσεις, σιγουρεύτηκα πως
ήταν η Ελβίνα κι άρχισα να χοροπηδάω κάνοντας και νοήματα στο ξένο κορίτσι.
Αυτή κοιτώντας γύρω της, μου έδειξε τον εαυτό της, θέλοντας, δηλαδή, να μου
πει, αν τα νοήματά μου ήταν γι’ αυτήν.
Μην μπορώντας,
λοιπόν, ν’ αντέξω άλλο, ένα απόγευμα περίμενα, για ώρες, όξω απ’ τ’ αρχοντικό
της Ελβίνας, και με το που βγήκε για λίγο, έτρεξα κοντά της, λέγοντάς της,
παραπονιάρικα:
- Γιατί μου το
κάνεις αυτό; Τι σ’ έχει πιάσει; Δεν έδωσα εγώ την κάρτα σου στον Καρατζά και...
Δεν πρόλαβα ν’
αποσώσω την κουβέντα μου και μου έβαλε τις φωνές:
- Μη μου
ξαναμιλήσεις, βρε αλήτη, γιατί θα το πω στον μπαμπά μου!
****
Μετά το δημοτικό εγώ, ξέχωρα που πουλούσα
κουλούρια το πρωί, δούλευα και σ’ ένα χασάπικο, και το βράδυ σ’ έναν
καλοκαιρινό σινεμά της γειτονιάς, πουλούσα γκαζόζες. Αυτή η δουλειά ήταν
λαχείο. Ζήτημα αν δούλευα μια ώρα τη βραδιά – στα διαλείμματα δηλαδή - κι
έβγαζα σχεδόν ένα εργατικό μεροκάματο. Δηλαδή, με τα κουλούρια, το χασάπικο και
το σινεμά ήμουν στο πόδι – άκου πράματα! – 17 – 18 ώρες! Αφού τα βράδια με το
που έσβηναν τα φώτα, στο σινεμά, καθόμουν σε μια καρέκλα κι αμέσως τα μάτια
έκλειναν. Ε, είχα παρακαλέσει ένα φιλαράκο – συνάδελφο και με ξυπνούσε, με το
που γινόταν το διάλειμμα. Μα την αλήθεια μπορούσα να κοιμηθώ ακόμα κι όρθιος.
Πολλές φορές ήμουν όρθιος, ας πούμε, στο τραμ. Με το ένα χέρι κρατιόμουν απ
’την πιάστρα και ακουμπώντας το κεφάλι πάνω σ’ αυτό το χέρι κοιμόμουν, ή μάλλον
λαγοκοιμόμουν.
Ένα βράδυ,
λοιπόν, ήρθε στο σινεμά και η Ελβίνα, με τους γονείς της. Βέβαια, κάπως τα
έχασα, αλλά όσο κι αν ήθελα δεν μπορούσα να τους αποφύγω. Ο πατέρας της Ελβίνας
καθόταν στην έξω μεριά, στο διάδρομο. Δίπλα του ήταν η γυναίκα του και μετά η
Ελβίνα. Και δε μου έφτανε η παρουσία τους, μου παράγγειλε κι ο πατέρας της τρεις πορτοκαλάδες. Κατάλαβα,
όμως, πως πριν απ’ την παραγγελιά, η μάνα της Ελβίνας, μιλούσε με τον άντρα της
αρκετή ώρα για μένα, γιατί αυτός ενώ την άκουγε, γύριζε το κεφάλι και με
κοιτούσε συνέχεια. Φαίνεται, πως, κοντά στ’ άλλα, θα του είπε πως εγώ ήμουν ο
επίδοξος γαμπρός.... τους, και πως έπρεπε να μου δώσει γερό πουρμπουάρ. Μα ο
λογαριασμός ήταν έξι δραχμές κι αυτός μου έδωσε εικοσάρικο, λέγοντάς μου να
κρατήσω τα ρέστα. Αποκλείεται αυτό να το έκανε από μόνος του. Όχι.., δα... Αυτό
δεν ήταν φιλοδώρημα, αλλά σκέτη κοροϊδία. Τραντάχτηκαν τα μηνίγγια μου. Ξύπνησε
μέσα μου το αντρικό φιλότιμο και η περηφάνια που δικαιούνται να έχουν οι
άνθρωποι, που βγάζουν το ψωμί τους ιδροκοπώντας. Έτσι μου ήρθε να πετάξω τις
δεκατέσσερις δραχμές στα μούτρα της κυρίας. Τα νεύρα μου είχαν πειραχτεί. Για
χρόνια με βασάνιζε το επεισόδιο στο σκολειό. Τα παιδιά τραυματίζονται εύκολα. Μπορεί
ένα παιδί να βάλει πάνω απ’ τη μάνα του και τον εαυτό του – “τι του βρήκες,
μωρή;” - τη διαφορά της κοινωνικής τάξης; Παρόλα αυτά έχοντας στο νου μου πάλι
την Ελβίνα, που κοιτούσε συνέχεια κάτω, μπροστά της, σκαλίζοντας μ’ ένα
χαμόκλαδο τα χαλίκια, που ήταν απλωμένα στο δάπεδο, κρατήθηκα και δίνοντας τα
ρέστα στον πατέρα της, είπα φωναχτά:
- Σας ευχαριστώ
κύριε, αλλά μου φτάνουν αυτά που κερδίζω απ’ τη δουλειά μου.
Η Ελβίνα όλη την
ώρα – πριν να σβήσουν τα φώτα – είχε το
κεφάλι γερμένο. Πάντως, δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Ήθελα να τη βλέπω, χωρίς να το
ξέρει η ίδια. Αυτό μπορούσα να το κάνω μόνο πίσω απ’ τη σκηνή. Με το που
έσβησαν, λοιπόν, τα φώτα πήγα πίσω απ’ το πανί κι από μια χαραμάδα την κοίταζα
συνέχεια. Εκείνο το βράδυ καθόλου δεν είδε το έργο. Η μάνα της, κατά καιρούς,
την έσπρωχνε με τον αγκώνα της, αλλά αυτή δεν έλεγε να σηκώσει το κεφάλι της.
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδα την Ελβίνα. Μιλάω, βέβαια, για την εποχή
εκείνη, που το επεισόδιο ήταν ακόμα φρέσκο και οι δυο ήμασταν ακόμα πειραγμένοι.
****
Για κάπου
τέσσερα χρόνια δεν είχα συναντήσει την Ελβίνα, που φοιτούσε πια στο γυμνάσιο.
Εγώ δεν μπόρεσα να συνεχίσω τα γράμματα κι έγινα οικοδόμος. Αργά και που,
βέβαια, μάθαινα κάτι για αυτήν, από μια συμμαθήτριά μας, απ’ το δημοτικό, που
πήγαινε στο ίδιο γυμνάσιο της Ελβίνας. Τάχατες τυχαία, λοιπόν, συναντιόμουν με την κοπελιά, ενώ συνέχεια
έκανα βόλτες όξω απ’ το σπίτι της, μέχρι να την πετύχω. Θα μπορούσα, βέβαια, να
δω την Ελβίνα, όποτε ήθελα, αφού ήξερα το σπίτι της και το γυμνάσιο που φοιτούσε,
αλλά δε μου πήγαινε να κάνω κάτι τέτοιο. Ύστερα είχα σιγουρευτεί κιόλας πως δεν
ταιριάζαμε. Εγώ ήμουν απλός και καταδεχτικός με τους άλλους. Μ’ αφού ήμουν
άνθρωπος της αγοράς και του πεζοδρομίου. Η Ελβίνα, όμως, ήταν ψηλομύτα. Με τη
μάνα που είχε, τίποτε το παράξενο. Αυτό φαινόταν κι απ’ την πετσέτα που άπλωνε
πάνω στο θρανίο της.
Ένα απόγευμα,
όμως, μετά από τρία – τέσσερα χρόνια, μπαίνοντας στο τρόλεϊ, βρέθηκα μπροστά
της. Ε, δεν ήταν πια το κοριτσόπουλο των δώδεκα χρονών, αλλά κοτζάμ γυναίκα και
μάλιστα πολλή όμορφη. Φορούσε παντελόνι, που τόνιζε τις γραμμές της κι
εφαρμοστή μπλούζα που άφηνε να διακρίνεται το στητό στήθος της. Πόσο χάρηκα που
την είδα, μετά από τόσα χρόνια. Βέβαια, αν δεν ήταν η Ελβίνα θα σκανδαλιζόμουν
και πολύ μάλιστα. Ξέχωρα που ήμουν νέος και το αίμα μου έβραζε, είχα και κάτι
άλλο πάνω μου: κυνηγούσα πολύ το φουστάνι. Με την Ελβίνα, όμως, τον πρώτο μου
έρωτα, το πράγμα διάφερε. Η θύμησή της είχε γίνει πια γαλήνια και γλυκιά
αναπόληση, που πάντοτε παραμερίζει τον ερωτικό πόθο, ή πάθος. Η παρουσία της
μου έφερε ένα σωρό πράγματα στο νου, που συγκινώντας με βαθιά, μ’ έκαναν
αρνάκι.
Σε λίγο με πήρε
το μάτι της. Ήμασταν και οι δυο όρθιοι. Αυτή στη μέση του τρόλεϊ κι εγώ στην
πίσω μεριά. Φαίνεται, όμως, πως τη δυσαρέστησε η παρουσία μου, γιατί γύρισε
απότομα το κεφάλι. Για το υπόλοιπο του ταξιδιού – κάπου μισή ώρα - κοιτούσε
συνέχεια μπροστά της. Πάντως, το πρόσωπό της, που κατακοκκίνισε έδειχνε, πως
ήταν πολύ αναστατωμένη. Εγώ δεν ήξερα τι να κάνω. Απ’ την μια ήθελα ν’ ανταλλάξω
έστω και μερικές κουβέντες μαζί της, κι απ’ την άλλη δεν ήθελα να την ενοχλήσω.
Στο τέλος πήρα την απόφαση και κατεβαίνοντας πρώτος, την περίμενα και μόλις
έκανε να με προσπεράσει, τάχατες αδιάφορα, της είπα με τον πιο χαρούμενο τρόπο:
- Γεια σου
Ελβίνα! Τι κάνεις; Χρόνια και ζαμάνια, καλέ!
- Σας παρακαλώ,
κύριε. Δε σας γνωρίζω, μου είπε αυστηρά και συνέχισε το δρόμο της.
Πόνεσε η ψυχή
μου... Ναι, λυπήθηκα πολύ για την Ελβίνα, που μου χάρισε τα πρώτα ερωτικά
σκιρτήματα. Η όλη στάση της μου έλεγε πως ακόμα υπόφερε. Τίποτε το παράξενο. Το
κοριτσάκι το είχαν κουρελιάσει. Πρώτα ο Μπαμπούλας και μετά η μάνα της. Εδώ
φαίνεται η διαφορά ανάμεσα στον εγγράμματο και τον καλλιεργημένο άνθρωπο.
Δάσκαλος ήταν ο Μπαμπούλας, δάσκαλος κι ο Καρατζάς. Επίσης, η μάνα της Ελβινας
ήταν εγγράμματη και η δική μου δεν είχε πάει καθόλου σε σκολειό. Δεν μπορούσε
να βάλει ούτε την υπογραφή της. Κι όμως ενώ βρήκε την κάρτα της Ελβίνας στην
τσέπη του παλτού μου, δε μου είπε τίποτε. Είμαι βέβαιος, πω το ίδιο θα έκανε κι
ο Καρατζάς αν ήταν στη θέση του Μπαμπούλα. Παριστάνοντας, δηλαδή, τον χαζό θα
έκανε πως δεν καταλάβαινε. Είναι έγκλημα να ενοχλούν οι γονείς, και γενικά οι
μεγάλοι, τα παιδιά, μπαίνοντας στη ζωή τους, για ψιλοπράγματα. Γιατί, ασφαλώς,
αν ήμουν γιος βιομηχάνου, που να είχε δεκαπλάσια απ’ τον πατέρα της Ελβίνας,
όχι μόνο δε θα έλεγε τίποτε, η κυρία Μαριανού, αλλά θα με παίνευε κι από πάνω,
προσκαλώντας με και στο σπίτι της. Επίσης θα δασκάλευε και τη μικρή. Το τι θα
έπρεπε, δηλαδή, να κάνει για να μη χάσει το κελεπούρι.
Όλα αυτά, και τ’
άσκημα χούγια της μάνας της, στα πεταχτά ήρθαν στο νου μου, παρακολουθώντας την
Ελβίνα που απομακρυνόταν. Ύστερα, σκέφτηκα πως εμείς οι άνθρωποι, στο
μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας υποκρινόμαστε, ρίχνοντάς το στα τυπικά. Ναι,
υποκρινόμαστε ακόμα και με τα παιδιά μας, με τους γονείς μας, τ’ αδέλφια μας
και τρέχα γύρευε. Ασφαλώς, μετά από τόσα χρόνια θα ήθελε να μου μιλήσει η
Ελβίνα. Να το καλαμπουρίσουμε και λίγο το πράγμα, βρε αδελφέ. Είχαμε τόσα πολλά
να θυμηθούμε, μιλώντας για τα παιδιακίστικα καμώματά μας, για τους έρωτές...
μας μα και τις μανάδες μας, για τον Μπαμπούλα και τη βίτσα του, και πώς μας
έπιασε στα πράσα, για τους καλούς μας δάσκαλους, την Ασπασία και τον
Κωνσταντίνο Καρατζά – ιδιαίτερα για την Ασπασία, που πέθανε τόσο πρόωρα – για
το σινεμά και το σούπερ πουρμπουάρ του πατέρα της και τόσα άλλα.
Έφερα, όμως, στο
νου κι αυτά που μου είχε πει, πριν από τέσσερα χρόνια, στο διάδρομο του
σκολειού, η αγράμματη αλλά σοφή, η μάνα μου, που ποτέ δεν κακολόγησε κανέναν
έτσι για το τίποτα και που ποτέ – ναι ποτέ! - δεν τσακώθηκε με κανέναν μα ούτε
και κουτσομπόλεψε κανέναν ( το λεω κάπου αλλού πως ιδιαίτερα το κουτσομπολιό
την αναστάτωνε):
- Αυτή η γυναίκα
είναι ξιπασμένη, παιδάκι μου. Έτσι είναι οι πλούσιοι. Το κοριτσάκι της
λυπάμαι... Θα το χαλάσει κι αυτό. Και είναι πεντάμορφο, το καημενούλικο...
*Γιώργος Μακρίδης
Λογοτέχνης-Θεατρικός Συγγραφέας
-Αυστραλία-