Άρθρο του Χρήστου Καπούτση
Κατά τις συνομιλίες του Προέδρου της Δημοκρατίας Νίκου Αναστασιάδη με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί στο ελβετικό θέρετρο, αποφασίστηκε διακοπή των συνομιλιών για μια εβδομάδα και συνέχιση της συζήτησης για το εδαφικό στις 20 Νοεμβρίου στη Γενεύη. Στόχος είναι στη Γενεύη να ολοκληρωθούν οι συνομιλίες και να υπάρξει συμφωνία .
Στην τελική φάση για το Κυπριακό, δεν σημειώθηκε σημαντική πρόοδος στις συνομιλίες επί των ουσιαστικών θεμάτων, που είχαν στο Μοντ Πελεράν της Ελβετίας, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Ν. Αναστασιάδης με τον τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί, υπό την αιγίδα του Γ.Γ. του ΟΗΕ Μπα Κι Μουν. Συζητήθηκαν εκκρεμότητες από τα κεφάλαια, περιουσιακό, διακυβέρνηση, Ε.Ε. και οικονομία, που είναι αλληλένδετες με το εδαφικό και το θέμα της επιστροφής των εκτοπισμένων. Η αμερικανο- βρετανική διπλωματία, ασκεί ισχυρές πιέσεις και στις δυο πλευρές, για άμεση λύση, του πολιτικού προβλήματος της Κύπρου, ακόμη και μέχρι το τέλος του 2016. Όμως, η εκλογή του Ντ. Τράμπ στον προεδρικό θώκο των ΗΠΑ, πιθανόν, να δημιουργήσει νέα δεδομένα και προτεραιότητες στην αμερικανική διπλωματία , που θα επηρεάσουν και μάλλον θα επιβραδύνουν την πορεία επίλυσης του Κυπριακού.
Πάντως, οι δύο Κύπριοι πολιτικοί ηγέτες, στις συνομιλίες στο Μοντ Πελεράν δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν, σε βασικά ζητήματα, όπως, στο εδαφικό, στο πολιτειακό και στις εγγυήσεις ασφάλειας.
Το επίμονο αίτημα για επιστροφή της Μόρφου και της Αμμοχώστου, καθώς και της επιστροφής αριθμού εκτοπισμένων, προσέκρουσε στην άρνηση της Τουρκίας, αφού ζητούσε εξωφρενικά ανταλλάγματα. Επίσης στην πολιτειακή δομή του νέου κράτους, διαπιστώθηκαν αποκλίνουσες απόψεις. Η Άγκυρα επιμένει στη συγκρότηση μιας συνομοσπονδίας δυο ισότιμων κρατών, του Ελληνοκυπριακού και του τουρκοκυπριακού (διζωνική- δικοινοτική ομοσπονδία), με πολιτική ισότητα στη βάση συσχετισμών και με εναλλασσόμενη Προεδρία (Θητεία 2,5 χρόνια για τον ελληνοκύπριο Πρόεδρο και άλλα τόσα για τον τουρκοκύπριο), που είναι παραλλαγή επί τα χείρω του σχεδίου Ανάν. Ασφαλώς, πρόκειται για τη χειρότερη μορφή διχοτομικής λύσης, διότι ανοίγει διάπλατα το δρόμο για την πολιτική και στρατιωτική ομηρεία της Κύπρου στην Τουρκία. Επιπλέον , η Άγκυρα ασκεί πιέσεις, μέσω του Ακιντζι , ώστε να εκβιάσει με μια «πενταμερή» συνδιάσκεψη και με τη συμμετοχή των εγγυητριών δυνάμεων (Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία, τουρκοκυπριακή και ελληνοκυπριακή κοινότητα). Αποδοχή αυτής της πρότασης, θα είναι προφανώς ολέθρια για τον Ελληνισμό, αφού θα καταργούσε de facto, την Κυπριακή Δημοκρατία.
Το μεγάλο «αγκάθι» των συνομιλιών στην Ελβετία, είναι όμως, το θέμα των εγγυήσεων ασφάλειας και της παρουσίας στο Νησί των κατοχικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Η Τουρκία δεν πρόκειται να υποχωρήσει στο θέμα των εγγυήσεων, δήλωσε ο Τούρκος ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου και επικαλέστηκε την κρίση στη Συρία η οποία είναι πολύ κοντά στην Κύπρο και αποτελεί απειλή και για την ασφάλεια των Τουρκοκυπρίων. Μιλώντας στην τουρκική Εθνοσυνέλευση το Μ. Τσαβούσογλου είπε: «Μεταξύ της Κύπρου και της Συρίας υπάρχουν πολεμικά πλοία από κάθε χώρα. Στη Συρία είναι η Ρωσία, είναι η Αμερική, είναι το Ιράν, είναι η Χιζμπουλάχ, είναι οι Σιίτες, το ΡΚΚ, το YPG, ο ISIS, η Ελ Νούσρα και υπάρχει και ο κίνδυνος από την ροή προσφύγων. Ποιος θα προστατεύσει τον τουρκοκυπριακό λαό απέναντι από αυτού του είδους τις απειλές, αν όχι ο τουρκικός στρατός;». Τα ίδια υποστήριξε και ο Μ. Ακιντζί στην Ελβετία, στις συνομιλίες του με τον πρόεδρο Ν. Αναστασιάδη και τους διαπραγματευτές του ΟΗΕ. Πρόκειται για ένα ακόμη διπλωματικό ελιγμό της Άγκυρας, προκειμένου να διατηρηθούν στο Νησί τα τουρκικά στρατεύματα.
Όμως, η Ελλάδα, έχει διαμηνύσει προς κάθε κατεύθυνση ότι, δεν αποδέχεται και ουδέποτε πρόκειται να αποδεχθεί τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής. Έχει καταστήσει σαφές, ότι αναπόσπαστο μέρος της λύσης του Κυπριακού αποτελούν, η κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος εγγυήσεων και η αποχώρηση όλων των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων. «Συνολική και συμπεφωνημένη λύση του κυπριακού προβλήματος, δεν νοείται χωρίς την πλήρη αποχώρηση των κατοχικών τουρκικών στρατευμάτων και την κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος εγγυήσεων του 1960» δήλωσε ο ΥΠΕΞ Ν. Κοτζιάς.
Η «συμβιβαστική» λύση, που προωθεί η αμερικανική διπλωματία (επίσημη δήλωση του αμερικανού αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν), είναι να αποχωρήσουν τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής, αλλά η Τουρκία να διατηρήσει μια στρατιωτική βάση στη Κύπρο. Δηλαδή, εκτός των άλλων, η Τουρκία, να αποκτήσει και εδαφικά δικαιώματα στην Κύπρο! Αυτή θα είναι και η πρόταση που προτίθεται να παρουσιάσει στους Έλληνες συνομιλητές του ο απερχόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, κατά την επίσημη επίσκεψή του στην Αθήνα την ερχόμενη βδομάδα.
Όπως, έχουν σχετική μόνο αξία οι φιλοτουρκικές θέσεις της κυβέρνησης Ομπάμα (Τουρκική στρατιωτική βάση στην Κύπρο), υπό την έννοια, ότι το Κυπριακό, δεν βρίσκεται στις προτεραιότητές του νέου αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τράμπ. Εκτιμάται ότι η νέα αμερικανική Κυβέρνηση, δεν θα ρίξει μεγάλο βάρος στην υποστήριξη μικρών γεωπολιτικά δυνάμεων, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, αλλά θα επιδιώξει μείζονες παρεμβάσεις σε κρίσιμες περιοχές, όπως είναι η Μέση Ανατολή, η Συρία, το Ιράν, καθώς και την αναβαθμισμένη συνεργασία με την Αίγυπτο, την Τουρκία και το Ισραήλ. Τον Ντ.Τραμπ δεν τον ενδιαφέρει η Ευρώπη, πόσο μάλλον η Ελλάδα. Τον ενδιαφέρει όμως, η συνεργασία των ΗΠΑ με την Ρωσία. Το Κυπριακό, θα αντιμετωπιστεί από την Κυβέρνηση Τράμπ, ως μέρος ενός υποσυνόλου της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ για την Μέση Ανατολή και Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και με γνώμονα τα αμερικανικά συμφέροντα για την ενέργεια. Παρότι, είναι ακόμη νωρίς, το επιτελείο του ΤΡΑΜΠ, στον τομέα της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, αποτελείται από σκληροπυρηνικούς στρατιωτικούς και διπλωμάτες, αλλά και νεοφιλελευθέρους επιχειρηματίες. Επομένως , μια πρώτη εκτίμηση μπορεί να είναι, ότι η νέα αμερικανική εξωτερική πολιτική, θα είναι ένας συνδυασμός Στρατηγικών και Οικονομικών (ενέργεια) συμφερόντων των ΗΠΑ, υπό την στενή έννοια της προώθησης των κρατικών Εθνικών συμφερόντων, αλλά των συμφερόντων των αμερικανικών επιχειρηματικών ομίλων, υποτιμώντας, τα συμμαχικά (ΝΑΤΟ-Ε.Ε.) συμφέροντα και γεωπολιτικές και οικονομικές επιδιώξεις, κυρίως των ευρωπαίων συμμάχων τους, εκτός και αν αυτά συμπίπτουν με τα αμερικανικά.
militaire