«Ίλιγγο» προκαλούν τα ευρήματα της αστυνομίας, κατά τη διάρκεια εφόδων σε περίπου 60 πολυτελή σπίτια των δύο πολυμελών εγκληματικών οργανώσεων σε Αττική και περιφέρεια.
Το modus operandi των συμμοριών περιελάμβανε συνεχή επικοινωνία, διαφορετικούς τομείς δραστηριοποίησης βάσει της ιεραρχικής δομής και κατανομή των ρόλωνΤο modus operandi των συμμοριών περιελάμβανε συνεχή επικοινωνία, διαφορετικούς τομείς δραστηριοποίησης βάσει της ιεραρχικής δομής και κατανομή των ρόλων.
Τα μέλη της οργάνωσης χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα τεχνάσματα προκειμένου να αποπροσανατολίζουν τις έρευνες των διωκτικών αρχών, ενώ παράλληλα παρακολουθούσαν τις συχνότητες του κέντρου Άμεσης Δράσης μέσω ασυρμάτων, ενημερώνοντας με κωδικοποίηση σημάτων και ενδοασυρματικές επικοινωνίες τα μέλη του κυκλώματος, ώστε να διαφεύγουν εγκαίρως από τα σπίτια-στόχους.
Συνολικά συνελήφθησαν 41 άτομα ηλικίας 19-66 ετών (38 Ρομά, ένας Σύρος, ένας Αλβανός και ένας Καζάκος). Οι έρευνες συνεχίζονται για τον εντοπισμό ακόμη 48 μελών του πολυπλόκαμου κυκλώματος.
Μέχρι στιγμής έχουν κατασχεθεί 600.000 ευρώ, 120 κιλά ασήμι σε ράβδους, φύλλα χρυσού, 150 χρυσές λίρες, 60 οχήματα και εκατοντάδες χρυσαφικά μεγάλης αξίας.
Όπως διαπιστώθηκε από την αστυνομική έρευνα, οι δράστες είχαν κλέψει συνολικά 2.000 σπίτια σε όλη την επικράτεια. Σύμφωνα με πληροφορίες, εκτός από τις οικίες, είχαν διαρρήξει και έναν ιερό ναό στο Κερατσίνι, σούπερ μάρκετ στο Μαρούσι, το νοσοκομείο Ιασώ, διάφορες εταιρείες, εργοστάσια κ.λπ.
To προφίλ και η δράση των δύο συμμοριών
Η πρώτη εγκληματική οργάνωση αποτελούνταν από τέσσερις αυτοτελείς επιχειρησιακές υποομάδες, τις οποίες διηύθυναν τέσσερα αρχηγικά μέλη, που ήταν επιφορτισμένα με τον συντονισμό των περιοχών, των χρονικών διαστημάτων και των στόχων που θα «επιχειρούσαν», ώστε η δράση της ομάδας τους να μη συμπίπτει με αυτή των άλλων υποομάδων.
Οι επιμέρους ομάδες πραγματοποιούσαν διαρρήξεις σε πολυτελείς κατοικίες, από τις οποίες αφαιρούσαν χρήματα, κοσμήματα, χρηματοκιβώτια κι άλλα τιμαλφή.
Σε περισσότερες από 60 έρευνες που πραγματοποιήθηκαν, παρουσία δικαστικών λειτουργών, σε κατοικίες, καταστήματα και άλλους χώρους των δραστών, μεταξύ άλλων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν χρηματικό ποσό που ξεπερνά τα 600.000 ευρώ, τραπεζικά βιβλιάρια καταθέσεων με μεγάλα χρηματικά ποσά, χρυσές λίρες και φύλλα χρυσού, ράβδοι ασημιού άνω των 120 κιλών, πλήθος κοσμημάτωνΣημαντικό ρόλο στη δράση της οργάνωσης διαδραμάτιζε μία από τις υποομάδες, η οποία αποτελούνταν από επίλεκτα μέλη και των άλλων τριών και δραστηριοποιούνταν αποκλειστικά στη διάρρηξη γραφείων εργοστασίων και εταιρειών. Στην περίπτωση αυτή, αφαιρούσαν συνήθως χρηματοκιβώτια που περιείχαν μεγάλα χρηματικά ποσά, ενώ παράλληλα προέβαιναν στη διάρρηξη αυτόματων μηχανημάτων ανάληψης χρημάτων (Α.Τ.Μ.) τόσο στην Αττική όσο και στην ευρύτερη επικράτεια.
Αναφορικά με τη μεθοδολογία της συγκεκριμένης εγκληματικής ομάδας, μεταξύ άλλων προκύπτει ότι τα μέλη της προέβαιναν σε αποπροσανατολιστικά τηλεφωνήματα στο τηλεφωνικό κέντρο της Άμεσης Δράσης, καταγγέλλοντας ψευδή περιστατικά σε σημεία τα οποία απείχαν γεωγραφικά από την περιοχή δράσης τους.
Όπως προέκυψε από τη μέχρι στιγμής έρευνα, η συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση εμπλέκεται σε περισσότερες από 250 περιπτώσεις κλοπών - διαρρήξεων σε διάφορες περιοχές της Αττικής και κυρίως στα βορειοανατολικά προάστια (Κηφισιά, Εκάλη, Νέα Ερυθραία, Άγιο Στέφανο, Πικέρμι, Ραφήνα κ.λπ.) καθώς και σε περιοχές της Θεσσαλονίκης και της Κατερίνης.
Η δεύτερη εγκληματική οργάνωση διέπραττε κλοπές - διαρρήξεις σε οικίες κυρίως της Δυτικής Αττικής, απ' όπου τα μέλη της αφαιρούσαν χρήματα, χρηματοκιβώτια κι άλλα τιμαλφή.
Τη συγκεκριμένη οργάνωση διηύθυνε ένα μέλος της και κύριο χαρακτηριστικό της ήταν ότι χρησιμοποιούσε ως «επιχειρησιακά» οχήματα συνηθισμένα μικρά αυτοκίνητα πόλης, ώστε να μην προκαλούν την προσοχή των διωκτικών αρχών και των πολιτών.
Για τη συγκεκριμένη εγκληματική ομάδα προκύπτει ότι είχε επεκτείνει τη δράση της και σε άλλες περιοχές της χώρας και συγκεκριμένα στην Αλεξανδρούπολη, στα Ιωάννινα, στη Θεσσαλονίκη, την Ορεστιάδα κ.λπ. Παράλληλα, το αρχηγικό της μέλος, με σκοπό τον εντοπισμό κατάλληλων προς διάρρηξη οικιών, πραγματοποιούσε συχνά ταξίδια στις προαναφερόμενες πόλεις και με τη βοήθεια μελών που διαβιούσαν σε αυτές προχωρούσε σε προπαρασκευαστικές πράξεις και στη συνέχεια σε διαρρήξεις και κλοπές.
Στο πλαίσιο της εγκληματικής της δραστηριότητας, τα μέλη της πραγματοποίησαν περισσότερες από 50 περιπτώσεις κλοπών - διαρρήξεων.
Σε περισσότερες από 60 έρευνες που πραγματοποιήθηκαν, παρουσία δικαστικών λειτουργών, σε κατοικίες, καταστήματα και άλλους χώρους των δραστών, μεταξύ άλλων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν χρηματικό ποσό που ξεπερνά τα 600.000 ευρώ, τραπεζικά βιβλιάρια καταθέσεων με μεγάλα χρηματικά ποσά, χρυσές λίρες και φύλλα χρυσού, ράβδοι ασημιού άνω των 120 κιλών, πλήθος κοσμημάτων - χρυσαφικών, ρολογιών και λοιπών τιμαλφών ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Επιπλέον, βρέθηκαν πυροβόλα όπλα, φυσίγγια, μαχαίρια, ασύρματοι και πολύ μεγάλος αριθμός διαρρηκτικών εργαλείων, όπως κατσαβίδια, κόφτες, τροχοί κ.λπ., κινητά τηλέφωνα, πλήθος ηλεκτρονικών συσκευών καθώς και ποσότητες ναρκωτικών.
Τέλος, σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους βρέθηκαν και κατασχέθηκαν περισσότερα από 60 οχήματα, μεταξύ των οποίων τα «επιχειρησιακά» τους, και μεγάλος αριθμός υπερπολυτελών αυτοκινήτων.
Οι δράστες με την κακουργηματικού χαρακτήρα δικογραφία οδηγήθηκαν στις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές. Βαρύνονται -κατά περίπτωση- για τα αδικήματα της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, της ληστείας και των διακεκριμένων κλοπών, κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος, κατ’ εξακολούθηση, της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, της πλαστογραφίας και της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά.
Τα ψευδώνυμα των εγκεφάλων και των μελών της συμμορίας:
Τα τεχνάσματα: Κωδικοί, παρακολούθηση συχνοτήτων, δίκτυο κλεπταποδόχων
Τα κλοπιμαία τα προωθούσαν σε συγκεκριμένους κλεπταποδόχους, οι οποίοι έχοντας αναπτύξει «κατάλληλο δίκτυο πελατών» τα διέθεταν στην αγορά, αποκομίζοντας με τον τρόπο αυτόν μεγάλα παράνομα οικονομικά οφέλη, που διαμοιράζονταν με τα μέλη της οργάνωσης.
Με αυτόν τον τρόπο τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων είχαν καταφέρει να διατηρούν στη κατοχή τους, για ελάχιστο χρονικό διάστημα, τα κλοπιμαία, ώστε να μην είναι δυνατή η διασύνδεσή τους με τις κλοπές που είχαν διαπράξει, σε περίπτωση αστυνομικού ελέγχου.
Τα μέλη της οργάνωσης χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα τεχνάσματα, προκειμένου να αποπροσανατολίσουν τις έρευνες των διωκτικών αρχών και να αποφεύγουν τον εντοπισμό και τη σύλληψη τους. Πιο συγκεκριμένα:
• Παρακολουθούσαν τις συχνότητες του κέντρου της Άμεσης Δράσης μέσω ασυρμάτων στις περιοχές όπου δραστηριοποιούνταν, με σκοπό την άμεση ενημέρωση των συνεργών τους και την έγκαιρη διαφυγή τους σε περίπτωση κινητοποίησης των αστυνομικών δυνάμεων. Μάλιστα, γνώριζαν πολύ καλά την κωδικοποίηση των σημάτων και των εντολών των ενδοασυρματικών επικοινωνιών, για τις οποίες είχαν ενημερωθεί από τους αστυνομικούς συνεργούς τους.
• Χρησιμοποιούσαν κατάλληλο εξοπλισμό κατά τη διάπραξη των κλοπών, όπως γάντια και αυτοσχέδιες κουκούλες, με σκοπό τον δυσχερή εντοπισμό αποτυπωμάτων και βιολογικού υλικού.
• Παραλάμβαναν τον εξοπλισμό τους (κινητά τηλέφωνα, διαρρηκτικά εργαλεία, κουκούλες, γάντια κ.λπ.) από ειδικά διαμορφωμένους χώρους, πριν από την τέλεση των διαρρήξεων.
• Επικοινωνούσαν μεταξύ τους με συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας, ενεργοποιημένες με στοιχεία άλλων ατόμων (ghost phones), ενώ συνομιλούσαν μεταξύ τους με κωδικοποιημένες εκφράσεις και σύνθετη ορολογία.
• Χρησιμοποιούσαν «στόλο» οχημάτων μεγάλης ιπποδύναμης, τα οποία τα μεταβίβαζαν σε ανυποψίαστα ή και ανύπαρκτα άτομα. Επιπλέον, για τον δυσχερή εντοπισμό των οχημάτων τους, αφαιρούσαν πινακίδες κυκλοφορίας από άλλα οχήματα και τις τοποθετούσαν στα δικά τους, φροντίζοντας να αλλάζουν συνεχώς τα χαρακτηριστικά τους με τη χρήση μεμβρανών διαφορετικού χρώματος.
• Επέλεγαν για την οδήγηση των οχημάτων τους έμπειρους οδηγούς, οι οποίοι λάμβαναν ιδιαίτερα μέτρα αντιπαρακολούθησης (για παράδειγμα πραγματοποίηση ελιγμών, αυξομείωση ταχύτητας κ.λπ.). Επίσης, σε περιπτώσεις εντοπισμού τους από αστυνομικούς, ακολουθούσε πάντα καταδίωξη και δεν δίσταζαν ακόμα και να εμβολίσουν τα αστυνομικά οχήματα.
Η αστυνομική επιχείρηση
Ο διευθυντής Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, υποστράτηγος Χρήστος Παπαζαφείρης, τόνισε κατά την παρουσίαση: Θα ήθελα να συγχαρώ τις Υπηρεσίες της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής που συμμετείχαν στις έρευνες και στην επιχείρηση της εξάρθρωσης και κατάφεραν να τερματίσουν τη δράση του εγκληματικού αυτού δικτύου και ειδικότερα την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Βορειανατολικής Αττικής και το Τμήμα Ασφαλείας Αμαρουσίου.
Θα ήθελα επίσης να συγχαρώ τις Διευθύνσεις Ειδικών Αστυνομικών Δυνάμεων και Αστυνομικών Επιχειρήσεων Αττικής, τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών, τη Διεύθυνση Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, την Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Κατερίνης και το Τμήμα Ασφαλείας Βέροιας, για την άψογη συνεργασία που είχαμε σε όλα τα στάδια χειρισμού της μεγάλης αυτής υπόθεσης.
Επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά ότι η σκληρή δουλειά και η μεθοδική έρευνα, σε συνδυασμό με τη στενή συνεργασία των Υπηρεσιών, στο πλαίσιο του ενιαίου επιχειρησιακού δόγματος της αστυνομίας, αποτελούν την αιχμή του δόρατος στον διαρκή αγώνα που καταβάλλουμε για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και την προστασία των πολιτών και του κοινωνικού συνόλου.
Για την αποδόμηση των εγκληματικών δικτύων οργανώθηκε προχθές (2-11-2016) ταυτόχρονη αστυνομική επιχείρηση πανελλαδικής κλίμακας, την οποία συντόνισε η Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Βορειοανατολικής Αττικής και συμμετείχαν πάνω από 1.000 αστυνομικοί διαφόρων υπηρεσιών.
Συγκεκριμένα, συμμετείχαν κλιμάκια αστυνομικών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, των Διευθύνσεων Άμεσης Δράσης και Αστυνομικών Επιχειρήσεων Αττικής, της Ειδικής Κατασταλτικής Αντιτρομοκρατικής Μονάδας, των Ομάδων Πρόληψης και Καταστολής Εγκληματικότητας, του Τμήματος Εξουδετέρωσης Εκρηκτικών Μηχανισμών, της Διεύθυνσης Ασφαλείας Θεσσαλονίκης και της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Κατερίνης, των Τμημάτων Ασφαλείας Αμαρουσίου και Ραφήνας καθώς και τοπικών Διευθύνσεων Αστυνομίας της χώρας.
zougla.gr