Οι προκλητικές δηλώσεις του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν ο οποίος έθεσε για πρώτη φορά θέμα κυριότητας σε νησίδες του Αιγαίου αμφισβητώντας τη Συνθήκη της Λωζάνης που αφορά και τα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας, δηλαδή τη Συρία και το Ιράκ, μόνο τυχαίες δεν είναι. Διατυπώνονται την επαύριον του ανεπιτυχούς πραξικοπήματος του Ιουλίου που οδήγησε σε εκκαθαρίσεις με την απόταξη χιλιάδων στελεχών των ενόπλων δυνάμεων, κλεισίματος εκατοντάδων μέσων ενημέρωσης και απόλυση χιλιάδων δικαστών και ακαδημαϊκών, σηματοδοτώντας την εδραίωση ισλαμικού τύπου πολιτικής διακυβέρνησης σε βάρος της κοσμικής, στη γείτονα χώρα.
Της Αντωνίας Δήμου*
Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής:
Γιατί ο Τούρκος πρόεδρος βάλλει εναντίον της συνθήκης της Λωζάνης του 1923 η οποία συνιστά επίτευγμα της κυβέρνησης του Κεμάλ Ατατούρκ, θεμελιωτή της σύγχρονης Τουρκίας, ο οποίος πέτυχε την κατάργηση της συνθήκης των Σεβρών του 1920 που είχε δημιουργήσει την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών λόγω της ελληνικής παρουσίας στα νησιά Ίμβρο και Τένεδο, τη Δυτική και Ανατολική Θράκη μέχρι την Κωνσταντινούπολη και την περιοχή της Σμύρνης, ενώ προέβλεπε και τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους;
Η απάντηση είναι απλή. Οι αναθεωρητικές δηλώσεις του Τούρκου προέδρου εντάσσονται στο πλαίσιο της υλοποίησης του νεοθωμανισμού και έρχονται σε μία περίοδο ανακατατάξεων που -μεταξύ άλλων- περιλαμβάνουν τον επανακαθορισμό των συνόρων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ως γνωστόν, η συμφωνία Σάικς-Πικό που συνομολογήθηκε μεταξύ της Γαλλίας και της Αγγλίας, μοιράζοντας σε σφαίρες επιρροής τις αραβικές επαρχίες της τότε καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχει de facto καταργηθεί με την επέλαση του «ισλαμικού κράτους», καθώς και αντάρτικων στρατιωτικών ομάδων σε Συρία και Ιράκ.
Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη νεοθωμανική στρατηγική της Τουρκίας, όπως αυτή σφυρηλατήθηκε επιμελώς από τον μέχρι πρότινος πρωθυπουργό, Αχμέτ Νταβούτογλου με την πολιτική στήριξη Ερντογάν, ο επανασχεδιασμός του χάρτη της ευρύτερης περιοχής, με την υπογραφή νέων διεθνών συνθηκών, οφείλει να περιλαμβάνει το Αιγαίο και την Κύπρο.
Ο νεοθωμανισμός είναι το όραμα της σύγχρονης τουρκικής εξωτερικής πολιτικής που στοχεύει στην ανάδειξη της Τουρκίας σε ηγετική περιφερειακή δύναμη στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια, με την ανασύσταση των ορίων επιρροής και του ζωτικού χώρου της πάλαι ποτέ Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Την περίοδο που προηγήθηκε του πραξικοπήματος, η διακυβέρνηση Ερντογάν οικοδόμησε το οθωμανικό και ισλαμικό προφίλ της Τουρκίας εντέχνως με τη δημιουργία στο υπουργείο Εξωτερικών της χώρας μίας νέας τάξης μη-κεμαλικών πρεσβευτών, οι οποίοι εκτιμάται ότι επελέγησαν στη βάση των ισλαμικών-οθωμανικών τους προσόντων, καθώς και μίας παράλληλης επετηρίδας ειδικών για προξενικά θέματα με επίκεντρο τα μειονοτικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά ζητήματα, πάντοτε σε αγαστή συνεργασία με την εκάστοτε πρεσβεία. Σε αυτό το πλαίσιο πολιτικής, συντελέσθηκε και η αναβάθμιση του προξενείου της Κομοτηνής.
Ο εν ισχύ Νόμος περί Τουρκικής Υπηκοότητας, επίσης λειτουργεί επικουρικά στην υλοποίηση της ιδέας του παν-τουρκισμού η οποία προβάλλεται κεκαλυμμένα με οθωμανικό προφίλ. Προηγήθηκε δε της ψήφισης του νόμου η σύνταξη σχετικού χάρτη του περίφημου «Χάρτη της Τουρκικής Ομογένειας», ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του «οράματος Νταβούτογλου / Ερντογάν» για την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σύμφωνα με το νόμο περί Τουρκικής υπηκοότητας, οι ξένοι που συμβάλλουν πολιτιστικά, επιστημονικά και αθλητικά στη διεθνή προβολή της Τουρκίας αλλά και επενδύουν οικονομικά εντός της τουρκικής επικράτειας μπορούν να αποκτήσουν την Τουρκική υπηκοότητα.
Οι πολυπληθείς Τουρκογενείς πληθυσμοί του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας βρίσκονται στο στόχαστρο του τουρκικού νόμου, ενώ ειδικές θεματικές ομάδες εργασίας έχουν προβεί στη σύσταση σχετικών αναφορών που εστιάζουν στους «Τουρκικής καταγωγής» πολίτες των βαλκανικών κρατών, όπως της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, καθώς και της Μέσης Ανατολής. Προφανής σκοπός της Τουρκίας αποτελεί η αριθμητική ανέλιξη στα 160 εκατομμύρια, εντός της επόμενης δεκαετίας, των Τούρκων υπηκόων παγκοσμίως.
Ο Νταβούτογλου άλλωστε αποτελεί άριστο γνώστη του θεωρητικού μοντέλου της αγγλοσαξωνικής γεωπολιτικής ανάλυσης του Χάλφορντ Μάκιντερ (1861–1947) στο οποίο έχει προσαρμόσει την τουρκική πολιτική υψηλής στρατηγικής, η οποία συνίσταται στην κατάκτηση ηγετικής γεωπολιτικής θέσης, όπως αυτή επιβάλλεται από το γεωγραφικό πλεονέκτημα του «στρατηγικού βάθους» της Τουρκίας.
Οι απόψεις Νταβούτογλου που απηχούν τις πολιτικές θέσεις Ερντογάν αποτυπώνονται στο βιβλίο του με τίτλο «Στρατηγικό Βάθος: Η θέση της Τουρκίας στη Διεθνή Σκηνή» (Stratejik Derinlik: Türkiye’nin Uluslararası Konumu) το οποίο πρωτίστως επικοινωνιακά απευθύνεται στα γειτονικά μουσουλμανικά και μη κράτη. Εις ό,τι αφορά στην Ελλάδα και την Κύπρο, στη σελίδα 175 του βιβλίου με υπότιτλο «Ο Στρατηγικός Γόρδιος Δεσμός της Τουρκίας: Η Κύπρος», ο Νταβούτογλου αναφέρει:
«Η Κύπρος διαθέτει κεντρική θέση μέσα στην παγκόσμια ήπειρο αφού βρίσκεται σε ίση απόσταση από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Μαζί με την Κρήτη ευρίσκεται σε μία γραμμή πάνω στην οποία διασταυρώνονται οι θαλάσσιες οδοί. Η Κύπρος κατέχει θέση μεταξύ των Στενών, που χωρίζουν Ευρώπη και Ασία, και της Διώρυγας του Σουέζ, που χωρίζει Ασία και Αφρική, ενώ ταυτοχρόνως έχει τη θέση μίας σταθερής βάσης και ενός αεροπλανοφόρου, που θα πιάνει το σφυγμό των θαλασσίων οδών του Άντεν και του Χορμούζ, μαζί με τις λεκάνες του Κόλπου και της Κασπίας, που είναι οι πιο σημαντικοί οδοί σύνδεσης Ευρασίας-Αφρικής».
Ενώ στη σελίδα 180, ο Νταβούτογλου εστιάζει στην τουρκική πολιτική έναντι της Κύπρου: «Την Κύπρο δεν μπορεί να αγνοήσει καμία περιφερειακή ή παγκόσμια δύναμη που κάνει στρατηγικούς υπολογισμούς στη Μ. Ανατολή, την Α. Μεσόγειο, το Αιγαίο, το Σουέζ, την Ερυθρά θάλασσα και τον Κόλπο. Η Κύπρος βρίσκεται σε τόσο ιδανική απόσταση απ’ όλες τις περιοχές, που έχει την ιδιότητα μίας παραμέτρου που τις επηρεάζει όλες άμεσα.
»Η Τουρκία, το στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε την δεκαετία του 1970 πάνω σε αυτήν την παράμετρο, πρέπει να το αξιοποιήσει όχι ως στοιχείο μίας αμυντικής Κυπριακής πολιτικής με στόχο την διαφύλαξη του σημερινού status quo, αλλά ως ένα θεμελιώδες στήριγμα μίας επιθετικής θαλάσσιας στρατηγικής διπλωματικού χαρακτήρα». Και συμπυκνώνει την θέση του: «Μία χώρα που αγνοεί την Κύπρο δεν μπορεί να είναι ενεργή στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές».
Όσον αφορά στο Αιγαίο, ο Νταβούτογλου εκτιμά ότι αυτό αποτελεί το σημαντικότερο θαλάσσιο κομβικό σημείο της ευρασιατικής παγκόσμιας ηπείρου στην κατεύθυνση Βορρά-Νότου και συνοψίζει τη θέση του διατυπώνοντας ότι:
«Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των νησιών του Αιγαίου βρίσκεται υπό ελληνική κυριαρχία αποτελεί το σημαντικότερο αδιέξοδο της πολιτικής της εγγύς θαλάσσιας περιοχής της Τουρκίας. Η βασική πηγή προβλήματος στο Αιγαίο είναι η αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ της γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας και του ισχύοντος καθεστώτος.
»Το γεγονός ότι τα νησιά του Αιγαίου είναι φυσική προέκταση της γεωλογικής δομής της χερσονήσου της Μικράς Ασίας και το ότι ο πολιτικός διαχωρισμός που έχει προκύψει, σε αντίθεση με τις γεωπολιτικές αναγκαιότητες, με τις διεθνείς συνθήκες έχει επικυρωθεί υπέρ της Ελλάδας παρέχουν το κατάλληλο έδαφος, για να αναφύονται διάφορα ζητήματα, όπως η υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα, ο εναέριος χώρος, η ζώνη FIR, τα πεδία διοίκησης και ελέγχου και ο εξοπλισμός των νησιών.
»Η εγγύτητα ενός σημαντικού μέρους των ελληνικών νησιών στη μικρασιατική ακτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρησιακή βάση εναντίον της Μικράς Ασίας, και η περικύκλωση των υδάτινων διαδρόμων, που εξασφαλίζουν το πέρασμα από την Προποντίδα στη Μεσόγειο, από αυτά τα νησιά, αξιολογούνται από την Τουρκία ως ένα πολύ σοβαρό κενό ασφάλειας».
Είναι ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα και η Κύπρος οφείλουν να ξεφύγουν από το τέλμα της ενεργούς παθητικότητας στην οποία έχουν περιέλθει και να προχωρήσουν στην ισχυροποίηση των θέσεων τους δημιουργώντας διπλωματικά, γεωπολιτικά και διεθνή ερείσματα μέσα από μεθοδική προσέγγιση και ρεαλιστική στοχοθεσία όσον αφορά στην τουρκική εξωτερική πολιτική.
Σε διεθνές επίπεδο, η καταγγελία της τουρκικής προκλητικότητας σε διάφορα fora με τη μορφή, επί παραδείγματι, επιστολής στον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, η οποία είθισται να διανέμεται ως επίσημο έγγραφο της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας του οργανισμού, αποτελεί βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα έχει κυριαρχικά δικαιώματα «ipso facto και ab initio» στο Αιγαίο, όπως αυτά προβλέπονται στη Συνθήκη της Λωζάνης η οποία με 93 χρόνια ισχύος αποτελεί διεθνή νομοθεσία που δεσμεύει τα προσυπογράφοντα μέλη.
Σε διμερές επίπεδο μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, στο πλαίσιο εφαρμογής της ελληνικής Πολιτικής Εθνικής Άμυνας (ΠΕΑ), είναι απαραίτητη η διατήρηση εφαρμογής στρατηγικής αποτροπής με τη διατήρηση ισχυρών ενόπλων δυνάμεων. Με αυτό τον τρόπο, η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και οι σχεδιασμοί για «κατάληψη» της μισής Κύπρου, όπως αποτυπώνονται στο όραμα Νταβούτογλου / Ερντογάν, θα παραμείνουν αποκλειστικά στο επίπεδο των -τουρκικών- οραματισμών.
*Η κ. Αντωνία Δήμου είναι Επικεφαλής του Τμήματος Μέσης Ανατολής στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Άμυνας και Ασφάλειας (ΙΑΑΑ / ISDA) και Εταίρος στο Κέντρο για την Ανάπτυξη της Μέσης Ανατολής, στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες
defence-point.gr