Της Ρένας Ραψομανίκη
Οι σχολικές παραστάσεις την προϊδέασαν για τη γνωριμία με το αληθινό θέατρο.
Η πρώτη επαφή στάθηκε έρωτας.
Έρωτας κεραυνοβόλος .
Ο ρόλος των συγκυριών στη ζωή!
Ο θίασος του Μάνου Κατράκη – ποιος ήταν αυτός μακάρι και να 'ξερε – κατέφθασε στο νησί περιοδεύοντας στην επαρχία.
Ο θίασος του Μάνου Κατράκη – ποιος ήταν αυτός μακάρι και να 'ξερε – κατέφθασε στο νησί περιοδεύοντας στην επαρχία.
Οι δάσκαλοι άδραξαν την ευκαιρία και οι μαθητές είχαν τύχη αγαθή να παρακολουθήσουν, σε πρωινή παράσταση, το έργο «Βασίλισσα Αμαλία» του Γεωργίου Ρούσσου.
Επαγγελματικό θέατρο πρώτης γραμμής! Το αναγνώρισε κι ας μην είχε μέτρο σύγκρισης. Ρούφηξε μονοκοπανιάς τη μαγεία του λες κι έκανε βουτιά στη χύτρα με τον μαγικό ζωμό του Δρυίδη κι έκτοτε απόμεινε στιγματισμένη.
Το βράδυ οι γονείς είχαν κλείσει θέσεις για τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι. Χάλασε τον κόσμο να πάει μαζί τους κι εκείνοι, ύστερα από κάποιες αναιμικές προσπάθειες να την πείσουν πως δεν ήταν της ηλικίας της, αποφάσισαν να ενδώσουν. Κάτι κατάλαβαν ή κάτι διαισθάνθηκαν.
Τώρα, τι κατάλαβε εκείνη στην ηλικία των δέκα βλέποντας τον Κατράκη να υποδύεται τον αλλόκοτο πρίγκιπα Μίσκιν , αυτό πώς να το μάθει κανείς; Μπορεί ακριβώς η μαγεία του ακατανόητου να την σημάδεψε και να την παραλόϊσε. Ταυτόχρονα όμως τακτοποιήθηκαν μέσα της τα μεγέθη κι αυτό τράβηξε μαλακά το καλάμι από τα πόδια της
Βάλθηκε ν' ανακαλύπτει το θέατρο όπου ήταν βολετό και η πιο κοντινή διαθέσιμη πηγή ήταν τα ερτζιανά. Τα Κυριακάτικα μεσημέρια η εκπομπή του Αχιλλέα Μαμάκη: « Το θέατρο στο μικρόφωνο» έγινε μόνιμος συνδαιτυμόνας στο οικογενειακό τραπέζι. Από εκεί έπαιρνε , με τη λαχτάρα του στερημένου, πληροφορίες για τα διαδραματιζόμενα στις θεατρικές αίθουσες, άκουγε συνεντεύξεις, κριτικές, αποσπάσματα από παραστάσεις, που την έκαναν να ονειροπολεί μια συνάντηση με το μυθικό καλλιτεχνικό γίγνεσθαι μιας απόμακρης πρωτεύουσας.
Κάμποσα χρόνια αργότερα ένας οικογενειακός φίλος, που είχε να την δει από παιδί, την κοίταξε σαν να μην την αναγνώριζε και μουρμούρισε,περισσότερο μονολογώντας.
- Ώστε εσύ είσαι εκείνη η μικρή που τραβούσες, με κοσμιότητα αλλά και επιμονή, το μανίκι του πατέρα σου να τον αποσπάσεις από τη συντροφιά μας, γιατί είχε ξεχαστεί με την κουβέντα και δεν έλεγε να ξεκολλήσει κι ας είχε φτάσει ώρα φαγητού. "Το παιδί πεινάει", του κάναμε νόημα. Κι ο πατέρας σου γελούσε: " Πού τέτοια τύχη! Ραντεβού με τον Μαμάκη έχει, που σε καλό να της βγει."
Κάμποσα χρόνια αργότερα ένας οικογενειακός φίλος, που είχε να την δει από παιδί, την κοίταξε σαν να μην την αναγνώριζε και μουρμούρισε,περισσότερο μονολογώντας.
- Ώστε εσύ είσαι εκείνη η μικρή που τραβούσες, με κοσμιότητα αλλά και επιμονή, το μανίκι του πατέρα σου να τον αποσπάσεις από τη συντροφιά μας, γιατί είχε ξεχαστεί με την κουβέντα και δεν έλεγε να ξεκολλήσει κι ας είχε φτάσει ώρα φαγητού. "Το παιδί πεινάει", του κάναμε νόημα. Κι ο πατέρας σου γελούσε: " Πού τέτοια τύχη! Ραντεβού με τον Μαμάκη έχει, που σε καλό να της βγει."
Τετάρτη και Κυριακή βράδυ ξάπλωνε με το τρανζιστοράκι αγκαλιά, κουκουλωμένη κάτω από τις κουβέρτες να μην ενοχλεί και να μην την ενοχλούν.
- Κοίτα να μην ξενυχτήσεις. Αύριο θα χασμουριέσαι στο σχολείο αν δεν χορτάσεις ύπνο. ( Η προστατευτική μητέρα.)
- Μην ξεχαστείς και σε πάρει ο ύπνος. Θα τελειώσουν οι μπαταρίες. (Ο πρακτικός πατέρας.)
Τους διαβεβαίωνε πως λίγο θα ακούσει κι ύστερα θα το κλείσει. Μα πόσο εύκολο είναι να τηρήσεις μια τέτοια υπόσχεση όταν έχεις για συνομιλητή Σαίξπηρ ή Λόρκα, Μπρεχτ ή Λαμπίς, Τενεσί Ουίλιαμς ή Ευγένιο Ο Νηλ, Τσέχοφ ή Πιραντέλο; Πώς να πατήσεις το κουμπάκι και να διακόψεις βίαια εκείνες τις θεϊκές φωνές των πρωταγωνιστών ενόσω τυπώνονται μέσα σου; Εκείνα τα ηχοχρώματα που έχεις μάθει να ξεχωρίζεις και να ταυτοποιείς; Μινωτής και Παξινού, Χορν και Λαμπέτη, Χατζηαργύρη και Αρώνη, Κωστόπουλος και Βόκοβιτς… Όχι δεν ήταν απόμακρες βεντέτες, σαν τους ηθοποιούς του κινηματογράφου. Ήταν φίλοι προσωπικοί κι αγαπημένοι που έκαναν το κλασσικό ρεπερτόριο φυσική συνέχεια των παραμυθιών της γιαγιάς.
Υπήρχαν και σπάνιες περιπτώσεις που ο ύπνος την διεκδικούσε και την αποσπούσε. Ξυπνούσε απογοητευμένη με τις νότες του εθνικού ύμνου, που σηματοδοτούσαν τη λήξη του προγράμματος, μα η παράσταση είχε συνεχιστεί στα όνειρά της. Αυτό το τελευταίο είχε μια παρενέργεια: όταν, στην ενήλικη ζωή της, ερχόταν ξανά σ’ επαφή με το συγκεκριμένο έργο έπαιρνε όρκο πως τελειώνει "έτσι", για να διαψευσθεί με το "αλλιώτικα" και να κατηγορεί τη μνήμη πως την είχε εξαπατήσει. Μα δεν έφταιγε η μνήμη, ήταν η φαντασία που είχε διαφορετική άποψη από τον συγγραφέα.
- Κοίτα να μην ξενυχτήσεις. Αύριο θα χασμουριέσαι στο σχολείο αν δεν χορτάσεις ύπνο. ( Η προστατευτική μητέρα.)
- Μην ξεχαστείς και σε πάρει ο ύπνος. Θα τελειώσουν οι μπαταρίες. (Ο πρακτικός πατέρας.)
Τους διαβεβαίωνε πως λίγο θα ακούσει κι ύστερα θα το κλείσει. Μα πόσο εύκολο είναι να τηρήσεις μια τέτοια υπόσχεση όταν έχεις για συνομιλητή Σαίξπηρ ή Λόρκα, Μπρεχτ ή Λαμπίς, Τενεσί Ουίλιαμς ή Ευγένιο Ο Νηλ, Τσέχοφ ή Πιραντέλο; Πώς να πατήσεις το κουμπάκι και να διακόψεις βίαια εκείνες τις θεϊκές φωνές των πρωταγωνιστών ενόσω τυπώνονται μέσα σου; Εκείνα τα ηχοχρώματα που έχεις μάθει να ξεχωρίζεις και να ταυτοποιείς; Μινωτής και Παξινού, Χορν και Λαμπέτη, Χατζηαργύρη και Αρώνη, Κωστόπουλος και Βόκοβιτς… Όχι δεν ήταν απόμακρες βεντέτες, σαν τους ηθοποιούς του κινηματογράφου. Ήταν φίλοι προσωπικοί κι αγαπημένοι που έκαναν το κλασσικό ρεπερτόριο φυσική συνέχεια των παραμυθιών της γιαγιάς.
Υπήρχαν και σπάνιες περιπτώσεις που ο ύπνος την διεκδικούσε και την αποσπούσε. Ξυπνούσε απογοητευμένη με τις νότες του εθνικού ύμνου, που σηματοδοτούσαν τη λήξη του προγράμματος, μα η παράσταση είχε συνεχιστεί στα όνειρά της. Αυτό το τελευταίο είχε μια παρενέργεια: όταν, στην ενήλικη ζωή της, ερχόταν ξανά σ’ επαφή με το συγκεκριμένο έργο έπαιρνε όρκο πως τελειώνει "έτσι", για να διαψευσθεί με το "αλλιώτικα" και να κατηγορεί τη μνήμη πως την είχε εξαπατήσει. Μα δεν έφταιγε η μνήμη, ήταν η φαντασία που είχε διαφορετική άποψη από τον συγγραφέα.
Με τη μετακόμιση στην Αθήνα δεν είχε παρά ν' απλώσει το χέρι να πιάσει το άπιαστο. Να πάρει το λεωφορείο μέχρι την Ομόνοια, να περπατήσει την Αγίου Κωνσταντίνου, να κοιτάξει θαμπωμένη το νεοκλασικό του Τσίλερ, να παρακολουθήσει ζωντανή, επιτέλους, παράσταση στο Εθνικό, όταν ακόμα λεγόταν Βασιλικό. Με μιας οι αποθηκευμένες φωνές απέκτησαν υπόσταση, πρόσωπο, σχήμα, μορφή, κίνηση. Μυσταγωγία ανεπανάληπτη! Μέχρι τότε ήταν η ακοή που μονοπωλούσε την αισθητική απόλαυση, συνεπικουρούμενη από τη φαντασία που ερχόταν να συμπληρώσει τα κενά με τον δικό της μοναδικό τρόπο. Τώρα, οι υπόλοιπες αισθήσεις διεκδικούσαν μερίδιο, η κάθε μια για λογαριασμό της. Ούτε λόγος να γίνεται πως ακόμα και η αφή δεν έμενε παραπονεμένη απολαμβάνοντας τη μαλακή υφή των βελούδινων καθισμάτων. Το αφηρημένο που συγκεκριμενοποιείται κρύβει σε σπέρμα τον κίνδυνο της διάψευσης. Στάθηκε τυχερή να μην το βιώσει έτσι.
Η θεϊκή Παξινού δεν ήταν όμορφη.
Ποιος νοιάστηκε;
Σαν αντίβαρο ήταν λαμπερή και ορμητική, ήταν χείμαρρος και καταιγίδα, ήταν κεραυνός και σπαραγμός, ξεχείλιζε από παλμό που παρέσυρε στην δική της ρότα, ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος της σκηνής, διαφέντευε την παράσταση χωρίς αντίπαλο. Ποια καλλονή θα μπορούσε να δημιουργήσει τα κύματα ανατριχίλας που έσκαγαν στον κυματοθραύστη-κοινό, ξαναγύριζαν πίσω στη σκηνή, έπαιρναν φόρα , ορμούσαν να πνίξουν την πλατεία και πίσω πάλι. Κι αυτό το αδιάκοπο πηγαινέλα έκανε αβάσταχτο τον σπαρακτικό θρήνο: " γειτόνισσες... μ΄ ένα μαχαίρι... μ' ένα μικρό-μικρό μαχαίρι, π' ούτε το χέρι δεν το πιάνει. Μα εκείνο μπαίνει παγωμένο στην ξαφνιασμένη μας καρδιά..."
Τα αποτελέσματα των εισαγωγικών για το Πανεπιστήμιο δεν αναμένονταν πριν το τέλος Οκτωβρίου. Στον πληκτικό Σεπτέμβρη της αναμονής πληροφορήθηκε για τις ακροάσεις. Το Θέατρο Τέχνης θα επέλεγε τους λιγοστούς καλότυχους και προικισμένους που θα είχαν το προνόμιο να μαθητεύσουν δίπλα στον μεγάλο Κουν. Η μυρωδιά το σανιδιού μπήκε από τα ρουθούνια και φούσκωσε το στήθος της. Μια δελεαστική προοπτική και μια πρόκληση να διαπιστώσει αν μπορούσε να γοητεύει ακόμα το κοινό έχοντας χάσει την αγγελική εμφάνιση. Γιατί η αλήθεια είναι πως στα χρόνια της εφηβείας η φύση μετάνιωσε που είχε σταθεί τόσο γενναιόδωρη και πήρε πίσω τις στρογγυλάδες, τις συμμετρίες, τα φωτεινά χρώματα. Δεν κατάφερε, ωστόσο, να της στερήσει τη λάμψη των ματιών και τη γλύκα του χαμόγελου. Στα δεκαοχτώ της ήταν υπερβολικά ψηλή, αδύνατη - κοκκαλιάρα για την ακρίβεια - ασουλούπωτη, ατημέλητη. Τα μακριά χέρια κρέμονταν άχαρα σαν να μην ήξερε πώς να τα βολέψει. Τα πόδια, χωρίς ίχνος θηλυκής καμπύλης, έμοιαζαν καλαμάκια του βάλτου. Το σώμα, μια επίπεδη σανίδα χωρίς εμφανή διαφοροποίηση ανάμεσα στο μπρος και το πίσω. Στην πατρίδα της χρησιμοποιούν μία και μοναδική λέξη για να περιγράψουν άτομα με εμφάνιση σαν την δική της: ξεΐγκλωτα. Θες από αντίδραση, θες από παραίτηση αποφάσισε πως η εμφάνιση είναι μια χαμένη υπόθεση και έκανε άποψη την πλήρη περιφρόνηση στον όποιο καλλωπισμό. Υιοθέτησε ένα στιλ μιλιτέρ με στρατιωτικά τζάκετ και χαχόλικα παντελόνια, άφησε τα καστανά μαλλιά απεριποίητα να φουσκώσουν σαν αφάνα, φορούσε φαρδιά μποτάκια που έκαναν την κίνηση ατσούμπαλη. Ακριβώς έτσι εμφανίστηκε μπροστά στην κριτική επιτροπή. Με την άνεση ανθρώπου που δείχνει αυτός ακριβώς που είναι.
Απάγγειλε τον μονόλογο που της ζητήθηκε, χωρίς να έχει κάνει πρόβα. Αρκετά με τις πρόβες, δεν είχε ανάγκη το στήσιμο. Άφησε στην άκρη το όποιο στυλιζάρισμα και έβγαλε στην επιφάνεια το περίσσευμα της παιδείας, τη γνώση των κλασσικών, που τους πήγε ένα βήμα παραπέρα, και την αμφισβήτηση της γενιάς της που ήθελε να γκρεμίσει όσα είχε μάθει να αγαπάει. Η παρουσία της ξένισε την κριτική επιτροπή. Φυσικά και στο Θέατρο Τέχνης έπνεε ένα άνεμος ανανέωσης, αλλά όχι και με το καλημέρα σας. Ας ήταν πιο συγκρατημένη η δεσποινίς, είχε χρόνια μπροστά της να δώσει το καινούργιο. Η εισήγηση ήταν αρνητική. Ο Κάρολος είπε απλά: αυτή την θέλω. Βρέθηκε στη λίστα των επιτυχόντων. Τους ευχαρίστησε με ειλικρίνεια και ευγένεια, αλλά δεν θα φοιτούσε στην δραματική σχολή. Ο Κουν σταμάτησε να καπνίζει, την κοίταξε απορημένος και ξεστόμισε ένα "γιατί;" με την χαρακτηριστική του ηπιότητα. Το πιο γλυκό "γιατί" που άκουσε στη ζωή της.
Πως θα μπορούσε να απαντήσει στο ξένο "γιατί" όταν δεν είχε απάντηση στο δικό της; Από την άλλη όμως ένιωθε την ήρεμη σιγουριά ανθρώπου που έχει κάνει αναμφισβήτητα τη σωστή επιλογή.
-Τότε γιατί πήρες μέρος σ’ εκείνη την ακρόαση; Τι ήθελες να αποδείξεις; Ποια ματαιοδοξία σε έσπρωξε σε μια υποψηφιότητα που δεν σε ενδιέφερε; Πώς μπορείς με τόση άνεση να κλωτσάς την Ευκαιρία; Δεν το βλέπεις πως είναι αλαζονεία; Σου δόθηκε η Χάρις και το τάλαντο κι εσύ τα ποδοπάτησες. Σκέφτηκες ποτέ πως αυτό που κατέκτησες, για να αποποιηθείς στη συνέχεια, ήταν άπιαστο όνειρο που θα έκανε ευτυχισμένους κάποιους με τους οποίους μοιραζόσαστε το ίδιο μεράκι, αλλά όχι τις ίδιες ικανότητες;
Καταιγιστικό το κατηγορώ της φίλης που - πολλά χρόνια αργότερα - την βρήκε μπόσικη και της εκμυστηρεύτηκε εκείνη την παλιά ιστορία.
-Μα, απάντησε αθώα, αυτή είναι η απόλυτη επιλογή. Αν δεν είχα πάρει μέρος στην ακρόαση, θα είχα αποποιηθεί κάτι που δεν είχα κατακτήσει, που δεν ήταν ποτέ δικό μου.
Αυτό δεν έχει αξία.
Αξία έχει να κάνεις πέρα κάτι που σου ανήκει για κάτι άλλο που σου ανήκει επίσης, αλλά το θέλεις περισσότερο.
--
Ανάρτηση Από την Blogger Γιούλια Ολόμπλαβα