7.8.16

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: "Τα τρία τηλεφωνήματα που ποτέ δεν έγιναν τέσσερα"

Της Ρένας Ραψομανίκη


Το τηλέφωνο χτύπησε. 
Και  δεν ήταν για καλό. 
Μέσα  από πολλές παύσεις κι αναφιλητά, ξέπνοη η μάνα κατάφερε να την πληροφορήσει ότι ο πατέρας είχε γλιστρήσει από την ελιά, που ανέβηκε να ραβδίσει, κι είχε χτυπήσει άσχημα. 
Η μανούλα της – η κυρά Λένη με τ’ όνομα - ήταν από τις γυναίκες εκείνες που είχε στο νου του ο Μάνος Ελευθερίου όταν έγραφε:




            Το σεργιάνι μας στον κόσμο
           Ήταν δέκα μέτρα γης.
           Όσο πιάνει ένα σπίτι
           Και ο τοίχος μιας αυλής.

Κυρά κι αφέντρα στο σπιτικό τους, κουμαντάριζε με αγαθή πονηριά τον άντρα της, έραβε ρούχα για τις δυο κόρες της – να πηγαίνουν  καλοντυμένες στην εκκλησιά, να τις καμαρώνει το χωριό – και περηφανευόταν ότι η αυλή της είχε τις ομορφότερες βιολέτες του χωριού  που η ίδια διασταύρωνε με τέχνη, υπομονή και φαντασία.
Πέρα όμως από τον μαντρότοιχο της αυλής τους ένιωθε αμήχανη, σαν ψάρι που ξενέρισε. Ο έξω κόσμος, της φαινόταν πολύ σκληρός για να τον αντιμετωπίσει. Ούτε λόγος πως θα μπορούσε να πάει στην Χώρα, στο νοσοκομείο, να συνεννοηθεί με τους σπουδαίους γιατρούς που μιλάνε εκείνη  την περίεργη γλώσσα. Μόνο με την Παναγιά μπορούσε να κουβεντιάζει, γιατί εκείνη δεν είναι σπουδαγμένη και καταλαβαίνει την γλώσσα των απλών. 
Είχε εμπιστοσύνη στη μάνα του Χριστού αλλά μέσα της δούλευε και το: « Άγιε Νικόλα βόηθα με, κούνα κι εσύ τα χέρια σου». Θα ησύχαζε μόνο όταν η μεγάλη κόρη της, που – δεν μπορεί – θα εμφανιζόταν από στιγμή σε  στιγμή σαν σίφουνας, ν’ ανασκουμπώσει τα μανίκια με τον δυναμισμό της , να ξορκίσει  το κακό με την  αισιοδοξία της, να βάλει τα πράγματα σε τάξη με την καπατσοσύνη  της, να σηκώσει το βάρος στους λεπτοκαμωμένους ώμους της, να φέρει πίσω τον ξεροκέφαλο άντρα της γερό και δυνατό, μα μ’ ένα κουκούτσι μυαλό παραπάνω, να μην ξανακάνει κουτουράδες θαρρώντας πως είναι ακόμα τζόβενο.


Άρπαξε τα δυο παιδιά της, ενημέρωσε την γραμματέα του άντρα της και πήρε ταξί για το αεροδρόμιο. Ταξιδεύοντας, το μυαλό της δούλευε πυρετικά. Δεν εμπιστευόταν το επαρχιακό νοσοκομείο του νησιού. Ο  πατέρα της άξιζε ό,τι καλύτερο. Έπρεπε να τον μεταφέρει στην Αθήνα. Την απέτρεψαν. Όλο το νησί είχε να λέει για τον χειρουργό ορθοπεδικό που δούλευε δύο χρόνια τώρα στο νοσοκομείο. Ένας «καλός Σαμαρείτης» στον πολύπαθο χώρο της δημόσιας υγείας. Ένας επιστήμονας με περγαμηνές, ταμένος στην υπηρεσία του ανθρώπινου πόνου. 
Πώς κι έτσι;  
Ίσως  ήταν η σχέση του με την θρησκεία.
Συνειδητός χριστιανός – με πίστη στον αυθεντικό λόγο του Χριστού – είχε αναπτύξει  με τον γέροντα πνευματικό του στο Άγιο Όρος μια εσωτερική σχέση αναζήτησης του εαυτού του και του «άλλου». Είχε φτάσει στο πνευματικό επίπεδο που ένιωθε  κάθε συνάνθρωπο ως «πλησίον».
Μπορεί πάλι να ήταν που βίωνε καθημερινά στο πετσί του τον πόνο. 
Νιόπαντρος ήταν , όταν  μετακόμισε  στο Λονδίνο. Εκείνος θα  έκανε ειδικότητα κι εκείνη μεταπτυχιακά. Τα ελαφρά  μουδιάσματα της εικοσιπεντάχρονης δεν άφηναν περιθώρια αμφιβολίας – οι διαγνώσεις του ήταν από τότε καίριες και ακριβείς: σκλήρυνση  κατά πλάκας. Σήμερα, στα σαράντα εφτά του, ζούσε  δίπλα σ’ ένα αναπηρικό καροτσάκι.

Συζήτησε την κατάσταση του πατέρα  της με έναν γοητευτικό άντρα  – μακριά από το να τον πεις όμορφο – που μιλούσε αργά και προσεχτικά με πολύ πειθώ. Θα ’λεγες ότι περισσότερο μιλούσαν οι σιωπές του παρά οι λέξεις του. Απέφευγε να την κοιτάζει στα μάτια, το χαμηλωμένο βλέμμα του, όμως, δεν πρόδιδε δειλία ούτε ταπεινότητα. Το ένιωθε διεισδυτικό και διερευνητικό. Κάποιον της θύμιζε αόριστα, αλλά η αίσθηση όλο της ξέφευγε.

Δέκα  μέρες χρειάστηκε να μείνει στο νοσοκομείο ο πατέρας μετά την εγχείρηση. 
Δέκα αφοσιωμένες πρωινές βάρδιες έκανε δίπλα του – τα απογεύματα την αντικαθιστούσε η μητέρα. 
Δέκα μέρες, ανελλιπώς, περνούσε να δει την πορεία του χειρουργημένου.
- Ούτε την Κυριακή δεν ξεκουράζεστε, γιατρέ;
- Πέρασα να πω μια καλημέρα.
Παρόλο που οι κουβέντες τους περιορίζονταν στην κατάσταση του πατέρα, παρόλο που η τυπικότητα του πληθυντικού κρατούσε τις αποστάσεις , παρόλο τον αυστηρό επαγγελματισμό του, στιγμές- στιγμές ένιωθε την αύρα του να ενώνεται με την δική της. Σε μια τέτοια στιγμή, μια έκλαμψη της μνήμης της αποκάλυψε σε ποιον έμοιαζε : Τζιαν Μαρία Βολοντέ, έτσι όπως τον είχε πρόσφατα δει στην ταινία: «Σάκο και Βαντσέτι».

Στο  γραφείο του πήρε τις τελευταίες οδηγίες.
Η αποχαιρετιστήρια  χειραψία κράτησε λίγο περισσότερο από το συνηθισμένο. Ή  έτσι της φάνηκε; 
Ξερόβηξε , σαν να έκανε προσπάθεια να ξεπεράσει κάποιον δισταγμό, και της έδωσε την κάρτα του.    
-Πάρτε με ένα τηλέφωνο στο ιατρείο να μού πείτε πώς πάει ο παππούς.

Άφησε να περάσουν τρεις μέρες πριν τηλεφωνήσει.
Η επιστροφή του πατέρα στο σπίτι είχε ανεβάσει την ψυχολογία του και η αποκατάσταση της υγείας του εξελισσόταν πέρα από κάθε προσδοκία, τον ευγνωμονούσε για όσα είχε κάνει,  δεν θεωρούσε την παρουσία της  αναγκαία, θα ταξίδευε την άλλη μέρα.
Άκουσε την φωνή του ελαφρά αλλοιωμένη. Ή  έτσι της φάνηκε;
- Τότε, θα μπορούσαμε να δειπνήσουμε το βράδυ μαζί;
Δίστασε. Δεν θα ήθελε να αφήσει τους γονείς της μόνους  αργά το βράδυ, δεν ήταν κάτι που συνήθιζε.
-Γιατί δεν μου το είπατε πιο νωρίς;
-Η σχέση ασθενούς – γιατρού είναι πολύ ευαίσθητη για να την μπερδέψεις με οτιδήποτε άλλο. 
Του αντιπρότεινε έναν απογευματινό καφέ.

Βρέθηκαν σ’ ένα κεντράκι πάνω από τη θάλασσα στη δυτική πλευρά του νησιού, να κοιτάζουν το ηλιοβασίλεμα μέσα από την τζαμαρία. Μοναδική  ατραξιόν! Το καλοκαίρι ο χώρος πλημμύριζε από τουρίστες που προσπαθούσαν να αιχμαλωτίσουν τις αποχρώσεις και που είχαν εκείνη τη γελοία συνήθεια να χειροκροτούν τις τελευταίες ηλιαχτίδες, με την υπερφίαλη πεποίθηση ότι ο ήλιος έδινε – για χατίρι τους - μια θεατρική παράσταση.
Μα τώρα ήταν προχωρημένο φθινόπωρο και το κεντράκι ήταν άδειο και η στιγμή μοναδική. Η κουβέντα απλώθηκε κι έγινε πέπλο να τους σκεπάσει και οι καρδιές έμεναν ανοιχτές προσμένοντας….
Την ρώτησε για τα παιδιά της.
Του μίλησε για τον γιο της – η κόρη της ήταν μωρό ακόμα.
-Λατρεύω τα παιδιά –η πίκρα ξεχείλιζε σαν φουσκωμένο ποτάμι - στο δρόμο τα ζαχαρώνω μέχρι βαθμού παρεξηγήσεως.
Έμεινε σιωπηλή να τον κοιτάζει. Έψαχνε να βρει κάτι να πει. Εκείνος ανασήκωσε ανεπαίσθητα τους ώμους σαν να ήθελε να πει:  «ας είναι», και βιάστηκε ν’ αλλάξει θέμα.
- Ποιος είναι ο αγαπημένος σου συγγραφέας; Ο πληθυντικός είχε καταργηθεί, χωρίς κάποιος να κάνει κάτι γι αυτό.
-Ο Καζαντζάκης. Εσένα;
-Ο Καντ
-Α…

Ποιος, διάολο, είναι αυτός ο Καντ; Από το σχολείο έχω ν' ακούσω γι αυτόν… Πώς το λένε εκείνο το βιβλίο;… Κάπως για την καθαρότητα του λόγου… αύριο κι όλας να πάω στο βιβλιοπωλείο…

Στον δρόμο της επιστροφής η σιωπή ήταν απόλυτη, αλλά όχι αμήχανη. Τα χείλη σφραγισμένα, τα μάτια προσηλωμένα στους προβολείς που φώτιζαν τον άδειο δρόμο, ο μονότονος ήχος της μηχανής  - μουσικό χαλί κάτω από τη μυστική συνομιλία των σωμάτων.

Ήταν αναπόφευκτο!

Τράβηξε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, γύρισε το κλειδί κι έβαλε χειρόφρενο. Η δεξιά του παλάμη άφησε τον λεβιέ και μετατοπίστηκε παράλληλα, σαν φτερό που ταλαντεύεται πέφτοντας, χωρίς να έχει αποφασίσει πού θα προσγειωθεί, σαν πουλί που πετάει χωρίς να κουνάει τα φτερά, εκμεταλλευόμενο τα ρεύματα που το παρασύρουν, χωρίς βάρος και χωρίς προορισμό. Κι από την έναρξη της κίνησης, μέχρι την ολοκλήρωση ο  χρόνος πρόλαβε να  διασταλεί και να γίνει αιώνας – αυτά δεν είναι παραμύθια, τα έχει προβλέψει η θεωρία της σχετικότητας εδώ και εκατό χρόνια.
Μέσα σ’ αυτόν το χρόνο η εικόνα του άντρα της πρόβαλε ολοζώντανη μπροστά της. 

Ο  άντρας της! 
Εκρηκτικός και θυελλώδης. 
Άνθρωπος της υπερβολής.
Πληθωρικός σε όγκο, πληθωρικός σε συναισθήματα… 
Σπαταλούσε και σπαταλιόταν. 
Ο πιο καλοντυμένος δικηγόρος της Σανταρόζα: πουκάμισα με κεντημένο μονόγραμμα, κοστούμια με φίρμα στην ούγια, παπούτσια πάντα χειροποίητα. 
Ξόδευε ασυλλόγιστα: χρήματα, συναισθήματα, χρόνο, σωματικές και πνευματικές δυνάμεις. 
Έδινε χωρίς μέτρο: στην δουλειά, στην οικογένεια, στους φίλους…
Δεν ήξερε τα «μη», δεν λογάριαζε τα «δεν πρέπει», δεν θα πατούσε φρένο ακόμα κι αν έβλεπε τον τοίχο να ορμάει κατά πάνω του. Την τελευταία στιγμή θα έστριβε αριστερά να αποφύγει στην τρίχα την καταστροφή.
Δεν νοιάστηκε ποτέ να προφυλάξει την υγεία του.
Έλεγε πως δεν τον απασχολούσε ο  θάνατος.  « Έχω ζήσει για δεκαπέντε ζωές.»
Μα η αλήθεια είναι πως συμπεριφερόταν σαν να ήταν αιώνιος.
Πάντα θα είχε να ξοδεύει, πάντα θα ήταν ο αδιαμφισβήτητος άρχοντας των δικαστηρίων, πάντα θα ήταν ο γοητευτικός εραστής, πάντα θα μπορούσε να δουλεύει δεκαοχτώ ώρες το εικοσιτετράωρο.
Η ανατροπή δεν μπήκε ποτέ στα πλάνα του.
Όταν γνωρίστηκαν – φοιτητές – η αίσθηση που  κυριάρχησε μέσα της ήταν μια απίστευτη ασφάλεια και μια βεβαιότητα: αυτός είναι ο άντρας που θα παντρευτώ. Ο γάμος τους θα μπορούσε, με κάθε κριτήριο, να θεωρηθεί πετυχημένος. Και ήταν. Η σχέση τους όμως ήταν ετεροβαρής. Εκείνος  έδινε πάντα περισσότερα.
-Πάρε, να ψωνίσεις… Πακέτο τα χιλιάρικα.
Έφερνε  τα περισσότερα πίσω.
-Φτηνοδουλειά είσαι, γαμώ το κέρατό μου.
Η παράφορη αγάπη του, θαρρούσε πως τού έδινε το δικαίωμα να ζηλεύει ανεξέλεγκτα και παράλογα. 
Δεν ήταν ο τύπος γυναίκας που θα ενδιαφερόταν για ξένους άντρες. 
-Δράκος θα γίνω και θα σας φάω και τους δυο, αν…
-Πιστεύεις   ότι μπορώ…;
-Οι περισσότερες υποθέσεις μου είναι διαζύγια. Γυναίκες, που δεν καταδέχεσαι να φτύσεις επάνω τους. Κι εσύ είσαι πανέμορφη, που να με πάρει.
  
 Η παλάμη του προσγειώθηκε τελικά στα δάχτυλά του χεριού της που ακουμπούσαν χαλαρά στο γόνατό της. Μόλις τα δύο χέρια ήλθαν σε επαφή,συντελέστηκε η απόλυτη ερωτική πράξη. Έβαλε το ελεύθερο χέρι της πάνω στο δικό του και τα τρία χέρια, ακίνητα, αποτέλεσαν το τέλειο ερωτικό σύμπλεγμα. Ό,τι συνέβη στη συνέχεια στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, με περίσσεια   έξαψη,  τρυφερότητα,  ένταση,  πάθος, φαντασία…  ήταν χλωμή απόχρωση εκείνου του πάμφωτου πρώτου ηδονικού αγγίγματος.

Ποιο είναι το σώμα μου και ποιο το δικό σου, ποια είναι η ψυχή σου και ποια η δική μου, ποιος είναι ο νους μου και ποιος οδικός σου; Πώς μπερδευτήκαμε και γίναμε ένα; Γιατί φώναξα: « μη… όχι έτσι»; Και το ίδιο ρώτησες κι εσύ: «γιατί;» και με κοίταξες με απορία ίσια στα μάτια, μα το φως του φεγγαριού ήταν χλωμό και δεν μπόρεσα να δω το αληθινό τους χρώμα. «Γιατί δεν θα μπορέσω να σε ξεχάσω ποτέ πια…»


Σκληρό, σε βαθμό οδύνης, ν’ αποχωρίζεσαι κάτι τόσο πολύτιμο λίγες ώρες αφού το έχεις αποκτήσει!
Στο ταξίδι του γυρισμού και όλες τις επόμενες μέρες προσπαθούσε μάταια να θυμηθεί, εικόνες, λέξεις, αγγίγματα, ήχους. Τίποτα συγκεκριμένο δεν είχε καταγραφεί στη μνήμη, μόνο μια αίσθηση πληρότητας και τελειότητας που είχε επισκιάσει όλες τις λεπτομέρειες ως άνευ ουσίας.

Το τηλέφωνο ήταν μια κάποια λύση. Το ακουστικό ζεσταινόταν από την πολύωρη επαφή με το αυτί της. Μα τα σύρματα δεν είναι ικανά να μεταφέρουν τη μαγεία των σιωπών, ούτε τη θέρμη του βλέμματος.

Σε ενάμιση χρόνο συναντήθηκαν οχτώ αλησμόνητες  φορές. Τρεις ώρες η κάθε μια. Σύνολο είκοσι τέσσερεις ώρες. Ένα διακεκομμένο εικοσιτετράωρο. Αν κάποτε την έτρωγε ο δράκος θα ήταν μόνο γι αυτό το εικοσιτετράωρο. Χίλια τετρακόσια σαράντα λεπτά. Ογδόντα έξι χιλιάδες τετρακόσια δευτερόλεπτα. Πολύτιμα ένα-ένα ξεχωριστά και πληθωρικά όλα μαζί. Κι ανάμεσα τους ο πόνος της απώλειας και της στέρησης. Πολύτιμος κι αυτός όπως κάθε συναίσθημα με ένταση.
Αυτά μόνο είχε. 
Α, κι εκείνη την πρωτόγνωρη αίσθηση: ένα ρυάκι ιδρώτα που υγραίνει  τις παλάμες κάθε φορά που τον σκέφτεται. Γι αυτή την αίσθηση και μόνο αξίζει να ζεις. Ένιωθε λύπη για τις γυναίκες που έζησαν – ή νόμισαν πως έζησαν - και πέθαναν χωρίς να την νιώσουν. 


« Εγώ από σένα θέλω μόνο μια εκδρομή…»
Να σε αγγίζω ολόκληρη τη νύχτα, ν’ ακούω την ανάσα σου ή και το ροχαλητό σου, να κοιμηθώ και να σε ονειρευτώ, να ξυπνήσω και να είσαι δίπλα μου, να σε φιλήσω μισοκοιμισμένη ακόμα, να πιούμε τον πρώτο καφέ της ημέρας μαζί.

Το σχεδίασαν προσεκτικά.
Θα μοίραζαν την απόσταση.
Θα έλεγε πως πάει να επισκεφτεί την παιδική της φίλη.
Θα έλεγε πως πάει στο συνέδριο.
Έφτασε πρώτη στο ξενοδοχείο. 
Μπήκε στο μπάνιο.
Όταν χτύπησε το τηλέφωνο συνειδητοποίησε ότι είχε περάσει δυόμιση ώρες εκεί μέσα, προετοιμάζοντας το κορμί της.
Βγήκε τρέχοντας και στάζοντας νερά.
Το τηλεφώνημα δεν ήταν για καλό!
Η φωνή του ακούστηκε σαν ξεκούρδιστη κιθάρα να λέει για κάτι απρόβλεπτο που είχε προκύψει και τον κρατούσε καθηλωμένο στο νησί, μα ήταν ολοφάνερο -  δεν έκανε και καμιά προσπάθεια να το κρύψει - πώς ήταν δικαιολογία.
Κοίταξε τη μικρή λιμνούλα που είχε σχηματιστεί γύρο από τα πόδια της και είπε αποφασιστικά.
-Πες μου ειλικρινά, την θέλεις αυτή την ιστορία; – ποτέ δεν την είχαν ονομάσει σχέση.
-Εσύ, πώς την θέλεις αυτή την ιστορία;
-Ακριβώς όπως είναι.
-Όχι, εγώ δεν την θέλω όπως είναι, δεν μπορώ να πονάω και για σένα.

Πώς θα μπορούσε να τον αδικήσει;
Eκείνη τα είχε όλα. Οικογένεια, άντρα, παιδιά, ασφάλεια, παράλληλα με μια εξιδανικευμένη ερωτική σχέση.
Εκείνος είχε από παντού πόνο.

Πέρασε καιρός.

Ένας  κοινός φίλος της έφερνε πού και πού νέα του.
Είχε χωρίσει , παραχώρησε όλη την περιουσία στη γυναίκα του, για να εξασφαλίσει την περίθαλψή της, ;έφυγε από το νησί, ξεκίνησε τη ζωή του από το μηδέν, παντρεύτηκε και απόκτησε δίδυμα αγόρια.
 –Είναι  ευτυχισμένος ο γάμος σου;  είχε ρώτησει ο φίλος.
Η σιωπή του ήταν λίγο μακρύτερη από τις συνηθισμένες.
-Η γυναίκα μου είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος.

Κάποιος όμως εκεί πάνω, όταν βαριέται, σκαρώνει φάρσες για να γελάει με τα φτωχά σπουργίτια που τσιμπολογάνε σποράκια ευτυχίας στην αυλή.
Το τηλέφωνο χτύπησε πάλι. 
Και δεν ήταν για καλό!
Το αυτοκίνητο του άντρα της είχε πέσει με τρελή ταχύτητα πάνω σ’ ένα τοίχο.
Αυτή τη φορά δεν πρόλαβε.
Είπαν πως τον είχε πάρει ο ύπνος μετά το τέλος μια πολύκροτης δίκης. 
Κατάφερε να επιβιώσει.
Στα σαράντα πέντε της βρέθηκε να ζει με ένα αναπηρικό καροτσάκι.
Η αποθέωση της ανατροπής! 
Όταν η καινούργια κατάσταση έγινε ρουτίνα, όταν ο ψυχαναλυτής ,που θα την βοηθούσε να αποδεχθεί το τετελεσμένο, αποδείχτηκε ανεπαρκής, σκέφτηκε  να τον αναζητήσει, να της δώσει την πολύτιμη γνώση του στην διαχείριση της κατάθλιψης.
Δεν το τόλμησε.
Από φόβο μήπως κάνει τα πράγματα πολύπλοκα… 
Εκείνος το έμαθε – ο κοινός τους φίλος, βλέπεις. 
Ζήτησε το τηλέφωνό της.
Δεν της τηλεφώνησε ποτέ.




ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΕΤΑΙ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΕΚΕΙΝΗ ΚΙ ΕΚΕΙΝΟΣ" ΠΟΥ ΠΟΥΛΙΈΤΑΙ:





--
Ανάρτηση Από τον/την Blogger στο Γιούλια Ολόμπλαβα