Γράφει η Σοφία Βούλτεψη |
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η θέση της Ελλάδας σε σχέση με τα γεγονότα στην Τουρκία – στα οποία δεν περιλαμβάνεται μόνο η απόπειρα πραξικοπήματος, αλλά και όσα επακολούθησαν και εξακολουθούν να συμβαίνουν στη γείτονα και τα οποία λαμβάνουν πλέον διαστάσεις καταστολής – είναι εξαιρετικά λεπτή.
Η χώρα έχει κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τους προσεχείς τρεις μήνες, έχει αρθεί η ισχύς της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, συζητείται όλο και πιο έντονα ενδεχόμενη επαναφορά της ποινής του θανάτου.
Την ίδια ώρα οι Ευρωπαίοι μιλούν για πάγωμα της ενταξιακής πορείας της χώρας – και οπωσδήποτε αναστολή ως προς το άνοιγμα νέων κεφαλαίων - καθώς και πάγωμα της προενταξιακής βοήθειας προς την Τουρκία, ενώ στη Γερμανία οι Χριστιανοδημοκράτες ζητούν περίπου αποπομπή της από το ΝΑΤΟ, με τους Σοσιαλδημοκράτες να υποστηρίζουν πως κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο την ίδια την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Τα πράγματα δηλαδή είναι επικίνδυνα – ειδικά για μας που έχουμε τα γνωστά προβλήματα στο Αιγαίο, τόσο από πλευράς παραβιάσεων, όσο και από πλευράς προσφυγικών ροών.
Μέχρι στιγμής η Ελλάδα δεν έχει τοποθετηθεί επισήμως, περιοριζόμενη σε αναφορές του τύπου «παρακολουθούμε την κατάσταση με προσοχή και ψυχραιμία».
Πέραν αυτού – και των λιτών ανακοινώσεων περί αλλεπάλληλων συσκέψεων στο υπουργείο των Εξωτερικών – δεν έχει λάβει κανείς οποιαδήποτε ενημέρωση. Ούτε το Κοινοβούλιο. Ούτε καν η Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας που θα μπορούσε να συνεδριάσει κεκλεισμένων των θυρών.
Η κυβέρνηση χειρίζεται μόνη της την υπόθεση και δεν γνωρίζουμε αν έχει γίνει κάποια σωστή ανάλυση της όλης κατάστασης.
Αν μάλιστα κρίνουμε από τις πρώτες αντιδράσεις μετά την άφιξη και σύλληψη των οκτώ Τούρκων φυγάδων αξιωματικών, μάλλον πρέπει να ανησυχούμε ως προς την ποιότητα των αναλύσεων που γίνονται στην Ελλάδα – και όχι μόνο από το κυβερνητικό στρατόπεδο.
Για παράδειγμα, από την πρώτη στιγμή μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος, επικράτησε η άποψη ότι ο Ερντογάν βγήκε ενισχυμένος – και επομένως πρέπει με βάση αυτό να χαράξουμε την πορεία μας.
Ακόμη και αν είναι έτσι, αυτό είναι ένα πολύ κακό μήνυμα προς ανατολάς. Είναι δηλαδή λάθος να στέλνεις το μήνυμα ότι θεωρείς κάποιον – με τον οποίο έχεις ανοιχτούς λογαριασμούς – ότι τον θεωρείς πανίσχυρο.
Και πάντως είναι πολύ κακό πράγμα να το λες αυτό, χωρίς να προσθέτεις έστω τη φράση «τώρα που είσαι πανίσχυρος, δεν έχεις καμιά δικαιολογία να συνεχίσεις τις παραβιάσεις στο Αιγαίο, τις οποίες μέχρι τώρα απέδιδες στους (πρώην) πανίσχυρους στρατηγούς».
Από την άλλη πλευρά, είναι σίγουρα ο Ερντογάν τόσο πανίσχυρος όσο παρουσιάζεται;
Τις περισσότερες φορές τα φαινόμενα απατούν. Και το προφανές δεν είναι και τόσο προφανές.
Πράγματι, ο Ερντογάν επικράτησε των αντιπάλων του και εξουδετέρωσε τους πραξικοπηματίες.
Ηγείται, όμως, μιας βαθιά διχασμένης χώρας, με ξεδοντιασμένο και ταπεινωμένο τον στρατό της – κάτι που για τα δεδομένα της Τουρκίας αποτελεί πραγματικό σοκ με απρόβλεπτες συνέπειες.
Έχει στα χέρια του υπερβολικά μεγάλες εξουσίες – τις οποίες μετέφερε στον Πρόεδρο όταν ολοκλήρωσε τη θητεία του ως πρωθυπουργός – γεγονός που θέτει σε διαρκή αμφισβήτηση την εξουσία του.
Αυτό λειτουργεί πλέον ως μπούμερανγκ, καθώς διαθέτει φανατικούς οπαδούς, αλλά και φανατικούς αντιπάλους. Μια κατάσταση που αποτελεί την επιτομή του διχασμού και δημιουργεί συνεχώς εστίες αντίδρασης και κινδύνους για στάσεις και ανατροπές.
Αν η δημοκρατική νομιμότητα δεν αποκατασταθεί σύντομα και αν η ζωή δεν επανέλθει στα φυσιολογικά της όρια – και κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται για τους επόμενους μήνες – τότε είναι βέβαιο ότι κάθε απολυταρχική δράση θα προκαλεί αντίδραση.
Η νίκη της Δημοκρατίας επί επίδοξων ανατροπέων της, πρέπει να συνοδεύεται από πράξεις συμφιλίωσης και όχι από μεθοδικά πογκρόμ βάσει καταλόγων προγραφών. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τιμωρούνται μόνο οι πρωταίτιοι, καθώς έτσι μόνο πάει το μήνυμα ότι η Δημοκρατία θέλει να πληρώνουν αυτοί που (έμπρακτα και με όπλα) την αμφισβητούν, αλλά όχι όλοι όσοι έχουν μια διαφορετική γνώμη ή θεωρούνται αντιφρονούντες.
Διότι η Δημοκρατία τιμωρεί υποδειγματικά, αλλά δεν εκδικείται.
Καμιά χώρα δεν είναι δυνατή όταν διαλύει τις ένοπλες δυνάμεις της και ρίχνει στα τάρταρα το ηθικό τους.
Αντίθετα, γίνεται ευάλωτη έναντι πολλών εξωτερικών απειλών – και η Τουρκία βρίσκεται σε μια περιοχή με πολλές απειλές.
Επομένως, πόσο δυνατός μπορεί να είσαι όταν ηγείσαι μιας αποδυναμωμένης και διχασμένης χώρας;
Στο τέλος της ημέρα, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλοϊκά όσο θέλουν να τα βλέπουν οι εγχώριοι αναλυτές.
Και δεν είναι προς πανηγυρισμό. Κυρίως με τον πόλεμο στη Συρία, τη δράση των εξτρεμιστών ισλαμιστών και το συνεχιζόμενο κύμα προσφύγων.
Πώς θα αντιδρούσε η σημερινή Τουρκία σε μια αναζωπύρωση του Κουρδικού;
Πώς θα συμπεριφερθούν όλοι αυτοί που λειτούργησαν ως «στρατός μέσα στον στρατό» και ως πιστοί λεγεωνάριοι επιδόθηκαν σε δημόσιες εκδηλώσεις εξευτελισμού αξιωματικών και στρατιωτών;
Με δεδομένο ότι η Άγκυρα μετράει ήδη και μια σειρά από διπλωματικές ήττες (άρνηση των ΗΠΑ να παραδώσουν τον Γκιουλέν, άρνηση των G20 να περιλάβουν στο κοινό ανακοινωθέν τους κείμενο υποστήριξης προς την τουρκική κυβέρνηση μετά το πραξικόπημα) και με δεδομένο ότι η σύγκρουση στο εσωτερικό της Τουρκίας μπορεί να διαρκέσει για αρκετά και επικίνδυνα χρόνια, το μέλλον κάθε άλλο παρά ευοίωνο φαντάζει.
Οπότε, το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε εδώ στην Ελλάδα είναι μερικές ακόμη ρηχές, ανόητες και επιπόλαιες αναλύσεις…