Γράφει ο συνεργάτης μας Γιώργος Μακρίδης*
“Οι ήρωες των έργων μου δεν κάνουν αυτά
που θέλω εγώ, αλλά αυτά που γίνονται
στην πραγματικότητα της ζωής”.
Λέον Τολστόι
O Νίκος Καζαντζάκης (1883 – 1957),
είναι άπιαστος, πρώτα – πρώτα, στις περιγραφές των τοπίων. Είναι χάρμα να τον
διαβάζεις μιλώντας για έναν ήρωα του που πεζοπορεί. Ο Καζαντζάκης είχε τρομερή
παρατηρητικότητα. Επίσης ήταν φιλομαθής
κι ακούραστος.
Η Έλλη Αλεξίου (1894 – 1991) – η κουνιάδα του απ’ την πρώτη του
γυναίκα – μας λεει πως πηγαίνοντας εκδρομές στην Κρήτη η γνωστή παρέα – Νίκος
Καζαντζάκης, Μάρκος Αυγέρης (1884 - 1974), Κώστας Βάρναλης (1883 - 1974),
Γαλάτεια Καζαντζάκη (1886 - 1962), ο Καζαντζάκης ήταν ο μόνος που είχε χαρτί
και μολύβι. Τον ενδιέφερε το κάθε ζώο, τα βότανα, τα λουλούδια και τα δέντρα
που συναντούσαν στις πεζοπορίες τους.
Επίσης ο ελληνορουμάνος λογοτέχνης Παναϊτ Ιστράτι (1884 - 1935), που παρέα
με τον Καζαντζάκης “σβάρνισαν” τη Σοβιετική Ένωση μας λεει: “Μωρέ αυτός ο
κρητίκαρος θα βάλει τα γυαλιά σ’ όλους μας. Και στη Σιβηρία το χαρτί και το
μολύβι είχε στο χέρι. Ήθελε να τα ξέρει όλα: τα φυτά, τα δέντρα και τα ζώα που
υπάρχουν στη Σοβιετική Ένωση και δεν υπάρχουν στο θερμό κλίμα της Κρήτης”.
(Νομίζω πως, για την ολοκλήρωση ενός ανθρώπου, τα πτυχία και οι επιστήμες δεν ωφελούν και
τόσο. Ολοκληρωμένος είναι ο άνθρωπος που έχει πολλές γενικές γνώσεις κι όλο
θέλει να μαθαίνει περισσότερα, μέχρι που να κλείσει τα μάτια του. Και να ξέρει
πράγματα, που ίσως να νομίζει πως δεν τον ενδιαφέρουν. Θα το πω πολύ
χοντροκομμένα. Πολλά θα ωφεληθεί, ας πούμε, ένας γιατρός και μάλιστα
πανεπιστημιακός, αν προτού πάρει την άδεια εξάσκησης του επαγγέλματός του,
δουλέψει σα νοσοκόμος, ή στις οικοδομές για κάποιο διάστημα, ή να σκάψει ακόμα
κι αμπέλια. Τότε, ίσως να συνειδητοποιήσει το τι σημαίνει να είσαι επιστήμονας
και τότε ίσως να του φύγει και η κακή συνήθεια... με τα φακελάκια. Να πέφτει, δηλαδή, μες στα σκατά για μια
χούφτα δραχμές).
Επίσης ο Καζαντζάκης είναι άπιαστος στην εξωτερίκευση των συναισθημάτων των
ηρώων των έργων του.
Λοιπόν, το μυθιστόρημά του “Ο Καπετάν Μιχάλης”, αναφέρεται στις αποτυχημένες
κρητικές επαναστάσεις. Απ’ το 1821 μέχρι και το 1905, όπου έγινε η τελευταία
επανάσταση στο Θέρισσο, έγιναν πολλές αποτυχημένες επαναστάσεις στην Κρήτη. Οι
κυριότερες, όμως, είναι τέσσερις κι έγιναν το 1866 – 69, το 1877, το 1897 – 98.
Ο Καζαντζάκης αναφέρεται μάλλον στην επανάσταση του 1897, αφού υπάρχει κι ο
ήρωας του έργου, το Θρασσάκι, δηλαδή ο ίδιος σε παιδική ηλικία.
Τον “Καπετάν Μιχάλη”, τον έγραψε ο Καζαντζάκης, νομίζω, για τρεις λόγους:
1. Για να κάνει τον πατέρα του
επαναστάτη, παλικάρι και ήρωα – δηλαδή “Καπετάν Μιχάλη” - ενώ δεν ήταν. Όσοι
γνώρισαν το Μιχάλη Καζαντζάκη (1856 – 1932), μας λένε πως δεν ήταν επαναστάτης
αλλά μπεκρούλιακας, αγροίκος και βάλε. Ας δούμε τι μας λεει γι’ αυτόν ο
Νικηφόρος Βρεττάκος (1912 – 1991), ο καλύτερος μελετητής του έργου του
Καζαντζάκη: “Γεννήθηκε (ο Καζαντζάκης),
από πατέρα, έναν πρωτόγονο χωρικό, ακοινώνητο κι αμίλητο...” Και: “Ο
πατέρας του Καζαντζάκη ήταν τοκογλύφος και μπεκρής”.
Και η Έλλη Αλεξίου: “Από έναν βάρβαρο, μαχαιροβγάλτη να βγει ένας τέτοιος
γιος, με τόση μανία για τα γράμματα” (“Για να γίνει μεγάλος”, σ. 16).
Ας δούμε, όμως, τι μας λεει κι ο ίδιος ο Καζαντζάκης: “Η παιδική μου ηλικία
ήταν γεμάτη άγριον αέρα. Ο πατέρας μου που είχε μεγίστη επίδραση πάνω μου, δεν
ήταν άνθρωπος. Ήταν θεριό” (“Γράμματα”, γράμμα 361).
Τόσο πολύ φοβόταν ο Καζαντζάκης τον πατέρας του που θα μπορούσε να τον
σπάσει στο ξύλο κι ας ήταν ήδη 28 χρονών
μα ακόμα και συγγραφέας κι επιστήμονας, όταν παντρεύτηκε τη Γαλάτεια Αλεξίου,
το 1911, γι’ αυτό κι ο γάμος έγινε στα κρυφά στο εκκλησάκι του νεκροταφείου του
Ηρακλείου. Δεν την ήθελε τη Γαλάτεια
ο Μιχάλης Καζαντζάκης, γιατί ο πατέρας της, ο Στυλιανός Αλεξίου, ήταν
διανοούμενος – αυτός πήγε το πρώτο τυπογραφείο στο Ηράκλειο - επαναστάτης και δημοκράτης, ενώ ο ίδιος ήταν βασιλικός.
Μα κι ο ίδιος ο Καζαντζάκης, όταν πέθανε ο πατέρας του, το 1932, κι ο ίδιος
ήταν γύρω στα πενήντα, λες και χάρηκε, είπε βροντοφωνάζοντας: “Σκίστηκε το δουλοχάρτι! Γίνηκα
λεύτερος, απελεύτερος!” (“Για να γίνει μεγάλος”, σ. 38).
2. Επίσης, νομίζω πως ο Καζαντζάκης έγραψε τον “Καπετάν Μιχάλη” και για τον
εαυτό του. Ίσως να το είχε παράπονο που δεν ήταν παλικάρι, αγωνιστής και
θαρραλέος. Μόνο η πένα τον έκανε θηρίο ανήμερο. Έτσι δημιούργησε το Θρασσάκι,
τον εαυτό του δηλαδή, όταν ήταν μικρός, και τον έκανε καπετάν φασαρία κι αρχηγό
όλων των παιδιών στο “Μεγάλο Κάστρο”. Λεει η μάνα του: “Ο ίδιος, φτυστός, ο
κύρης του. Τον είδες πώς θυμώνει; Πώς ζαρώνει τα φρύδια του; Πώς δέρνει τους
φίλους του;” (“Ο Καπετάν Μιχάλης”, σ. 45).
Αυτά δεν μπορούσε να τα κάνει ο Καζαντζάκης. Η πρώτη γυναίκα του η Γαλάτεια
Καζαντζάκη, απαντώντας το 1961 σ’ ένα Γάλλο, βιογράφο του Καζαντζάκη, του λεει:
“Ο Καζαντζάκης δεν έπαιρνε μέρος σε κανενός είδους συμπλοκή και μάχη, γιατί του
έλειπε το αγωνιστικό θάρρος. Το χαρακτηριστικό τούτο ξεκινάει απ’ την
τρομοκρατία του πατέρα του. Θαρρώ μάλιστα πως ετούτη η φοβία επέδρασε και
σεξουαλικά στον Καζαντζάκη”.
Λέγεται, πως ο πατέρας του Καζαντζάκη, που ήταν αγριάνθρωπος, έδωσε μια
γερή κλωτσιά στο γιο του, όταν ήταν μικρός, και μάλιστα στα γεννητικά του
όργανα, αφήνοντάς του κάποιο κουσούρι. Στα σεξουαλικά, λοιπόν, ίσως, προβλήματα
αναφέρεται και η Έλλη Αλεξίου. Λεει, πως η Γαλάτεια είχε τόσο όμορφο σώμα που
όταν πήγαινε στα δημόσια λουτρά πήγαιναν επίτηδες μαζί της κι άλλες κοπελιές μόνο
για να τη δουν γυμνή. Και όμως: “Με τη Γαλάτεια έζησε ο Καζαντζάκης 26 χρόνια
και δεν είχε ποτέ ολοκληρωμένο ερωτικό δεσμό” (“Για να γίνει μεγάλος”, σ. 116).
Λοιπόν, οι λογοτέχνες γενικά μπορούν ακόμα και να σκοτώσουν κάποιον, αλλά μόνο
με την πένα τους. Γι’ αυτό λεει ο Καζαντζάκης: “Αντί να γίνω αγωνιστής στην
πράξη αναγκάστηκα από φόβο στον κύρη να γράψω ό,τι θα ήθελα να κάνω. Ο φόβος
είχε καταντήσει το αίμα μου μελάνι” (“Για να γίνει μεγάλος”, σ. 209).
Και: “Ο Καζαντζάκης φοβόταν τον πατέρα του, την κοινωνία, την κοινή γνώμη,
την εξουσία............................. Ήταν χαραχτήρας αδύνατος. Καμιά
υποχρέωση δεν μπορούσε ν’ αναλάβει” (στο ίδιο, σ. 35).
3. Επίσης, ο Καζαντζάκης, έγραψε
αυτό το μυθιστόρημα για να περάσει όλες τις ιδέες του γερμανού ποιητή και
φιλόσοφο Φρίντριχ Νίτσε (1844 – 1900): το θαυμασμό του για τους υπεράνθρωπους –
τους ήρωες, τις προσωπικότητες, τους επαναστάτες, τους σπουδαίους - απ’ τη μια μεριά και την περιφρόνηση του
προς τους απλούς ανθρώπους απ’ την άλλη. “Ο Νίτσε κατηγορούσε το αστικό
καθεστώς γιατί έδινε στο λαό ελευθερίες, σχολεία, κοινοβούλια κτλ”, μας λεει ο
Μάρκος Αυγέρης.
Ο Καζαντζάκης, λοιπόν, επηρεάστηκε πολύ απ’ το Νίτσε. Τον έμαθε
παρακολουθώντας μαθήματα του Ανρύ Μπερξόν (1859 - 1941), όταν έκανε τα
μεταπτυχιακά του στη Σορβόννη, 1908 – 1910. Έτσι δέχτηκε τ’ αντικοινωνικά
κηρύγματα του Μπερξόν, που ούτε λίγο, ούτε πολύ, πίστευε πως ο άνθρωπος πρέπει
να ξεκόβει απ’ το κοινωνικό σύνολο ακολουθώντας τα οράματα και τα ένστικτά του.
“Ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από άλυτες φιλοσοφικές αγωνίες, που με τυραννούσαν
στα πρώτα νιάτα. Ο Νίτσε με πλούτισε με καινούργιες αγωνίες και μ’ έμαθε να
μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια” (“Ζορμπάς”,
πρόλογος, αλλά και στη σ. 43).
Λοιπόν, ο Καζαντζάκης, σ’ αυτό το μυθιστόρημά του, δημιούργησε ήρωες – οι
επαναστάτες - που δεν μοιάζουν μ’ ανθρώπους. Είναι όντα έξω απ’ τ’ ανθρώπινα
μέτρα. Είναι τέτοια πια η σωματική τους δύναμη, μα και η τελειότητά του
χαραχτήρα τους, που στο τέλος όλα τους έρχονται και ψευτίζουν.
Ο Καπετάν Μιχάλης είναι πια ημίθεος. Αρπάζει έναν άντρακλα τουρκαλά, το
Νουρήμπεη, που είναι ψηλός και λεβεντόκορμος, και τον πετάει πάνω στα κεραμίδια
του μαγαζιού του. Λεει ο Νουρήμπεης: “Με σήκωσε σαν το ασκί και με πέταξε πάνω
απ’ τα κεραμίδια του μαγαζιού του” (“Ο Καπετάν Μιχάλης”, σ. 32).
Επίσης, με τα δάχτυλά του κάνει θρύψαλα τις χάντρες του κομπολογιού. “Και
δυο ρώγες του κομπολογιού γίνηκαν μες στη φούχτα του θρύμματα” (σ. 37).
Μα ακόμα βάζοντας τα δυο δάχτυλα μέσα σ’ ένα ποτήρι, κι ανοίγοντάς τα
απότομα το σπάει: “Έβαλε τα δυο του δάχτυλα μέσα στο ξέχειλο ποτήρι, τα
διάνοιξε με δύναμη, και το ποτήρι έτριξε, γίνηκε δυο κομμάτια (σ. 40).
Αυτό έγινε και μ’ ένα πετραμύγδαλο, που με τα δάχτυλά του το έκανε θρύψαλα.
Αυτά τ’ αμύγδαλα τα λένε έτσι οι Κρητικοί, γιατί θέλουν σφυρί για να σπάσουν.
Καθόταν, πάλι, ο Καπετάν Μιχάλης στο τραπέζι για να φάει, κι όταν θύμωνε,
“με την τανάλια του χεριού του έσφιγγε μπροστά του το γύρο του σοφρά, και το
ξύλο βαθούλωσε” (σ. 100).
Ο Αδελφός του Καπετάν Μιχάλη, πάλι, ο Μανούσακας, που είναι εξήντα χρονών,
φορτώνεται έναν γάιδαρο και τον πάει στο τζαμί των τούρκων: “Μέθυσε πάλι
προχτές, ο Μανούσακας, στις 25 του Μάρτη, σήκωσε στην πλάτη του ένα γάιδαρο και
τον πήγε στο τζαμί, μια ώρα αλάργα” (σ. 28).
Ο άλλος αδελφός του Καπετάν Μιχάλη, ο Φανούριος, “πήγαινε κι εύρισκε τον
πηδηχτή ταύρο ................... και πάλευε μαζί του” (σ. 209).
Ο πατέρας του Καπετάν Μιχάλη, ο γερο - Σήφακας, στα εκατό του χρόνια,
“αρπάζει έναν άντρακλα και τον καθίζει στην μάντρα της αυλής του σπιτιού του”.
Και: “Φούχτωσε με τη χερούκλα του τη φοράδα απ’ τα μαλλιά, έδωκε ένα σάλτο και
βρέθηκε καβαλάρης”. Και: “Ανέβαινε τη σκάλα σαν εικοσάχρονος, για να γράψει
συνθήματα στο καμπαναριό” (σ. 208 και 461).
Έχουμε και τον ηγούμενο, που είναι
πια γέρος και πληγωμένος. Του στήνουν, λοιπόν, καρτέρι τρεις πάνοπλοι τούρκοι
κι αυτός τους αντιμετωπίζει μ’ ένα κρητικό σουγιαδάκι: “Έβαλε όλη του τη
δύναμη, τους έδωκε άλλη πιο δυνατή σπρωξιά ....................... και
κατρακύλησαν από βράχο σε βράχο στη θάλασσα” (σ. 360).
Συγγνώμη αλλά αυτά μπορούν να τα κάνουν μόνο οι σούπερμαν, ή ίσως εξωγήινα
όντα. Επίσης κι ο καπετάν Πολυξίγκης κι όλοι οι άλλοι καπετάνιοι είναι
υπεράνθρωποι. Έλα, όμως, που αυτό το μυθιστόρημα δεν είναι επιστημονικής
φαντασίας.
Απ’ την άλλη, οι απλοί άνθρωποι
είναι όλοι κουζουλοί, ή μισοκούζουλοι. Τρεις αδελφάδες, οι Φουκαροπούλες, απ’
το πρωί μέχρι το βράδυ κουτσομπολεύουν τους περαστικούς: “Οι Φουκαροπούλες
στέκουνταν πίσω απ’ την πόρτα τους, όρθιες, η μια κολλητά στην άλλη. Είχαν
ανοίξει τρεις τρύπες αψηλά στην πόρτα, κολνούσαν απάνω τη μούρη, μελετούσαν
τους διαβάτες και ξόμπλιαζαν του καθενός τα κουσούρια και τις χάρες” (σ. 24). Εντάξει,
ας πούμε πως μια απ’ τις αδελφάδες ήταν κουτσομπόλα. Γιατί και οι τρεις;
Ο Αλήαγας είναι γυναικωτός:
“Ήταν γείτονάς του, δεν τον χώνευε, τον σιχαίνουνταν, γυμνοσάλιαγκας,
θηλυκασέρνικος, μήτε άντρας μήτε γυναίκα, κάθουνταν το δειλινό με τις Ρωμιές
γειτόνισσες του κι έπλεκε κάλτσες κι έκανε γυναικίστικες κουβέντες” (σ. 18).
Ο Συριανός μπαρμπέρης, ο κυρ
Παρασκευάς, είναι φοβιτσιάρης. Ο άλλος, ο Μπαρμπαγιάννης, ο σαλεπιτζής, είναι πολυλογάς, και αφελής. Παρακαλάει τους
καλφάδες να του κάνουν καζούρα και να του πετάξουν λεμονόκουπες: “Μιλάτε, μωρέ
παιδιά, θα σκάσω! Εγώ ‘μαι ο Μπαρμπαγιάννης. Που ’ναι οι λεμονόκουπες;” (σ.
130).
Ο Ιδομενέας είναι τρελός. Γράφει
συνέχεια στους ξένους βασιλιάδες, για τα δίκια της Κρήτης: “Έγραφε στον Πρόεδρο
της Γαλλικής Δημοκρατίας. .................. Έγραφε στη Βασίλισσα της Αγγλίας,
τη Βικτόρια και της πρότεινε να πέψει την αρμάδα της κτλ, κτλ” (σ. 198).
Ο Βεντούζος, ο Φουρόγατος, ο
Καγιαμπής, ο Μπερδόπουλος και η Εφεντίνα είναι οι λακέδες του Καπετάν Μιχάλη.
Χορεύουν πάνω στο σκοπό του, διασκεδάζοντάς τον, όταν μπεκρολογάει. Λεει, ο
Καπετάν Μιχάλης, στον ανιψιό και υπάλληλό του, το Χαρίτο: “Να πας στα πέντε
σπίτια, που κατέχεις, να χτυπήσεις τις πόρτες. και να τους πεις: Χαιρετίσματα
απ’ τον μπάρμπα μου, τον Καπετάν Μιχάλη, κι αύριο είναι Σάββατο. Την Κυριακή,
πρωί - πρωί, να κοπιάσουν σπίτι” (σ. 50).
Λοιπόν, η Έλλη Αλεξίου όχι μόνο
τον ήξερε τον Καζαντζάκη, αλλά και τον αγάπησε και πόνεσε, αφού σε πολλά μέρη
της βιογραφίας, λεει με ψυχικό πόνο – η Αλεξίου ήταν 70 χρονών όταν έγραψε αυτό
το βιβλίο: “Τώρα που δεν έχω κοντά μου το Νικολάκη μου, ας χύσω μερικά δάκρυα
γι’ αυτόν κτλ, κτλ”. Η Αλεξίου, όμως, ακολουθώντας τον απόλυτο, το σοσιαλιστικό
ρεαλισμό μιλώντας για τον Καζαντζάκη μας λεει όχι μόνο τα υπέρ, αλλά και τα
κατά: “Σ’ όλη του τη ζωή αντιπαθούσε, ο Καζαντζάκης, τους αδύνατους. Σιχαινόταν
όλων των ειδών τις αδυναμίες. Αντιπαθούσε τους άρρωστους, τη φτώχια, τον
κοινωνικό ξεπεσμό, την ασημότητα, τη γυναίκα, τα παιδιά και τα ζώα.
Εντυπωσιαζόταν από κάθε δύναμη σωματική, πνευματική, οικονομική, κοινωνική”
(“Για να γίνει μεγάλος”, σ. 108).
Πράγματι ο Καζαντζάκης, όπως
όλοι οι κορυφαίοι λογοτέχνες είχε μεγάλες κουζουλάδες. Όταν, για παράδειγμα,
του έλεγαν πως κάποιο φιλικό του ζευγάρι απόχτησε παιδί, αυτός γελούσε ειρωνικά
λέγοντας: “Απόχτησαν κι αυτοί τρεις οκάδες κρέας” (“Για να γίνει μεγάλος”, σελ.
118).
Οι ιδέες, λοιπόν, του
Καζαντζάκη, στον “Καπετάν Μιχάλη”, του είναι οι ιδέες του Φρίντριχ Νίτσε, για
τον υπεράνθρωπο. Και για την περιφρόνηση που πρέπει να δείχνουν οι εκλεκτοί....
στους απλούς ανθρώπους. Πάνω σ’ αυτές τις ιδέες του Νίτσε πάτησε κι ο Αδόλφος
Χίτλερ (1889 - 1945), οικοδομώντας τον ναζισμό, που είχε σαν πρότυπο την Άρια
Φυλή.
4. Και τέλος έγραψε τον “Καπετάν
Μιχάλη”, ο Καζαντζάκης για να δείξει το πόσο πεσμένη και καταφρονεμένη ήταν η
γυναίκα εκείνη την εποχή: η ίδια η μάνα του Καζαντζάκη μα και οι αδελφάδες του (αυτά
τα λεω κι αλλού).
Ο καπετάν Μιχάλης – ο πατέρας του – καθόλου
δεν υπολόγιζε τη γυναίκα του. Όσο για τις δυο κόρες του, ούτε που ήθελε να τις
δει. Κι αυτές, από φόβο, όταν ερχόταν ο πατέρας τους στο σπίτι, κρυβόντουσαν.
{Νομίζω, πως ο
πρώτος λογοτέχνης μας που αναφέρθηκε σ’ αυτό το θέμα – την κακομεταχείριση της
γυναίκας - είναι ο Ιωάννης Κονδυλάκης (1862 - 1920), με τον “Πατούχα” του}.
****
Στον “Καπετάν Μιχάλη”, επίσης ο
Καζαντζάκης παραποιεί την ιστορία των κρητικών επαναστάσεων. Το βιβλίο αυτό
είναι μεν ηρωικό και ψυχολογικό αλλά και κοινωνικό, αφού μας λεει πώς ζούσαν οι
κρητικοί την εποχή της τουρκοκρατίας, αλλά και ιστορικό αφού αναφέρεται σε μια
ιστορική περίοδο: αυτή των κρητικών επαναστάσεων. Γράφοντας, όμως, κανείς
ιστορικό ή κοινωνικό μυθιστόρημα, δε δικαιούται να απέχει πολύ απ’ την
πραγματικότητα: να τη διαστρεβλώνει.
Λοιπόν, ο Νίκος Καζαντζάκης
σπέρνει, μες το βιβλίο ένα σωρό καπετάνιους που πήραν μέρος σ’ όλες της
επαναστάσεις: Καπετάν Μιχάλης, Γερό Σήφακας, Μανούσακας, Πολιξίγκης, Ηλιάς,
Μάντακας κτλ. Με την αποτυχία, όμως,
μιας επανάστασης, μένουν στον τόπο τους, ανάμεσα στους Τούρκους. Αυτά δε
γίνονται. Πρώτα, ένας επιχειρηματίας ή μεγαλοχτηματίας, επί τουρκοκρατίας δε
νταλαβεριζόταν μ’ επαναστάσεις. Ίσως, για πισινή... να έδινε μερικούς
παράδες στους επαναστάτες, αλλά ο ίδιος
δεν ανακατωνόταν. Αναφέρομαι βέβαια στον κανόνα κι όχι στην εξαίρεση.
Έπειτα, οι τύραννοι όλων των
εποχών το πρώτο που κάνουν μετά από έναν αποτυχημένο ξεσηκωμό είναι να
ξεπαστρέψουν τουλάχιστο τους αρχηγούς. Στη Βολιβία, για παράδειγμα, οι
στρατοκράτες δε σκότωναν όλους τους αντάρτες. Τον αρχηγό τους είχαν στο μάτι,
τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (1928 - 1967) και αυτόν δολοφόνησαν. Το ίδιο έγινε και
με το μεγάλο επαναστάτη, στο Κογκο, τον Πατρίς Λομούμπα (1925 - 1961). Γιατί να
μην πούμε και για τον Σπάρτακο (109 – 71
π.Χ), πηγαίνοντας στην αρχαιότητα; Αυτόν, ασφαλώς, είχαν στο μάτι οι ρωμαίοι.
Γιατί αυτός μπορούσε να ξεσηκώσει κι οργανώσει τους μονομάχους, τους σκλάβους
και τους καταπιεσμένους.
Ξέρουμε επίσης κι απ’ τα δικά
μας. Πριν απ’ την επανάσταση του 1821, πολλοί καπεταναίοι μα κι απλοί πολίτες
που έμπαιναν στα ρουθούνια των Τούρκων, για να σωθούν πήγαιναν στα Ιόνια:
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770 - 1843), Γιώργος Καραϊσκάκης (1782 - 1827), Παναγιώτης
Καρατζάς (1776 - 1821) κτλ.
Ε, λοιπόν το ίδιο έκαναν και οι
επαναστάτες της Κρήτης. Μετά από έναν αποτυχημένο ξεσηκωμό, άλλοι πήγαιναν στην
κυρίως Ελλάδα κι άλλοι στα νησιά του Αιγαίου. Αν πάλι ησύχαζαν τα πράγματα κι
επέστρεφαν στην Κρήτη, πήγαιναν σε τόπους που δεν τους ήξεραν.
Δηλαδή, τι θέλει να μας πει ο
Καζαντζάκης; Πως οι Τούρκοι έλεγαν στους καπεταναίους: “Κάνατε μια επανάσταση
και δεν πέτυχε; Δε χάλασε ο κόσμος. Πηγαίνετε στα τσιφλίκια και στις
επιχειρήσεις σας κι όταν με το καλό δυναμώσετε.... μας ξεπαστρεύετε”.
Λένε βέβαια, μερικοί ιστορικοί,
πως, μετά από ένα πατατράκ δινόταν
αμνηστία απ’ το σουλτάνο. Αυτό είναι σωστό. Υπήρχε, όμως, κράτος δικαίου επί
τουρκοκρατίας, για να υπολογίζει κανείς τις αμνηστίες; Έχει γούστο να
τιμωρούσαν οι τουρκικές αρχές κάποιον τούρκο που θα δολοφονούσε μπαμπέσικα έναν
καπετάνιο μετά την αμνηστία.
Κατά τα άλλα, “Ο Καπετάν Μιχάλης” είναι ένα απ’ τα καλύτερα μυθιστορήματα
του Καζαντζάκη, τρομερό ψυχογράφημα και δυνατό ιστορικό ντοκουμέντο.
Μεταφράστηκε σ’ όλες τις γνωστές γλώσσες, όπως τα περισσότερα βιβλία του
Καζαντζάκη. Επίσης το παινεύουν γνωστοί κριτικοί, δικοί μας και ξένοι.
Όσο για τους ξένους κριτικούς της λογοτεχνίας, νομίζω πως όλα τα γραψίματα
του Καζαντζάκη διαβάζονται πιο ευχάριστα, μεταφρασμένα. Δηλαδή, ο αναγνώστης δε
σκοντάφτει πάνω στις σύνθετες και πολυσύνθετες λέξεις του, που είναι δικά του
κατασκευάσματα. Θα το πω χοντροκομμένα: Ο Καζαντζάκης αν έβλεπε έναν άνθρωπο
κοντό, χοντρό και ξανθό, θα μπορούσε να πει: Ο κοντοχοντρόξανθος. Δεν μπορεί,
όμως, να μεταφραστεί, αυτή η σκουληκομυρμηγκότρυπα του, όπως έχει, σε καμιά
γλώσσα. Ναι, αλλά ένα σωρό τέτοιες σύνθετες και πολυσύνθετες λέξεις – ντιπ
ακαταλαβίστικα πράγματα – υπάρχουν στην Οδύσσειά του μα και στ’ άλλα βιβλία
του. Αυτό είναι ένα μεγάλο “κουσούρι”
της γλώσσας μας: είναι τρομερά ευκολόπλαστη κι ο καθένας την πηγαίνει κατά κει
που θέλει. Γι’ αυτό κι ο κάθε λογοτέχνης μας, τα χρόνια του Καζαντζάκη, είχε
την δική του – ναι προσωπική – δημοτική.
(Μου έβγαλε την ψυχή η “Οδύσσεια” του Καζαντζάκη. Σκόνταυτα πάνω σε λέξεις
που δεν τις ήξερα, ή καταλάβαινα. Η λέξη, για παράδειγμα, ψαλίδόκωλος. Μέχρι
που ρώτησα δυο φιλόλογους και μάλιστα πανεπιστημιακούς. Ο ένας ήταν και
καζαντζακιστής. Είχε γράψει τρία βιβλία για τον Καζαντζάκη. Κι όμως δεν την ήξεραν
αυτήν τη λέξη. Στο τέλος βρήκα την άκρη μόνος μου. Ψαλιδόκωλος, κατά τον
Καζαντζάκη είναι ο άνδρας που δε φοράει κρητικές βράκες αλλά παντελόνια. Έτσι,
τα πόδια του φτιάχνουν το ψαλίδι. Μα είναι πράγματα αυτά.., διαβάζοντας ένα
λογοτέχνη να μην μπορούμε να προχωρήσουμε;).
Και τέλος, ο γάλλος ποιητής και μυθιστοριογράφος, ο Αντρέ Ζιντ (1869 -
1951), μας λεει πως “μια από τις πηγές της λογοτεχνικής δημιουργίας είναι τα
άσκημα παιδικά χρόνια”.
E, όλα λοιπόν, δείχνουν πως ο
Καζαντζάκης είχε πολύ άσκημα παιδικά χρόνια. Μιλώντας, βέβαια, γύρω από τέτοιες
ασκήμιες ο νους μας, εντελώς λαθεμένα, πηγαίνει μόνο στην έλλειψη υλικών
αγαθών: σπίτι, τροφή, ρούχα κτλ. Όχι, αυτά πολλές φορές διορθώνονται. Οι ψυχικές
κακουχίες μετράνε περισσότερο. Αυτές που προκαλούν οι άξεστοι γονείς, οι κακοί
δάσκαλοι, το σύστημα, οι σεξουαλικές επιθέσεις που δέχονται τα παιδιά και τρέχα
γύρευε...