Του συνεργάτη μας Δημήτρη
Κωνσταντάρα
Καλά έκανε ο
–όπως και τις προηγούμενες, δεκάδες συνεντεύξεών του με πολιτικές
προσωπικότητες- απρόσωπος, ψυχρός και
ανέκφραστος κύριος Παπαχελάς και στο
πλαίσιο της συνέντευξης που έπαιρνε για τον
ΣΚΑΙ από τον πρωθυπουργό , τον ρώτησε , με τον ίδιο ψυχρό κι απρόσωπο
τρόπο αν νιώθει την ανάγκη να ζητήσει
συγνώμη από τους πολίτες για τις προσδοκίες που δημιούργησε όσο ήταν στην
αντιπολίτευση. Είναι ένα ερώτημα που βρίσκεται στα χείλη εκατοντάδων χιλιάδων
Ελλήνων οι οποίοι επί μήνες περιμένουν
αν όχι μιαν απολογία, μιαν εξήγηση από τον κ. Τσίπρα γιατί τους «έταξε»
τόσα πολλά και τελικά δεν έκανε ούτε ένα.
Δεν ήταν ένα
οποιοδήποτε ερώτημα. Ήταν ένα ερώτημα μεγίστης ουσίας για το μέσο Έλληνα πολίτη
που λαχταρά τόσους μήνες ν ακούσει μια ταπεινή κουβέντα από τον πρωθυπουργό
του, μια παραδοχή του, την έκφραση μιας
ειλικρινούς μεταμέλειας. Και ξέρετε κάτι; Πιστεύω ότι αν την έπαιρνε
αυτή τη μεταμέλεια, αυτή τη συγγνώμη, μπορεί και πράγματι να τον συγχωρούσε τον Τσίπρα.
Μια ψυχρή ,
«επαγγελματική» ερώτηση, σαν να ήταν κάτι του τύπου «τι νούμερο παπούτσι
φοράτε» είχε σαν αποτέλεσμα μιαν «επαγγελματική» απάντηση, ανάξια πρωθυπουργού,
από τον βαριά μακιγιαρισμενο, ατσαλάκωτο, απόμακρο, σνομπ και διαλογιζόμενο
ίσως με τον Μάο Αλέξη Τσίπρα. Φυσικά ο
κύριος Παπαχελάς έχει το δικό του στυλ, το δικό του τρόπο, τη δική του
δημοσιογραφική συμπεριφορά και κανείς
δεν μπορεί να τον ελέγξει γι αυτήν, εκτός, ίσως, από τον εργοδότη του. Δεν
είναι ο κύριος Παπαχελάς που με ενδιαφέρει. Ο κύριος Τσίπρας είναι. Ο οποίος
δεχόμενος την «ερώτηση του ενός εκατομμυρίου δολαρίων» που λένε κι οι
Αμερικάνοι, απάντησε με τον ίδιο τρόπο: Ψυχρά, ανέκφραστα και αδιάφορα :
«Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων που μας στήριξαν,
είχαν επίγνωση ότι θα δώσουμε μια μάχη και προφανώς θα καταλήξουμε σε έναν
συμβιβασμό και πολλές από τις δεσμεύσεις μας δεν θα μπορέσουμε να τις
υλοποιήσουμε» είπε, μην απαντώντας. Αλλά
«ρελάνς» δεν δέχτηκε. Ο κύριος Παπαχελάς
την είχε κάνει την ερώτησή του. Και δεν έκρινε ότι έπρεπε να επανέλθει.
Επανήλθε
όμως ο κ. Τσίπρας: «Αυτό που επιθυμούσαν
ουσιαστικά όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν να διεκδικήσει η Ελλάδα το δίκιο της
στην Ευρώπη» πρόσθεσε ο κ. Τσίπρας και επεσήμανε ότι «αυτό ακριβώς και κάναμε.
Σωστά εκτιμήσαμε την λάθος πορεία που έχει πάρει η Ευρώπη, αλλά ίσως δεν
εκτιμήσαμε σωστά ότι η δική μας αποφασιστικότητα δεν θα είχε αποτέλεσμα. Περάσαμε
τον δύσκολο κάβο με τις λιγότερες δυνατόν πληγές.. Για πρώτη φορά υπάρχουν
πραγματικές προοπτικές ανάπτυξης», κατέληξε.
Ήταν στα
τέλη Μαίου ο 1980 όταν Γεώργιος Ράλλης είχε- δεν είχε κλείσει ένα μήνα στην
πρωθυπουργία , η Μεγάλη Δασκάλα της
Δημοσιογραφίας Ελένη Βλάχου μού
τηλεφώνησε Η ΙΔΙΑ στο σπίτι, στις έξι
και τέταρτο το πρωί λέγοντάς μου «τρέχα ΑΜΕΣΩΣ στην Ηρώδου του Αττικού. Σε
περιμένει ο Ράλλης για συνέντευξη για Εκλογές και Ανδρέα και ΕΟΚ και Αβέρωφ».
Γκρεμοτσακίστηκα
, φορώντας ότι βρήκα, χωρίς κασετόφωνο κι έφτασα στο Μέγαρο Μαξίμου στις 7 και
πέντε με ταξί, μένα στιλό κι ένα μπλοκ στην τσάντα μου, χωρίς προετοιμασία,
χωρίς εμπειρία…
Μπήκα
ασθμαίνοντας κι ο συνεργάτης του Ράλλη μ έναν αστυνομικό με οδήγησαν στον Κήπο
του Μεγάρου όπου ο πρωθυπουργός, μ΄ ένα
ψαθάκι, πότιζε τα λουλούδια. Με κοίταξε αυστηρά: «Καθυστέγησες» μου είπε μ αυτό
το δικό του, ιδιόρρυθμο «ρω». Και κάναμε τη συνέντευξη εκεί, στα όρθια, μέσα
στα λουλούδια, ο πρωθυπουργός να μη σταματά να μιλάει, με το λάστιχο του
ποτίσματος στα χέρια κι εγώ με τους εφιάλτες της απειρίας μου στους ώμους να
μην προλαβαίνω να σημειώνω. Τελειώσαμε στις οκτώμισυ. Είχα τσαπατσούλικες
σημειώσεις τριάντα σελίδων. Ο ήλιος είχε βγει για τα καλά και τελειώνοντας μου
είπε: « Κι επειδή ήθελες να με γωτήσεις
για το ψαθάκι και δεν με γώτησες, ιδού» και μού έδειξε τον ήλιο.
Άλλοι καιγοί,
άλλα χγόνια θα μου πεις….