15.6.16

Ο Πατριωτισμός του Κ. Π. Καβάφη


Γράφει ο συνεργάτης μας (από Αυστραλία) Γιώργος Μακρίδης*

Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των
όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Κ. Π. Καβάφης

Αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει για ένα έργο τέχνης είναι αν είναι καλό ή όχι, τίποτ’ άλλο, όπως λεει ο Κώστας Βάρναλης (1883 – 1974). Μπαίνουμε, δηλαδή, σε λαθεμένους δρόμους όταν καταπιανόμαστε με το δημιουργό, αφήνοντας το δημιούργημα στην πάντα. Ο Κνουτ Χάμσουν (1859 - 1952), για παράδειγμα, ήταν ναζιστής, αλλά “Η πείνα” του είναι αριστούργημα.

Αυτό δυστυχώς κάνουν και πολλοί κριτικοί της τέχνης. Προσπαθώντας, δηλαδή, να σπιλώσουν τον Κώστα Καβάφη (1863 - 1933), μιλάνε συνέχεια για την “ιδιόρρυθμη” ερωτική του ζωή. Μα ακόμα κι αν ήταν ομοφυλόφιλος  - μόνο ενδείξεις υπάρχουν γι’ αυτό – δεν ήταν δα κι ο εισηγητής της ομοφυλοφιλίας. Ύστερα, στην εποχή μας, όλα αυτά τα ταμπού έχουν ξεπεραστεί και θεωρούνται προκαταλήψεις, και δεν καθίζουμε στο σκαμνί το καθένα για τ’ αυστηρώς προσωπικά του. Η ομοφυλοφιλία δεν είναι αρρώστια. Όπως λένε οι επιστήμονες έχει να κάνει με τις ορμόνες.  Όσοι έχουν αντίθετη γνώμη ας τη γιατρέψουν ή να σκάσουν. Με άστοχες κριτικές κι αφορισμούς δεν κάνουμε τίποτε άλλο απ’ το να περισσεύουμε και διαιωνίζουμε τις διακρίσεις μες στην κοινωνία.
(Για τις ορμόνες δε ρωτάω κανέναν. Λοιπόν, στο νυχτερινό γυμνάσιο είχα δυο συμμαθητές που δούλευαν σ’ ένα ορνιθοτροφείο. Ήταν τέτοια η φτώχια των παιδιών που εφτά μέρες τη βδομάδα έτρωγαν τους λαιμούς απ’ τις κότες. Δηλαδή, από τις κότες που έστελναν στα μαγαζιά, έβγαζαν τους λαιμούς. Ο λαιμός, όμως, της κότας έχει πολλές θηλυκές ορμόνες και τα παιδιά άρχισαν να χάνουν τον αντρισμό τους. Μεγάλωναν τα στήθια τους λες και ήταν κορίτσια κτλ, κτλ. Αυτά τα είδα με τα μάτια μου). 
Λοιπόν, η αλήθεια είναι πως ο Καβάφης, χτυπώντας τη γροθιά του στο μαχαίρι, προκάλεσε τη σεμνότυφη κοινωνία της εποχής του, με τα τολμηρά γραψίματά του. Ναι, αλλά η κοινωνία έχει τρομερή δύναμη κι εάν δεν είσαι πλούσιος σε τσαλαπατάει. Η κοινωνική συνείδηση μα και η οικογενειακή έρχεται και γονατίζει την ατομική.
Έτσι, λοιπόν, μας αποπροσανατολίζουν και βάζοντας στην πάντα πολλά και σπουδαία για τη ζωή του Καβάφη - τον άδολο πατριωτισμό και την αγάπη του για τη γλώσσα μας – καταπιανόμαστε μ’ ανοησίες. Συμβαίνει, όμως, και κάτι άλλο. Μερικοί κριτικοί της τέχνης δεν προσπαθούν μόνο  ν’ αποδείξουν πως, ο Καβάφης,  ήταν ομοφυλόφιλος, αλλά, σώνει και καλά, πως ήταν παθητικός. Αυτή τη συνήθεια – πλήρη άγνοια των πραγμάτων – την έχουν πολλοί. Βρίζουν, δηλαδή, και ξεφτιλίζουν μόνο τους παθητικούς ομοφυλόφιλους. Για τους ενεργητικούς λένε: “Αυτός είναι άνδρας και οι άνδρες τη βάζουν όπου βρουν τρύπα”. Δεν ξέρουν, όμως, πως “κάτω απ’ ορισμένες συνθήκες κι ο παθητικός γίνεται ενεργητικός, αλλά και τ’ αντίθετο”, όπως λεει ο Γιώργος Ιωάννου (1927 – 1985). Το σωστό, λοιπον, είναι να τους λέμε όλους ομοφυλόφιλους. Τους βρίζουμε κάνοντας το διαχωρισμό.
Ο Καβάφης, λοιπόν, αν και ήταν έλληνας της περιφέρειας (“Δεν είμαι Έλλην, είμαι Ελληνικός”, συνήθιζε να λεει), αφού γεννήθηκε, έζησε και πέθανε όξω απ’ την Ελλάδα – Αλεξάνδρεια - υπήρξε μεγάλος πατριώτης. Ποια άλλη απόδειξη χρειαζόμαστε, αφού είχε την αγγλική υπηκοότητα και την άφησε για να πάρει την ελληνική, στα δύσκολα χρόνια της αγγλικής κατοχής, με δυσβάσταχτες, θα έλεγα, οικονομικές κι άλλες συνέπειες; Εκείνη την εποχή, στην Αίγυπτο, δεν μπορούσε να γίνει κανείς ούτε καν μόνιμος δημόσιος υπάλληλος, αν δεν ήταν Άγγλος υπήκοος. Ο Στρατής Τσίρκας (1911 - 1980), λεει, μεταξύ των άλλων, για τον Καβάφη: “Η πρώτη υπεύθυνη πράξη του, όταν ενηλικιώνεται είναι ν’ αποκηρύξει την προστασία των καταχτητών της Αιγύπτου και να επιστρέψει στην ελληνική ιθαγένεια”. Και: “Οι Άγγλοι γίνονται οι πραγματικοί ρυθμισταί της πολιτικής ζωής του τόπου. Επιβάλλουν ομοεθνείς των υπαλλήλους στις διοικήσεις”. Και: “Οι Άγγλοι φέρανε δημοσίους υπαλλήλους απ’ την Αγγλία, που καταβρόχθισαν χιλιάδες εκατομμύρια λίρες, όταν ο τόπος βούλιαζε μες στη γενική δυστυχία”.
Λοιπόν, την αγγλική υπηκοότητα την κληρονόμησε, ο Καβάφης, απ’ τον πατέρα του. Μάλιστα δυο αδέλφια του την κράτησαν. Ας δούμε τι μας λεει γύρω απ’ αυτό το θέμα ο Μιχάλης Περίδης: “Ο Πέτρος Ιωάννης – βυζαντινό έθιμο του διπλού ονόματος – κατέλαβε τη θέση του υπογραμματέως (υφυπουργού) του Ναυτιλιακού Συμβουλίου της Αιγύπτου κι ο Παύλος έγινε τμηματάρχης της Δημαρχίας Αλεξανδρείας”. 
 Έχουμε τώρα τον Κώστα Καβάφη που μόλις που τα κατάφερε να πάρει μια θέση έκτακτου δημόσιου υπαλλήλου, λόγω της ελληνικής υπηκοότητας. Ας δώσουμε το λόγο πάλι στο Περίδη, που όλα αυτά τα ξέρει από πρώτο χέρι, αφού ήταν φίλος του Καβάφη: “Για 34 χρόνια παρέμεινε έκτακτος υπάλληλος, ο Καβάφης, στις αρδεύσεις με συμβόλαιο ανανεούμενο ετησίως. Άρχισε το υπαλληλικό του στάδιο με μισθό 7 λιρών το μήνα, ενώ αν είχε την αγγλική υπηκοότητα θα έπαιρνε δέκα φορές περισσότερα”. 
Θα έπαιρνε λοιπόν 70 λίρες το μήνα! Αυτός κι αν είναι πατριωτισμός. Τέτοιες θυσίες σπανίζουν ανάμεσα στους έλληνες της διασποράς. Ποιος θα μπορούσε να κατηγορήσει τον Καβάφη, ζώντας πάνω στα χώματα που τον γέννησαν, αν κρατούσε την αγγλική υπηκοότητα, και είχε όλα τα ωφελήματα που είχαν τόσοι άλλοι; Ο Καβάφης δεν είχε τίποτε άλλο εκτός απ’ το μισθό του και δέκα φορές μεγαλύτερος μισθός δεν είναι μικρή υπόθεση.
Μα την υπηκοότητα, στο κάτω της γραφής, την είχε, δε θα την έπαιρνε. Ο Στρατής Τσίρκας, που είναι ο πιο σπουδαίος, ίσως, βιογράφος του Καβάφη, μας λεει για την αγγλοκρατία: “Σαράντα οχτώ χρόνια έζησε ο ποιητής κάτω από καθεστώς κατοχής. Οι προϊστάμενοί του, απ’ τους οποίους περίμενε ευνοϊκές εκθέσεις για ν’ ανανεωθεί η σύμβασή του ήταν άγγλοι. Οι φίλοι και οι συγγενείς του ήταν αγγλόφιλοι ή άγγλοι υπήκοοι κι όμως αυτός εγκαταλείπει την αγγλική προστασία και παίρνει την ελληνική ιθαγένεια, μέσα στα πιο δύσκολα χρόνια της κατοχής”.
Και δεν ήταν ασφαλώς μόνο ο μικρός μιστός, που είχε ο Καβάφης, αλλά υπήρχε και ο κίνδυνος της απέλασης. Ή επιτέλους, ταξιδεύοντας στο εξωτερικό να μην τον άφηναν να επιστρέψει στην Αίγυπτο. Αυτό έγινε μ’ έναν άλλον κυπριακής καταγωγής ποιητή μας που δεν είχε την αγγλική υπηκοότητα. Πρόκειται για τον Θοδόση Πιερίδη (1908 - 1968), που υποχρεώθηκε, μετά από ένα ταξίδι του να ζήσει στην Ευρώπη, αφού ούτε στην Αίγυπτο, μπορούσε να επιστρέψει, αλλά ούτε και στην Κύπρο μπορούσε να πάει, λόγω πάλι της αγγλοκρατίας. 
Αξίζει να το πω ξανά, πως ο Καβάφης ήταν φτωχός. Εκτός απ’ το μιστό του δεν είχε άλλους πόρους ζωής. Ο Μιχάλης Περίδης, αναφέρεται στο θέμα, λέγοντας: Δεν είχε χρήματα και το 1903 που πήγε στην Αθήνα γιατί ο αδελφός του, ο Αλέξανδρος, ήταν άρρωστος και πέθανε, είχε δανειστεί 500 λίρες.
Ας έρθουμε τώρα στην ποίηση του Καβάβη. Κι εδώ φαίνεται ο ατόφιος πατριωτισμός του. Είναι γνωστό πως ο Καβάφης δεν ήξερε καλά τη γλώσσα μας. Αυτό το λεει κι ο Γιώργος Σεφέρης (1900 - 19071): “Οι τρεις μεγάλοι μας ποιητές που δεν ήξερα καλά τα ελληνικά: ο Διονύσιος  Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος κι ο Κωνσταντίνος Καβάφης”. Και αλλού: “Τα ελληνικά του Καβάφη – δημοτική ή καθαρεύουσα – είναι μέτρια”. 
Και ο Ε. Π. Παπανούτσος (1900 - 1982), αναφέρεται στη γλωσσική ανεπάρκεια του Καβάφη, λέγοντας: “Πουθενά αλλού δεν είναι τόσο γοητευτική η νοθεία της γλώσσας, αυτό το απίθανο γλωσσικό κράμα, όσο στον Καβάφη”.
(Μερικοί ποιητές μας – Κώστας Καρυωτάκης  (1996 - 1928), Ορέστης Λάσκος (1907 - 1992), και άλλοι – ανακάτωσαν τη καθαρεύουσα με τη δημοτική, αλλά μάλλον από σνομπισμό – έτσι για να εντυπωσιάσουν - κι όχι από άγνοια, όπως έγινε στην περίπτωση του Καβάφη).
Ναι, αλλά τ’ αγγλικά τα ήξερε και πολύ καλά μάλιστα, ο Καβάφης, αφού και “οι άγγλοι προϊστάμενοί του σ’ αυτόν απευθύνονταν όταν ήθελαν να συντάξουν ένα κείμενο της προκοπής στη γλώσσα τους” (Μιχάλης Περίδης). Κι όμως ο ποιητής έγραψε στη γλώσσα μας. Ο καθηγητής της φυτοπαθολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, αλεξανδρινός κι αυτός και φίλος του Καβάφη, ο Ι. Α. Σαρεγιάννης, μας λεει, μιλώντας γύρω απ’ αυτό το θέμα: “Ο Καβάφης αγαπούσε και  λάτρευε τη γλώσσα μας, και την θεωρούσε την πιο σπουδαία. Πολλές φορές μου είπε: “Τι ωραία που είναι η γλώσσα μας! Καμιά δεν την παραβγαίνει” (Από διήγηση του Γιώργου Βρισιμιτζάκη (1890 - 1947), στο Σαρεγιάννη). 
Nαι, ο Καβάφης είναι ένας απ’ τους πιο άδολους ποιητές μας. Τόσο πολύ αγάπησε τη γλώσσα μας, ώστε να μη βάλει ούτε μια ξένη λέξη μες στα ποιήματά του.  Μόνον ένα απ’ τα 178 ποιήματά του – 154 είναι τα “κανονικά” και 24 τ’ αποκηρυγμένα -  έχει ξένο τίτλο, το “CHE FECEIL GRAN RIFIUTO”  (“Αυτός, που έκανε... τη μεγάλη άρνηση”).
Είναι γνωστό, επίσης, πως όσο ζούσε ο Καβάφης δεν έκδωσε τα ποιήματά του. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄20, λοιπόν, τον ανακάλυψε, μπορούμε να πούμε, ο άγγλος ελληνιστής Ε. M. Forster, Φόρστερ (1879 - 1970), που φρόντισε να δημοσιευτούν, στο Λονδίνο, πολλά ποιήματά του, μεταφρασμένα απ’ το καθηγητή του Καίμπριτζ, Γ. Βαλασόπουλο. Ο Φόρστερ βρήκε εκδοτική εταιρία που προσφέρθηκε να εκδώσει, μεταφρασμένα στ’ αγγλικά, όλα τα ποιήματα του Καβάφη κι έγραφε στο Βαλασόπουλο: “Έχω την προσφορά της Hogarth Press αλλά δεν έχω καμιά απάντηση απ’ τον Καβάφη, και υποθέτω ότι είναι αντίθετος προς τη δημοσίευση κάθε μεταφράσεως σε μορφή βιβλίου”. Και: “Ο Καβάφης δε δέχτηκε τελικά να μεταφραστούν  τα ποιήματά του σε ξένη γλώσσα γιατί επιθυμούσε να προηγηθεί σε βιβλίο η ελληνική έκδοση του έργου του” (Αυτά τα μαθαίνουμε απ’ το Μιχάλη Περίδη).
Μα υπήρχε μεγαλύτερη επιτυχία για έναν έλληνα ποιητή να εκδοθεί το έργο του στ’ αγγλικά και μάλιστα στην περίοδο του μεσοπολέμου; Η Αγγλία ήταν κοσμοκτατόρισσα και μαζί με τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νότια Αφρική, όπου μιλιόταν η αγγλική γλώσσα, ή τις Ινδίες κι όλες τις αποικίες της Αγγλίας, όπου είχε πέραση αυτή γλώσσα, ανοίγονταν αγορές, που ούτε στ’ όνειρό του δε θα της έβλεπε ένας έλληνας ποιητής. Μιλάμε, για δύσκολες εποχές για τα Ελληνικά Γράμματα. Ούτε ο Νίκος Καζαντζάκης δεν είχε αρχίσει ακόμα να μεταφράζεται. Ο Καβάφης, όμως, ήταν τόσο σίγουρος για την αξία της ποίησής του, που δεν τον ενδιέφεραν τέτοιες δόξες, αλλά ούτε και παράδες ήθελε κι ας ήταν φτωχός. Τελικά τα ποιήματα του εκδόθηκαν απ’ τους κληρονόμους του, μεταφρασμένα στ’ αγγλικά, απ’ τον καθηγητή Ιωάννη Κορδάτο, το 1948: δεκαπέντε ολάκερα χρόνια μετά το θάνατό του. Τι να πει κανείς... Και η κληρονόμοι του Καβάφη δε σεβάστηκαν την επιθυμία. Όσο για τους έλληνες κριτικούς, που τον έβριζαν και λοιδορούσαν, όχι μόνο τον δέχτηκαν – αστεία υπόθεση... – αλλά πλειοδοτούσαν κιόλας, λέγοντας: “Μα ο Καβάφης είναι κορυφαίος ποιητής!”
Επίσης ο Καβάφης σε χρόνια δύσκολα, λόγω της αγγλοκρατίας αρθρογραφούσε σε εφημερίδες της Αλεξάνδρειας μα και της Αθήνας, αναφερόμενος στα μάρμαρα που πήρε απ’ τον Παρθενώνα ο Ελγίνος – Elgin  (1766 - 1841) (Εντελώς λαθεμένα τα λέμε Ελγίνεια. Έτσι τον άγγλο λόρδο από σκυλευτεί τον κάνουμε και ιδιοκτήτη). Στις 30 Μάρτη του 1891, λοιπόν, όντας έκτακτος υπάλληλος στις αρδεύσεις, ο Καβάφης, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Εθνική” της Αθήνας έλεγε μεταξύ των άλλων: “Ο λόρδος Έλγιν απέκτησε τα μάρμαρα του Παρθενώνος ουχί από τους Έλληνας, αλλά από τους δυνάστας αυτών Τούρκους. Οι Έλληνες εναντιώθηκαν καθ’ όσον τοις ήτο δυνατόν εις την μετακόμισιν αυτών”. Και: “Δεν είναι αξιοπρεπές το Βρετανικό Μουσείο ν’ αποκομίζει οφέλη με αληθοψέματα κι αδικοδικίαι. Η τιμιότητα είναι η καλύτερη πολιτική, και η τιμιότητα στην περίπτωση των Μαρμάρων σημαίνει να δοθούν πίσω” (Απ ’τα γραψίματα του Στρατή Τσίρκα)
Επίσης είδαν το φως της δημοσιότητας και πολλά άρθρα του Καβάφη, όχι μόνο σ’ ελληνικές εφημερίδες μα και σε ιταλικές, με τα οποία προασπιζόταν τα δίκια της Κύπρου. Σ’ ένα απ’ αυτά λεει: “Η ένωση της Κύπρου μετά της Ελλάδος είναι η φυσική λύση του ζητήματος” (Απ’ τον Τσίρκα).

Αυτές οι θέσεις, βέβαια, στην εποχή μας παίρνονται τρεις την ώρα, από πολλούς, που της διατυπώνουν από θέση ασφάλειας. Χρειαζόταν, όμως, αρετή και παλικαριά για να τα γράψει κανείς αυτά κι άλλα πολλά, στα τέλη του 19ου αιώνα, και μάλιστα όντας συμβασιούχος δημόσιος υπάλληλος στην Αίγυπτο της αγγλοκρατίας. Βλέπουμε, λοιπόν, πως ο Καβάφης δεν είναι μόνο μεγάλος ποιητής, αλλά υπήρξε και μεγάλος αγωνιστής και πατριώτης.  


*Λογοτέχνης-Θεατρικός Συγγραφέας- κάτοικος Αυστραλίας