“Όσο θα υπάρχουν πλούσιοι δεν πετυχαίνει
τίποτε ο λαός, ούτε δίκιο, ούτε χαρά, τίποτε”.
Μαξίμ Γκόρκι “Η Μάνα”
Από μωρό
πειραζόμουν όταν μας λυπόντουσαν οι άλλοι. Έτσι, έπεσα με τα μούτρα στη
δουλειά, αν και δεν μπορούσα να κάνω και πολλά πράγματα. Οι τρύπες... ήταν
πολλές κι εγώ ήμουν ακόμα μωρό. Ποια θα πρωτόκλεινα; Ύστερα, είχα και τη μάνα
μου, που κάθε τόσο μου έλεγε κλαίγοντας:
- Γιαβρί
μου, δεν ήρθε η σειρά σου. Γιατί ανησυχείς; μου έλεγε παίρνοντάς με στην
αγκαλιά της, χωρίς να ξέρει το τι είχα στο νου μου και το πόσο βασανιζόμουν.
Ναι,
ερχόμουν και πάθαινα όταν μας λυπόντουσαν οι άλλοι: συγγενείς, γείτονες και
γνωστοί. Είχα σιγουρευτεί πως το ενδιαφέρον τους – των περισσοτέρων δηλαδή -
δεν είχε αντίκρισμα. Πίσω απ’ τις λύπες τους κρύβονταν κούφια φουντούκια. Μα αν
είσαι, ας πούμε μαγαζάτορας – μπακάλης, μανάβης, χασάπης – και κλέβεις κάποιον
ακόμα και στο ζύγι, ή αν τον παίρνεις στη δουλειά σου και τον εκμεταλλεύεσαι
βάρβαρα – ναι, και πρόστυχα! - όπως έκαναν μαζί μου, είναι δυνατόν να τον
λυπάσαι;
Λοιπόν,
τα καλοκαίρια, κάθε πρωί, απ’ τα χαράματα, με ξυπνούσε με τις φωνάρες του ο
παγοπώλης της συνοικισμού.
- Ο
πάγος! Ο πάγος!
Μετά, αν
κι έπεφτα στο κρεβάτι, στις μια μετά τα μεσάνυχτα – τα βράδια πουλούσα γκαζόσες
στους κινηματογράφους – δεν έβρισκα ύπνο. Αυτές οι φωνές μου τράνταζαν τα
μηνίγγια. Ήξερα πως στα πλατύσκαλα όλων των σπιτιών, εκτός απ’ το δικό μας, θα
υπήρχε ένα κομμάτι πάγος. Ύστερα, εμείς δεν είχαμε καν πλατύσκαλό. Νοικιάζαμε
ένα δωματιάκι στην αυλή ενός προσφυγικού, δηλαδή στο πίσω μέρος του σπιτιού. Η
αυλή έβλεπε σ’ ένα σοκάκι. Ας τον πούμε
ιδιωτικό δρόμο. Κι εκεί το πλατύσκαλο ήταν πολυτέλεια.
Οι άλλοι
είχαν, στις πόρτες της αυλής τους, κάτι πλακουτσές πέτρες ή μεγάλα πλακάκια για
τον πάγο. Μάλιστα, επειδή οι περισσότεροι είχαν μικρά ψυγεία, έπαιρναν κάθε
πρωί, το χειμώνα, ένα τέταρτο της κολώνας. Τους ζεστούς, όμως, μήνες γινόταν
διανομή και τ’ απόγευμα. Μαζί μ’ εμάς και οι λίγοι καλοστεκούμενοι της
γειτονιάς, δεν έπαιρναν πάγο. Αυτοί είχαν ηλεκτρικά ψυγεία. Πλούσιους, βέβαια,
δεν είχαμε στο συνοικισμό. Ποιος παραλής θα έμενε σ’ αυτά τα προσφυγικά
κλουβάκια;
Πάντως,
εγώ απ’ την ντροπή δεν ήξερα που να κρυφτώ, αν και δεν είχα βγάλει ακόμα το
δημοτικό. Περπατώντας στο δρόμο, νόμιζα πως όλοι εμένα κοιτούσαν, για μένα
μιλούσαν, εμένα κακολογούσαν, λέγοντας μέσα τους:
- Γιατί
δεν παίρνεις ένα ψυγείο για το σπίτι σας; Δεν ντρέπεσαι κοτζάμ άντρας; Άχρηστε!
Λοιπόν,
ποτέ δε ζήλεψα κανέναν για τα πλούτη του. Μάλιστα τους πολύ πλούσιους είχα την
ψυχική δύναμη να τους λυπάμαι κι από πάνω. (Άσχετα από το πόσο βλάπτουν τη ζωή,
είναι και για λύπηση: είναι τουρίστες της ζωής). Κι αυτό γιατί, χωρίς να μου το μάθει κανείς,
απεχθανόμουν την οποιαδήποτε πολυτέλεια. Αυτό, δηλαδή, που περισσεύει: που δε
μας προσφέρει τίποτε. Εγώ ήθελα, ας πούμε, να έχω ένα παντελόνι, χωρίς να
ενδιαφέρομαι για την ποιότητα, την εμφάνιση, ή την αξία του.
Θυμάμαι,
έφηβος πια όταν πήγαινα σε κάνα παρτάκι στη γειτονιά, έπεφταν πάνω μου οι
αδελφάδες μου:
- Τι
χάλια είναι αυτά; Έτσι θα πάμε σε ξένο σπίτι!
- Τι
έγινε ρε παιδιά; Τι έχω δηλαδή;
- Μα δεν
πάει καφέ ζώνη.... με μαύρα παπούτσια!
- Χε, χε,
χε... Τη ζώνη την έχω για να κρατάω τα βρακιά μου κι όχι να τη δείχνω στους
άλλους.
Ύστερα,
όσα κι αν μου προσφέρουν τα πλούτη, ποτέ δε θα δεχόμουν να κυκλοφορώ στους
δρόμους, με σωματοφύλακες. Να μην έχω, δηλαδή, έστω κι ένα δράμι αυστηρώς
προσωπικής ζωής; Βρε, εγώ θέλω να σουλατσάρω, πέρα δώθε, χωρίς να έχει
κανονίσει κανείς τα βήματά του πάνω στα δικά μου. Αυτές τις βολτίτσες μου, που
δε μου κοστίζουν τίποτε, δεν τις αλλάζω μ’ όλα τα εκατομμύρια του κόσμου. Οι πολύ
πλούσιοι, λοιπόν, δεν τις ξέρουν τις γλύκες της ζωής. Και περισσότερο δεν
ξέρουν τη νοστημιά που μας δίνει η ανεμελιά της ανωνυμίας. Να πηγαίνεις κάπου
βρε αδελφέ και να μη σε δείχνουν με το δάχτυλο, λέγοντας: Να, αυτός είναι ο
τάδε!
Με είχε,
λοιπόν, πειράξει πολύ ο πάγος και βάλθηκα να πάρω ένα ψυγειάκι. Τότε άρχισα να
μη δίνω στη μάνα μου όλα όσα έβγαζα απ’ τις διάφορες δουλειές που έκανα. Έβαζα
και μερικά στην πάντα και στα μέσα του καλοκαιριού είχα μαζώξει διακόσες
δραχμές και κοίταζα, πέρα δώθε, για να πετύχω ένα ψυγείο στα μέτρα μας.
Δεν ήταν
μόνο η φιγούρα του πάγου, αλλά και το δροσερό νεράκι, που τραβιέται το
καλοκαίρι. Ύστερα, ακόμα και σ’ αυτό το ψυγείο του πάγου, κρατιέται το φαγί μέχρι
και δυο μέρες. Χε, χε, χε... Όταν βέβαια περισσεύει το φαγί. Εμείς δεν είχαμε
τέτοιες πολυτέλειες. Όταν καθόμασταν στο τραπέζι, δεν περίσσευαν ούτε ψίχουλα. Κοντολογίς,
πάντοτε σηκωνόμασταν μισοχορτασμένοι. Ε, κάτι είναι κι αυτό. Αν όχι τίποτε άλλο
κανένας από μας δεν είχε τάσεις παχυσαρκίας.
Λοιπόν, τότε
ήμουν έντεκα χρονών και πρώτα πήγα σ’ ένα μεγάλο μαγαζί στο κέντρο της
Καλλιθέας. Είχα ακούσει πολλά στο σπίτι για τον πόντιο μαγαζάτορα. Έλεγαν πως
με την κατοχή είχε φέρει την οικογένειά του στο χωριό μου, στη Μακεδονία. Κι
επειδή ήταν πολλά τα μέλη της οικογένειάς του και δεν μπορούσαν να βολευτούν
όλοι στο σπίτι του αδελφού του, μοιράστηκαν σε διάφορα σπίτια. Μάλιστα, τη μάνα
του, που ήταν στα τελευταία της και ήταν γνωστή της γιαγιάς μου, απ’ την Τραπεζούντα,
την είχαμε για δυο χρόνια στο σπίτι μας, μέχρι το θάνατό της. Ξέχωρα, που αυτός
ο τύπος με είχε ταράξει. Όλο του έκανα θελήματα. Και ενώ οι άλλοι μαγαζάτορες
μου έδιναν καμιά δραχμή, αυτός με πλήρωνε με παχιά λόγια:
- Νέπε,
να λελεύω σε, εσύ είσαι τεμέτερον μωρόν. (Βρε να σε χαρώ εσύ είσαι δικό μας
παιδί).
Είχε,
λοιπόν, αρκετά ψυγεία του πάγου στο μαγαζί του. Μου άρεσε, όμως, ένα που
φαινόταν σαν ηλεκτρικό. Το είχε τρακόσες πενήντα δραχμές.
- Θείο,
θέλω ν’ αγοράσω αυτό το ψυγείο, για το σπίτι. Έχω, όμως, διακόσες δραχμές. Θα
σου δώσω τα υπόλοιπα σε κάνα μήνα, του είπα.
Αυτός με
κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και μου είπε κοροϊδευτικά.
- Χε, χε,
χε... Α, έτσι.... Θέλεις ν’ αγοράσεις και ψυγείο... Δρόμο, σκατουλάκι, και να
φέρεις τη μάνα σου.
Πόσο τσαντίστηκα.
Μέχρι τον ξεπατρισμό μου δεν τον καλημέρισα. Μα για σιγά.... Για τις
αγγαρείες ήμουν “τεμέτερον το μωρόν”....
και στο τσάκα – τσάκα έγινα σκατουλάκι;
Έλα,
όμως, που εγώ δεν το έβαζα κάτω. Στο κάτω της γραφής δεν είχα βγει και στη
διακονιά. Τι κρίμα, που δεν ήξερα ακόμα το Δημοπρατήριο στο Μοναστηράκι. Εκεί
και με εκατό δραχμές θα μπορούσα άνετα να βρω ένα μεταχειρισμένο ψυγείο.
Λοιπόν,
φεύγοντας απ’ το μεγαλομαγαζάτορα έκανα μια βόλτα στο παζάρι, στην οδό
Φιλαρέτου. Για κάπου δυο οικοδομικά τετράγωνα, δίπλα στο Σκοπευτήριο της
Καλλιθέας πίσω απ’ τις φυλακές, απ’ τη μια κι απ’ την άλλη μεριά, στα
πεζοδρόμια, της Φιλαρέτου, είχαν αφήσει τους πόντιους να κάνουν μικρομάγαζα,
παράγκες: μπακάλικα, μανάβικα, χασάπικα κτλ. Αυτά τα μαγαζάκια τα είχαν εκεί απ’
το 1922 ή 1923, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ΄50.
Ανάμεσα,
λοιπόν, σ’ αυτά τα μικρομάγαζα ήταν κι
ένα που πουλούσε κουζινικά. Το είχε ένα γεροντάκι, ο πόντιος ρωσοπρόσφυγας, ο
θείο Βάνιας. Εκεί είδα το ίδιο ψυγείο. Το θείο Βάνια τον ήξερα όπως ήξερα κι
όλους τους άλλους μαγαζάτορες. Όλο εκεί γυρόφερνα, από μωρό, ψάχνοντας για κάνα
χαμαλίκι. Ήταν ένα ανοιχτόκαρδο γεροντάκι, ο Βάνιας. Τον έλεγα θείο, όπως
λέγαμε εμείς τα ποντιόπουλα όλους τους ηλικιωμένους. Μάλιστα, αυτός το είχε το
ψυγείο τρακόσες δραχμές. Τα ίδια είπα και σ’ αυτόν.
- Θείο, Βάνια
θέλω να πέρω ατό (αυτό) το ψυγείον, με δόσεις.
- Ντο θα
εφτάσατο γιάβρι μ’; (Τι θα το κάνεις πουλάκι μου;)
- Για το
σπίτ’ θέλατο.
- Και μερ
έν’ (και που είναι) το σπίτις;
- Σην
Στροφήν της Νέας Σμύρνης.
-
Πούλοπομ’ πώς θα το πας μέχρι εκεί;
- Θα πέρω
έναν καρότς α σην αγοράν.
- Δέβα να
φέρτσα το. (Πήγαινε να το φέρεις).
Δίπλα στη
Φιλαρέτου, ήταν μια μεγάλη λαχαναγορά. Απ’ εκεί δανείστηκα ένα καρότσι. Ήταν
σαν αραμπάς, με τρεις ρόδες. Αυτά που είχαν οι πλανόδιοι μανάβηδες. Έφερα,
λοιπόν, το καρότσι κι αφού φορτώσαμε το ψυγείο είπα στο γεροντάκο:
- Θείο
Βάνια, θα σου δώσω τώρα διακόσες δραχμές και τις άλλες εκατό το πολύ σ’ ένα
μήνα.
- Νέπε,
να λελεύω σε, ντο είν’ ατά ντο λες; Πεσπελήμ εζάντηνες... (Βρε, να σε χαρώ, τι
είναι αυτά που λες; Μάλλον κουζουλάθηκες...) Τρακόσες δραχμές το έχω για τους
ξένους. Για σένα κάνει διακόσες. Θα μου δώσεις τώρα τις εκατό δραχμές και τα
υπόλοιπα μου τα δίνεις όποτε θα τα έχεις. Κράτησε το άλλο κατοστάρικο. Κοτζάμ
άντρας είσαι. Ίσως να σου χρειαστεί.
Έτσι κι
έγινε και κάθε φορά που έδινα κάνα κοσάρικο, για το χρέος, στο γεροντάκι,
βάζοντάς με να του κάνω ένα θέλημα, που θα του κόστιζε μόνο δυο δραχμές, μου το
έδινε πίσω.
Λοιπόν,
θα μπορούσα να πάω στο δωμάτιο, με το καρότσι, σ’ ένα τέταρτο κι εγώ έκανα
επίτηδες, κάπου δυο ώρες! Έκανα μια μεγάλη γυροβολιά πηγαίνοντας απ’ την
πλατεία της Καλλιθέας. Κάθε τόσο σταματούσα και κόρδωνα, σαν το γύφτικο
σκεπάρνι, δίπλα στο ψυγείο. Επείτηδες σταμάτησα, για αρκετή ώρα, και μπροστά
στο μαγαζί, εκείνου μου με είχε πει “σκατουλάκι”.... Μόλις είδε το ψυγείο
γούρλωσαν τα μάτια του.
Επίσης,
δεν άφησα γνωστό μου που να μην τον χαιρετήσω. Ακόμα κι αυτούς που δεν έκανα
κέφι. Ήθελα, δηλαδή, να δώσω την είδηση:
- Έχουμε
κι εμείς ολοκαίνουργιο ψυγείο! Δεν το βλέπετε; Και θα έχουμε κι εμείς πάγο στο
πλατύσκαλό μας, κάθε πρωί!
Όλοι
εμένα κοίταζαν, γνωστοί κι άγνωστοι. Ήμουν μικρός ακόμα για να κουβαλάω ψυγεία
μες στους δρόμους και μάλιστα μ’ ένα τόσο μεγάλο καρότσι. Πάντως, εγώ τη
φιγούρα μου την έκανα και με το παραπάνω. Περνώντας μάλιστα, απ’ το μαγαζί που
μοίραζε τον πάγο, είπα στο μαγαζάτορα, δείχνοντάς του το ψυγείο:
- Κυρ
Βαγγέλη, έχουμε κι εμείς ψυγείο! Το βλέπεις είναι του κουτιού! Από σήμερα
θέλουμε κι εμείς πάγο και μάλιστα δυο φορές τη μέρα, πρωί κι απόγευμα.
Στη
συνέχεια, λοιπόν, πηγαίνοντας για το συνοικισμό, είχα στο νου μου το
πλατύσκαλο. Μα που θα έβαζαν τον πάγο; Έψαχνα λοιπόν, για μια μεγάλη και πλατιά
πέτρα, ή πλακάκι κι έπεσα στην περίπτωση. Δίπλα στο συνοικισμό μας κατεδάφισαν
ένα αρχοντικό του 19ου αιώνα κι ανάμεσα στα μπάζα ήταν πολλά
μαρμάρινα σκαλοπάτια. Έλα, όμως, που ήταν πελώρια και βαριά και δεν μπορούσα
ούτε να τα κουνήσω.
Την
άραξα, λοιπόν, και περίμενα να περάσει κάποιος αλλά μ’ εργατικά ρούχα. Μόνο
αυτοί βοηθάνε, σε τέτοιες περιπτώσεις. Οι διανοούμενοι και τα ρέστα δεν
καταδέχονται τις χειρονακτικές και
βρόμικες... δουλειές. Πράγματι, πέρασαν δυο γνωστοί μου νέοι, πολύ
μπρατσωμένοι, αλλά κάπως καλοντυμένοι.
- Σας
παρακαλώ παιδιά, με βοηθάτε να βάλω αυτό το σκαλοπάτι στο καρότσι;
Οι νέοι
τρόμαξαν και κάπως θύμωσαν Λες και τους έβρισα και σηκώνοντας τα χέρια μου
είπαν:
- Όχι!
Όχι εμείς!
Μετά από
λίγη ώρα πέρασε ο ασπριτζής ο Πονομός, με το Νικόλα, το βοηθό του (κάπου αλλού
κάνω και στους δυο ένα μνημόσυνο).
Ο
Πονομός, που ήταν πάντοτε με το χαμόγελο στα χείλη ήταν, στις δόξες του, και
καλός ποδοσφαιριστής. Εγώ όταν τον γνώρισα τα είχε περασμένα τα πενήντα.
Πάντως, στα εντευκτήρια της ομαδίτσας μας, της ΑΕΚ – Αθλητική Ένωση Καλλιθέας
- φιγουράριζε η ολόσωμη φωτογραφία του.
Λέγανε, πως ήταν, προπολεμικά, ένας απ’ τους καλύτερους ποδοσφαιριστές της
Ελλάδας και σκίζονταν οι μεγάλες ομάδες – Ολυμπιακός, Παναθιναϊκός, ΑΕΚ - να
τον πάρουν. Αυτός, όμως, δεν την άφησε την ομάδα μας, που ήταν στην Γ΄ και
μερικές φορές στην ερασιτεχνική κατηγορία, παίζοντας ποδόσφαιρο μέχρι τα 43του.
Εγώ, λοιπόν,
εκείνη τη στιγμή κάτι μουρμούριζα παραμιλώντας, για τους ακατάδεχτους νέους.
Και ο Πονομός μου είπε χαμογελώντας:
- Χε, χε,
χε... Νέπε, ντε’ παθες; (Βρε τι έπαθες;)
- Τηδέν
κι έπαθα. (Τίποτε δεν έπαθα).
- Χε, χε,
χε... Με τήναν καλατσέβς; (Με ποιον μιλάς;)
- Χε, χε,
χε... Πεσπελήμ παραλαλώ... (Ίσως να παραμιλάω).
Έβαλαν,
λοιπόν, το σκαλοπάτι πάνω στο καρότσι και τράβηξα για το δωμάτιο. Μπαίνοντας
στο σοκάκι μας με είδε η μάνα μου και τα έχασε.
- Τι
είναι αυτό πάλι γιαβρί μου; Τι θα γίνω εγώ μ’ εσένα; μου είπε παραπονιάρικα.
- Ψυγείο
είναι, ρε μάνα. Δεν το βλέπεις;
- Και που
το βρήκες;
- Χε, χε,
χε... Άκου το βρήκα! Μανίτσα μ’ (μανούλα μου) βρίσκει κανείς ψυγεία; Το
αγόρασα.
Με
βοήθησε και βάλαμε το ψυγείο μες στο δωμάτιο και μετά της είπα πως έπρεπε να
κατεβάσουμε και το μαρμάρινο σκαλοπάτι.
- Όλα
καλά, αλλά τι θα την κάνεις αυτήν την παλιόπετρα;
- Χε, χε,
χε... Δε σου αρέσει ε;... Τον πάγο θα τον ακουμπάνε στο χώμα;
- Μπορείς
να μου πεις γιατί τα σκέφτεσαι όλα αυτά;
- Μάνα,
τα πολλά λόγια είναι φτώχια. Βάλε ένα χέρι να πετάξουμε κάτω το μάρμαρο.
Μας βγήκε
η ψυχή μέχρι να ρίξουμε κάτω το σκαλοπάτι. Μετά πήρα το σκαλιστήρι κι άνοιξα
ένα λάκκο μπροστά στην πόρτα της αυλής και βάλαμε, σιγά – σιγά, εκεί μέσα το
μάρμαρο. Γι’ αυτό το πλατύσκαλο η μάνα μου με μακάριζε. Πάνω εκεί καθόταν κάθε
φορά που έβγαινε με το πλέξιμό της. Έτσι δεν κουβαλούσε, όπως έκαναν οι
φιλινάδες της, κάθε τόσο, την καρέκλα, παρά μόνο ένα μιντέρι. Κάθε πρωί,
λοιπόν, και κάθε απόγευμα είχαμε κι εμείς πάγο στο πιο όμορφο μαρμαρένιο
πλατύσκαλο του σοκακιού.
Αφού
ταχτοποιήθηκαν όλα η μάνα μου δεν ησύχαζε. Αυτή είχε αλλού το νου της. Δεν
μπορούσε να καταλάβει πως εγώ ήμουν μικρομέγαλος και ήξερα να βγάζω λεφτά, δουλεύοντας
δηλαδή. Με γονάτισε η πρόωρη πνευματική ανάπτυξη – αυτό το λέω σε πολλές μεριές
– και δεν πέρασα παιδικά κι ανέμελα χρόνια. Κάθε φορά, λοιπόν, που τις έδινα
πολλά λεφτά, ή που αγόραζα κάτι για το σπίτι, ήθελε να σιγουρεύεται: που
έβρισκα τόσα λεφτά. Φοβόταν μήπως είχα γίνει κάνα κλεφτρόνι. Αυτό έκανε και
τούτη τη φορά, με το ψυγείο.
- Αν δε
μάθω από που πήρες κοτζάμ ψυγείο, δε θα ησυχάσω, μου είπε.
- Χε, χε,
χε... Αυτό είναι εύκολο ρε μάνα. Δεν έχεις παρά να έρθεις μαζί μου.
Σπρώχνοντας
το καρότσι, λοιπόν, κι έχοντας μαζί και τη μάνα πήγα στην αγορά. Εκεί τα
κουβέντιασε με το θείο Βάνια. Τα λέγανε στα ρωσικά. Και η μανούλα μου απ’ τη
Σοβιετική Ένωση είχε έρθει. Μόνο, στο τέλος, ο θείο Βάνιας χαϊδεύοντάς μου το
κεφάλι, μάλλον για να τ’ ακούσω εγώ, της είπε στη γλώσσα μας:
- Ν’
αφήσεις το μωρό να τραβήξει το δρόμο του. Δεν έχει φόβο. Η δουλειά τον φοβάται.
Αυτός από κλεψίματα και βρομοδουλειές δεν ξέρει.
Ε, αυτός ήταν ο ασταμάτητος μα κι ο τρομερά άνισος, θα έλεγα, αγώνας μου.
Έτσι, για να πετάξω από πάνω μας όλα εκείνα, που έκαναν τους άλλους να μας
ψευτολυπούνται.