γράφει ο συνεργάτης μας από την Αυστραλία
Γιώργος Μακρίδης
“Το λογικό, τα αισθήματά μας είναι πολυτέλεια,
βάρος, και τα χαρίζουμε του κάθε συνετού”.
βάρος, και τα χαρίζουμε του κάθε συνετού”.
Κώστας Καρυωτάκης – “Ωχρά σπειροχαίτη”
Στις 21 Ιούλη του
1928, αυτοκτονεί στην Πρέβεζα, σε ηλικία 32 χρονών, χρησιμοποιώντας περίστροφο,
ο Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928).
(Πολλοί ιστορικοί
της τέχνης μιλάνε για περίστροφο. Όχι, συμφωνα με τη χωροφυλακή που έκανε τις
ανακρίσεις ήταν πιστόλι).
Λοιπόν, για τον
Καρυωτάκη, ο ποιητής Γιάννης Γρυπάρης (1870-1942), λεει κάπου: Ο Καρυωτάκης
ήταν ο πιο αντιπροσωπευτικός ποιητής της εποχής του. (Τα ίδια μας λεει κι ο
Κλέων Παράσχος – 1894 - 1964). Πολύ βαριά λόγια. Να φορτώνουν, δηλαδή, στις
πλάτες του καψερού του Καρυωτάκη ολάκερη την εποχή του.
Και ο κριτικός της
τέχνης, Κωνσταντίνος Δημαράς (1904-1988), σημειώνει κάπου, τους ανεπανάληπτους
επαίνους για τον άτυχο ποιητή: Ο Καρυωτάκης κατάκτησε την αθανασία,
δημιουργώντας δική του Σχολή (τον Καρυωτακισμό), επηρεάζοντας γενιές Ελλήνων,
μαζί και μεγάλους μας ποιητές, όπως τον Γιάννη Ρίτσο, τον Γιώργο Σεφέρη και τον
Νικηφόρο Βρεττάκο.
(Στα λεγόμενα του
Δημαρά ίσως να υπάρχει και μια κάποια ειρωνεία, η αντίφαση, αφού κάπου αλλού
λεει ο ίδιος: Εγώ πιστεύω πως ο Καρυωτάκης δεν ήταν καν ποιητής, στην
πλήρη σημασία που μπορούμε να δώσουμε στη λέξη).
Θα τελειώσω με τα
λεγόμενα του Μάρκου Αυγέρη (1884-1973): Και μόνον ένα ποίημα αν είχε γράψει ο
Καρυωτάκης, το “Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο”, θα έφτανε για να τον
καθιερώσει μεγάλο ποιητή. Για ποιόν άλλον ποιητή μας ειπώθηκε κάτι τέτοιο;
Οι περισσότεροι,
όμως, μελετητές και βιογράφοι του Καρυωτάκη μας λένε πως αιτία της αυτοκτονίας
του ήταν η μετάθεση του στην Πρέβεζα.
(Ο Καρυωτάκης ήταν
ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Προνοίας και Γραμματέας του Σωματείου των
Δημοσίων Υπαλλήλων της Αθήνας. Συγκρούστηκε, όμως, με τον τότε Υπουργό
Προνοίας, το Μιχάλη Κύρκο – ο πατέρας του βετεράνου πολιτικού Λεωνίδα Κύρκου –
που για να τον τιμωρήσει τον μετάθεσε πρώτα στην Πάτρα, το Γενάρη του 1928, και
μετά στην Πρέβεζα).
Όχι, ένας δημόσιος
υπάλληλος, όσο ευαίσθητος κι αν είναι, δεν αυτοκτονεί ακόμα κι αν τον
μεταθέσουν στο τελευταίο κουτσοχώρι. Ύστερα, ο Καρυωτάκης το ήξερε πως δε θα έμενε
για πολύ καιρό στην Πρέβεζα, για τους παρακάτω αντικειμενικούς λόγους:
1. Ο πατέρας του,
που ήταν νομομηχανικός, ήταν πολύ πλούσιος και βρισκόταν στα μέσα και στα έξω.
2. Είχαν ανέβει οι
μετοχές του Καρυωτάκη στους λογοτεχνικούς κύκλους. Και οι λογοτέχνες, εκτός
βέβαια απ’ τους κομμουνιστές, είχαν μεγάλη δύναμη στα χέρια τους – μα και τώρα
έχουν – λόγω των πολλών γνωριμιών και συμπαθειών και των προσβάσεών τους στους
κυβερνητικούς μα κι άλλους κύκλους.
3. Είκοσι μέρες
μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη έγιναν εκλογές – τον Αύγουστο του 1928 – κι ο
υπουργός που τον πήρε κατά πόδι, ο Κύρκος, πήγε στο καλό του. Αν η αιτία της
αυτοκτονίας του ήταν η μετάθεσή του στην Πρέβεζα, δεν είναι λογικό πως ο
Καρυωτάκης θα περίμενε τ’ αποτελέσματα των εκλογών;
Επίσης ήξερε, ο
Καρυωτάκης, πως η κοινή γνώμη ήταν εναντίον του προϊστάμενού του υπουργού, που είχε
κάνει δυο μεγάλες παρανομίες:
1. Είχε αγγίξει ένα
συνδικαλιστή. Οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι των εργαζομένων δεν υπάγονται σε καμιά
υπηρεσία. Η υπηρεσία τους είναι το Σωματείο και κανένας υπουργός δεν έχει το
δικαίωμα να τους μεταθέσει, ή τιμωρήσει.
2. Στην Πρέβεζα δεν
υπήρχε οργανική θέση που να δικαιολογούσε την παρουσία του Καρυωτάκη, που ήταν
ανώτερο στέλεχος του Υπουργείου Προνοίας, έχοντας πανεπιστημιακό πτυχίο. Εκεί
ένας μ’ απολυτήριο του σχολαρχείου έφτανε και περίσσευε. Καλά, όλα αυτά δεν τα
ήξερε, ή δεν τα καταλάβαινε ο Καρυωτάκης; Μπορούμε να δεχτούμε πως ήταν πια
τόσο ακατατόπιστος κι ανόητος;
(Είχε και κάποιο
δίκιο ο Μιχάλης Κύρκος. Ο Καρυωτάκης αρθρογραφούσε συνέχεια σ’
αντιπολιτευόμενες εφημερίδες, στρεφόμενος εναντίον του Κύρκου και της
κυβέρνησης, χρησιμοποιώντας κάπως διαφορετικό όνομα: Γ. Κ. Καριωτάκης . Αυτό
ήταν το όνομα του πατέρα του και μάλιστα αντί το “υ” έβαζε το “ι”. Κάτι τέτοια,
εκείνα τα χρόνια, όπου οι κυβερνήσεις ήταν παντοδύναμες, αλλά κι ο
συνδικαλισμός σχεδόν ανύπαρχτος, δεν περνούσαν. Πάντως οι παρανομίες του Κύρκου
υπήρχαν).
3. Ο Καρυωτάκης
ήξερε πως όλη αυτή η ανακατωσούρα, με τις απανωτές μεταθέσεις του τον ευνοούσε,
τον διαφήμιζε. Δηλαδή, ακουγόταν το όνομά του. Αυτά τα επιδιώκουν οι λογοτέχνες.
Ύστερα, λογοτεχνία
χωρίς “κοντραρίσματα” δε γίνεται. Προορισμός ενός λογοτέχνη είναι, χωρίς να τον
ενδιαφέρουν οι συνέπειες, να τσαλαπατάει όλα τα στραβά της ζωής, ακολουθώντας
τα οράματά του. Επίσης, οι σωστοί λογοτέχνες
δε συμβιβάζονται εύκολα. Λίγα τράβηξαν όλοι οι δικοί μας κομμουνιστές
λογοτέχνες; (Οι δολοφονίες, τα ξερονήσια και οι φυλακές δεν είναι Πρέβεζες...):
Κώστας Βάρναλης (1883 - 1974), Γιάννης
Ρίτσος, (1909 - 1990), Θέμος Κορνάρος (1907 - 1970) κτλ. Ή ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957), για τα
καμώματά του, μ’ ακόμα κι ο Κώστας Καβάφης (1863-1993), ή ο Όσκαρ Ουάιλντ
(1854-1900); Και τέλος οι λογοτέχνες ενδιαφέρονται και για την υστεροφημία
τους.
Αιτία, λοιπόν, της
αυτοκτονίας του Καρυωτάκη δεν ήταν η Πρέβεζα. Αυτή ήταν η αφορμή. Αν δεν ήταν η
Πρέβεζα, κάτι άλλο θα έμπαινε στη μέση. Εξάλλου στο σημείωμα που άφησε δεν
αναφέρεται στην Πρέβεζα. Δεν ήταν ανόητος ο Καρυωτάκης. Λεει μεταξύ των άλλων:
“Ήμουν άρρωστος κτλ” Τίποτ’ άλλο. To σημείωμα
προοριζόταν για τους δικούς του, που ήξεραν τις αρρώστιες του.
Υπάρχει, όμως, και
κάτι άλλο. Ένα άτομο που αυτοκτονεί από μελαγχολία, κατάθλιψη, απογοήτευση κτλ,
πως είναι δυνατόν να καλαμπουρίζει ακόμα και με τη ζωή του; Λογικό είναι πως,
τον κάθε άνθρωπο, εκείνες τις ώρες – λίγο πριν απ’ την αυτοκτονία – τον
κατακυριεύει μια σκοτοδίνη. Ο Καρυωτάκης, όμως, την προηγούμενη της αυτοκτονίας
του, δοκίμασε να βάλει τέρμα στη ζωή του – 11 ώρες παιδευόταν – δια θαλάσσης.
Δεν τα κατάφερε... όμως, επειδή ήταν καλός κολυμβητής. Γράφει, λοιπόν, γι’ αυτό
το επεισόδιο: Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουν ν’ αυτοκτονήσουν
δια θαλάσσης. Κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, (;...) θα γράψω τις εντυπώσεις
ενός πνιγόμενου. Το σημείωμα αυτό βρέθηκε στην τσέπη του. Μ’ αυτός ο σαρκασμός,
αυτά τα χαριτολογήματα ταιριάζουν σ’ έναν απογοητευμένο και φοβιτσιάρη άνθρωπο,
που τα γράφει, μάλιστα, λίγες ώρες πριν απ’ το τέλος της ζωής του;
Μάλιστα , οι
γνωστοί του και η αστυνομία, που έκανε τις ανακρίσεις. λένε και κάτι άλλο, Λένε, λοιπόν, πως την επόμενη της “απόπειρας
δια θαλάσσης”, αγόρασε το περίστροφο κι αφού κάθισε περίπου τρεις ώρες σ’ ένα
καφενείο κουβεντιάζοντας και καλαμπουρίζοντας με τους πελάτες, πήγε στην εξοχή
και ξαπλώνοντας κάτω από ένα δέντρο, κάρφωσε μια σφαίρα στην καρδιά του. Αυτά
δεν ταιριάζουν σ’ έναν απογοητευμένο άνθρωπο. Δεν ξέρω πως αλλιώς να το πω. Να
το ρίχνει, δηλαδή, και στους ρομαντισμούς: ντυμένος στην πένα να σεργιανίζει
στο δάσος.
Όχι, ο Καρυωτάκης
δεν ήταν δειλός, αλλά μάλλον θαρραλέος και ήξερε τι έκανε. Δε βρισκόταν,
δηλαδή, σε κατάσταση απόγνωσης. Ναι, αλλά ποιοι ήταν οι λόγοι που το έσπρωξαν
σ’ αυτό το ύστατο εγχείρημα; Ο καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, ο
Γιώργος Σαββίδης (1929-1999), που είχε, όπως λένε, το μεγαλύτερο αρχείο για
τους νεοέλληνες λογοτέχνες, και που επιμελήθηκε μια απ’ τις εκδόσεις των
απάντων του Καρυωτάκη, ερχόμενος μάλιστα και σ’ επαφή με φίλους και συγγενείς
του ποιητή, μας λεει πως ο Καρυωτάκης έπασχε από μια αθεράπευτη, για την εποχή
εκείνη, αρρώστια. Ήταν συφιλιδικός. Εξάλλου κι ένας άλλος πιο αρμόδιος απ’ τους
άλλους, αφού ήταν γιατρός αλλά και συγκαιρινός του Καρυωτάκη, ο Γιώργος
Σκούρας, μας λεει: Ο Καρυωτάκης ήταν άρρωστος. Ήταν συφιλιδικός.
Πολλοί άλλοι, όμως,
βιογράφοι του Καρυωτάκη – Κλέων Παράσχος, Τέλος Άγρας, Γιώργος Πικρός, Έλλη
Αλεξίου κ.ά – που αναφέρονται στην αρρώστια του, τα λένε κάπως καμουφλαρισμένα,
μιλώντας γενικά κι αόριστα. Όλοι τους λένε περίπου τα ίδια: Είχε και τη γνωστή
του αρρώστια, ή είχε μια κληρονομική ασθένεια, ή είχε χάσει τα λογικά του, ή
προσβλήθηκε από παραφροσύνη.
Άλλοι πάλι
καταλήγουν σ’ αυθαίρετα συμπεράσματα, πασκίζοντας ν’ αποδείξουν πως για την
αυτοκτονία του Καρυωτάκη έφταιξε η Πρέβεζα και γενικά οι ασκήμιες της ζωής. Ο
Κλέων Παράσχος (1896-1964), για παράδειγμα, κρύβει με κάθε επιμέλεια την
αρρώστια αυτή, ενώ την ξέρει, αφού για χρόνια ήταν φίλος του ποιητή, λέγοντάς μας:
Ο Καρυωτάκης ήταν αποκαρδιωμένος κι απογοητευμένος απ’ τη ζωή κι έφτασε στο
θάνατο.
Μα και η Έλλη
Αλεξίου (1995-1988), σημειώνει κάπου: Η τελευταία μετάθεσή του στην Πρέβεζα
υπήρξε η χαριστική βολή.
Παράξενα πράγματα.
Να τα λένε, δηλαδή, όλοι τόσο καμουφλαρισμένα. Ή μήπως αυτή η λέξη, η σύφιλη,
είναι πια τόσο βρόμικη; Δυστυχώς, εκεί έχουμε φτάσει να ντρεπόμαστε ακόμα και
να παίρνουμε στο στόμα μας μια λέξη, που έχει να κάνει με τον έρωτα, έστω κι αν
είναι αρρώστια. Αυτά κάνει η σεμνοτυφία, που είναι η χειρότερη μορφή κοινωνικής
προστυχιάς.
Ας δούμε όμως τι
λεει κι ο Γιάννης Ρίτσος ( 1909 -
1990) σε μια συνέντευξή του, για τη σεμνοτυφία: “Το κάθε πράγμα πρέπει να το
λέμε με τ’ όνομά του. Τα γεννητικά όργανα πρέπει να τα λέμε, όπως τα λέμε όταν
κάνουμε έρωτα με τη φίλη μας. ............. Η αξιοπρέπεια που βλέπουμε γύρω μας
είναι αναξιοπρέπεια: είναι σεμνοτυφία”
Πάντως, ο καθηγητής
Γιώργος Σαββίδης είναι κατηγορηματικός. Μάλιστα, μας λεει για τον αδελφό του
ποιητή μας, τον Θανάση Καρυωτάκη: Οποτεδήποτε άνοιγα τέτοιες κουβέντες μαζί
του, με το τσιγκέλι τραβούσα τις λέξεις απ’ το στόμα του. Νόμιζε πως θα
βλαφτόταν η μνήμη του αδελφού του, αν μαθαίναμε την αλήθεια για τη σύφιλη.
Ύστερα, κι από άλλα
καμώματα του Καρυωτάκη φαίνεται πως τον είχε βρει αυτό το κακό. Ενώ, δηλαδή,
πριν να πατήσει τα είκοσι συνέχεια έκανε κουβέντα για γάμο, απ’ εκεί και πέρα
τον ξέχασε. Ο αδελφός του, για παράδειγμα, μας λεει πως ο ποιητής μας είχε
ερωτοχτυπηθεί με μια συμμαθήτριά του, όταν βρισκόταν στην τελευταία τάξη του
γυμνασίου, στα Χανιά της Κρήτης, το 1913 (εκεί υπηρετούσε σα νομομηχανικός ο
πατέρας του). Τ’ όνομα της κοπελιάς ήταν Άννα Σκορδύλη. Μάλιστα θα πήγαιναν για
γάμο. Δεν ξέρουμε γιατί δεν έγινε τελικά αυτός ο γάμος. Ίσως να είχε εκδηλωθεί
η αρρώστια και να μην μπορούσε, ο Καρυωτάκης να παντρευτεί. Γι’ αυτό δεν ήθελε
ν’ ακούσει για γάμο και όταν είχε πολύχρονο δεσμό με την ποιήτρια Μαρία
Πολυδούρη (1902-1930), που κι αυτή ήταν άτυχη, αφού πέθανε από φυματίωση δυο
χρόνια μετά το τραγικό τέλος του ποιητή μας.
Εξάλλου, κι ένα
ποίημα του Κώστα Βάρναλη δείχνει πως ο Καρυωτάκης έπασχε απ’ αυτήν την
αρρώστια, αφού σαράντα πέντε χρόνια μετά την αυτοκτονία του, το 1973, του
αφιερώνει δυο στίχους, στο ποίημα “Τρεις θάνατοι”, στη στερνή ποιητική συλλογή
του, “Οργή Λαού”, μιλώντας για θάρρος. Παραθέτω αυτούς τους στίχους, που μας
λένε πολλά:
Ζηλεύω σου το θάρρος Καρυωτάκη
να σμπαραλιάσεις την τρανή καρδιά.
Είναι δυνατόν ο
τόσο αισιόδοξος, αλλά συνάμα και σοφός, ο Βάρναλης και μάλιστα σε γράψιμό του
να επονομάζει θαρραλέο ένα “δειλό”, ή “τρελό” άνθρωπο; Έτσι δεν αποκαλούν οι
επιστήμονες αυτούς που αυτοκτονούν;
Το ξαναλέω πως ο
Καρυωτάκης ήξερε τι έκανε. Δεν ήθελε να κλειστεί σε κάνα φρενοκομείο,
καταντώντας ένα φυτό. Η σύφιλη, στο τελευταίο στάδιο, αγγίζει τον εγκέφαλο κι
εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν φάρμακα της προκοπής για ψυχασθένειες. Έχουμε
πολλά δείγματα μέσα στα Νεοελληνικά Γράμματα, ατόμων που έπασχαν απ’ αυτήν την
αρρώστια και που πέθαναν μέσα σε φρενοκομεία, σχετικά νέοι: ο θεμελιωτής του
νεοελληνικού διηγήματος Γιώργος Βιζυηνός (1849-1896), ο ποιητής και
δημοσιογράφος Ρώμος Φιλύρας (1889-1942), ο κριτικός της τέχνης Μιχάλης Μιτσάκης
(1863-1916). Έχουμε και μια γνωστή περίπτωση, απ’ τους ξένους: τον ποιητή και
φιλόσοφο του 19ου αιώνα Φρίντριχ
Νίτσε (1844-1900).
Μήπως, όμως, πρέπει
να συσχετίσουμε τα λεγόμενα του Βάρναλη και με μια φιλοσοφική μελέτη, που έκανε
ο Εθνικός μας Ποιητής Αντρέας Κάλβος (1792-1867), όταν σπούδαζε στην Ιταλία,
γύρω απ’ τις αυτοκτονίες; Λεει, στην τόσο σπουδαία, για την ηλικία του μελέτη ο
Κάλβος – ήταν γύρω στα είκοσι - μεταξύ των άλλων περίπου τα εξής (δεν έχω
πρόχειρο το βιβλίο): Όταν ένας άνθρωπος σιγουρευτεί πως δεν υπάρχει μέλλον γι’
αυτόν κι αυτοκτονεί, δεν πρέπει να τον λέμε δειλό, αλλά μάλλον θαρραλέο.
Ναι, ο Καρυωτάκης
ήταν παλικάρι. Πρέπει να χει κανείς θάρρος και τόλμη για να γράψει τα σατιρικά
ποιήματά του, με τα οποία δεν αφήνει κανέναν ήσυχο, όντας μάλιστα δημόσιος
υπάλληλος. Λεει, μεταξύ των άλλων, με μια απαράμιλλη προνοητικότητα, για τους
παραδόπιστους Αμερικάνους, σ’ ένα τόσο επίκαιρο και διαχρονικό ποίημά του, που έχει
τον τίτλο,
“Στο άγαλμα της
ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο1
(Όταν γράφτηκε αυτό
το ποίημα – στα μέσα της δεκαετίας του ΄20 - υπερδύναμη ήταν η Αγγλία κι όχι οι
ΗΠΑ. Ο Καρυωτάκης, όμως, έβλεπε το κακό που θα γινόταν. Πως, δηλαδή, θα
ερχότανε εποχή, όπου οι οικονομίες πολλών μικρών κρατών θα γίνονταν επεκτάσεις
της οικονομίας των ΗΠΑ, αλλά και οι ελευθερίες πολλών λαών θα εξαρτιόντουσαν
απ’ την ίδια υπερδύναμη).
Ας δούμε μερικούς στοίχους αυτού του ποιήματος:
Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου
χωρίς να καίει2 τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει,
σήμερα, το υπερούσιο μέταλλό σου.
Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν
έμποροι και κονσορτσια3 κι εβραιοι4.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτραίτο του Dorian Gray.”5
(Θα ήταν πιο ωραίο
το ποίημα αν έλειπε το “εβραίοι”. Ξεκάρφωτα πράγματα. Αυτό νομίζω πως το έβαλε
για να φτιάξει την ομοιοκαταληξία με τη λέξη “χρέη”. Θέλω να πω πως δεν πρέπει να κρίνουμε ένα άτομο απ’ την θρησκεία,
ή την εθνικότητά του, αλλά από τις πράξεις του. Επίσης νομίζω πως δεν
ταιριάζει και το “οι Αμερικάνοι”. Ποιοι Αμερικάνοι; Είναι
“πεταλούδες χρυσές” και οι φτωχοί στις ΗΠΑ; Ακόμα κι αυτοί που κοιμούνται στα
πάρκα, ή κάτω από γιοφύρια; Κι αυτό το έβαλε για να φτιάξει την ομοιοκαταληξία
με “το κάνει”).
Πως θα μπορούσε,
επίσης, ο Καρυωτάκης, ένας δειλός άνθρωπος, όπως λένε μερικοί βιογράφοι του, να
γράψει το ποίημα “Υποθήκαι”, ξεφωνίζοντας έτσι τις ανοστιές της ζωής, και
δείχνοντας ανοιχτά την αντιπάθειά του προς τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν,
που τους θεωρεί ανάξιους, μοχθηρούς και δολιοπλόκους, αλλά δείχνοντας και την
ανθρωποφοβία του, που μπορεί να παρθεί, εντελώς λαθεμένα βέβαια, και σαν
μισανθρωπία; Κάτι τέτοια, συνήθως, τα κρατάνε μέσα τους οι δειλοί άνθρωποι και
τα λένε μόνο κουτσομπολεύοντας, απ’ εδώ κι απ’ εκεί, σε κουβέντες καφενειακού
επίπεδου. Οι ποιητές, όμως, δεν έχουν ανάγκη από τέτοια. Έχουν την ποίησή τους,
που τους γιατροπορεύει. Παραθέτω την πρώτη στροφή αυτού του ποιήματος:
Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.
Ο καθηγητής Γιώργος
Σαββίδης λεει γι’ αυτό το ποίημα και για τη δήθεν μισανθρωπία του Καρυωτάκη:
Εγώ δε διακρίνω ούτε ίχνη μισανθρωπίας. Ο μισάνθρωπος όταν έχει ένα όπλο στα
χέρια και βλέπει τον εχθρό του – τον άνθρωπο που μισεί – να έρχεται κατά πάνω
του, δεν το πετάει, αλλά το χρησιμοποιεί.
Τέλος για να δείξω
το πόσο θαρραλέος ήταν ο Καρυωτάκης, απ’ τα νεανικά του κιόλας χρόνια, θα
σημειώσω και κάτι ακόμα. Λοιπόν, όταν ήταν γύρω στα είκοσι, έβγαζε μαζί μ’ ένα
φίλο του ένα σατιρικό περιοδικό, που είχε το τίτλο “Η γάμπα”. Φαίνεται, όμως,
πως ήταν πολύ τολμηρό για κείνη την εποχή, και προτού να το κλείσει η αστυνομία
ενημέρωσε τον πατέρα Καρυωτάκη. Πως, δηλαδή, θα έπρεπε, ο ποιητής μας, ν’
αφαιρέσει μερικά τολμηρά κομμάτια. Ο Κώστας Καρυωτάκης, όμως, παρ’ όλες τις
πιέσεις της οικογένειάς του, και πολλών φίλων του, και παρ’ όλες τις
φιλαρέσκειες και τις φιλοδοξίες που έχουν οι νέοι, δεν αφαίρεσε ούτε μια λέξη,
προτιμώντας να βάλει λουκέτο στο περιοδικό.
Εξάλλου και η απαισιόδοξη και κυρίως η σατιρική
ποίησή του δείχνει πως πολύ θα το ήθελε ο ποιητής μας να ήταν αισιόδοξος, αλλά
δεν τον άφηναν τ’ άσκημα καμώματα της ζωής. Μα δεν προηγείται σχεδόν πάντοτε η
πίστη της απιστίας, και το μίσος δεν είναι παράγωγο της αγάπης; Λοιπόν, ο
Καρυωτάκης επηρεασμένος απ’ τον πατέρα του, ήταν μάλλον ακροδεξιός. Ήταν
βασιλικός και πίστευε στο αστικό
καθεστώς, που δεν είχε τίποτε πάνω του για να περηφανεύεται. Όλο και βούλιαζε
σ’ όλους τους τομείς. Δεν είναι λογικό πως τράβηξε και τον ποιητή μας,
ρίχνοντάς τον μες στο βάλτο της απαισιοδοξίας; Το ίδιο δεν έγινε και με δυο
ακόμα πεσιμιστές ποιητές μας, τον Κώστα Καβάφη (1863 – 1933), και το Γιώργο
Σεφέρη (1900 – 1971);
Είχαμε τον αιματηρό Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο,
που είχε γίνει έτσι για καλαμπούρι. Δυο κλίκες τσακώνονταν μεταξύ τους, για το
ποιος θα γινόταν κοσμοκράτορας. Τι θα κέρδιζε η Ελλάδα αν πέταγε πάνω απ’ το
σβέρκο της τους Αγγλογάλλους και τους Ρώσους – της τσαρικής Ρωσίας - και
στρογγυλοκάθονταν οι Γερμανοί με τους Αυστροουγγαρέζους; Τίποτε! Θ’ άλλαζε ο
Μανολιός και θα έβαζε τα ρούχα του αλλιώς. Αυτό, βέβαια, είχε να κάνει όχι μόνο
με την Ελλάδα, αλλά με ολάκερη την Ευρώπη και την ανθρωπότητα ακόμα.
Στο εσωτερικό
είχαμε την εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Πολλοί ιστορικοί – εγώ δεν είμαι τέτοιος
– την λένε αποικιοκρατική και τυχοδιωχτική. Εγώ δε θα την πω έτσι. Πάντως, στα
σίγουρα ήταν παράλογη. Δεν μπορούσε μια μικρή Ελλάδα, με τόσα οικονομικά
προβλήματα και κάτω από διεθνείς οικονομικούς ελέγχους και ξένες επεμβάσεις να
κάνει τόσο μεγάλα εγχειρήματα. Εξάλλου κι ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος
(1864-1936), όταν έχασε τις εκλογές, το Νοέμβρη του 1920 – δεν είχε βγει ούτε ο
ίδιος βουλευτής – είπε στην Πηνελόπη Δέλτα (1874 - 1941), που ήταν κόρη του
Μανόλη Μπενάκη και που αφιέρωσε στο Βενιζέλο ένα βιβλίο εξακοσίων σελίδων:
Νιώθω τύψεις. Ακόμα δεν είμαι βέβαιος αν είχα το δικαίωμα να τραβήξω το λαό μας
σε τέτοιες περιπέτειες. Φαίνεται πως το έθνος μας δεν μπορούσε ν’ αντέξει σε
τέτοιες μεγάλες εκστρατείες.
Ναι, αλλά κούφια
φουντούκια ήταν οι τύψεις του Βενιζέλου, αφού το κακό είχε πια γίνει: η
καταστροφή της Σμύρνης. Η μεγαλύτερη νεοελληνική συμφορά. Μέχρι κι ο
Αρχιστράτηγός μας είχε αιχμαλωτιστεί. Είχαμε και τους στρατοκράτες – Πλαστήρας,
Γονατάς, Φωκάς, Μεταξάς, Πάγκαλος, Κονδύλης... και βάλε – που κάθε τόσο έκαναν
κινήματα και δικτατορίες. Στο εξωτερικό, πάλι, ο φασισμός είχε εδραιωθεί στην
Ιταλία κι όλο και προχωρούσε προς τ’ άλλα κράτη της Ευρώπης; Τι ποίηση,
επιτέλους, θα μπορούσε να κάνει ο τόσο ευαίσθητος Καρυωτάκης; Θα έπρεπε,
δηλαδή, να το ρίξει στα τραλαλά.., των ρομαντικών ποιητών, της εποχής του, που
στηρίζονταν στα μπράτσα του Σωκράτη (470 – 399) π.Χ, και του Αριστοτέλη (384 – 322) π.Χ κτλ, αναπολώντας τα παλιά… μεγαλεία;
Λοιπόν,
καταπιάστηκα με το τόσο άχαρο θέμα, την αρρώστια του Κώστα Καρυωτάκη, όχι για
να κάνω κουτσομπολιό, αλλά γιατί νομίζω πως όσα περισσότερα ξέρουμε για τη ζωή
ενός λογοτέχνη, τόσο περισσότερο μπορούμε να μπούμε μες στο ζουμί του έργου
του, ή επιτέλους να βρούμε τους λόγους που κάνουν τους λίγους συνάνθρωπούς μας
να γράφουν.
Γράφτηκαν πολλά και θα γραφτούν ακόμα
περισσότερα για τον Κώστα Καρυωτάκη, γιατί είναι μεγάλος ποιητής, αλλά συνάμα
ήταν κι άτυχος, σαν άνθρωπος. Βέβαια, το έργο που μας άφησε πρέπει οπωσδήποτε
να το συσχετίσουμε και με την ηλικία του, διαφορετικά θα κάνουμε μια τρύπα στο
νερό. Στα σίγουρα, δε θα είχαν φτάσει τον Καρυωτάκη όλοι οι μεγάλοι μας ποιητές
– Καβάφης, Παλαμάς, Βάρναλης, Ρίτσος, Σεφέρης, Ελύτης, Βρεττάκος – αν
σταματούσαν την ποίηση στα τριάντα τους. Μ’ αφού, σ΄ αυτήν την ηλικία , καλά –
καλά, δεν είχαν αρχίσει τα γραψίματα.
Τελειώνοντας θα δώσω το λόγο στον Κώστα
Βάρναλη, που θεωρούσε μεγάλο ποιητή τον Κώστα Καρυωτάκη, αφού μας λεει γι’
αυτόν:
Ο Καρυωτάκης ήταν
πρωτομάστορας του στίχου. Τα καταφέρνει και πάντοτε μας αρέσει, αν και γέρνει
προς την καθαρεύουσα. Ποιος ξέρει τι θα μας είχε αφήσει, αν δεν χανόταν πρόωρα,
με τη μόρφωση που είχε και το πηγαίο ταλέντο που διάθετε.
Βέβαια, τα
αισθήματα ήταν αμοιβαία. Κι ο Καρυωτάκης θεωρούσε μεγάλο ποιητή τον Βάρναλη, αν
και πολιτικά βρισκόταν στο αντίπαλο στρατόπεδο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πρόκειται για το κολοσσιαίο άγαλμα που δώρισε η Γαλλία στις ΗΠΑ, και που είναι στημένο στο νησάκι Μπένλοου, απέναντι απ’ το Μανχάταν της Νέας Υόρκης.
2. Έχει στο νου του
ασφαλώς την ποιητική σύνθεση “Το φως που καίει”, του Κώστα Βάρναλη. Σα να θέλει
να πει: Η πραγματική ελευθερία βρίσκεται προς τη μεριά του Βάρναλη.
3. Συνεταιρισμοί
επιχειρήσεων, όπως είναι οι σημερινές πολυεθνικές.
4. Εδώ δεν
κατηγορεί τους Εβραίους. Ο Καρυωτάκης δεν ήταν ανόητος... Απλώς λεει κάτι που
’ναι γνωστό: πως οι Εβραίοι νταλαβερίζονται με το εμπόριο. Επίσης, έτσι φτιάχνει και την ομοιοκαταληξία,
με τη κατάληξη “χρέη”.
5. Ο τίτλος του
ομώνυμου φανταστικού μυθιστορήματος του Όσκαρ Ουάιλντ.